Προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα.
Ο ομιλών είναι ο μανιώδης συλλέκτης, πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο εμπνευστής του Μουσείου Πολέμου. Συλλέγοντας παλιά αντικείμενα, μοιραία πέφτει και σε γνώριμα πρόσωπα από το παρελθόν του, όπως η γυναίκα στο μπαρ, στο πρόσωπο της οποίας αναγνωρίζει την (πάλαι ποτέ) παιδούλα των νεανικών του χρόνων.
«Είχα κατευθυνθεί, χωρίς να καλοξέρω το λόγο, προς το Σαν Σάμπα. Είχα προ ολίγου επιστρέψει από τη Ρώμη στην Τεργέστη, με μια βαλίτσα γεμάτη παλιόχαρτα που τώρα θα τα πετάξω. Η Έλσα γύριζε στο σπίτι το βράδυ, ίσα για να προλάβει να ζεστάνει τη σούπα που ετοιμάζει κάθε δυο-τρεις μέρες, και πολύ πάει, ύστερα από τόσες ώρες που περνάει κάνοντας φασίνα σ’ εκείνο το σπίτι και φροντίζοντας τον ξεμωραμένο γέρο. Αν δεν το έκανε, δε θα υπήρχε ούτε η ξαναζεσταμένη σούπα, το ξέρω καλά. Να δειπνούμε, να αποφεύγει ο ένας τον άλλον, να πηγαίνουμε στην τουαλέτα, να κοιμόμαστε. Όταν τα καταφέρνω εγώ. Αντίθετα εκείνη αποκοιμιέται ακαριαία. Τη μέρα τριγύριζα στην Τεργέστη όπως συνήθως, βρίσκοντας πάντα κάτι να μαζέψω και να φέρω στη μεγάλη αποθήκη, περιμένοντας να με πετάξουν έξω και από κει μαζί με τα συμπράγκαλά μου, αφού για μήνες δεν πλήρωνα το νοίκι. Πώς θα μπορούσα άλλωστε;
»Στο Σαν Σάμπα, κατηφορίζοντας την οδό Βαλμάουρα προς τη μεριά της θάλασσας, υπάρχει ένα μπαρ. Ροσοαλαμπαρντάτο, λέγεται. Μπαρ Ροσοαλαμπαρντάτο. Μπήκα μέσα να πιω ένα πελίνκοβετς. Το αψέντι με αηδιάζει, όταν όμως έχω αυτή την απαίσια γεύση στο στόμα, μου έρχεται στο νου το αψέντι και μου ανοίγει η όρεξη για αψέντι, κι ας με πιάνει μετά ακόμα πιο πολλή αναγούλα. Ήταν εκεί, καθισμένη σ’ ένα τραπέζι, κάπνιζε. Το πλατύ ανοιχτό στόμα έδινε στο πρόσωπό της μια έκφραση ράθυμης αυθάδειας, εκείνης της γνώριμης, όπως όταν παίζαμε στην αυλή πίσω από το σπίτι – λίγες, ελάχιστες αιώνιες φορές, μάταιο ακαταμάχητο κάλεσμα της μοίρας, σκοινί ριγμένο στα βαλτόνερα της ζωής μου που όμως εγώ δεν το έπιασα, κιβωτός υγρή ετερόκλητη και φιλόξενη όπου δεν είχα βρει το θάρρος να μπω και που την είχα δει, καταραμένη ώρα, να χάνεται μες στον κατακλυσμό όπου είχα μείνει να σαπίζω, φαγωμένος απ’ το νερό κι από άγρια ψάρια για παραπάνω από σαράντα μερόνυχτα.
»Αγνώριστη, εγώ την αναγνώριζα, με πιο πολλά κιλά, νωθρή, υπεροπτική όπως πάντα. Εκείνο το απότομο σήκωμα του κεφαλιού της την έκανε ανάλαφρη, πούπουλο· ο κωμικός θηλυκός αγριόκουρκος χτυπούσε τα φτερά και γινόταν και πάλι γεράκι που τινάζεται ψηλά στον αέρα, βασίλισσα μέλισσα που πετάει, υψώνεται κι αρπάζει με τα τριχωτά της πόδια τον αλαφιασμένο και αποκαμωμένο κηφήνα που είναι έτοιμος να κατρακυλήσει, τον βάζει στο στόμα της, τον ρουφάει, το στόμα έχει γεύση από μέλι, την κοίταζα, ένιωθα να με ρουφάει εκείνο το σαρκώδες αχόρταγο στόμα, ευτυχισμένος που ένιωθα ξανά σκλάβος εκείνης της τυραννικής μύτης. Τώρα ήταν σαν να είχε διασταλεί, να είχε βυθιστεί στο λίπος, αλλά το βλέμμα μου χωνόταν ανάμεσα σ’ εκείνες τις πτυχές και στα μαξιλαράκια λίπους σαν σκαρπέλο, ανέσυρε την καπριτσιόζικη, τρυφερή κι ανελέητη μύτη – από κάπου είχα διαβάσει πως σε κάθε πέτρα, σε κάθε άμορφη μάζα, σε κάθε ροζιασμένο και κηλιδωμένο κορμό είναι αιχμαλωτισμένη μια μορφή και ο γλύπτης την ελευθερώνει, τη βγάζει απ’ το κλουβί. Η επιθυμία μου, επιθυμία χρόνων, δεκαετιών, αιώνων, ελευθέρωνε την πριγκίπισσα από τη βαριά φυλακή του χρόνου· ξανάβρισκα κάτω από το μαλακό και αραιό, σχεδόν έτοιμο να υγροποιηθεί χιόνι, το λυγερό φιντανάκι λυτρωμένο από τις βαριές νιφάδες.
»Προχωρούσε στο μικρό μπαρ, περνούσε ανάμεσα από τα τραπέζια κρατώντας στο χέρι ένα σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα κι ένα φλιτζανάκι καφέ πασαλειμμένο με υπόλευκη ζάχαρη· γατίσιες κόρες τρυπούσαν από τα βαριά μακιγιαρισμένα μάτια τα βλέμματα που συναντούσαν και τ’ άφηναν να πέσουν σαν πουλιά χτυπημένα στον αέρα απ’ τον κυνηγό. Οι μεγαλόπρεποι ώμοι γερτοί πάνω στα στήθη, ρόδια έτοιμα να τινάξουν τα σποράκια τους σε λιβάδια με ασφόδελους, μια βαθιά σχισμή, αφράτη λαγκαδιά όπου ανάβλυζε η παλίρροια φερμένη απ’ το σιρόκο των χρόνων της, ψεύτικο σμαράγδι από θραύσματα γυαλιού, μαργαριτάρια τρελά πάνω στο εκτυφλωτικό λευκό εκείνων των δυο απόκρημνων βράχων. Και τα χέρια στρουμπουλά, με νύχια ρελιασμένα με μαύρο, και τα πόδια ήταν λευκά σαν βότσαλα στις παραλίες της Ίστριας, εκείνα τα λευκά ευκίνητα κι ανάλαφρα στο βάδισμά τους πόδια, κι ας έχουν τώρα γίνει σαρκώδεις καρποί που ξεχείλιζαν επιβλητικά, νωθρά, και βγήκαν από τα παπούτσια μόλις κάθισε. Εκείνα τα πόδια που είχα ονειρευτεί πως φιλούσα, γάτες λευκές έτοιμες να παίξουν, να ξεσκίσουν με τα γαμψά τους νύχια το απρόσεκτο θήραμα, όπως είχε κάνει χωρίς καν να το ξέρει μ’ εμένα σ’ όλη τη ζωή· τη δική μου τουλάχιστον.
»Η μόνη σάρκα που είχα ονειρευτεί – μόνο ονειρευτεί, γιατί μετά από κείνες τις λιγοστές μέρες, μέρες ακόμα παιδιάστικες, άσεμνες κι αθώες, δεν την ξαναείδα. Είχε εξαφανιστεί λίγο αφότου έγινε γυναίκα, ήδη μαστόρισσα όμως μ’ εκείνο το λιγωμένο κι ακαταμάχητο στριφογύρισμα των ματιών, προκειμένου να πιάσει τον κόσμο στα δίχτυα της – μάτια ζωγραφισμένα, γυναίκας ερωτικής μιας άλλης εποχής, έλεγε ο πατέρας μου, γιατί δεν έρχεσαι κοντά κι αφήνεις να σ’ το κλέβουν τα παιδιά της γειτονιάς; Είχε εξαφανιστεί από το μπροστινό μπαλκόνι, στο οποίο όταν κουτσομπόλευαν από το ’να σπίτι στ’ άλλο ακουμπούσε τα πληθωρικά της στήθη, οδεύοντας προς μια μοίρα για την οποία ακούγονται πολλά και την οποία μεγέθυνε η ζηλόφθονη περιέργεια, για αποτυχημένους γάμους (ποιος αποτυχαίνει, σ’ αυτή την περίπτωση;), σχέσεις ξετσίπωτες, μια μεμψίμοιρη ζωή χλιδής. Γιατί δεν έρχεσαι κοντά; Ναι, κοντά σου, εγώ φούντωνα πάντα· σκλάβος, με είχε υποδουλώσει, ταπεινώσει, επιβραβεύσει, συναρπάσει· μόνο εκείνη είχα ονειρευτεί, ποθήσει, μόνος μου ή κάνοντας έρωτα με όποιαν τύχαινε – έρωτα; Ίσως ναι, μόνο όμως μέσω της εικόνας της που ήταν πάντα μπροστά μου ενώ βούλιαζα, δεν έχει σημασία σε ποιον κόρφο, δυνατός και βαρβάτος με τη σκέψη μου σ’ εκείνη, εγώ που διαφορετικά ήμουν νωθρός και φοβητσιάρης στα σκέλια κάποιας άλλης. Μόνο εκείνη είχα ποθήσει απ’ όλες τις –λίγες, πολύ λίγες– άλλες γυναίκες· μόνο η εικόνα της έκαιγε κι όταν η φλόγα υποχωρούσε ξαναγινόμουν ο ελεεινός εραστής, κάθιδρος από αμηχανία και φόβο.
»Φθαρμένη και παραμορφωμένη από το χρόνο, αναλλοίωτη γητειά. Κάθισα με φυσικότητα στο τραπέζι της κι εκείνη μου έβαλε στο στόμα ένα αναμμένο τσιγάρο, σαν να είχαμε χωρίσει λίγα λεπτά πριν, στο σπίτι μας, σαν να είχαμε σηκωθεί από το κρεβάτι, το κρεβάτι μας. Ένιωθα το πρόσωπό μου φλογισμένο, αλλά ελεύθερο, ανίδρωτο. Ίσως και ωραίο, ελκυστικό· το διάβαζα στο περιπαιχτικό, μα τρυφερό στον σκοτεινό βυθό της λίμνης βλέμμα της. Θυμάμαι το δωμάτιο όπου με οδήγησε, το ροζ κρεβάτι, άνετο, κακόγουστο και με μια μυρωδιά από πρόστυχα φτιασίδια. Πρόστυχα και γενναιόδωρα, όπως η κίνηση με την οποία έβγαλε τα παπούτσια της κι έδωσε μια απαλή κλοτσιά στο πρόσωπό μου που ακολουθούσε το λευκό πόδι κάτω από τα σκεπάσματα σαν ψάρι που βουλιάζει στο βυθό. Αγνώριστη, καθώς όμως την αγκάλιαζα και την άγγιζα και τη φιλούσα, η προκλητική και λυγερή ακόμα σιλουέτα μιας εποχής ξεπηδούσε από το παραμορφωμένο σώμα της, όπως από τα ρούχα που της είχα βγάλει. Μια μάσκα διαλυόταν κι άφηνε να διαφανεί η λεπτή μύτη και τα πάλαι ποτέ ντελικάτα χείλη, τα μάτια ελαφρώς εξογκωμένα, σαν από μια ανεπαίσθητη εξοφθαλμία, επέστρεφαν στις όχθες της πράσινης λίμνης, όπως η θάλασσα όπου βυθιζόμουν, πέθαινα, ξαναγεννιόμουν.
»Εκείνη στράφηκε, ανέβηκε πάνω μου, πνίγοντάς με ζουλώντας με λυτρώνοντάς με· ψηλή από πάνω μου, φιγούρα ακρόπρωρου προτεταμένη στη θάλασσα όπου ναυαγούσα, σωσμένος ξεζουμισμένος αναγεννημένος. Ένδοξη ανάσταση της σάρκας –της δικής μου, γιατί η δική της δεν είχε πεθάνει ποτέ– της τσιγκούνικης και μαραμένης σάρκας μου. Σ’ εκείνο το ρημαγμένο σώμα που ξανάνθιζε νεανικό, μεγαλόπρεπο, ίσως για πρώτη φορά αγαπούσα και τον ίδιο μου τον εαυτό, όχι με επιφυλακτική τσιγκουνιά αλλά όπως αγαπάς ένα δώρο που χαίρεσαι να το προσφέρεις. Συμπονούσα τη ματαιόδοξη ευήθεια των χρόνων που έχουν την απαίτηση να γεράσουν ένα πρόσωπο και να μαράνουν ένα χαμόγελο, ακατάλυτα κι έτοιμα να αναγεννηθούν σε κάθε φιλί, μπουμπούκι τριανταφυλλιάς που το διαδέχεται το τριαντάφυλλο, ωσότου χάσει όλα του τα πέταλα, θαλασσινή σπηλιά υγρή από φύκια κι από νερό που εισρέει εντός της κι από την ίδια εκρέει. Ναι, τώρα ήταν όλα διαφορετικά. De profundis clamavi ad te, Domine, κι εσύ με εισάκουσες, ήρθες κοντά μου διαμέσου εκείνης της μαραμένης και ένδοξης σάρκας για να με κάνεις να καταλάβω τη μιζέρια της μίζερης ύπαρξής μου. Βγήκα από κείνο το σπίτι και ανηφόρισα ξανά την οδό Βαλμάουρα. Η Ριζιέρα ήταν μπροστά μου, κόκκινη, χοντροκομμένη, μαύρη, θανάσιμη. Εκεί μέσα είχαν περάσει τόσα πρόσωπα του Θεού, βασανισμένα, σφαγμένα. Οστά ταπεινωμένα. Πήρα το δρόμο προς το ζοφερό κτίριο κι από κείνη τη μέρα, κάθε μέρα… Τα ταπεινωμένα οστά θα ευφρανθούν. Και τα δικά μου άραγε;»
* Μετάφραση από τα ιταλικά: Άννα Παπασταύρου. Το μυθιστόρημα του Κλάουντιο Μάγκρις υπό τον τίτλο «Υπόθεση αρχείου» αναμένεται εντός του 2017 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.