Του Μιχάλη Μοδινού
ΔΕΝ είναι πολλές οι ιδανικές στιγμές για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα. Κάθομαι αγουροξυπνημένος σ’ ένα φαρδύ ξύλινο μπαλκόνι πάνω από το Ντιρ και παρακολουθώ εδώ και ώρες τα αφρισμένα νερά που κατεβαίνουν από τα Ιμαλάια. Τα πόδια μου είναι απλωμένα σε μια καρέκλα και ο υπηρέτης του lodge μού φέρνει κάθε τόσο ένα δίσκο με πολύ γλυκό πράσινο αχνιστό τσάι και άγευστα γλυκίσματα. Το δεξί μου χέρι ψήνεται στον ήλιο, το αριστερό βρίσκεται στον ίσκιο, αλλά βαριέμαι ν’ αλλάξω θέση. Είμαι λοιπόν ευτυχισμένα διαιρεμένος από μια οξεία διαγώνια σκιά. Στην απέναντι όχθη του ποταμού, παράγκες, εργαστήρια και η δημοσιά. Στ’ αυτιά μου φθάνoυν οι μεταλλικοί ήχοι από τα ξεχαρβαλωμένα καμιόνια που διασχίζουν ως εκ θαύματος τα περάσματα του Λογουάρι. Είμαι μόνος, είμαι ξεκούραστος. Είμαι ευτυχισμένος.
Δίπλα μου, πάνω στο ίδιο χαμηλό τραπέζι όπου βρίσκεται η τσαγιέρα, στοιβάζονται εκθέσεις και αναφορές για την οικονομία του Πακιστάν και τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, ένα φύλλο της Monde Diplomαtique –το τελευταίο– και το World Deνelopment Report του 2007. Όμως απ’ το πρωί δεν τους έχω ρίξει ούτε μια ματιά. Στο βάθος της απέναντι χαράδρας διακρίνω τη δεύτερη υψηλότερη κορυφή του πλανήτη να λάμπει στον εκτυφλωτικό ήλιο, ενώ παρακολουθώ την άνοδο της θερμοκρασίας στο δεξί μου μπράτσο. Εδώ πάνω δεν έχει αρκετό αέρα για ν’ αποθηκεύσει τη θερμότητα του ήλιου ούτε για να φιλτράρει το εκτυφλωτικό φως. Η αντίφαση αυτή απασχολεί τα νευρικά μου κύτταρα επί ώρες. Κι ακόμη, μ’ απασχολούν τα βουνά, μπροστά μου και πίσω μου: βουνοκορφές, βουνοπλαγιές, βουνοκοιλάδες, βουνoπεράσματα. Βρίσκομαι στη βορειοδυτική επαρχία, όπου βασιλεύει το κοινοτικό δίκαιο («φυλετικό» το λένε στα γραφεία του ΟΟΣΑ, στο Παρίσι), και η κυβέρνηση θέλει να χρηματοδοτήσουμε ένα μεγάλο για τα τοπικά δεδομένα αναπτυξιακό πρόγραμμα. Είμαι εδώ για ν’ αναπτύξω αυτές τις κοιλάδες, που σ’ ένα μήνα θα ’ναι σκεπασμένες με χιόνι. Για να τις α‑να-πτύ-ξω.
Προς το παρόν είμαι μόνος, ήρεμος κι ευτυχισμένος. Έφθασα στο Τσιτράλ με τη βραδινή πτήση απ’ το Πεσάβαρ –ανέλπιστη τύχη, οι πτήσεις αυτές γίνονται μάλλον σπάνια– και απέφυγα την τρομακτική, όπως λένε, ταλαιπωρία του περάσματος των βουνών με τζιπ, μέσ’ από δρόμους που δεν είναι δρόμοι. Το κέρδος αυτό των είκοσι τεσσάρων ωρών το αξιοποιώ τώρα χαζεύοντας στο βάθος τα απαστράπτοντα χιόνια των Ιμαλαΐων. Κανείς δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ. Οι επίσημοι δεν έχουν ενημερωθεί. Οι συνεργάτες μου δεν έχουν φθάσει ακόμη στην κoρυφή αυτή του κόσμου.
Η κατάσταση μου θυμίζει την Μπαμέντα του Kαμερoύν, τριάντα χρόνια πριν. Είχα φθάσει εκεί στα είκοσι τρία μου, μ’ ένα πτυχίο πολιτικού μηχανικού στο χέρι από το Πανεπιστήμιο του Γουίνιπεγκ, και είχα βαλθεί να φτιάχνω δρόμους μέσα στη ζούγκλα, μ’ έναν ενθουσιασμό που τροφοδοτούσαν η έντονη νυχτερινή ζωή, η σόουλ του Τζέιμς Μπράουν, ερμηνευμένη πιστά από τα τοπικά συγκροτήματα, τα ταμ-ταμ των κηδειών-εορτών και οι ψηλόλιγνες μαύρες που λικνίζονταν στις πίστες και σε πλησίαζαν για ένα ποτό. Έπειτα από ένα χρόνο, η εταιρεία με έστειλε στα δυτικά υψίπεδα, στα σύνορα της Νιγηρίας –της Μπιάφρα για την ακρίβεια– μ’ ένα μαύρο εργοδηγό κι ένα γκρέιντερ, για να προσφέρω εκδoύλευση σ’ ένα φύλαρχo ισιώνοντας τους αργιλικούς δρόμους της πόλης. Ωστόσο, η έλλειψη ανταλλακτικών μού επέτρεψε να κάθομαι ολημερίς στη βεράντα της ξύλινης κατασκευής –Auberge des Hautes Vallées– ψήνοντας το λευκό, άτριχο στήθος μου στον εκεί αφιλτράριστο ήλιο για έναν ολόκληρο μήνα, πίνοντας μπίρες από τις δέκα το πρωί στο μισοσκότεινο μπαρ του ξενοδοχείου, τρώγοντας μεσημεριανό στο τουριστικό περίπτερο με τη μουχλιασμένη πισίνα που είχαν κατασκευάσει οι Γάλλοι κατά το Μεσοπόλεμο, αποσυρόμενος στις καμπάνες για σύντομες περιπέτειες με κυρίες της καλής μαύρης μετα-αποικιακής κοινωνίας, ευτυχισμένα αιωρούμενος ανάμεσα στις πράσινες λοφοκορφές με τους ευκαλύπτους και τα κατακόκκινα ανθισμένα christmas trees: αιωρούμενος για έναν ολόκληρο μήνα, μόνος και ανεύθυνος.
Εδώ είναι τα βουνά. Δεν έχει μαύρες – δεν έχει γυναίκες γενικά. Δεν τις βλέπεις πουθενά, ούτε καν στα παζάρια. Εδώ είναι Ισλάμ. Για μια μακρά στιγμή είμαι ελεύθερος να παρατηρώ τις κοιλάδες που θ’ αναπτύξουμε, τα μογγολικά τείχη της εποχής του Σαχ Τζαχάν στο αριστερό μου χέρι, ένα ροδαλό τζαμί στο δεξί. Επιδέξιοι καβαλάρηδες παίζουν πόλο σ’ ένα πράσινο πλάτωμα στη φιδοειδή καμπή του ποταμού. Ο δουλικός υπηρέτης με ρωτάει αν θα πάω στους Καλάς – τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αυτό κάνουν όλοι οι τουρίστες. Του απαντάω πως δεν είμαι τουρίστας και το βλέμμα του, όλο υπονοούμενα, δείχνει πως «τώρα ξέρει»: είμαι Αμερικανός πράκτορας σε αποστολή και θα περάσω νύχτα τα σύνορα για να βρεθώ απ’ τη μεριά των μουτζαχεντίν. Βαριέμαι να του εξηγήσω ότι δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε ο Μεγαλέξαντρος, ούτε οι Καλάς, ούτε τα Τάξιλα και ο ελληνοβουδιστικός πολιτισμός της Γκαντάρα. Ότι μου απαγορεύεται ν’ ασχολούμαι με μουτζαχεντίν. Ότι είμαι μακροπρόθεσμα κουρασμένος. Ότι έχω διαβάσει στα νιάτα μου λίγο Λεβί-Στρος –η μανία της Ωντίν, που τον κουβαλούσε μαζί της σ’ όλα μας τα ταξίδια– κι ότι θυμάμαι τις σελίδες για τα Τάξιλα, τη δυτικόστρoφη περιήγηση του πολιτισμού και πάει λέγοντας. Άλλωστε δεν ξέρει, σίγουρα, τον Λεβί-Στρος αυτός ο ταλαίπωρος μουσουλμάνος Πατάν με το μόνιμο μελαψό υπομειδίαμα. Ούτε κι εγώ θέλω να τον ξέρω σήμερα που είμαι ευτυχισμένος, αν και ίσως δεν θα με πείραζε να βρίσκομαι λίγο νοτιότερα –Λαχώρη, Ισλαμαμπάντ– θαυμάζοντας τ’ ασημένια κοσμήματα και τις ελληνίζουσες πτυχές στ’ αγάλματα, που έχω δει σε φωτογραφίες: ο Βούδας με πρόσωπο Απόλλωνα…
Κουταμάρες. Προτιμώ να σκέπτομαι την Μπαμέντα: κατά ένα τρίτο του αιώνα νεότερος τότε, με συγκεκριμένη αποστολή, ένα γκρέιντερ και δύο εργάτες. Τις νύχτες αφρορέγγε. Τριάντα χρόνια, πώς ακριβώς πέρασαν; Εκεί ήταν μαύροι –Μπαμιλεκέ, Μπαμούν, Εγουόντο, Ντουάλα– εδώ είναι λευκοί, κι αυτό με ενοχλεί. Επί είκοσι χρόνια, τα Ηνωμένα Έθνη, η Διεθνής Τράπεζα, ο FAO, η UNEP, με συνήθισαν να έχω ως αναπτυξιακό στόχο μελαψούς, κιτρινομέλανους ή κατάμαυρους ανθρώπους. Εδώ τα παιδιά έχουν κατάλευκο, βρόμικο πρόσωπο και γαλανά μάτια. Συνήθως έχουν και ξανθά μαλλιά. Κι ακόμη, εδώ πάνω δεν έχει χουρμάδες, μάνγκο, αβοκάντο, ανανάδες, κασάβα, ζαχαροκάλαμο, γκουαρανά. Εδώ έχει μηλιές, αχλαδιές, σιτάρι, αμπέλια, καλαμπόκι και λίγο ρύζι, καλλιέργειες που καρφιτσώνονται σε απόκρημνες πλαγιές, σε προσεκτικά συντηρούμενους αναβαθμούς. Νιώθω μπερδεμένος. Οι άνθρωποι εδώ μου μοιάζουν, αν και δεν είναι παρά φτωχοί μουσουλμάνοι χωρικοί της φυλής των Πατάν, που αριθμεί μερικά εκατομμύρια μέλη – έτσι μου λέει ο ξενοδόχος. Φορούν μακριές καφετιές φορεσιές, πατικωμένα καπέλα, κρεμάνε ένα όπλο στον ώμο και ορισμένοι έχουν ροδαλά μάγουλα κι ωχρά χαρακτηριστικά. Κάθονται μπροστά στις αυλές τους και χαϊδεύουν τα σκυλιά τους. Δαγκώνουν μήλα κι αποφεύγουν να με κοιτάξουν. Είναι διακριτικοί.
Υποψιάζομαι πως ένα εκλεπτυσμένο αστείο γίνεται εις βάρος μου. Η φωνή του Ταϊλανδού στο τηλέφωνο με είχε διαβεβαιώσει ότι δεν είναι παρά μία από τις συνηθισμένες μου αποστολές. «Δεν θα πάρεις τη Ναμίμπια. Ούτε την Ινδία. Δεν υπάρχει τίποτα πια για χρηματοδότηση εκεί. Θα πάρεις το Πακιστάν. Ωραίο. Βουνά, κοιλάδες. Δεν έχει ζέστη ούτε μολυσμένο νερό. Ηρεμία. ’Ο,τι πρέπει για σένα. Για τους Δυτικούς, διάσημο μέρος. Ιστορικό. Περάσματα στρατιών, κοιλάδες για ανάπτυξη. Φεύγεις αμέσως, πριν αρχίσουν τα χιόνια. Έχει και χοντρό κυνήγι». Έχει και πόλεμο, ακριβώς δίπλα μας. Αλλά αυτός είναι υπόθεση αλλωνών.
Δεν θέλω να ξέρω για τον πόλεμο, ούτε για τους Έλληνες της Βακτριανής, ούτε για κατασκόπoυς και μουτζαχεντίν. Ο ήλιος έχει δύσει νωρίς ρίχνoντας μαβιές σκιές στην κοιλάδα μου. Το λαθρεμπόριο του οπίου δεν με αφορά και οι άνθρωποι της Γενεύης δεν θέλουν να με αφορά. Ούτε ο πόλεμος με αφορά, ούτε οι βιοτεχνίες όπλων – οικιακή παραγωγή τριών χιλιάδων χρόνων, απ’ όπου σήμερα παράγονται ακριβείς απομιμήσεις καλάσνικοφ και Μ16. Δεν με ενδιαφέρει η οικονομία τους, ούτε τα κλαν τους, ούτε τα οχυρωμένα σπίτια τους στις πλαγιές των βουνών και στα πετρώδη οροπέδια του περάσματος Χάιμπερ. Μ’ ενδιαφέρει η επίσημη οικονομία.
Είμαι επικεφαλής μιας επταμελούς αποστολής. Ένας Καναδός, μια Δανέζα, ένας Γιαπωνέζος, ένας Ινδός, ένας Ινδονήσιος, ένας Νιγηριανός, εγώ. Είμαι Αμερικανός, WASP, με Πολωνέζα μητέρα. ’Eχω για ένα διάστημα ζήσει στον Καναδά, στο Κεμπέκ, στην άλλη άκρη της ηπείρου απ’ τον Καναδό. Και στο Μπαγκλαντές, στη Σρι Λάνκα, στο Καμερούν, στην Ουγκάντα, στη Βολιβία. Από λίγο. Παντού από λίγο. Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί ως ομάδα ή ανά δύο, αλλά είναι σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Ανήκουμε σ’ αυτό το νέο κοσμοπολίτικο είδος που τριγυρνά από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, κι από «lntercontinental» σε «lntercontinental». Το γκρουπ συντέθηκε από ένα Νορβηγό της Διεθνούς Τραπέζης, που είχε δουλέψει μαζί μου σ’ ένα δεκαπενθήμερο πρόγραμμα εμβολιασμού βοοειδών στην Μποτσουάνα. Βρήκε το τηλέφωνο του σπιτιού μου στη Ρώμη από ένα συνεργάτη τού ΟΟΣΑ στο Παρίσι.
Η δουλειά είναι γνωστή. Ρουτίνα. Θα εγκρίνουμε ένα χαμηλότοκο, μακροπρόθεσμο δάνειο για την ανάπτυξη των βορειοδυτικών επαρχιών ή μέρους τους. Οφείλω να βρω κοιλάδες και να χρηματοδοτήσω έργα που θα ζητήσει η κυβέρνηση του Πακιστάν. Το πακέτο είναι γνωστό: αρδευτικά, οδοποιία, αναδασμός, δασική ανάπτυξη και αποχετευτικά. Δεν έχει σημασία το πού θα εφαρμοσθούν αυτά, αν είναι εφικτό το οδικό δίκτυο, αν χρειάζονται άρδευση τα τοπικά προϊόντα, αν ο αναδασμός έχει νόημα σ’ αυτά τα βουνά. Αυτό που έχει σημασία είναι να δικαιωθεί οικονομοτεχνικά το πρόγραμμα και να απoρρoφηθούν τα κονδύλια. Θέλουμε να επενδύσουμε. Θέλουν να επενδύσουμε.
Είμαι αυτός που παίρνει τις αποφάσεις. Οφείλω να διατηρήσω την ομάδα σε καλή φόρμα, να αμβλύνω τα προβλήματα και τις τριβές, να κάνω «δωράκια» στους επισήμους, αν αυτό χρειαστεί – και θα χρειαστεί. Έξι βδομάδες θα είμαστε εδώ κι ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά. Πώς συντέθηκε αυτό το γκρουπ; Καλά, ο Ινδονήσιος επειδή είναι φθηνός και μελαχρινός. Ο Γιαπωνέζος επειδή εκεί είναι τα χοντρά λεφτά. Ο Καναδός για να βάζει τα στοιχεία στο κομπιούτερ. Ο Νιγηριανός για να θυμίζει την υπανάπτυξη. Ο Ινδός γιατί είναι εχθρός και οι επίσημοι θα τον φοβούνται. Και η Δανέζα «κοινωνιολόγος»; Φαντάζομαι για να παράσχει το ευαίσθητο, θερμό μέρος του προγράμματος. Έτσι πρέπει να ’ναι μια μεικτή ομάδα των διεθνών οργανισμών που θα διαχειρισθεί διακόσια εκατομμύρια δολάρια. Εγώ είμαι ο Αμερικανός.
Ρουτίνα. Η δουλειά αυτή αφορά στον περιορισμό των κινδύνων και των ζημιών. Προσωπικών ζημιών εννοώ. Ζεις με ανθρώπους που δεν ξέρεις και που υπό φυσιολoγικές συνθήκες δεν θα ’θελες να γνωρίσεις. Ζεις σε μέρη που δεν έχεις επιλέξει. Θεωρείσαι τυχερός που ταξιδεύεις και που δεν ζεις στη ρουτίνα, σαν τους άλλους εκεί πίσω στην πατρίδα. Κανείς από τους άλλους εκεί πίσω δεν φαντάζεται την πλήξη και τη μοναξιά σου, συνήθως τα δύο μαζί. Τρως φαγητά που δεν σου αρέσουν, πίνεις νερό που διαλύει τα έντερά σου, μιλάς μια γλώσσα που δεν είναι αγγλικά – αν και περιέχει αγγλικές λέξεις.
Οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για να ζουν μ’ αυτό τον τρόπο. Ο Ινδονήσιος κλαψουρίζει γιατί ο γάμος του πάει κατά διαόλου. Η γυναίκα του δεν ανέχεται τις συνεχείς απουσίες του. Ο Καναδός σιχαίνεται τους ντόπιους. Του φαίνονται βρόμικοι κι αναρωτιέται γιατί δεν λειώνουν λίγο χιόνι για να πλυθούν. Μόνο η Δανέζα δείχνει ευτυχισμένη. Περιφέρεται σε χωριά, μπαινοβγαίνει σε καλύβες και ψελλίζει κοινοτοπίες για τη δομή της οικογένειας και τις πανάρχαιες πολιτισμικές συντεταγμένες των Πατάν. Δεν θέλω να ξέρω πράγματα που δεν με αφορούν, ανθρώπους που δεν θα με διάλεγαν αν ήταν στο χέρι τους να διαλέξουν, μέρη που θα ’χω ξεχάσει σε μια βδομάδα και φαγητά που δεν θα ξαναγευτώ. Δεν συμφωνώ με το Γιαπωνέζο ότι τα κρεμμύδια είναι γλυκύτατα εδώ πάνω, ούτε με το δουλοπρεπή υπηρέτη μας ότι το κυνήγι είναι πάντα νόστιμο. Αδιαφορώ αν τρώω κουνέλι ή κατσίκι, αρκεί να μην έχει κάρι. Βιάζομαι να τελειώνουμε για να εισπράξω το τσεκ. Θέλω να επιστρέψω στη Ρώμη.
Οι άνθρωποι δεν προορίζονταν για να ζήσουν μ’ αυτό τον τρόπο. Με τα χρόνια έχω γίνει ειδικός της λησμονιάς. Δεν μπορώ να μπλέκω το συναισθηματικό στοιχείο με τη δουλειά μου. Οι υποκειμενισμοί δεν έχουν θέση στο παιχνίδι της ανάπτυξης. Ξεχνάω ό,τι ήξερα λίγες μέρες πριν. Ακόμη κι αν ήθελα να θυμάμαι μέρη, πρόσωπα, γεύσεις και μυρωδιές, το μυαλό μου διαμαρτύρεται, συγχύζεται και τα παρατάει. Παίρνει ανάποδες στροφές. Οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για να βρίσκονται σε διαφορετική χώρα κάθε μήνα, να νιώθουν διαφορετικές ελλείψεις κάθε βδομάδα, να ζουν με ξένους, να κοιμούνται σε κλιματιζόμενα δωμάτια. Τα παρατάω. Μάλλον όχι, το χρειάζομαι αυτό το τσεκ. Η Αϊλίν περιμένει τη διατροφή της στη Νέα Υόρκη. Κάποτε είχα υποσχεθεί γάμο σε δύο γυναίκες ταυτόχρονα, στην Παραγουάη και την Γκαμπόν. Μήνες αργότερα, στο Νταρ ες Σαλάαμ, ανακάλυψα ένα βράδυ με φρίκη ότι είχα ξεχάσει και τις δύο υποσχέσεις μου.
Αύριο θα πάμε σε μια άλλη κοιλάδα, μεθαύριο σε μία ακόμη. Οι επίσημοι μας ανακάλυψαν. Εδώ οι άνθρωποι έχουν στενότητα πόρων, στενότητα επιχειρηματικών ικανοτήτων, στενότητα κεφαλαίων, στενότητα διαθέσιμης τεχνολογίας. Κοντολογίς, είναι υπανάπτυκτοι. Οι κοιλάδες θα αναπτυχθούν.
Ποιο αόρατο χέρι πήρε ένα Νιγηριανό γιο φύλαρχου Γιορούμπα και τον έστειλε για μεταπτυχιακά στο Έσεξ; Ποιο χέρι με άρπαξε από το βενζινάδικο του πατέρα μου στη Μοντάνα και μ’ έστειλε για σπουδές στο Νορθγουέστερν του Σικάγο και για μάστερ στο Γουίνιπεγκ; Ποιος άνεμος μας έφερε όλους εμάς στα βορειοδυτικά σύνορα του Πακιστάν, να μοιραζόμαστε το πρωινό μας, τις εμπειρίες και τις νευρώσεις μας; Ο Ινδός φλερτάρει διακριτικά τη Δανέζα και ίσως τη ρίξει, μιας και αυτή επιζητά πάντα την εμπειρία, όπως έλεγε χτες βράδυ. Δεν έχει ξαναταξιδέψει στην Ασία και τα θεωρεί όλα μοναδικά και πρωτόγνωρα. Με κουράζει. Στο μπρέκφαστ συζητάμε για τα σχετικά πλεονεκτήματα των «Holiday Inn», για πρότζεκτ στην Γκάνα και στη Βενεζουέλα, για τη διακύμανση της τιμής του δολαρίου και του ευρώ. Στο δείπνο, όταν οι επίσημοι έχουν φύγει και η Δανέζα πίνει χυμό μήλου έξω στην αυλή, οι έξι άντρες συζητάμε για γυναίκες γύρω από ένα μπουκάλι μπέρμπον. Έτσι γίνεται πάντα.
Ο Ινδός πίνει πολύ, το στομάχι του πρέπει να είναι κατεστραμμένο. Στην πραγματικότητα είναι μισός Ινδός. Η μητέρα του ήταν Ιρλανδή και ο ίδιος τελείωσε το σχολείο στο Μάντσεστερ. Μετά γύρισε στο Αχμενταμπάντ, μετακόμισε στο Μουμπάι, έκανε ένα διάστημα στο Χονγκ Κονγκ και τώρα αντιπροσωπεύει κι εγώ δεν ξέρω ποιον στη Σριναγκάρ. Έχει αϋπνίες και καταφεύγει συχνά τα βράδια στο δωμάτιο του Νιγηριανού για να του πει ιστορίες. Αδειάζουν μαζί ένα μπουκάλι σκοτς και ο Νιγηριανός παραπονιέται το πρωί πως δεν τον καταλαβαίνει. Οι Γιορούμπα πίνουν, χορεύουν και ξενοκοιμούνται όταν έχουν προβλήματα, μου εξηγεί. «Απ’ ό,τι φαίνεται, οι Ινδοί καταπίνουν τα δικά τους – ή απλώς πίνουν». Θεωρώ τις γενικεύσεις επικίνδυνες. Αυτός είναι ο πρώτος Ινδός πότης που γνωρίζω.
Ο Καναδός έχει τρελαθεί. Κουβαλάει καθημερινά το PC του σε κοιλάδες και βουνοκορφές και σπρώχνει μέσα του ό,τι πληροφορία μπορεί να βρει. Επίσημη πληροφορία, εννοείται. Το βράδυ καταφθάνει με ερεθισμένα μάτια, κοιτάζει το κοκκινιστό κοτόπουλο και τα φρέσκα κρεμμύδια σαν να μην τα βλέπει και ψελλίζει ότι οι προσθέσεις δεν του βγαίνουν. Θέλει να εκτιμήσει τις κοινωνικές επιπτώσεις του προγράμματος στην περιοχή κι έπειτα τις επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή, και ει δυνατόν σ’ όλο το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, το Κασμίρ και το Τατζικιστάν, αλλά «δεν του βγαίνει». Τα στοιχεία προκύπτουν αντιφατικά. Διαψεύδουν τα μεν τα δε. Προσπαθεί να φτιάξει ένα μοντέλο που θα περιέχει όλες τις πιθανές παραμέτρους: την υποκατάσταση των εισαγωγών και την αύξηση των εξαγωγών, τη μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων και την αύξηση του μεταφορικού έργου. Τα μάτια του είναι νεκρά και μουρμουρίζει βρισιές για τους χωριάτες κοινοτικούς υπαλλήλους, που «μαγειρεύουν» τα στοιχεία. Υπολογίζει την κατανάλωση ξυλείας στα χωριά μιας κοιλάδας και προκύπτουν δέντρα που ισοδυναμούν με τον Αμαζόνιο. Η γεωργική παραγωγή δείχνει δέκα φορές μικρότερη από την κατανάλωση –εκφρασμένη σε πρωτεΐνες και θερμίδες– κι αυτό σε μια αυτάρκη κοινωνία. «Τι τρώνε τότε;» ρωτάει με μάτια τρελού.
Τον καθησυχάζω. Τα νούμερα δεν έχουν και τόση σημασία. Θέλουν να δανεισθούν, θέλουμε να δανείσουμε. Το πρόγραμμα θα πραγματοποιηθεί. Οι υπολογισμοί ωφέλειας-κόστους είναι σάλτσα. Το ίδιο και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις – ο Γιαπωνέζος γράφει το σχετικό κεφάλαιο. Ο Καναδός διαμαρτύρεται ότι είναι ειδικός της ανάπτυξης και ότι θίγω την επαγγελματική του υπόσταση. Είναι οργισμένος και αλλάζω θέμα. Μιλάω για τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου, περιτριγυρισμένος από έξι συντρόφους και πέντε Πακιστανούς υπαλλήλους που δεν έχω διαλέξει.
Η απέναντι κορυφή του ινδικού Καυκάσου έχει υψόμετρο 7.762 μέτρα – 7.762 μέτρα, περίπου 20.000 πόδια πάνω από τη θάλασσα. Το βουνό λειώνει στον πρωινό ήλιο ενώ προσποιούμαστε ότι διαβάζουμε ραπόρτα κι επιστολές. Το γαλάζιο του ουρανού είναι παράλογο, του ποταμού άχρωμο, αβαθές, με χαλαζιακούς αφρούς. Κάτι λέω για τα λουλούδια και η Δανέζα ανταποκρίνεται. Σπεύδω να τους διαβεβαιώσω ότι η ομορφιά του τοπίου με αφήνει αδιάφορο και γελάει – «come οn, you don’t mean it».
Και η Δανέζα έχει τρελαθεί. Τι την έστειλαν να κάνει ανάμεσα σε μουσουλμάνους ιθαγενείς και development experts; Μπαινοβγαίνει σε πριστήρια, σε κοινοτικά γραφεία, σε μαγαζάκια, μιλάει μ’ όλο τον κόσμο, ανεβαίνει σε τοπικά πολύχρωμα ταξί με καμιά εικοσαριά νοματαίους ακόμη και προχωρεί το κοινωνιολογικό της κομμάτι. Λέει πως την ενδιαφέρει η ανθρωπολογική πλευρά του πράγματος και της θυμίζω αυτό που θυμίζω και στον Καναδό: ενδιαφέρουν τα στοιχεία που θα δικαιώσουν τις επενδύσεις – και μάλιστα τα κατάλληλα στοιχεία. Δεν με νοιάζει αν είναι μαγειρεμένα. Μου απαντάει σαν να μη μ’ έχει ακούσει. Τα βρίσκει όλα εκπληκτικά, ισχυρίζεται ότι ο πολιτισμός των Πατάν συνδέεται με τους Θιβετιανούς και τους Πέρσες, ότι οι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφτιαξαν τη δική τους κοινωνία στην κοιλάδα του Μπιρίρ και δεν θυμάμαι σε ποιες άλλες, απόδειξη δε τούτου είναι ότι οι κάτοικοι είναι ανιμιστές σ’ αυτές τις κοιλάδες, οι γυναίκες δεν φορούν τσαντόρ, ορισμένες λέξεις έχουν προφανή σχέση με τα ελληνικά. ’Οτι ο πολιτισμός των Καλάς είναι στα τελευταία του. Με ρωτάει αν μπορούμε να περάσουμε απ’ τη μεριά του Aφγανιστάν, γνώρισε, λέει, μουτζαχεντίν που μας περνάνε νύχτα με τζιπ για 100 δολάρια το κεφάλι, θα είναι συναρπαστικό.
Χαϊδεύω αφηρημένα το ποτήρι μου με το παράνομο ουίσκι. Την επαναφέρω στην τάξη θυμίζοντάς της ότι είμαστε εδώ για συγκεκριμένο λόγο, ότι η τρομοκρατία και ο πόλεμος δεν μας αφορούν, όπως δεν μας αφορά η οικονομία τους, που βασίζεται στο όπιο. Συνεχίζει να με βομβαρδίζει με κονωνιολογίζουσες μπούρδες για την κοινοτική εργασία, τα απίστευτα υδραυλικά τους έργα, την ανέπαφη κοινωνική τους δομή, την αυτάρκεια και την αυτονομία τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ιδιoφυείς, λέει, καλά οργανωμένοι, με αρθρωμένες κοινωνικές λειτουργίες. Θα μπορούσαν να δώσουν μαθήματα στους τεχνικούς μας, η κοινοκτημοσύνη επί των φυσικών πόρων επιβιώνει, πρέπει να βαδίσουμε προσεκτικά. Καταλήγει ότι δεν συμφωνεί μ’ ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα εδώ.
Ο Ινδονήσιος την κοιτάζει σαν να μην την ακούει. Απορρίπτω με μια πλατιά χειρονομία όσα λέει η Δανέζα, της θυμίζω και πάλι την αποστολή μας, τη διαβεβαιώνω πως μπορεί να παραμείνει μετά την αναχώρηση της ομάδας, ακόμη και να τελειώσει αν θέλει το διδακτορικό της. Αυτό την καθησυχάζει. Τελικά, κανένας μας δεν έχει ιδέα για τα βορειοδυτικά σύνορα, αλλά υποτίθεται ότι όλοι ξέρουμε τι είναι καλό για τους λαούς που ζουν εδώ: η ανάπτυξη.
Τώρα, αφήστε με ήσυχο, νιώθω απίστευτα κουρασμένος.
Αφήστε με να κοιμηθώ. Ο Γιαπωνέζος ροχαλίζει στο διπλανό δωμάτιο· στη βεράντα ο Ινδός, η Δανέζα και ο Ινδονήσιος μουρμουρίζουν τυλιγμένοι σε κουβέρτες κάτω απ΄τα αβέβαια αστέρια. Είμαι μόνος. Μου λείπει η γυναίκα, αυτή η μία και μοναδική που θα έδινε νόημα σ΄όλα τούτα, που θα τα μοιραζόταν μαζί μου. Είμαι ένας ναυτικός της ανάπτυξης. Αυτό κάνει την ύπαρξη της γυναίκας ανέφικτη. Α‑νέ-φι-κτη. Σε κάθε ταξίδι χιλιάδες ερεθίσματα ενεργοποιούν τον εγκέφαλό μου και στο τέλος τον κάνουν χυλό. Ένα χαμόγελο εδώ, μια βελούδινη φωνή εκεί, ένα λικνιστικό βάδισμα ή μια χορευτική φιγούρα παραπέρα. Κυρίαρχη η απουσία, οι φευγαλέες ευκαιρίες, οι μηδέποτε υλοποιηθείσες βαθύτερες επιθυμίες. Κάθε νέο οπτικό ερέθισμα ισοδυναμεί μ’ ένα νευρικό οργασμό, ημιπαράνομο, στα όρθια. Μετά σιάζω τα ρούχα μου. Γίνομαι διανοητικά χυδαίος. Αύξουσα εντροπία, επιταχυνόμενη αταξία, νευρικά μόρια που συγκρούονται μεταξύ τους. Αποτέλεσμα: ο θερμικός θάνατος. Ανάβω τη λάμπα στο κομοδίνο και σκοτώνω μια καφετιά φτερωτή κατσαρίδα. Μετά τη λυπάμαι. Σ’ ένα τεύχος του Grαntα βρίσκω υπογραμμισμένο το παραληρηματικό ξέσπασμα ενός Γάλλου ομοίου μου. Σκέφτομαι πως αν το μεταφράσω στα αγγλικά θα νυστάξω αρκετά ώστε να καταφέρω να κοιμηθώ. Επιπλέον θα το καταλάβω καλύτερα έτσι. Καλύτερα να το αποδώσω:
Η αλήθεια είναι πως το χρήμα δεν είναι απλά το μέσον, είναι ο τρόπος του κόσμου μας. Είμαστε οι τίμιοι χρηματιστές που στέκονται ανάμεσα στους ισχυρούς πλουσίους και τους ανίδεους φτωχούς. Αν οι δεύτεροι δεν υπάρχουν, τους κατασκευάζουμε. Ελέγχουμε το κεφάλαιο με λεπτεπίλεπτους χειρισμούς. Εγγυώμεθα ότι οι κυβερνήσεις δεν θα διασπαθίσουν την αναπτυξιακή βοήθεια για πολιτικούς ή προσωπικούς λόγους. Βαδίζουμε στο μονοπάτι της Ιστορίας κατευθυνόμενοι από ακατανίκητες δυνάμεις και θέλουμε να το μετατρέψουμε σε λεωφόρο. Είμαστε οι ιεραπόστολοι που κηρύσσουμε την αμερικανική ενόραση του κόσμου τούτου…
Τώρα δεν μπορώ να κοιμηθώ. Φέρτε μου ουίσκι.
… Είναι αρκετά απλό πώς έγινε έτσι ο κόσμος. Ας το θυμηθούμε. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τον περίφημο λόγο του προέδρου Τρούμαν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο ανεπτυγμένος κόσμος γέννησε στο Μπρέτον Γουντς τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να ανορθωθεί η Ευρώπη και ν’ αντιμετωπιστεί η οικονομική αστάθεια. Με το σχέδιο Μάρσαλ ν’ αναλαμβάνει την Ευρώπη, η Διεθνής Τράπεζα στράφηκε στον άρτι κατακευασθέντα «Τρίτο Κόσμο», τις μέχρι τότε «φτωχές χώρες του πλανήτη». ’Ετσι άρχισε να παρέχει την απαραίτητη εμπειρία και τεχνολογία, μαζί με το ελλείπον στις χώρες αυτές κεφάλαιο. Η επιτυχία των πρώτων σχετικών προσπαθειών οδήγησε στη δημιουργία ενός δικτύου διεθνών αναπτυξιακών τραπεζών που δούλευαν κάτω από το βλέμμα της Διεθνούς Τραπέζης. Σήμερα, οι αναπτυσσόμενες χώρες –τα ¾ του κόσμου τούτου– μπορούν ν’ απευθύνονται σε μια πλειάδα οργανισμών, προκειμένου να υποστηριχθούν στις αναπτυξιακές τους προσπάθειες. Διεθνείς αποστολές έμπειρων αναπτυξιακών ειδικών μπορούν εύκολα να συσταθούν κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις συγκεκριμμένες ανάγκες ή, εν ανάγκη, προκειμένου να τις κατασκευάσουν…
Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι το μεγάλο μεταπολεμικό σχέδιο της ανάπτυξης. Τώρα μπορώ, επιτέλους, να κοιμηθώ. Μόνο που να –το άκουσα κι αυτό συχνά να λέγεται– τα κίνητρα της Διεθνούς Τραπέζης και των συναφών οργανισμών δεν είναι ιδεαλιστικά –κι ας λένε πάλι ότι η ανάπτυξη είναι πάνω απ’ όλα ιδεολογία– είναι οπορτουνιστικά. Δανείζει χρήματα για να κάνει τις φτωχές χώρες να εισάγουν από τις ανεπτυγμένες κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, τεχνολογία και, κυρίως, καταναλωτικά αγαθά. Βοηθά έτσι στη διαρκή και επαρκή επέκταση της βιομηχανίας. Ενώνει τον κόσμο όλο με τους εκλεπτυσμένους δεσμούς του χρεώστη και του πιστωτή. Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης είναι φθηνότερη από τη στυγνή, μπρούτα αποικιοκρατία και αποδεκτή από τις μάζες Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Ακόμη και πρώην κομουνιστικές χώρες, ακόμη και το εργατικό κίνημα, ή ό,τι απέμεινε απ’ αυτό, την ευλογούν, άσχετα αν τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα σπάνια έχουν σχέση με τις τοπικές ανάγκες. Αυτή είναι η μεγάλη μεταπολεμική ανακάλυψη: η υπεροχή ενός θαυματουργού φαρμάκου έναντι της χωρίς αναισθητικό εγχείρησης. Το ανήσυχο κεφάλαιο ψάχνει για διεξόδους κι εμείς, οι ιεραπόστολοί του, ανακαλύπτουμε κοιλάδες και ποτάμια στο Πακιστάν και στο Μάλι, στο Μπουτάν και στη Χιλή, στα Ιμαλάια και τις Άνδεις. Γίναμε όλοι ένα. Όμως είμαστε κι όλοι ξένοι, περισσότερο παρά ποτέ.
Τώρα είμαι σίγουρος πως δεν θα κοιμηθώ. Ας είμαι ειλικρινής. «Ανάπτυξη» σημαίνει βέβαια υψηλότερα εισοδήματα, αύξουσες εισροές και εκροές, καλύτερη διατροφή, χαμηλότερη παιδική θνησιμότητα, βελτιωμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Από την παρατεταμένη χρήση της η λέξη έχει φτάσει να σημαίνει το αυτόχρημα καλό, κάθε τι το επιθυμητό, επιλεγμένους στόχους και προγραμματισμούς. Η λέξη έχει αποκτήσει μια αυτόνομη αξία λόγω της διαμοιραζόμενης κατανόησής μας. Είναι, ως εκ τούτου, συνωμοτική, καταραμένη. Η λέξη «ανάπτυξη» είναι μια πόρνη που πουλιέται στον καθένα ως ψευδαίσθηση, με αντίτιμο χαμηλότερα επιτόκια. Οι χρήστες της δεν σε κοιτάζουν ποτέ στα μάτια. Η επίκλησή της θυμίζει τις πρωταρχικές της σημασίες – την υλοποίηση μιας εσωτερικής δυνατότητας, τη βιολογική πρόοδο, το ξεδίπλωμα. Η λέξη είναι ένας λόγος να γιορτάσουμε μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Μας καλεί ν’ ανοίξουμε σαμπάνιες, όταν στο βάθος ηχούν τα ταμ-ταμ του πολέμου.
Παραληρώ; Κι όμως, στο στόμα των πολιτικών, των ειδικών, των μηχανικών, των αγρονόμων σαν κι εμένα, η λέξη διεκδικεί τα πάντα αν και δεν σημαίνει τίποτε: απολύτως τίποτε απ΄ όσα διεκδικεί. Δεν υπάρχουν γονίδια που να κυβερνούν τη μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής μεγέθυνση της ανθρώπινης οικονομίας καθώς ο κόσμος μας είναι πεπερασμένος. Δεν υπάρχει συσσώρευση, παρά μόνο σε μεμονωμένα σημεία μέσα στην ιστορική εξέλιξη. Η εξέλιξη δεν είναι ωστόσο ανάπτυξη. Κανείς δεν μπορεί να δηλώσει ότι μια κοινωνία έφθασε στο σημείο όπου έπρεπε να φθάσει, όπως ένας κτηνοτρόφος ισχυρίζεται για την αγελάδα του ή ένας κηπουρός για ένα λουλούδι. Η λέξη είναι καλή, οι επιπτώσεις της είναι κακές. Η ανάπτυξη είναι μία άδεια λέξη που καλύπτει τα πάντα, άρα τίποτα. Καλύπτει το κενό της παγκόσμιας κοινωνίας μας. Υπονοεί ότι η μοίρα του κόσμου μας εσωκλείεται σ’ αυτή την ίδια, τη μία και μοναδική λέξη. Χρήσιμη λέξη, κενή λέξη, καταραμένη λέξη, πορνική λέξη. Εν ονόματί της γίνονται όσα γίνονται εις βάρος…
Ποιων όμως; Αφού δεν θα κοιμηθώ που δεν θα κοιμηθώ, θα ’θελα να πάω στο δωμάτιο της Δανέζας, ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου στη λευκή κοιλιά της και να της πω να σωπάσει: να εκπροσωπήσει τη σωτηρία μου μέχρι να ξημερώσει. Έξω το φεγγάρι κάνει τις πλαγιές εξωπραγματικές. Ακούω κουδούνια προβάτων και γιακ και μου ’ρχονται στο νου οι μεγάλες πεδιάδες του Μίντγουεστ.
Όλ’ αυτά δεν έχουν τίποτα να κάνουν μ’ εμένα.
Οι δρόμοι εδώ δεν αξίζουν να λέγονται δρόμοι. Ώρες ώρες το τζιπ κρέμεται κυριολεκτικά πάνω απ’ τους γκρεμούς. Αφρώδεις χείμαρροι από κάτω, η ρόδα απέχει μια παλάμη από το χάος. Όταν διασταυρωνόμαστε με κάποια γυναίκα, στριμώχνεται με την πλάτη στο βράχο και το φόρεμά της τρίβεται στη μεταλλική μας πόρτα. Κοπάδια, εδαφική διάβρωση, άλογα στα χορταριασμένα πλατώματα των αφρισμένων παραποτάμων του Ινδού. Ξύλινα σπίτια με άνετες βεράντες και σκαλίσματα στις πόρτες. Οι Καλάς έχουν υποστεί έντονη γενετική διάβρωση, το καταλαβαίνεις αυτό με την πρώτη ματιά. Η φυλετική ενδογαμία αιώνων κάνει το δέρμα τους χλομό και διάφανο, τα μάτια τους ήπια, τις κινήσεις τους τυχαίες, λες και τα μέλη του σώματός τους έχουν το καθένα το δικό του προγραμματισμό. Δείχνουν περισσότερο αυτάρκεις ως φυλή και οι καλλιέργειές τους είναι σαφώς πιο περιπoιημένες από τν μουσουλμανικό κύριο όγκο των Πατάν των βορειοδυτικών συνόρων.
Τι να αναπτύξεις εδώ; Η περιοχή είναι κλειστή το μισό χρόνο απ’ τα χιόνια, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις περιορισμένες –αν και επαρκείς– τα δάση υποβαθμισμένα. Οι άνθρωποι είναι φτωχοί – αν και αυτάρκεις. Η μόνη ιδεώδης καλλιέργεια είναι το όπιο, που απαιτεί ελάχιστη φροντίδα, αλλά οι επίσημες στατιστικές δεν αναφέρονται σ’ αυτό. Το όπιο δεν υπάρχει, ούτε οι οικιακές βιοτεχνίες όπλων, ούτε το λαθρεμπόριο.
«Κι όμως, όλ’ αυτά υπάρχουν εδώ και 3.000 χρόνια», μου ψιθυρίζει η Δανέζα. Αυτή είναι η ζωή τους, ο τρόπος παραγωγής τους. Μοιάζουν μ’ εμάς αλλά είναι άλλoι: διαφoρετικoί, υπανάπτυκτοι, φτωχοί. Ξύνουν την ανεπαρκή γη για να βγάλουν το μεροκάματο. Οι άντρες μεταναστεύουν, η οικολογία της περιοχής φανερώνει σημεία κατάρρευσης. Το καλαμπόκι επιδοτείται αλλά σπάνια το σιτάρι της διατροφικής βοήθειας φτάνει στον προορισμό του, λέει ο Ινδονήσιος. Ο ετήσιος ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης αγγίζει το 4%, λέει ο Καναδός. Παγκόσμιο ρεκόρ. Τι θα γίνει σε δεκαπέντε, είκοσι χρόνια, όταν όλ’ αυτά τα πιτσιρίκια που σε κοιτάζουν στα μάτια περιμένοντας καραμέλες τροφoδoτήσoυν τη δεξαμενή του εργατικού δυναμικού ή, χειρότερα, τις στρατιές του Μπιν Λάντεν;
Tα δέντρα έχουν κοπεί για να παράσχουν ξυλεία, αφήνοντας φαλακρές μεγάλες ορεινές επιφάνειες. ’Ετσι έχεις μεγάλες χιονοστιβάδες και λασποστιβάδες που θάβουν σπίτια και καλλιέργειες. Έχεις και πλημμύρες και τρία εκατομμύρια Αφγανούς πρόσφυγες που αυξάνουν τη ζήτηση γης, αλλά αυτοί δεν εμπίπτουν στον προγραμματισμό μας – ανήκουν στην Ύπατη Αρμοστεία ή στον Ερυθρό Σταυρό, ή δεν ξέρω κι εγώ πού. Ζουν συνήθως σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Οι επίσημοι στρέφουν την προσοχή μας αλλού όταν διασταυρωνόμαστε με τα καραβάνια τους. Δεν υπάρχουν οι Ταλιμπάν, δεν υπάρχουν βάσεις, δεν υπάρχουν τρομοκρατικές ενέργειες, ούτε όπιο. Υπάρχει η επίσημη οικονομία, που δεν έχει πάντως σχέση με την πραγματική ζωή. Γι’ αυτό ο Καναδός τρελαίνεται, γι’ αυτό έχει αρχίσει να κάνει τζόγκινγκ πάνω στα μονοπάτια τρεις ώρες τη μέρα, προκαλώντας με τα τεράστια ασπρουλιάρικα πόδια του τα γέλια των παιδιών. Ο.Κ., θα αγνοήσουμε το όπιο και τη βιομηχανία όπλων και θα προχωρήσουμε εξαρχής. Κλασική ανάπτυξη. Καμία επιδότηση υποκατάστασης παραδοσιακών καλλιεργειών και δραστηριοτήτων. Ξεχνάμε το χώρο και την Ιστορία και αναδημιουργούμε εκ του μηδενός. Είμαστε θεοί.
Τώρα είμαι ευχαριστημένος.
Ο Ινδονήσιος δεν είναι. Ξέρει λίγα πάστο –ένας θεός ξέρει που τα έμαθε– συνεννοείται με τους ντόπιους στα ουρντού. Αυτό τον κάνει να έχει ηθικά διλήμματα. Του αρέσουν οι αγρότες –ήταν κι ο ίδιος αγρότης κάποτε– κι έχει πάρει μέρος στο περίφημο πρόγραμμα πληθυσμιακής μετεγκατάστασης της Διεθνούς Τραπέζης, από την Ιάβα στο Καλιμαντάν. Τρομάζει που κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβεί εδώ, αν και αναγνωρίζει ότι οι συνθήκες διαφέρουν. Τον καθησυχάζω λέγοντάς του ότι εκείνο ήταν ένα πρόγραμμα εκατό φορές μεγαλύτερο, αλλά αυτό δεν τον παρηγορεί. Θυμάται διαρκώς τη μεγάλη πυρκαγιά της Βόρνεο – τη μεγαλύτερη στην Ιστορία. Τα αεροδρόμια της περιοχής ήταν κλειστά από τον καπνό για μήνες. Η συμπάθειά του για τους χωρικούς δημιουργεί μια εσωτερική αντίφαση με τη μέθοδο εργασίας του, αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό που ξέρει ότι επιθυμούν οι χωρικοί, και άρα οφείλει να τους δώσει, και σ’ αυτό που εξ ορισμού το πρόγραμμα θα τους δώσει. Έτσι καταλήγει να εύχεται να μην τους δώσουμε τίποτα, δηλαδή να τους πάρουμε. Δεν δέχεται ότι έχουμε το δικαίωμα ν’ αλλάξουμε τη ζωή των ντόπιων, ακόμη κι αν προς στιγμήν οι ίδιοι πιστεύουν ότι αυτό θα είναι προς όφελός τους. Κουβαλάει μαζί του καμιά δεκαριά τεύχη του Penthouse και του Plαyboy, με επισκέπτεται σε απίθανες ώρες, κάνει εμετούς, θέλει να γυρίσει στο σπίτι του και στα παιδιά του. Μισεί τον Καναδό κι ακόμη περισσότερο το Γιαπωνέζο. Με τον τελευταίο έχει φιλονικίες συχνά πυκνά για το ρόλο της Ιαπωνίας στην αποδάσωση του Ειρηνικού, αλλά ο Ιάπωνας του φέρεται με συγκατάβαση, αυτοκρατορικά: εντέλει δεν δέχεται ότι η πυρκαγιά της Βόρνεο οφείλεται στη Διεθνή Τράπεζα.
Είμαι υποχρεωμένος να θέσω στον Ινδονήσιο ένα σφιχτό χρονικό όριο για την παράδοση του κεφαλαίου τoυ, αλλιώς είναι καταστραμμένος: ποτέ δεν θα τον ξαναπροσλάβουν. Έχω μάθει πολλά απ’ αυτόν και τον έχω συμπαθήσει, αλλά με κάνει να περπατάω στην άκρη της αβύσσου. Η Δανέζα είναι υγιής γιατί δεν έχει μπει ακόμη στο παιχνίδι. Ο Γιαπωνέζος είναι υγιής γιατί παίζει καλά ένα παιχνίδι που είναι το δικό του. Εγώ είμαι υγιής γιατί είμαι Αμερικανός και ξέρω τους κανόνες. Εγώ τους έφτιαξα. Καταλαβαίνω τους επισήμους που δεν θέλουν μακροχρόνιο προγραμματισμό. Δεν θέλουν δεκαετή, θέλουν τριετή, το πολύ, προγράμματα. Θέλουν άμεσα αποτελέσματα – και ορατά. Η Μπεναζίρ Μπούτο ξαναβγαίνει στην πολιτική και οι άνθρωποι εδώ πάνω μετά βίας ξέρουν ότι η κεντρική κυβέρνηση υφίσταται. Όμως θα κληθούν να ψηφίσουν. Είναι προβληματική περιοχή. Δεν μπορεί να παίρνουν βοήθεια οι πρόσφυγες και ν’ αγνοούνται οι ντόπιοι. Θέλουμε αποτελέσματα. Θέλουμε γέφυρες, τούνελ, ασφαλτοστρωμένους δρόμους, αρδευτικά, εξηλεκτρισμό, φράγματα. Θέλουμε μετρητά, θέλουμε βιομηχανία. Όχι άλλη έρευνα, όχι άλλες μελέτες. Παρατήστε τις λεπτομέρειες και τις στατιστικές. Αν όχι, δεν θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε για πολύ τον Μουσάραφ, το χαϊδεμένο παιδί της Δύσης. Ήδη υφιστάμεθα τις επιπτώσεις της πολιτικής μας. Ορίστε, μόλις χτες τινάχθηκε στον αέρα το καλύτερο ξενοδοχείο στην Πεσάουαρ, την περασμένη βδομάδα ήταν το Κεντρικό Ταχυδρομείο στο Καράτσι. Δώστε μας χρήματα χωρίς να το σκέφτεστε.
Έχω πονοκέφαλο σε μόνιμη βάση. Οι επίσημοι συνεχίζουν να μιλούν – και μιλούν πολύ. Αναγνωρίζω ότι είναι έξω καρδιά. Κάθε πρωί ανακαλύπτω με τρόμο ότι έχω ξεχάσει τα ονόματά τoυς – άλλωστε εναλλάσσονται με ταχείς ρυθμούς. Είναι αδιάκριτοι. Ρωτάνε με μοναδική ευκολία για τη ζωή σου και σου εμπιστεύονται οι ίδιοι πολιτικές πλεκτάνες, την άποψή τους για το θάνατο του Ζία, τα σενάριά τους για τις βόμβες («Μεταξύ μας, είναι κυβερνητικός δάκτυλος»). Δεν έχω άποψη, δεν ξέρω αν έχουν δίκιο ή άδικο, και δεν θέλω να ξέρω. Είμαι εδώ για να κάνω ανάπτυξη. Η Δανέζα τους διακόπτει συχνά για να κάνει τις παρατηρήσεις της: ότι τα λεφτά πηγαίνουν σε λάθος τσέπες, ότι ο δασάρχης πουλάει ναρκωτικά, ότι οι νερόμυλοι δεν λειτουργούν, ότι τα επίσημα στοιχεία για τις μεταφορές είναι λάθος, αφού αγνοούν όπιο και όπλα, Αφγανούς και κοπάδια. Οι επίσημοι την αγνοούν. Τι θέλει μια Δανέζα σε μουσουλμανική χώρα; Η διάθεσή της γίνεται μέρα με τη μέρα ντετεκτιβίστικη. Ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο, σαν ροδαλό μωρό. Την ξεμοναχιάζω και της εξηγώ ότι ο κόσμος είναι απείρως πολύπλοκος και επιταχυνόμενα μεταβαλλόμενος κι ότι ακόμη κι όσοι ζουν στο συγκεκριμένο χώρο τη συγκεκριμένη μέρα δεν τον καταλαβαίνουν. Με κοιτάζει με θαυμασμό για την ψυχοκοινωνιολογίζουσα προσέγγισή μου. Παραδέχεται ότι, όπως έχουν γίνει τα πράγματα, είναι καλύτερα να δεχόμαστε την επίσημη ερμηνεία – κάνουμε λιγότερο κακό στον εαυτό μας και γλιτώνουμε δουλειά.
Έχω σωθεί.
Θα υπογράψουμε το δάνειο, μόνο που θέλουμε κι άλλες κοιλάδες. Το Σουάτ. Γιατί όχι το Σουάτ; Είναι όμορφο, έχει λιβάδια και κέδρους και οι τουριστικοί οδηγοί το παρομοιάζουν με Ελβετία. Όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες με βουνά και κωνοφόρα αυτοπαρομοιάζονται με την Ελβετία. Μου έχει συμβεί στην Ελλάδα, στο Μαρόκο, στο Νεπάλ, ακόμη κι αν οι ντόπιοι δεν έχουν δει την Ελβετία παρά σε καρτ-ποστάλ. Όχι, δεν θέλω αντιρρήσεις, το θέλω το Σουάτ. Βρισκόμαστε εδώ ως φιλοξενούμενοι, αλλά μπορούμε να διαλέξουμε τις κοιλάδες μας. Τουριστική ανάπτυξη, ιδού η επικεφαλίδα. Πισίνες, γήπεδα γκολφ, ένα δυο μουσεία, οδικό δίκτυο. Γιατί όχι; Ο συνομιλητής μου, ένας πολιτισμένος Πακιστανός, ευφυής γενικολόγος, συμφωνεί. Όσο μιλάει, έχω ανοιχτό το κασετόφωνό μου προσποιούμενος ότι δίνω τεράστια σημασία στις απόψεις του – συνηθισμένο κόλπο σε παρόμοιες περιστάσεις. Μου δείχνει κοιλάδες, κάστρα, βούδες, στούπες. Μου αναφέρει κάτι για τον Τσώρτσιλ και τη στρατιωτική του υπηρεσία εδώ, ως δεκανέας. Στην επόμενη στάση μας, ένα ελληνικό γκρουπ με καπελάκια που φέρουν την επιγραφή Hellas Travel Plan φωτογραφίζει αδιάφορες βακτριανές καμήλες με χάχανα και επιφωνήματα. Οι γυναίκες φοράνε σορτσάκια και έχουν κυτταρίτιδα, οι άντρες φοράνε σορτσάκια και έχουν κοιλιά. Σαν Αμερικανοί.
Θέλω κοιλάδες. Να τις πάρουν από άλλους και να τις δώσουν σ΄εμάς. Θέλουμε να δανείσουμε, γι’ αυτό είμαστε εδώ, αλλά απαιτούμε υψηλή απoρρόφηση. Αυτό μπορεί να γίνει αν έχουμε τη δυνατότητα να μεταφέρουμε επενδύσεις από τη μια κοιλάδα στην άλλη, ανάλογα με την πρόοδο του προγράμματος. Ευλυγισία, αυτό απαιτείται. Δεν μπορούμε να προγραμματίζουμε για μια φυλή 500.000 ανθρώπων. Θέλουμε να ’χουμε ως στόχο δύο, τρία ή πέντε εκατομμύρια. Αν οι μεν δεν συμφωνούν σε κάτι, στρεφόμαστε στους δε. Έτσι θα έχουν κίνητρο οι εργοληπτικές εταιρείες να εγκατασταθούν επί τόπου.
Οι συνομιλητές μου με βεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει θέμα αμφισβητήσεων ή αντιστάσεων. Οι ντόπιοι είναι ατίθασοι πολεμιστές αλλά εντέλει θα δεχθούν τις επενδύσεις – όλοι αγαπούν το χρήμα. Συμφωνούν για περισσότερες κοιλάδες. «Αρκεί να συνιστούν ανθρωπογεωγραφική ενότητα», δηλώνει περισπούδαστα ο πολιτισμένος γενικολόγος που διευκρινίζει, επί τη ευκαιρία, ότι είναι χωροτάκτης με σπουδές στο Νταντί της Σκωτίας. Και βέβαια, υπό τον όρο ότι το χρήμα θα αποδεσμευθεί γρήγορα. Σπεύδω να συμφωνήσω. «Θα το μεταφέρω στην Ουάσιγκτον».
Τέλος τα Ιμαλάια, οι βορειοδυτικές επαρχίες, η Πεσάβαρ. Τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν. Περιμένω υπομονετικά στο δωμάτιό μου, στο «Intercontinental» του Ραβαλπίντι, και μιας και η Ουάσιγκτον δεν βγαίνει, καλώ Ρώμη. Η Ρώμη βγαίνει περιέργως εύκολα, αλλά η Αντονέλα δεν απαντά. Είναι έξι η ώρα το πρωί εκεί –εδώ είναι μεσημέρι– και ή το έχει αποσυνδέσει ή…
Προτιμώ να μην το σκέφτομαι. Προτιμώ να μην τηλεφωνώ από πουθενά. Μισώ την επιμονή των γυναικών να τους στέλνεις e‑mail για να συντηρήσεις μια οιονεί επαφή που καταργείται εξ ορισμού κάθε φορά που παίρνεις στο χέρι σου την κάρτα επιβίβασης. Η Αντονέλα σε μια βδομάδα θα με διαβεβαιώσει ότι κοιμόταν και ότι είχε αποσυνδέσει το τηλέφωνο, κι εγώ, συγκαταβατικά, θα το δεχθώ. Έπειτα, αργότερα, θα δεχθώ να τροφοδοτήσει το συμβάν αυτό τις αρρωστημένες φαντασιώσεις μου. Κάποτε, πολύ ερωτευμένος και πολύ πιωμένος, τηλεφώνησα από την Αθήνα στις Βρυξέλλες για να πω στην Eλένη –μια Ελληνίδα με υγρά πράσινα μάτια που δούλευε για χρόνια στην τότε ΕΟΚ– πως την αγαπώ. Ήμουν ερωτευμένος, και νομίζω πως κι αυτή ήταν επίσης, αλλά ήταν στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον. Ήταν τρεις το πρωί και δύο μέρες πριν με διαβεβαίωνε για… Όχι, μη μου επιτρέψετε να ξανατηλεφωνήσω.
Με σώζει ο Γιαπωνέζος, που με παίρνει για μια βουτιά στην πισίνα και επιμένει να με κεράσει ντράι μαρτίνι μέσα στην αφόρητη κάψα. Με ρωτάει για τις επαφές μου, θέλει να ενισχύσει το ρόλο της Ιαπωνίας στους διεθνείς οργανισμούς, διεκδικεί για τη χώρα του το μερτικό της στο παιχνίδι της ανάπτυξης. Είναι αναπόφευκτο, σκέφτομαι. «Το δικαιούσθε», λέω. Ο Γιαπωνέζος νιώθει πόνους σ’ όλο του το σώμα, ο Ινδός επίσης. Ο Νιγηριανός τα καταφέρνει καλύτερα. Είναι όλοι στην πισίνα με τις πετσέτες τους, προσπαθώντας να γίνουν Ευρωπαίοι. Τον Ινδονήσιο τον πήγα στο αεροδρόμιο χτες βράδυ. Η Δανέζα έμεινε με τους Καλάς για έναν ακόμη μήνα. Έρευνα προς χάριν της έρευνας.
Όλα έχουν συμφωνηθεί. Το πρόγραμμα είναι πενταετές –αυτό απαιτεί η Τράπεζα– αλλά θα έχει ένα σύντομο, εύκολο, ταχείας απορρόφησης διετές σκέλος. Διαβάζω το ραπόρτο μας και θαυμάζω την αποτελεσματικότητά μας. Ταχύτητα. Έπειτα μου έρχεται στο νου η παράξενη ιδέα ότι τα ίδια θα γράφαμε αν ήμασταν στη Σρι Λάνκα ή τη Βραζιλία, στην Κόστα Ρίκα ή την Ισημερινή Γουινέα. Σκατά. Ο Καναδός μού φέρνει κομπιουτεραρισμένα τα τελευταία στοιχεία. Παραπονιέται για τη ζέστη, το ανθυγιεινό φαΐ, τις διάρροιες, την έλλειψη γυναικών – έτσι, για να συντηρήσει την αντρίκια κουβέντα. Οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για να ζουν έτσι. Η αρρώστια είναι αντιεπαγγελματική, αλλά βαριέμαι να το επισημάνω. Δεν θα γράψω τίποτα δυσμενές στο ραπόρτο μου, στο κάτω κάτω καλά τα κατάφεραν όλοι τους. Αλλά η δυνατότητα προσαρμογής είναι το πρώτο προσόν στη δουλειά μας, κι αν αρχίσουν τα ψυχοσωματικά προβλήματα, ξέχνα το μάνατζμεντ. Είμαι κουρασμένος απ’ αυτή την αποστολή κι όμως ανακαλύπτω ότι ανταλλάσσω ευχαρίστως διευθύνσεις με τους άλλους. Δεν θέλω ν’ ακούω για ταξίδια αλλά με χαρά θα επισκεφθώ το Γιορούμπα μου στο Λάγκος και το Γιαπωνέζο μου στην Οκινάουα. Είμαι έτοιμος να γίνω Γιορούμπα αν χρειαστεί κι αν δεν τους πειράζει το ιρλανδέζικο δέρμα μου. Πείθω τον Καναδό να μην πάει στο νοσοκομείο. Δεν θα είναι καλό για το βιογραφικό του, μπορεί να μην τον ξαναπροσλάβουν. Θα αναλάβω εγώ να συμπληρώσω το κεφάλαιό του, όπως και του Ινδονήσιου. Καλύτερα έτσι, αυτό με απαλλάσσει από τoυς πονοκεφάλους των διορθώσεων. Είμαι κουρασμένος, αφάνταστα κουρασμένος, αλλά θα πάω να δω τον Ιάπωνα με την πρώτη ευκαιρία.
«Λοιπόν, τελική συμφωνία. Ξεχνάμε τα προγράμματα οικολογικής αναβάθμισης. Απαλείφουμε μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ρίχνουμε τα λεφτά σε έργα ταχείας απόδοσης. Τα εθνικά πάρκα και τις αναδασώσεις ας τα κάνουν άλλοι. Αρκετούς αναπτυξιακούς φορείς έχουμε που πρασινίζουν τώρα τελευταία. Το Πακιστάν άλλωστε αποπληρώνει τα χρέη του και ο πόλεμος φέρνει κατά δεκάδες τους υποψήφιους στην πόρτα μας. Εντάξει, ας βάλουμε μέσα και μια ερευνητική συνιστώσα για να σωπάσουν οι πολιτικοί μας εχθροί. Μην ξεχνάμε και το Κασμίρ. Λοιπόν εντάξει, οι μπίζνες αρχίζουν».
Μισώ τις μουσουλμανικές χώρες. Δεν υπάρχει τίποτα να κάνει κανείς εδώ. Είμαι κλεισμένος στο δωμάτιό μου, στο «Hilton» του Καράτσι, και λογαριάζω πόσα χρήματα κέρδισα. Κάνω αργότερα μια βόλτα στο μπαρ αλλά δεν υπάρχει ούτε μια γυναίκα. Δεν μπορείς καν να πιεις δημοσίως. Κάποιοι έχουν στρώσει τα χαλάκια τους σε μια γωνιά του λόμπι και προσεύχονται. Το τοπικό εθνικό κανάλι δείχνει σκηνές από την τελευταία τρομοκρατική επίθεση – 47 νεκροί. Κορεάτες και Ταϊβανέζοι επιχειρηματίες συζητούν ζωηρά μες στις βαθιές πολυθρόνες της ρεσεψιόν, οι σάμσοναϊτ στα γόνατά τoυς. Κάνω μια βόλτα στη ζεστή τροπική νύχτα, αλλά οι γνώριμοι ήχοι της έχoυν πάψει προ πολλού να με γοητεύουν. Κοντανασαίνω ασφυκτικά σαβανωμένος σε μυρωδιές από νυχτολούλουδα και σάπια μάνγκο. Ο γάμος στον κήπο του «Hilton» τραβάει την προσοχή μου. Μουσική από σιτάρ και τάμπλα συμπλέκεται με το μονότονο κούρδισμα των γρύλων. Κάποτε το φολκλόρ με είλκυε. Τώρα με ανακουφίζει η ιδέα ότι τα δωμάτια εδώ έχουν βίντεο. Επιστρέφω στο δωμάτιό μου με την ευχάριστη προσμονή της ταινίας, αφού τρώω στα γρήγορα στο μπαρ κάτι απλό και δυτικό – ραβιόλι και μπίρα χωρίς αλκοόλ. Στο δωμάτιο παραγγέλνω κανονική μπίρα και την εναλλάσσω με μικρές γουλιές ουίσκι. Γεμίζω την μπανιέρα με χλιαρό νερό που μυρίζει χλώριο και δεν ξέρω τι άλλο και σκέφτoμαι την Αντονέλα. Σκουπίζομαι σε ένα σωρό κάτασπρες αφράτες πετσέτες, κλείνω τις κουρτίνες και ξαπλώνω στο κρεβάτι παρακολουθώντας τον Στηβ Μάρτιν στο «Roxanne». Το όνειρο του Συρανό ντε Μπερζεράκ ενεργοποιεί τη διάθεσή μου. Δεν θέλω να σκέφτoμαι αεροδρόμια κι αποστολές. Μετά από τριάντα εννέα μέρες η δουλειά έχει φθάσει στο τέλος της.
Είμαι μόνος κι ευτυχισμένος. Αρκετή συντροφιά είχα στη ζωή μoυ. Σύντoμα με παίρνει ο ύπνος πάνω σ’ ένα σωρό μαξιλάρια. Τον επόμενο μήνα θα είναι η Ακτή του Ελεφαντοστού. Εκεί οι Γαλλίδες κάνουν γυμνόστηθες μπάνιο στην πισίνα και οι μαύρες στήνονται στην ντίσκο του ξενοδοχείου κατά δεκάδες.
[pl_alertbox type=“info”]Απόσπασμα από το υπό έκδοση νέο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού με τίτλο Άγρια Δύση – Μια ερωτική ιστορία[/pl_alertbox]