Του Μάνου Λουκάκη ✒
Μια δοκιμή να «βρούμε» απ’ την αρχή την Κατερίνα Γώγου
Το πεζοδρόμιο
Όχι μη οικείος προς μη οικεία. Η ποίηση δεν είναι μια όποια όποια συνάφεια απασχόλησης. Η ποίηση, όσους κρίνει ποιητές, τους οδηγεί στον τόπο της οικειότητας εκείνης που υπερβαίνει τις χρονολογικότητες και τις μικροτοπικότητες των γνωριμιών και των συναλληλιών του βίου των προσώπων. Η ποίηση αναζητά και, όταν τα βρίσκει, βαστά τα πιο ζουμερά κρατούμενα αυτού τους του βίου. Φυλλομετρά ωσάν τετραβάγγελο τις αμαρτίες τους. Ξεψαχνίζει τα πάθη. Τα εγκλήματά τους και τα λάθη τους. Και αναδεικνύει τον τόπο της οικειότητάς τους. Τη μόνη οδό του «ποιητικώς διαλέγεσθαι»: τη Συν- (τη σχεδόν πλάι πλάι) Πτώση. Και, ασφαλώς, την Εξαίρεση. Έτσι γνωρίζονται οι ποιητές. Οι εξαιρετέοι εκείνοι, βέβαια, για τους οποίους ο βίος δεν είναι –όπως φαντάζεται η ευήθεια των λογάδων– «μια έκθεση ιδεών που έγραψε όλο κι όλο η ζωή τους». Έτσι γνωρίζονται. Ή μάλλον έτσι Ανα-Γνωρίζονται. Διότι στο πεζοδρόμιο αυτής της «Οδού Εξαιρέσεων», μακριά από ήθη και έθιμα, αν η ποίηση σε κρίνει ποιητή, τελείται, κατά τους τρόπους τους αβάσταχτα τραγικούς, και η Ανα-Γνώριση. Πάντα συμβολική. Πάντα πρωτότυπη. Πάντα ονειρική. Πάντα αληθινή. Και πάντα σοφότερη από την ελαφρότητα της σοφίας των λογάδων.
Α, των λογάδων και των γραμματικών! Βρε, κοίτα τώρα! Πού τον θυμήθηκα κι αυτόν τον άλλον «λογά»; Γραμματικόν, μάλιστα, αυτόν. Ο οποίος κολακεύει την απροσδιοριστία του ατομικού του ενδεχομένως «τίποτα» δηλώνοντας ότι «η ιδιότητα του ποιητή δεν είναι δική μας υπόθεση, ούτε και δική του». Λάθος. Είναι και «δική μας». Κυρίως δε, είναι «δική του». Είναι του ποιητή υπόθεση. Ξέρει ο καθένας μας που «του ’λαχε» να διακονεί ετούτο το βέβηλο κουρμπέτι αν είναι ή δεν είναι ποιητής. Αν έχει δει τα σκοτεινά του κόσμου απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Αν είχε Πτώση στην ιστορία του και στη μυθολογία του. Το ξέρει. Το ξέρει αν έχει να μοιραστεί Συν-Πτώσεις. Το ξέρει. Αν κατοικοεδρεύει στις γωνιές της Οδού Εξαιρέσεων και στις αφύλακτες διαβάσεις της μαγείας των ψιθύρων. Στα καλντιρίμια των φοβερών τραγικών Ανα-Γνωρίσεων. Το ξέρει. Και το ξέρει, ο ποιητής, στο πετσί του. Είναι αυτή ακριβώς η επίγνωση που του καίει σαν πεντάστερο κονιάκ τα σωθικά και τον πνίγει σαν λυγμός αβίωτης αγάπης στο λαιμό. Που τον «ποιεί» και τον καταδεικνύει.
Διότι ο ποιητής δεν τη στήνει σε καμιά στάση τρόλεϊ ή μπλε λεωφορείου περιμένοντας να του αποδώσει το σινάφι των μη «εξαιρετέων» μετριοτήτων (και η αιωνιότητα της ραδιενεργού ή μη επανάληψης!) την «ιδιό-τητά» του. Τον κατέχει η ιδιό-τητά του τον ποιητή. Και την κατέχει την ιδιό-τητά του ο ποιητής. Είναι, θέλοντας και μη, το άπαν του αυτή του η ιδιό-τητα, η ιδιο-τροπία, η παραξενιά, η κουζουλάδα. Αυτή του η εξαίρεση. Και το ξέρει.
Επανέρχομαι. Ήδη λοιπόν Ανα-Γνωρισμένοι αναμεταξύ μας σ’ αυτής της οδού το σκοτεινό πεζοδρόμιο, αισθάνομαι ότι θα συνομιλήσω ως οικείος προς οικείο με την Κατερίνα Γώγου. Για την ίδια, αλλά και για όσα εκείνη, είμαι βέβαιος, με καλεί να μιλήσουμε.
Τα πικρά του καθ’ υπερβολήν
Μιλώντας όμως με και για την Κατερίνα Γώγου, μοιραία (πλην διόλου «άβουλα») θα παραπλεύσω πικρά θέματα. Να εξηγηθώ. Εννοώ ότι θα βρεθώ πολύ κοντά, κατ’ ανάγκην, σε μια σειρά δυσάρεστων θεματικά θέσεων και συμπερασμάτων ή –ας κάνω λίγο πίσω– απλώς υποψιών μου πικρών. Για την ασημαντότητα, λόγου χάρη, της διαρκούς απόδοσης φιλοφρονήσεων και αντιφιλοφρονήσεων μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των εντός των τειχών τους, άνευ αποχρώντος λόγου, «διανοουμένων». Για τη μηδαμινότητα και το ελάχιστο μελλούμενο της αιωνίας «Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου», των φιλολογικών (μετα-πετροχαρικού απολυταρχισμού!) καθωσπρεπισμών. Προπάντων όμως για την ακαδημαϊκή θαλπωρή που προσφέρει πλουσιοπάροχα η ενσωμάτωση «έργων και ημερών» (για νύχτες ούτε συζήτηση…) στις «στοχαστικές προσαρμογές», που θα έλεγε κι ο Καβάφης, «χειροκροτώντας ακατάπαυστα όλους τους ρήτορες», που θα έλεγε κι ο Κατσαρός – ακόμα κι όταν παραδίδουν σιδηροδέσμιο στους διώκτες του τον ηγέτη του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Τέλος πάντων. Έχω ήδη καταλήξει. Η εφηβεία της λήθης ήταν απλώς η αχρείαστη λήθη μιας ανύπαρκτης εφηβείας.
Τα θέματα αυτά τα πλησιάζω και θα τ’ αφήσω, από το μπακγκράουντ του κειμένου μου, να παρακολουθούν σαν αμαρτωλό και μαρτυριάρικο συνάμα σάουντρακ τα γραφόμενά μου. Σιγανά. Όπως το ταξίμι του Μάρκου στην «Παραγγελιά». Μα αρκούντως ευδιάκριτα. Κι ας είναι δα και «καθ’ υπερβολήν». Καθ’ υπερβολήν εξάλλου βίωσε την παρουσία της στον ψεύτη ετούτο τον ντουνιά κι η Κατερίνα Γώγου. Καθ’ υπερβολήν έπραξε. Καθ’ υπερβολήν διέπραξε. Καθ’ υπερβολήν έπαθε. Καθ’ υπερβολήν εποίησε. Καθ’ υπερβολήν, αν ζούσε, δεν θ’ αρνιόταν, μα πρώτη πρώτη κιόλας θα υπέγραφε για την απελευθέρωση του σιδηροδέσμιου αγωνιστή.
Εκτός τούτου, κι εγώ εξάλλου ανήκω σ’ εκείνους που βιώνουν μες στην πραγματικότητα ότι μόνο στην υπερβολή διαγιγνώσκεται το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του καθενός μας. Διαγιγνώσκεται το δικό μας, αναφαίρετο και ευφάνταστο «πέπρωται». Η ατομική μας έκπληξη. Η εξαίρεσή μας. Τα πείσμα μας να ζούμε έξω από την επανάληψη.
Το έκθετο του ποιείν
Η γυναίκα –η μάνα, η ερωμένη, η αδελφή– είναι τα βαθιά αναζητούμενα/ανεύρετα και άρα παντοτινά «απωλεσμένα» των ποιητών και της ποίησης.
Όμως, παρά το ότι αναντίρρητα η «ανθρώπινη κατάσταση», στον πυρήνα και στον πυθμένα του Είναι της, παραμένει ενιαία, άφυλη και αγγελικά αδιαίρετη, εντούτοις κατά τρόπο αντίστροφο, πλην και απόλυτο (και εδώ ας μη με συγχωρέσουν όποιοι δεν θέλουν), η «θέση της γυναίκας» θα έλεγα ότι παραέχει το προνόμιο «να είναι Φύση». Είναι, θα έλεγα, η Φύση αυτοπροσώπως. Δεν έχει και τόσο την «τέχνην της ποιήσεως» ανάγκη της κι αναζητούμενό της. Δεν της λείπει (πάλι με το συμπάθιο θα το ’λεγα κι αυτό) και τόσο της γυναίκας η ποίηση. Διότι, για να είσαι στον «Ου Τόπο» (δηλαδή στο μοναδικό αυθεντικό τόπο) της ποίησης, σημαίνει πως είσαι ο ίδιος έκτοπος, πως από κάπου εσύ ο ίδιος έχεις (όχι κατ’ ανάγκην πραγματικά, αλλά ούτως ή άλλως και κατ’ ανάγκην συμβολικά και φαντασιακά) εκτοπιστεί. Έχεις εξοριστεί. Έχεις τη μοίρα του Οιδίποδα στον Κιθαιρώνα της εγκατάλειψής του. Από κάπου εσύ ο ίδιος οριστικά λείπεις. Και έτσι «εκτεθειμένος», «έκθετος» (μίλια μάλιστα πέρα από την όποια δημόσια βρεφοδόχο), διαμένεις στο μακράν της «αλήθειας» των άλλων.
Έχεις ακούσει πίσω σου, ηδονικά και βασανιστικά μαζί, το απότομο βροντίδι της πόρτας του ανακτόρου του Λάιου ή τις απειλές των αποκτεινόντων και εξοριζόντων από την Ιερουσαλήμ τους προφήτες. Το οριστικό, δηλαδή, για σένα κλείσιμο της «πραγματικότητας» των άλλων. Ακόμα πιο συγκεκριμένα: έχεις απάγκιο τον Ου Τόπο σου. Τον Κιθαιρώνα σου. Το μοιράδι, θα έλεγα, της οιδιπόδειας θέσης – αν πάμε με τον Φρόιντ. Ή και το (απολύτως γειτονικό της) μερίδιο στη μεσσιανική έρημο των προφητών – αν πάμε με τη Γραφή. Ούτως ή άλλως τόπο έχεις τον Ου Τόπο σου. Την αλητεία. Την εμπεδόκλεια, αν θέλετε, αλητεία. «Φυγάς θεόθεν και αλήτης [να αλάσαι] νείκεϊ μαινομένω πίσυνος»: «Φυγάς απ’ το Θεό και αλήτης [να βαδίζεις], στη μανιασμένη διαμάχη υπακούοντας» (μτφρ. Γιάννη Τζαβάρα), σύμφωνα με το περισσότερο πολυδιάστατο και πολυπλανητικό, νομίζω, απόσπασμα του Εμπεδοκλή.
… και το φυγόκεντρο της αλητείας
Μα η γυναίκα; Η γυναίκα δεν λείπει, δόξα τω Θεώ, από πουθενά. Τόπος της και αέναο κατοικητήριό της είναι αυτούσια η ύπαρξή της. Το σώμα της. Η γήινη γονιμότητα της κοιλίας της. Τόπος της «θήλειας θέσης» είναι, ακόμα ακόμα, κι ο καρπός της κοιλίας της. Και, ως εκ τούτου, «τόπο» του έκτοπου, τόπο του άτοπου, τόπο της απόρριψης και της έκθεσης ή της καταπλήσσουσας ερημιάς του Οιδίποδα, του Ησαΐα και του Ιερεμία δεν έχει γνωρίσει η γυναίκα. Και επιτέλους, βρε αδερφέ, θα ’λεγα, δεν τον χρειάζεται.
Η ποίηση είναι, πιστεύω εκ βάθους καρδίας, φυγόκεντρη. Η γυναίκα κεντρομόλος. Όμως –κι αρχίζω σιγά σιγά να μπαίνω και στους δικούς μας καρπούς της μοναξιάς– σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι που η Κατερίνα Γώγου αποκλίνει 180 μοίρες από το σύνηθες. Λαμπρά και επώδυνα αποκλίνει. Η Κατερίνα Γώγου δεν είναι ούτε στο τοσοδά της κεντρομόλος. Είναι ιλιγγιωδώς φυγόκεντρος. Στα τερτίπια της ζωής της. Του βλέμματός της. Της μετακίνησής της ανάμεσα στα αμέτρητα και ασύνδετα μέσα της. Της ζάλης της από τη θέα του ανείδωτου. Η Κατερίνα Γώγου, στο παν της είναι γνήσια και ποιητικότατα φυγόκεντρος. Και μάλιστα μοναδικά, ή μάλλον κατά τρόπο σπάνιο, για γυναίκα που γράφει στίχους. Γι’ αυτό και δεν είναι απλώς στιχοπλέκουσα ευαίσθητη τέως ή νυν κορασίς, ούτε «κυρία Κυρία» –ντίβα, ας πούμε– των Γραμμάτων μας. Είναι ποιήτρια. Με τα όλα της. Ανήκει στους εμμανείς εραστές του Απόλυτου.
Ο διάβολος και το λιβάνι
Μικρή παρέκβαση. Εξήγηση μάλλον. Το υπαινίχθηκα κιόλας. Να το αποσαφηνίσω μέχρι τέλους.
Δεν είναι καθόλου απίθανο η «θέση της γυναίκας», μη υποψιαζόμενη το «πέραν» της και το αβυσσαλέο της απόστασης, να «υποδυθεί», ελαφρά τη καρδία, την «ποιήτρια». Την ευαίσθητη κορασίδα και την κυρία Κυρία των Γραμμάτων. Και να στιχουργήσει. Από άκρως ατυχώς και αδιαφόρως, ή και αντιπαθώς, έως και άκρως δημοφιλώς και συμπαθώς. Αυτό είναι θέμα παιδείας, ευχέρειας λόγου, μιμητικών δεξιοτήτων, συναισθηματικών συντυχιών και ηθικών χαρακτηριστικών.
Δεν είναι καθόλου απίθανο, επανέρχομαι, μια γυναίκα να «πλέξει» το ιδιωτικό της παράπονο, τη μητροφέρνουσα ερωτική της τρυφερότητα, έκκληση ή πικρή εμπειρία, το ιδιωτικό της πένθος, την κοινοτοπία των λογοπαιγνίων της ή και τη φερόμενη ως «υπαρξιακή» (τάχα μου) αγωνία της. Μπορεί όλα αυτά, και άλλα συγγενούς είδους, να τα πλέξει σε μορφή –ακόμα και παιχνιδιάρικου– στίχου. Όπως, καλή ώρα, πάμπολλες παλαίτατες, παλαιότερες και σύγχρονές μας. Αυτό το μπορεί.
Η Κατερίνα Γώγου όμως αυτό το εύκολο «πλέκειν» στίχους, αυτό τον εκφυλισμό του σώψυχου βασάνου της ποίησης σε απογευματινό κεντηματάκι στο μπαλκόνι της, αυτή τη νομοταγή και τεχνητά φωταγωγημένη λεωφόρο των «επαναλήψεων της παραγνωρισμένης ευτυχίας» (θου, Κύριε!) την απέφυγε. Όπως ο Διάολος το λιβάνι την απέφυγε. Σαν τον Σατανά την απετάξατο.
Και προχωρούμε. Μαζί της. Στα πεζοδρόμιά μας. Της «Οδού Εξαιρέσεων».
Ή διάλογος με το Απόλυτο ή νάνι το παιδί μου νάνι
Κάπου θα πρέπει να καταλήξουμε. Πιο συγκεκριμένα ακόμα. Δεν μπορεί, θα έλεγα και πάλι, η «θέση της γυναίκας», να «ποιήσει» αν προηγουμένως δεν απεκδυθεί ως το μεδούλι τη νοικοκυροσύνη της. Αν δεν διεκδικήσει αιμάσσοντας την οιδιπόδεια θέση. Εκείνα με τα οποία δεν την προίκισε από μόνη της η τάξη του ανθρώπινου τριγύρω της. Αν δεν διεκδικήσει, απλά απλά, όσα της αρνήθηκαν. Τον δικό της, δηλαδή, Κιθαιρώνα της εγκατάλειψης. Με πρησμένο το πόδι. Τη δική της ιδιόκτητη έρημο. Αν δεν κάνει νόημα του λόγου της ό,τι από γεννησιμιού της δεν της κληροδοτήθηκε – για να μην πω μάλιστα: ό,τι από γεννησιμιού της, με ζήλο ιεροεξεταστών, οι περιβάλλοντες της το απαγόρευαν. Τον Ου Τόπο της ποίησης.
Διότι αν δεν κατακτήσει αυτόν τον Ου Τόπο, η φωνή της γυναίκας, από μόνη της, δεν θα διαλεχθεί ποτέ με τον μόνο κατ’ ουσίαν συνδιαλεγόμενο και συνομιλητή του ποιητή: το Απόλυτο. Το Θεό. Ή τον Άχρονο Χρόνο. Συνδιαλεγόμενός της θα παραμένει ο (πανταχού φυσικά λανθάνων) καρπός της κοιλίας της και οι ατέλειωτες μεταμφιέσεις/μεταβιβάσεις του. Και θα τον παραμυθήσει. Θα τον παρηγορήσει. Θα του πει το παραμύθι της. Και θα του γλυκάνει, για λίγο, το τραύμα του το αφόρητο. Και θα είναι η θέρμη της θέρμη μιας συγκεκριμένης και κατανοητής πλοκής. Που θα διδάσκει το εύλογο όλων των ειρμών και θα αναπτύσσει πόσο καλό είναι να έχουν τα πράγματα την αρχή, τη μέση, το τέλος τους. Κατά το εικός και το αναγκαίον της αριστοτελικής ίντριγκας. Και της επανάληψης των κοινοτοπιών. Άντε τώρα να χωρέσει ο Οδυσσέας και ο ποιητής σε τέτοια φόρμα.
Γι’ αυτό εξάλλου και η πεζογραφική συνθήκη αρμόζει τέλεια στη γυναικεία θέση. Στο νανούρισμα. «Της πάει», που λένε, της γυναίκας η πεζογραφία.
Όμως η παραμυθία και το παραμύθι αποπλανούν. Αποπλανούν μάλιστα δίχως καν την περιπλάνηση του πλανώμενου. Δίχως την αφόρητη αλήθεια. Δίχως την ποίηση. Δίχως την πλάνη από τη Θήβα στον Κιθαιρώνα κι από τον Κιθαιρώνα στην Κόρινθο κι από την Κόρινθο στους Δελφούς κι από τους Δελφούς στον εγκρεμνό της Σφίγγας κι από τον εγκρεμνό της Σφίγγας στο τρίστρατο κι από το τρίστρατο στη Θήβα ξανά κι από τη Θήβα στον Κολωνό του απείρου. Και, τέλος, από τον πάμφωτο και πασιφανή Κολωνό του απείρου προς το εχέμυθο και μοναχικό εκείνο μυστηριώδες «σύδεντρο» του Κολωνού. Και της «Ανάληψης». Προς την αρχή και την άκρη των στίχων.
Δεν της έχει λοιπόν ταχθεί της γυναικείας θέσης ούτε ο Κιθαιρώνας ούτε ο Κολωνός. Δεν της έχει ταχθεί ο Ου Τόπος της ποίησης. Κι όμως, αυτόν τον Ου Τόπο –αυτήν την ερμιά, αυτήν την έρημο– η Κατερίνα Γώγου τον κατέκτησε.
Παράδοξα; Βρε, τι λες!
Όπως επίσης –όλα να λέγονται– δεν έχει ταχθεί ο τόπος της ποίησης και για πλείστες όσες ανδρικές ιδιοσυγκρασίες γραφόντων, οι οποίες ρέπουν προς το μητριαρχικό βόλεμα του απείρου, προς τη διευθέτηση του αδιευθέτητου, προς τον «έπαινο του Δήμου και των σοφιστών», προς την αποδοχή του προφανούς, προς το συμβιβασμό με το υπάρχον, προς την καλλιέπεια του πράττειν και του λέγειν, ή μάλλον του μη πράττειν και μη λέγειν. Κι αυτοί, μολονότι στο βάθος τους αυτονόητα περιέχουν την αφόρητη λιακάδα του πατριαρχικού βουνού και της άμμου, εντούτοις το αγνοούν. Αράζουν στη μη εισέτι απογαλακτισθείσα ασκιάδα τους της στιχουργίας. Και καμαρώνουν κι αυτοί επί… ποιήσει. Αδίκως όμως. Διότι απλά απλά δεν έριξαν αλάτι στην πληγή τους. Δεν την «καλλιέργησαν». Δεν τηνε σκάλισαν. Δεν την άφησαν ακόμα και να κακοσυνέψει. Δεν την καινουργιώσανε με άλλη οδυνηρή –ή κι οδυνηρότερη– ικανή να επικαλύπτει το μέγα πρωθύστερον του Είναι μας. Ποιο; Μας γεννάει η ποίηση. Δεν τη γεννούμε εμείς.
Μιλάω γι’ αυτούς που δεν ψάχτηκαν –όπως φερ’ ειπείν η Κατερίνα η Γώγου, η γυναίκα!– να βρουν και να στερεώσουν στο βίο τους τις περιστάσεις που τη βρεφοκρατούσα μας πληγή θα τη φύλαγαν ενεργή και ομιλούσα. Θα την τηρούσαν θαυματουργά ανεπούλωτη. Δεν ξέφυγαν αυτοί, δεν αμάρτησαν, δεν αποσυντονίστηκαν, δεν την κοπάνησαν από τις επιβεβλημένες ρυθμίσεις, δεν σιχτίρισαν κανέναν, δεν διαπληκτίστηκαν με χωροφυλάκους ή λιμενοφύλακες, δεν λοιδορήθηκαν από τους καθωσπρέπει γειτόνους τους, δεν κατούρησαν στη γωνιά πίσω απ’ το καφενείο του πεζόδρομου. Και, αν θέλετε, δεν τράκαραν δα και ποτέ τους άλλον άνθρωπο για κάνα φράγκο, κάνα τσιγάρο, κάνα τσιγαρλίκι ή κάνα κρασί, δεν, δεν, δεν…
Ε, τότε; Τι στην οργή ψάχνουν; Τι ανιχνεύουν οι μη καμωμένοι ιχνευτές του εξαίσιου εκείνου «ΟΧΙ ΑΚΟΜΑ»;
Μετά λόγου γνώσεώς μου, λέω πως οι ανδρικές αυτές φύσεις, οι παμπληθείς στα παγκόσμια κι εγχώρια Γράμματα, δεν είναι –κι ας μου επιτραπεί το παράδοξο της φράσης– και τόσο ποιητές. Στίχους μόνο γράφουν.
Ο «χιλιώ χρονώ παιδί»
Όλο και προσεγγίζουμε, πάντως, το άδυτο σημείο όλων των σημείων. Στον Ου Τόπο της ποίησης, ακούγεται μόνο ο αιώνια απορριπτόμενος παις και αιώνια εκδιωκόμενος γέροντας, ο «χιλιώ χρονώ παιδί». Μόνο αυτός ακούγεται. Μόνο αυτός. Και ακούγεται όχι μέσα στην παρηγορημένη «συνείδηση» του βρέφους στην κούνια του – «συνείδηση» την οποία ο αναγνώστης της πεζογραφίας δικαιούται πάντοτε ευφρόσυνα να αναδέχεται και να ενεργοποιεί. Ο «χιλιώ χρονώ παιδί» ακούγεται μέσα στην «απαραμύθητη», την απαρηγόρητη συνείδηση του Είναι και του Μηδενός. Μέσα στην υπάρχουσα (εν υπνώσει ίσαμε τότε ή μη) συνείδηση του απεγνωσμένου και πάμφωτου εκείνου «Ουαί!». Του δίχως τέλος «Ουαί!». Του Ατέρμονος. Του Απόλυτου. Του προορισμένου κλαυθμού που τον αφουκράζεται μόνο ο ξένος κι ο περαστικός από τη μαύρη σου νύχτα. Ή ο Άχρονος Χρόνος στην κορυφή του Κιθαιρώνα σου. Ή, στο κάτω κάτω της γραφής, τον γροικά ο Θεός μέσα από την πεισμωδώς επαγγελλόμενη το «απέραντο Σάββατο» απελπισία της «φωνής του βοώντος εν τη ερήμω».
Καμιά φορά βέβαια, εδώ που τα λέμε, κι ο αναγνώστης της ποίησης δεν αφήνει μέσα του ν’ αφυπνιστεί και να τον αφυπνίσει αυτή η απαρηγόρητη συνείδηση. Η καθημερινότητα, βλέπεις, των «οικογενειών, των ιδιοκτησιών και των κρατών» δεν τα πάει και τόσο καλά με την ποίηση. Με τα εν είδει μάγματος Βεζουβίου ανερχόμενα ίσαμε τον κρατήρα των λέξεων πρωτογενή υλικά της.
Όπως δεν τα πάει και τόσο καλά, η καθημερινότητα που λέγαμε, και με το απευθείας και καταντικρύ της δεδομένης γύμνιας των πραγμάτων και των ανθρώπων. Με το βηματισμό του Ληρ και του τρελού συνοδοιπόρου του. Άρα και με την Κατερίνα Γώγου. Αυτού του είδους η κεκανονισμένη, κατεσταλμένη και ιεραρχημένη καθημερινότητα του «ομιλείν και γράφειν» δεν τα πάει καλά. Καθόλου καλά!
Το δαιμονίως Απόν
Θα περίττευαν αυτά αν δεν έπρεπε να ξεκαθαρίσω λογαριασμούς. Να δώσω τον προσανατολισμό της σκέψης και της οπτικής μου και να ορίσω τις βρέξει λιάσει παραμέτρους μου. Όχι για άλλο λόγο, αλλά για να έχω την ευχέρεια, επί τη βάσει απλού και συγκεκριμένου κριτηρίου, να διαχωρίσω από την πληθώρα των ποιητών/ποιητριών τις περιπτώσεις που αν και γυναίκες εν θαύματι σώματος ζώσες, παρά ταύτα και εν θαύματι του δαιμονίως Απόντος τους ζώσες, ακουμπούν και, σαν την Κατερίνα Γώγου, διανοίγουν τον ποιητικό τόπο. Κι αυτό διότι, όπως η Κατερίνα Γώγου, τον διεκδικούν στην ουσία του κι όχι στις φαρμπαλαδίστικες φόρμες της γαλαντόμου βιτρίνας του. Τον «ζηλεύουν» στ’ αλήθεια, κι όχι με την προπέτεια της αριστούχας τής τάξης ή της πρώτης του χωριού. Τον περικυκλώνουν τον ποιητικό τόπο, με πλήρη την επίγνωση των αποστάσεων, των αποσπάσεων και των ριζικών. Τον πολιορκούν. Τον περιζώνουν με τη γραφή τους. Υπερθερμαίνονται κι άλλοτε πάλι ξεπαγιάζουν απ’ αυτόν. Πάντα όμως τον υποδεικνύουν καταστρατηγώντας κι υπονομεύοντας, όπως η Κατερίνα Γώγου, το κληροδοτημένο πεπρωμένο της μικρομπουρζουάδικης τακτοποίησης που λέγαμε. «Ποιώντας» ένα νέο πεπρωμένο. Δικό τους. Αυθαίρετο. Άσ’ το όμως αυτό για άλλη στιγμή… Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για πεπρωμένο τραγικό. Πλήρες εσωτερικών αντιφάσεων, αντιθέσεων και στασιαστικών ταραχών. Πλήρες «νείκους», για να γυρίσουμε πάλι στον Εμπεδοκλή. Πλήρες «φόβου και τρόμου». Πλήρες κενού. Αλλά αφάνταστα γόνιμο σε ελκυστικότητα, αλήθεια και ποίηση. Σε λόγο που «αντιστέκεται», για να ξαναπεράσουμε κι από τον Κατσαρό. Σε λόγο που «δεν τον ρίχνουν» οι εξουσίες με καμιάς λογής βραβεία ή διευκολύνσεις.
Παραξενιές; Ε, κι ύστερα;
Σαν σε παρένθεση, εδώ θα εξομολογηθώ κάτι: μια προσωπική μου παραξενιά και απόχρωση. Μιλώ για τη Σαπφώ. Διαβεβαιώνω δε τους φιλολόγους ότι δεν μου χρειάζεται ούτε το κουβεντολόι μαζί τους γι’ αυτή μου την αλλόκοτη εμμονή, ούτε η πλούσια και αναμφίβολα τεκμηριωμένη (ε, και;) αντεπιχειρηματολογία τους. Για μένα η πέραν παντός πραγματολογικού δεδομένου φαντασίωση είναι μια από τις πραγματικότερες και ασφαλέστερες πραγματικότητες του στοχάζεσθαι. Κι αυτό δεν μου το ’χουν αλλάξει τόσα χρόνια οι θεωρητικοί των αριθμητηρίων. Τώρα θ’ αλλάξει;
Λοιπόν, από πολύ παλιά, από τα μαθητικά ακόμα χρόνια, μου καρφώθηκε η ιδέα πως η Σαπφώ, αν κάτι «φθόνησε», ζήλεψε και πόθησε από καρδιάς στη ζωή της, δεν ήταν οι ισότητες, οι ετούτοι ή άλλοι έρωτές της, οι πανηγύρεις των υμεναίων, οι χαμένες Γογγύλες της και τα λοιπά γνωστά κι αισθαντικά. Ερωτικότατα, φεμινιστικότατα και, ευλόγως πλέον, ανιαρότατα.
Η Σαπφώ, αν για κάτι ζηλοτύπησε όντως, πιστεύω πως ήταν για την ειμαρμένη του πρώτου πιθανόν εξόριστου ποιητή της Δύσης. Του Αλκαίου. Σύγχρονού της και συντοπίτη της. Ο αβάσταχτος θαυμασμός για την αρθρωμένη σε λόγο εξορία του Αλκαίου, για το ομιλούν «μακράν» του, για το λάλον πλανάσθαι του, αυτός ο θαυμασμός, αυτό το ανατολίτικο γιαγκίνι, υπήρξε για τη Σαπφώ η κινούσα αρχή – ακόμα και για τα γνωστά σχολιαζόμενά της που λέγαμε.
Αυτό το γιαγκίνι την έριξε στη μοίρα της ποίησης. Στην αναζήτηση του «άλλου γραμμένου». Να παρακολουθεί, να κυνηγά και να ονειρεύεται δημιουργώντας την αλητεία της, το ανικανοποίητό της, το υπό διωγμόν και το έκτοπό της. Να της στοιχειώνει, με δυο λόγια, τον ύπνο και τον ξύπνο της το φάσμα του εξόριστου ποιητή της Μυτιλήνης της, που δεν είναι καθόλου απαραίτητο να είναι δα και ποιητής. Μπορεί να είναι ο λούμπεν αποδιωγμένος της γειτονιάς, ο αποστεωμένος ναρκομανής του στενού, ο εν αδεία βαρυποινίτης φονιάς του Κορυδαλλού, ο κυνηγημένος κομουνιστής συνδικαλιστής της στοάς ή ο αναρχικός της πολυκατοικίας, ο άστεγος την αυγή στο παγκάκι του πάρκου, ο κουραστικός αλκοολικός του συνοικιακού μπαρ, ο μικρολωποδύτης λαθρομετανάστης του βραδινού αστυνομικού τμήματος της Ομόνοιας, ο τραβεστί του ξενοδοχείου της Σωκράτους. Ο, ο, ο…
Ο δικός σου, τέλος πάντων, ολόδικός σου κατάδικος-υπόδικος- φυγόδικος-παράνομος-αλήτης. Αντικανονικός. Ο δικός σου εξόριστος κι Αλκαίος. Ο δικός σου «καθ’ υπερβολήν»! Το όνειρο του περιθωρίου σου! Μέσα σ’ αυτό το όνειρο, το ευκρινέστερο, εναργέστερο και ειλικρινέστερο από κάθε άλλη ευκρίνεια, ενάργεια και ειλικρίνεια, έζησε και εκοιμήθη η Κατερίνα Γώγου.
Εκ του αδιανόητα σύνεγγυς ν’ αγγίξει τη λύπη
Όμως ούτε κι αυτό φτάνει. Δεν αρκεί να σε γοητεύει η παράβαση και το να απέχεις από το νόμο. Θέλει κι άλλη μια προϋπόθεση, συναρτημένη με τούτο. Θέλει η γυναικεία ταυτότητα να είναι ανένδοτη στο να διατηρείται –πάντα μέσα στο «χιλιώ χρονώ παιδί»– ποιητικά παιδική. Να παθιάζεται με τα πάντα εν είδει άτυχου τυχερού παιγνίου. Και, επιπλέον, η ίδια η παίζουσα ταυτότητά της να χαίρεται και να καμαρώνει ολόψυχα τον εαυτό της. Να αντλεί απόλαυση από την ίδια την παρουσία της. Όπως μια ξύπνια, κάπως αμοράλ και πολυδαίδαλη ευαισθησία αγοριού ή κοριτσιού.
Για μεγαλύτερη και γραμματολογικότερη –με το δικό μου τρόπο– σαφήνεια: θέλει την αίσθηση, τη στόφα, το σουλούπι της ποιητικής και θεϊκής αστοχασιάς. Της ατίθασης εκείνης στόφας ανθρώπου απρόβλεπτου, ριψοκίνδυνου, τυχοδιώκτη, ανιδιοτελούς. Αδικαιολόγητου! Που δεν θα υπολογίζει ούτε τη συνέπειά του ούτε και τις συνέπειες της ασυνέπειάς του. Προπάντων όμως ανθρώπου που δεν θα ικανοποιείται με το Νυν, αλλά ούτε και με το Αεί των φαινομένων.
Η μετάθεση στον Ου Τόπο της ποίησης απαιτεί τη συνείδηση ταραγμένη, είτε την αγωνία και την αναζήτηση συνείδησης ταραγμένης. Απαιτεί τη συνείδηση ενός μη καλουπωμένου από τις τρέχουσες συνισταμένες αγοριού ή κοριτσιού – ή αγοροκόριτσου! Α! Να το και το αγοροκόριτσο! Άλλο ένα μυστικό της Κατερίνας Γώγου. Να η «μέθοδος» που μπορεί μια «θέση γυναίκας» να τη φέρει κοντά στον εγκεκαυμένο Ου Τόπο του ποιητή. Να την κάμει ν’ ακούσει εκ του αδιανόητα σύνεγγυς (όχι με τη ζαβή ακοή μιας Ιοκάστης που αναστέλλει την τρέλα, αυταπατάται και απατά, αλλά με την έγκαιρη αντίληψη μιας μοναχικότατης νεαρής λύκαινας), να την κάμει ν’ ακούσει λοιπόν εκ του αδιανόητα σύνεγγυς το αμετάφραστο μουρμουρητό του Κιθαιρώνα και τον οργισμένο λόγο της ερήμου. Να αγγίξει τη λύπη.
Όχι όμως κουβεντούλες. Για «άι σιχτίρ» μιλάμε
Πάντα στην Κατερίνα Γώγου βρισκόμαστε. Και οφείλω έστω λίγα λόγια για τα συνήθως λεγόμενα. Για τις απόπειρες να συνδεθεί το «αν-αρχούμενο» της κατάστασης (ή της μη κατάστασής) της με τα της αναρχίας. Γενικά, μεταξύ μας, με αφήνουν αδιάφορο. Το πολύ πολύ, τα ακούω ή τα διαβάζω δώθε κείθε σαν στερεοτυπικά παράσιτα που θολώνουν την καθαρότητα του μηνύματος (ή του μη μηνύματος) της πιο ποιητικής μας γυναικείας φωνής.
Κι εννοώ εδώ την ανικανότητα να τη σιμώσει τη Γώγου η πρόδηλη ιδεολογικοποιημένη και σχεδόν θεσμοθετημένη αναρχία, η οποία περιορίζεται –πλην ελαχίστων ιστορικών της στιγμών– στους δογματικότατους κατ’ ουσίαν (και ερασιτεχνικότατους επίσης) θεωρητικούς της, από τη μια μεριά, κι από την άλλη στα «νεοκυνικά» παρακολουθήματα της πολιτικής αφασίας ή της ιδιολέκτου της. Εννοώ ακόμα τις αναχρονιστικές «παρέες» που αυτοτιμωρούνται να καταργούν (κι εδώ βρίσκεται η στείρα ειρωνεία του πράγματος) την ατομική και όντως αναρχούμενη συνείδηση για να παραμένουν ισοβίως στο κουσκούς των «κυκλωμάτων» τους. Εν ασφαλεία παροικώντας, βέβαια, την εξουσία και εν αζημιώτω, πότε πότε, υπηρετώντας την. Λόγω, έργω ή διανοία.
Μ’ αυτά λοιπόν κατά νουν μου, θα στένευα τη Σίβυλλα σε κακέκτυπο Κασσάνδρας του Λίνου Καρζή και την Κατερίνα Γώγου και την ποίησή της θα τη στένευα σε φωνίτσα διαμαρτυρίας, αν την περιέκλεια σε τέτοιας λογής στενάχωρες από τον πλατειασμό του ασήμαντου πλατείες. Όχι. Η Γώγου άκουσε από κοντά την ποίηση. Και μόχθησε να την ακούσει. Ν’ ακούσει τους τόσους και τόσους μες στην ψυχούλα της εξόριστους εαυτούς της. Ν’ ακούσει τους παράδοξους κραδασμούς του Είναι. Να τους αφήσει να τη θεώσουν. Να τους δοθεί να την κατασχέσουν. Για να γίνει, σύψυχη και ολόσωμη, ο δικός της ατομικός κραδασμός του Είναι της. Να συμμεριστεί την περίσκεψη του απεγνωσμένου λόγου και τη γνώση του παράλογου παραμιλητού. Αλλά και τη δημιουργική, και όχι μόνο, μαγεία του σιχτιρισμού. Παραμένοντας πάντα η Κατερίνα Γώγου. Όχι οι διαδρομούλες Κρονστάδη-Τιεν αν Μεν. Όχι.
Η Κατερίνα Γώγου, μόλο που δεν κρατήθηκε έξω από το πρόδηλο παρόν της, εντούτοις αυτό που κατάφερε είναι να μας ενδιαφέρουν τα πιο σκοτεινά τερτίπια του ιεροκρυφίως ζην της. Τα πιο απρόσιτα. Δεν είναι οι κοινοί της τόποι, αλλά το ότι βούτηξε στα βαθύτατα της ποίησης. Κι ας ήξερε πως ο Ου Τόπος της έπρεπε να κερδηθεί με πόνο αφόρητο και αδιαμοίραστο. Αυτή τον επιδίωξε. Αυτή κόπιασε γι’ αυτόν. Κι αυτή τον κέρδισε.
Κατάφερε η Κατερίνα Γώγου να περάσει ρακένδυτη, όπως πάντα θα γίνεται, το συρματόπλεγμα. Στα καλά του καθουμένου μια γυναίκα βρέθηκε στον Ου Τόπο της ποίησης. Στον Κιθαιρώνα. Στην έρημο. Μόνο αυτή από τις μεταπολεμικές γενιές των Ελληνίδων ποιητριών. Παραμένοντας, ξαναλέω, πάντα η Γώγου.
Η παμπόνηρη μέθοδος και η διαλεκτική της υπέρβαση
Πάντα η Γώγου. Όχι η γυναίκα που έπινε, ή δεν ξέρω γω τι άλλο, ασυγκράτητα. Όχι μία ακόμα περίπτωση της λογοτεχνίας – ανάμεσα στις πάμπολλες, κι όχι πάντα αξιοσημείωτες, ζώσες και θνήσκουσες μες στην κατάχρηση ουσιών. Το ποτό, κι ας μείνω σ’ αυτό, δεν είναι άλλωστε κανενός (λόγιου ή μη) αλκοολικού (σ’ αυτό ας μείνω) το «έργο». Δεν είναι καν το σκηνικό του. Δεν είναι καν η συνοικία του θεάτρου του. Είναι απλώς η μέθοδος να αποφεύγει το σκηνικό του, να απομακρύνεται από τη συνοικία του θεάτρου του, να μην προσέρχεται στο έργο του και στο ρόλο του. Να αφήνει τους άλλους ασκόπως παρόντες. Για τον αλκοολικό το ποτό είναι, ας πούμε, η πονηριά να αφίσταται των αναμενομένων. Να αυτοεξορίζεται. Να εγκατοικεί απερίσπαστος στον Κιθαιρώνα του. Να αυτοδιερμηνεύεται ή να αποκλείει τους πάντες από τη διερμηνεία του. Να αυτοκωμωδείται, ακόμα ακόμα, εν οίστρω σαλού. Όσο για την Κατερίνα Γώγου, τα γραφτά της μας λένε πως αποδεχόταν και την ερμηνεία που της υπαγορευόταν από την άπληστη σιωπή της νύχτας της, αλλά και την ερμηνεία που η ίδια σιωπή τής απαγόρευε να επιδεικνύει. Οικούσε στον Ου Τόπο της.
Και την ίδια, βέβαια, στιγμή οι εξαρτήσεις της την καλούσαν να τις υπερβεί. Διότι αυτό ακριβώς είναι η εξάρτηση. Δεν είναι τόσο το να είσαι εξαναγκασμένος να πίνεις, να μαστουρώνεις, να φτιάχνεσαι. Εξάρτηση είναι πρωτίστως το να ακούς την έκκληση του Είναι σου να πάψεις να διάγεις εν εξαρτήσει. Ότι «αρκετά». Επέστρεψες πια στον τόπο της κραυγής σου. Στην καταγωγική γη ή, αν θες, στο καταγωγικό καταγώγιο της ποίησής σου. «Ξαναμυήθηκες» στο απρόσβλητο της προ της γέννησής σου αβύσσου σου. Βρέθηκες προ της γενέθλιας στιγμής σου. Εξόρκισες, μετασχημάτισες, ξανάφτιαξες απ’ την αρχή ολοκαίνουργια τα φαντάσματά σου. Τώρα λοιπόν απλώς «αρκετά». Γεννήθηκες από μόνος σου, όπως κατά βάθος από την πρώτη σου νεότητα επιθυμούσες. Ε, άντε όμως. Ήγγικεν, επιτέλους, η ώρα της διαλεκτικής υπέρβασης και της ρήξης. Καιρός τώρα ν’ αδειάσεις τη γωνιά του Κιθαιρώνα σου και της ερήμου σου από τα μπουκάλια, τις νταμιτζάνες, τα ποτήρια, τα ποτηράκια, τους πάγκους των μαγαζιών, τα σκαλιά των πεζόδρομων, τα διανυκτερεύοντα καφενεδάκια των αγορών και των πρακτορείων. Καιρός να τα πάρεις όλα αυτά ακέραια, ατόφια και περήφανα μέσα σου. Να τους δώσεις τη δική σου ατομική εκφραστική υπόσταση. Καιρός να μαρτυρήσεις όσα «είδες κι άκουσες εκεί». Να προσέλθεις με τα δικά σου υλικά και τις δικές σου σημειώσεις στο καινούργιο, στο δικό σου έργο.
Στο κάτω κάτω, γι’ αυτήν την καθαρτήρια αναχώρηση δε βάδισες τους Κιθαιρώνες, τις ερμιές και τις ερήμους; Γι’ αυτήν την καθαρτήρια αναχώρηση δεν καθόσουν κι άκουγες Χριστοπαναγίες από την «κοινή» –κυριολεκτικώς κοινή– λογική;
Από τη στιγμή που θα φτάσει εντός σου αυτή η έκκληση, βιώνεις με άφατη ηδονή και με άφατη πάλι θλίψη, μιαν επιπλέον απόγνωση, ταπείνωση, απόρριψη και –για να ξανάρθουμε πάλι σ’ αυτό το αειθαλές μας «κάπου»– βιώνεις κι απ’ αυτή τη γωνία το παράπονο του ίδιου παιδιού στην κορυφή του ίδιου Κιθαιρώνα. Και κυρίως, σχεδόν ακουμπάς, απιθώνεις θα έλεγα, τον περιέχοντα θάνατό σου στην ποίηση, ή την ποίησή σου την αναθέτεις (να θυμηθούμε τ’ «αναθήματα»;) στο θάνατό σου. Και δεν τον ερωτεύεσαι το θάνατο. Ουσιαστικά (και παρά τα αντιθέτως συχνάκις παρουσιαζόμενα ακόμα και ως… φροϊδογενή) ο θάνατος δεν είναι ούτε το γειτονόπουλο ούτε η γειτονοπούλα μας. Δεν είναι ερωτεύσιμος. Με την ανεκλάλητη οντολογική του σιγουριά περιπολεί ο θάνατος και κατοπτεύει το Είναι μας πέραν αισθημάτων, συναισθημάτων και ορμών.
Ο θάνατος που υποβιβάζεται σε αντικείμενο ψευδαίσθησης «έρωτος», γίνεται λογοτεχνική παρωδία θανάτου. Danse macabre για μεταμφιεσμένους.
Με δυο λέξεις, παύει να είναι θάνατος. Και απέναντί του εσύ τώρα μπορείς, καημένε μου, ακόμα και να υπεκφεύγεις. Όμως όχι. Η Κατερίνα Γώγου δεν υπεξέφευγε με τέτοιες μεταφορικές και ελαφρές (για την ποιότητά της) χοροεσπερίδες. Παρέμεινε πάντα επιδεικτικά έγκλειστη σ’ εκείνον το θανάσιμα τερατώδη και δραματικά αμφίσημο στίχο του μέγιστου ποιητή της εξάρτησης και των παθών, του Διονύσιου Σολωμού: «Δεν το ’λπιζα να ’ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο». Παρέμεινε, δηλαδή, η Κατερίνα Γώγου επιδεικτικά προσδεδεμένη στο θεμέλιο της συνείδησης όλων των πράγματι και ουσιωδώς απελπισμένων και περίλυπων. «Έως θανάτου».
«Ο πάτος»; Η εύστοχη ποίηση!
Όμως η μετουσίωση αυτού του αναντικατάστατου αγγίγματος (και όχι, είπαμε, έρωτα θανάτου) σε ποίηση προϋποθέτει το επώδυνο μέστωμα μέσα σου εκείνου που στην αργκό των εξαρτημένων λέγεται «πάτος». Ένα μέστωμα που θα σε φέρει στο χείλος του φυσικού σου θανάτου, στο χείλος, τουτέστιν, της άστιχης μεν, κατεξοχήν εύστοχης όμως ποίησης. Αλλά…
… την ίδια στιγμή το μέστωμα αυτό είναι το φριχτότερό σου στοίχημα. Θα σε κρατήσει στη ζωή για να ασκείσαι συνεχώς να μαρτυρήσεις «εν στίχω», τα όσα του ανθρώπινου Είναι είδες κι άκουσες. Θα μαρτυρήσεις την κάθοδο και την άνοδο. Το θεσπέσιο της παράβασης. Τη μαγεία της Πτώσης. Την ευφορία του αποκλίνοντος. Τον άπλετον ορίζοντα του αποκλεισμού σου. Το ουράνιο φως του μεγάλου εκείνου Μηδενός. Τη λάμψη της παράνοιας. Τη θριαμβεύουσα αμηχανία σου μπροστά στο αδύνατο. Την απορία σου για την ίδια την έννοια του να είσαι «αλλού κι εδώ» και όχι «αλλού και όχι εδώ». Κι αυτά να τα μαρτυρήσεις μετουσιώνοντάς τα δίχως τις φιοριτούρες και τα φτιασιδώματα των ιδεών, των θέσεων, των αντιθέσεων, των απόψεων, των παιγνιδισμάτων της ψευδούς συνείδησης, των κινήτρων και των στοχεύσεων.
Η διαολεμένη της νύχτας
Αποτέλεσμα: το να μαρτυρείς όσα είδες σημαίνει να μιλάς έξω από κάθε καθορισμό που θα ήθελαν, όχι λίγοι, να αποδώσουν στη γλώσσα σου και στο συναισθηματικό και στοχαστικό εξοπλισμό σου. Αλλά αυτός ο ποδηγετημένος από τη μετριότητα των κρινόντων δεσμευτικός καθορισμός θ’ αναφέρεται στη συσκευασία, στο περιτύλιγμα, στα κολπάκια σου. Ούτε καν στη μορφή δεν θ’ αναφέρεται. Θ’ αναφέρεται στην εν πολλοίς «συμπτωματική» παρέμβαση που οι «συμπτωματικές» σου επίσης χωροταξίες και στιγμές καταφέρνουν συχνά –τη εγκρίσει σου– να έχουν πάνω στο λόγο σου. Κι αυτό συμβαίνει συχνά με το έργο της Κατερίνας Γώγου. Φτιάχνει τους όρους να προτάσσεται το πολιτικοθεωρητικό αναρχίζον ή και το εξαρτητικό των ροπών της. Και μας ξεγλιστρά. Αυτή, η διαολεμένη της νύχτας. Μας ξεγλιστρά. Αφήνει τους ανύποπτους να χάνουν το εν αβύσσω ποιητικά αναρχούμενο. Που όμως δεν πηγάζει από διανοητικές αναζητήσεις αναγνωσμάτων αλλά από τη γονιμοποιό και ασταμάτητα δημιουργική ανισορροπία των παθημάτων την οποία τρελαινόταν να βιώνει. Για να «βλέπει τον ουρανό σφοντύλι». Και τον κόσμο να τον βλέπει καμωμένο απ’ την αρχή.
Έτσι, ξαναλέω, αυτός ο επικαθορισμός δεν αναφέρεται ούτε στην ουσία του λόγου σου ούτε στο Είναι το δικό σου. Διότι το να μαρτυρείς όσα είδες σημαίνει να μιλάς τη γλώσσα τού «μη οπουδήποτε» και του «μη απ’ οποιονδήποτε» ακουστού. Να μιλάς τη διάλεκτο που φτιάχτηκε αποκλειστικά για τις αντιφάσεις σου και από τις αντιφάσεις σου. Να μολογάς τη μοναξιά του βουνού που σε υιοθέτησε και να αφήνεις τη γλώσσα σου να αυτοσχεδιάσει το φριχτότατο πρόγραμμά της, να κοιτάξει τα πέριξ με το «τρίτο μάτι του Οιδίποδα», όπως θα μας εξομολογούνταν ο προπάππους όλων μας, ο Χαίλντερλιν, ή να βυζάξει το φως από τους «μαστούς του Τειρεσία», κατά τον τρόπο που θα μέθαγε ο παππούς μας ο Απολλιναίρ.
Δύσκολη γλώσσα. Στρυφνή. Ντύνεται, στολίζεται, αυτομεταφράζεται στα διαφορετικά της, περιπαίζει και ταυτοχρόνως αφήνεται να περιπαίζεται. Με τον τρόπο που η Σφίγγα, όταν γκρεμιζόταν η πανούργα στον εγκρεμνό του λυμένου αινίγματός της, αφενός αφηνόταν καρτερικά να περιπαίζεται από τον Οιδίποδα, αφετέρου όμως περίπαιζε η πανούργα τον Οιδίποδα επαναφέροντάς τον (εν απολύτω αγνοία του) στη μοίρα του Κιθαιρώνα. Στον γκρεμό της λύσης των αινιγμάτων του.
Κατά βάθος λοιπόν το να μαρτυρείς όσα είδες σημαίνει να μιλάς γλώσσα που έχει την ευτυχία να εφάπτεται κυριολεκτικά μόνο των πόθων του Μηδενός σου και της ποικίλης Πλοκής του Είναι σου. Αυτό είναι ποίηση. Αυτήν τη γλώσσα αποπειράται να μιλήσει η Κατερίνα η Γώγου.
Και στο φινάλε φινάλε…
Ξέρω πως είναι δύσβατη η κρίση μου και δύσπεπτη τόσο όσο ευχερής και εύπεπτη φαίνεται η επιπόλαιη ανάγνωση των γραφτών και του βίου της Κατερίνας. Ας με συγχωρέσουν όμως οι μη παροικούντες τη δική μου, την αυτοπρόσωπη Ιερουσαλήμ. Από την οποία κι η Κατερίνα διάβηκε. Εγώ, ως συγκάτοικος και «συνεξόριστός» της ιδανικός, ξέρω ότι η Κατερίνα συνεννοείται μαζί μου. Και πως, παρά τις αβυσσαλέες διαφορές της ποιητικής μας γραφής και των στοχαστικών μας κατευθύνσεων, βρεθήκαμε αμέτρητες φορές κοντά κοντά στο ίδιο πεζοδρόμιο της Οδού Εξαιρέσεων. Ή στο ίδιο ακατοίκητο της ίδιας απεραντοσύνης.
Και μου σχηματίστηκε πολύ περισσότερο αυτή η παράφρων βεβαιότητα ότι, πριν «κοιμηθεί» (μεταξύ μας, πριν αρχίσει το πιο μεγάλο της ξενύχτι), είχε διαλέξει τον τίτλο Με λένε Οδύσσεια για το μελλοντικό της βιβλίο – στην τελική εκδοτική μορφή του οποίου έβαλα κι εγώ, όσο χρειαζόταν, το χεράκι μου. Είχε, δηλαδή, διαλέξει έναν τίτλο που, ήθελα δεν ήθελα, με πήγαινε στην ανάμνηση και στη σημασία ενός δικού μου στίχου (του 1987) από τη «Ναύπακτο» (Ζήτω το Ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρετανίας, 1989): «Να με βαφτίσουν Ιλιάδα σκέφτεσαι…» έλεγα εγώ. «Με λένε Οδύσσεια» μου μηνούσε εκείνη.
Έτσι λοιπόν. Με το όποιο κουράγιο, τα όποια τραύματα και τα όποια διαβατήρια εξοφλημένων ή ανεξόφλητων εποποιιών συναντηθήκαμε. «Άγνωστοι», βέβαια, αλλά (πέραν πάσης διακριτικότητας και συμβατικής κρυπτικότητας) Ανα-Γνωρισμένοι και οικείοι. Εκείνη προσηλωμένη πάντοτε στην αβέβαιη κατάληξη της κάθε Οδύσσειας. Εγώ προσηλωμένος πάντοτε στη στέρεη πεποίθηση της τραγικής κατάληξης κάθε Ιλιάδας.
Όμως αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στην έκβαση και στη λύση του έργου μας. Η συνάντηση έγινε. Η Ανα-Γνώριση τελέστηκε. Τα είπαμε. Τα μιλήσαμε. Τα βρήκαμε. Κι εξάλλου, είτε έτσι είτε αλλιώς: «… παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας».
Αθήνα, χειμώνας του 2011