Οι συγγραφείς, αλλά και οι σκηνοθέτες των νουάρ ιστοριών, καταφεύγουν στην εύκολη λύση για να αναδείξουν το θέμα τους· παρουσιάζουν μια πόλη σκοτεινή, ψυχρή, τις περισσότερες φορές βροχερή. Ανθρώπινες φιγούρες, χωρίς πρόσωπο, διασχίζουν τους υγρούς επικίνδυνους δρόμους, καταφεύγουν σε ύποπτα μπαράκια, πίνουν για να ξεχάσουν ή να θυμηθούν μοιραίες γυναίκες. Γυναίκες που, τυλιγμένες στο σκοτάδι της απελπισίας, προσπαθούν να κρύψουν την ενοχή τους, την ντροπή τους.
Αυτά τα βιβλία που μέχρι πρότινος με συνάρπαζαν, τώρα μου προκαλούν ένα μειδίαμα.
Γιατί, αναρωτιέμαι, ποιος συγγραφέας αυτού του λογοτεχνικού είδους τόλμησε να γράψει μια σκοτεινή, –νουάρ, αν προτιμάτε– ιστορία, βουτηγμένη σε ένα ανηλεές εκτυφλωτικό φως;
Κανείς από αυτούς που έχω διαβάσει.
Θα το τολμήσω εγώ. Ναι, ναι, εγώ! Εγώ, που δεν είμαι παρά ο μέσος αναγνώστης. Εγώ, ό άσχετος, που ασκώ το επάγγελμα του συμβολαιογράφου, σχετικά υποδειγματικά. Εγώ θα επιχειρήσω να αφηγηθώ την περιπέτειά μου, με τα ελάχιστα λογοτεχνικά όπλα που διαθέτω, και ας μη γνωρίζω ακόμα το τέλος της. Βρίσκεται σε εξέλιξη, βλέπετε…
Μη σας περάσει από τον νου ότι είναι τόσο εύκολο να μιλάς για σένα τον ίδιο. Καλυτέρα να επινοείς χαρακτήρες παρά να καταθέτεις την ψυχή σου. Σε ποιον; Σε εσάς, που ούτε σας ξέρω ούτε με ξέρετε. Αμφιβάλλω και ελπίζω να μη συναντηθούμε ποτέ.
Ιούλιος Καίσαρης του Αυγούστου ονομάζομαι. Αν θέλετε το πιστεύετε, αν όχι, τι να κάνω; Δε διάλεξα τον νονό μου, ούτε και τον νονό του πατέρα μου. Είμαι σαράντα πέντε χρονών, εργένης από πεποίθηση, αλλά τη ζωή μου την κάνω, για να ακριβολογώ την έκανα… Είμαι γενναιόδωρος και όταν χρειάζεται τα δίνω όλα, δίχως να ζητώ «ρέστα». Είμαι κοινωνικός αλλά καθόλου κοσμικός.
Το γραφείο μου βρίσκεται στον πρώτο όροφο μιας όμορφης πολυκατοικίας του ’50, στην καρδιά της Αθήνας, ενώ το σπίτι μου απέχει μερικά μέτρα πιο πάνω, στον ίδιο δρόμο. Είμαι άνθρωπος της πόλης, μου αρέσει η κίνηση και η μετακίνηση πεζή. Δεν έχω δίπλωμα οδήγησης, τι να το κάνω; Τα ταξί γι’ αυτό δεν υπάρχουν;
Έχω μια υπερπροστατευτική αδελφή, μεγαλύτερή μου κατά τρία χρόνια, Ηλέκτρα τη λένε, με την οποία διατηρούμε τις καλύτερες σχέσεις, οι οποίες έγιναν ακόμα πιο στενές από τον καιρό που μας άφησαν οι γονείς μας. Με βλέπει και μου συμπεριφέρεται σα να είμαι παιδί της, κάτι που με ενοχλεί πολύ, τι κι αν της το έχω πει εκατό φορές, εκείνη το δικό της. Παρεμβατική ευτυχώς δεν είναι, παρά σε σπάνιες περιπτώσεις.
Σε αντίθεση μ’ εμένα, που είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος άνθρωπος, δηλαδή απληροφόρητος, η αδελφή μου ήταν σκέτη μαυρίλα, ιδίως τις Κυριακές τα μεσημέρια, που τρώγαμε μαζί.
Είναι μια σύγχρονη Κασσάνδρα, που προφήτευσε εδώ και δυόμισι χρόνια ότι θα χρεοκοπήσουμε και ως χώρα και ως οικογένεια.
«Ιούλιε», είπε μετά το κοκκινιστό, «πρόσεχε! Έρχεται ολέθρια καταιγίδα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι, και πρώτα απ’ όλα οφείλουμε άμεσα να αλλάξουμε συνήθειες και να σταματήσουμε τις σπατάλες, γιατί εάν συνεχίσουμε έτσι
–πληθυντικός ευγενείας–, θα μας βρει…»
… και τούτο κι εκείνο και το άλλο. Δεν άντεχα να την ακούω, έκανα μια κίνηση δυσφορίας, μα εκείνη συνέχιζε απτόητη:
«Θα αρχίσουμε να πουλάμε, να πουλάμε, να πουλάμε, μέχρι που δε θα έχουμε τίποτε πια να πουλήσουμε. Αλλά πες ότι κάτι μας μένει, εδώ είσαι και θα το δεις, ούτε αγοραστή δε θα βρίσκουμε. Θα καταντήσουμε επαίτες. Περιουσίες, ακόμα και πολύ μεγαλύτερες από τις δικές μας, χάνονται έτσι, σιγά σιγά, όπως η μνήμη… αλλά οι τραγικές συνέπειες πέφτουν απότομα, και είναι μη αναστρέψιμες. Να σου δώσω ένα παράδειγμα;»
Όχι, δεν ήθελα να μου δώσει τίποτε, ούτε παράδειγμα, ούτε σόδα για να πάει κάτω το φαγητό που μου το είχε βγάλει ξινό.
«Στην αρχή προσπαθείς να βρεις μια λέξη, το σουρωτήρι, ας πούμε, και με αυτή την αναζήτηση βασανίζεσαι όλη τη νύχτα. Τηλεφωνείς σε κάποιον δικό σου και τον ρωτάς. Πώς λένε αυτό το πράγμα που ρίχνεις τα μακαρόνια για να στραγγίσουν; Σου το λέει, ηρεμείς, κοιμάσαι. Αλλά μετά δε θυμάσαι πώς λένε τα μακαρόνια… Πάλι καταφεύγεις σε δανεικά».
«Δανεικά;…»
«Μεταφορικά μιλώ, δηλαδή αρχίζεις να ζεις με “δανεική” μνήμη. Και όταν όλοι χάσουν τη “μνήμη” τους, από πού θα δανείζεσαι; Ελπίζω να με εννοείς».
Όχι, δεν την εννοούσα και δεν ήθελα να την εννοήσω.
Για να προφυλάξω την ψυχική μου υγεία, άρχισα να απομακρύνομαι από κοντά της, τα τηλεφωνήματά μου αραίωσαν, οι Κυριακές καταργήθηκαν, και όταν εκείνη μου τηλεφωνούσε, προφασιζόμουν ότι πνιγόμουν στη δουλειά.
«Δουλειά, ε; Μπράβο, αδελφέ μου, είσαι ο μόνος κάτοικος τούτης της χώρας που έχει κάτι να κάνει».
Έκλεισα την τηλεόραση, σταμάτησα να διαβάζω εφημερίδες, να ακούω ραδιόφωνο που τόσο το αγαπούσα, έκοψα τις πολλές συναναστροφές και κλείστηκα στον εαυτό μου. Τα χρόνια κύλησαν, οι αγοραπωλησίες σταμάτησαν και οι τελευταίοι πελάτες που έκαναν γονικές παροχές ξεμπέρδεψαν και εξαφανίστηκαν.
Αποσύρθηκα.
Η κοπέλα που εργαζόταν στο γραφείο μου τα τελευταία πέντε χρόνια παντρεύτηκε εντελώς ξαφνικά, και το ίδιο ξαφνικά μου ανακοίνωσε την παραίτησή της. Ψυχρά και λακωνικά.
«Θα μετοικήσουμε στον Καναδά. Λυπάμαι που σας αφήνω».
«Μα στον Καναδά κάνει κρύο» ήταν το μοναδικό, άτυχο, σχόλιο που βρήκα να κάνω.
❦
Το φετινό, καυτό καλοκαίρι, που εισέβαλε τόσο ορμητικά και εχθρικά στη ζωή μας, αποφασισμένο να μας κάψει ζωντανούς, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με βρήκε απροετοίμαστο ψυχικά. Αλλά όχι και λογικά. Είχαν προηγηθεί πολλά περιστατικά που θα έπρεπε να είχαν καλλιεργήσει ένα κλίμα υποψίας και φόβου, αλλά δεν είχα θελήσει να τα αφήσω να μου αλώσουν την ηρεμία μου, που με τόση σχολαστικότητα φρόντιζα. Τα πέντε διαμερίσματα που είχε η αδελφή μου στην πολυκατοικία μας ξενοικιάστηκαν μέσα σε δέκα μέρες.
Στην αρχή αυτής της μαύρης χρονιάς, οι ενοικιαστές –αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί και ένας παλιός δημοσιογράφος που στέγαζε εκεί το πολύτιμο αρχείο του– δήλωσαν στην Ηλέκτρα με απελπιστική ειλικρίνεια ότι δεν είχαν να πληρώσουν! Μήνες ολόκληρους τα διαμερίσματα έμεναν άδεια.
Τον Μάιο μου τηλεφώνησε η αδελφή μου, για να μου ανακοινώσει ότι το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, επιτέλους, είχε νοικιαστεί πάλι.
«Μπράβο», είπα, «άντε με το καλό να νοικιαστούν και τα άλλα».
Άκουσα μια μακριά, διαπεραστική σιωπή να περνά από το ακουστικό και μετά ένα ψιθυριστό «Δε νομίζω», που μου ράγισε την καρδιά.
Εκείνη την ημέρα, μια μαγιάτικη λαμπερή Πέμπτη ήταν, συνειδητοποίησα πως ήμουν τόσο εγωιστής, ώστε είχα παραμελήσει πολύ την αδελφή μου.
«Πάμε μια βόλτα;» πρότεινα.
Σε δέκα λεπτά η Ηλέκτρα με περίμενε κάτω, με αναμμένη τη μηχανή. Φύγαμε, χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχα ελπίσει πως θα πηγαίναμε στη Βουλιαγμένη, όπως κάναμε παλιά, δυστυχώς όμως κάναμε έναν τεράστιο γύρο μέσα στην Αθήνα.
Κάτι πήγα να πω, αλλά με έκοψε απότομα.
«Όσο θα οδηγώ, δε θα μιλάς. Θα κοιτάς έξω. Όχι τον ουρανό, Ιούλιε. Κατέβα στη Γη, επιτέλους σύνελθε. Βλέπε τους δρόμους, τα πεζοδρόμια, τα κλειστά μαγαζιά, τα ενοικιαστήρια. Παρατήρησε προσεκτικά τους ανθρώπους, τα πρόσωπά τους, τα καταθλιπτικά ή επιθετικά βλέμματά τους, μέτρα τους ζητιάνους, τους ναρκομανείς, τους ρακοσυλλέκτες, και τότε ίσως πάρεις μια ιδέα τού τι συμβαίνει. Και ίσως καταλάβεις πόσο εύκολα νοικιάζονται τα διαμερίσματα ή τα μαγαζιά. Σε ρωτώ. Είναι η ίδια πόλη αυτή που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, ή μια νουάρ, άγνωστη πόλη αρρωστημένης επιστημονικής φαντασίας;»
Υπάκουσα. Είχε δίκιο. Μπροστά μου είχα το κατασκότεινο πρόσωπο της πρωτεύουσας, στον πιο φωτεινό και αρωματικό μήνα του χρόνου. Ήταν ασύλληπτο, αλλά ήταν οφθαλμοφανές.
Τη στιγμή που με άφηνε σπίτι, σκέτο ψυχικό ερείπιο ήμουν, μου είπε:
«Σκέφτηκα να σε πάω και μια βόλτα από τα νοσοκομεία για να δεις με τα μάτια σου την κατάντια και την εξαθλίωση, αλλά σε λυπήθηκα. Μια άλλη μέρα…»
Η άλλη μέρα ήταν η ίδια!
Δύσπνοια, πόνος στο στήθος, παράλυτο το χέρι μου. Το δεξί. Καθώς το ασθενοφόρο με πήγαινε στο νοσοκομείο που εφημέρευε, αναρωτιόμουν εάν η καρδιά μου είχε μετατοπιστεί προς τα δεξιά.
Μετά φαίνεται πως έχασα τις αισθήσεις μου, και όταν επιτέλους τις βρήκα πήρα μια πικρή, πολύ πικρή γεύση τού τι σημαίνει για έναν ασθενή να επισκεφθεί τα εξωτερικά ιατρεία ενός δημόσιου νοσοκομείου.
Η ιατρική διάγνωση ήταν «δεν υπάρχουν παθολογικά ευρήματα, πρέπει όμως να γίνει εισαγωγή για παρακολούθηση».
Έντρομος κοίταξα την Ηλέκτρα, που η αγωνία είχε αλλοιώσει το γλυκό πρόσωπό της.
«Βγάλε με από εδώ μέσα αμέσως».
Με απελευθέρωσε. Αφού υπέγραψε ένα χαρτί, πήρε και μια συνταγή, φύγαμε σαν δραπέτες.
Μα δραπέτης της πραγματικότητας δεν ήμουν άλλωστε;
❦
Οι μήνες πέρασαν δύσκολα. Κλεισμένος μέσα στο σπίτι, με τα παντζούρια και τα παράθυρα κλειστά και με το κλιματιστικό μονίμως αναμμένο, διάβαζα τα αγαπημένα μου βιβλία. Αστυνομικά και νουάρ, ιστορίες που με απομάκρυναν από τον καύσωνα. Με ψυχαγωγούσαν.
Κάποια μέρα κουράστηκαν τα μάτια μου και αισθάνθηκα μια ζάλη, ταχυπαλμία, κόπηκε η αναπνοή μου και πόνεσε ο λαιμός μου. Συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει κατάχρηση με το air condition. Είχε ξεραθεί η ατμόσφαιρα, επόμενο ήταν. Τράβηξα τις κουρτίνες, ανέβασα τα παντζούρια και άνοιξα τα παράθυρα.
Η λάβα και το εκτυφλωτικό, ανηλεές φως του Αυγούστου με αναγκάσαν να δω αυτό που επί δύο μήνες δεν έβλεπα. Τη σκόνη!
Πώς ζούσα έτσι; Σαν τρελός πήρα ένα μακό φανελάκι και άρχισα να τρίβω με μανία τα έπιπλα. Μα το πάτωμα; Έμοιαζε καθαρό αλλά δεν ήταν, ιδίως οι γωνίες. Τρέμοντας από τα νεύρα μου, τηλεφώνησα στην οικιακή βοηθό μου, για να της τα ψάλλω..
Δεν κατόρθωσα όμως ούτε μια απλή, ευγενική παρατήρηση να κάνω, δεν ήταν στον χαρακτήρα μου, Αντίθετα, της πρότεινα να έρχεται κάθε μέρα, εκτός από τα Σαββατοκύριακα.
Και να καθαρίζει τις γωνίες λίγο πιο προσεκτικά, αυτό είπα μέσα μου.
Και έτσι έγινε. Επειδή όμως δεν άντεχα να την έχω μέσα στα πόδια μου, εκείνες τις ώρες κατέφευγα στο γραφείο μου. Τι έκανα; Σκότωνα μύγες.
Προμηθεύτηκα μια μυγοσκοτώστρα και τις κυνηγούσα με μανία. Τις αφάνισα σε μια μέρα. Αλλά το πρόβλημα δεν ήταν τόσο οι μύγες όσο τα κουνούπια. Μικρά, μοχθηρά, αιμοδιψή, με κατασπάραζαν με μανία.
Κι αν ήταν του Νείλου; Με έπιασε πάλι ο πόνος στο χέρι, όχι ακριβώς πόνος, ένα έντονο μούδιασμα. Τότε θυμήθηκα ότι τα χάπια που μου αγόρασε η αδελφή μου δεν τα είχα πάρει ποτέ, ούτε το κουτί δεν είχα ανοίξει.
Για πρώτη φορά, στα πέντε χρόνια, χτύπησα το κουδούνι του γιατρού που είχε το ιατρείο του ακριβώς απέναντί μου, έντρομος.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έβγαινε μια κυρία. Μια γυναίκα ψιλόλιγνη. Ούτε όμορφη ούτε άσχημη, απροσδιόριστη.
«Κύριε Καίσαρη, χαίρομαι που σας γνωρίζω», είπε και έτεινε το χέρι της.
Ίσως επειδή το χέρι μου ήταν χάλια, δεν ανταποκρίθηκα αμέσως, αλλά καθώς εκείνη δεν κατέβαζε το δικό της, υποχώρησα. Η χειραψία μού προκάλεσε μια ακατανόητη αναστάτωση, μια ανατριχίλα με διαπέρασε.
«Ονομάζομαι Χάρις Δακρυδάκη. Είμαι η συμβολαιογράφος που έχει νοικιάσει εδώ και μήνες το διαμέρισμα της αδελφής σας. Σας συναντώ επιτέλους, έστω και τυχαία. Ελπίζω να τα λέμε συχνότερα. Ελάτε όποτε έχετε χρόνο να πιούμε έναν καφέ. Καλημέρα σας».
Η ξανθή γυναίκα των νουάρ ιστοριών, η δική μου μοιραία γυναίκα, ήταν καστανή με πλούσια μακριά μαλλιά. Κι αν τύχαινε να την συναντήσω σε άλλη γειτονιά, θα την αναγνώριζα μόνο από τα μαλλιά της. Όταν έφυγα από τον γιατρό…
Α! Ξέχασα να αναφέρω την ειδικότητά του, μάλλον γιατί δεν έχει και μεγάλη σχέση με τη δική μου περίπτωση. Τελοσπάντων, για να μη νομίσει κανείς ότι έχω λόγους να το κρύβω, είναι νευρολόγος ψυχίατρος. Δηλαδή εντελώς άσχετος με το δικό μου πρόβλημα, απλώς ήταν ο εγγύτερος. Γεωγραφικά.
Όταν έφυγα λοιπόν από το γραφείο του, ήμουν ξανά ήρεμος. Θες η φυσιογνωμία του, φτυστός ο Τσέχοφ, θες η ηρεμία και το χαμόγελό του, θες ένα χαπάκι –αμερικάνικη ασπιρίνη μού είπε ότι ήταν–, θες η ευχάριστη συζήτηση που είχαμε, με καθησύχασαν.
Ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν το μούδιασμα, ο πανικός και η αγωνία για τα κουνούπια.
Του ανοίχτηκα πολύ, χωρίς να το καταλάβω, του ανοίχτηκα τόσο πολύ, που έφτασα στο σημείο να του εκμυστηρευθώ αυτό που ένιωσα όταν άγγιξα το παγωμένο χέρι της κυρίας Δακρυδάκη.
«Με σαράντα πέντε βαθμούς υπό σκιά, το βρίσκετε φυσιολογικό να είναι το χέρι της κρύσταλλο;» ρώτησα, τρίβοντας επίμονα με απολυμαντικά μαντιλάκια τις παλάμες μου.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Αγαπητέ μου, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μονίμως χέρια παγωμένα, όπως υπάρχουν άλλοι που τα χέρια τους ιδρώνουν, ιδίως όταν βρίσκονται σε ένταση».
«Τι γνώμη έχετε για την εν λόγω κυρία;»
«Καμιά. Ή μάλλον θα έλεγα ότι μοιάζει με μια γυναίκα αποφασιστική, που ξέρει να διεκδικεί ό,τι νομίζει εκείνη ότι της ανήκει. Αυτή είναι μια εντύπωση, την γνωρίζω ελάχιστα άλλωστε».
«Ελπίζω και εύχομαι να μη νομίσει ότι της ανήκω», είπα κάνοντας ανόητο χιούμορ.
«Εάν το έχει αποφασίσει…» η φράση έμεινε μετέωρη, το κουδούνι διέκοψε τη συνέχεια.
Έκανα να τον πληρώσω, αλλά τότε τα γλυκά μάτια του σοβάρεψαν. Η έκφρασή του έγινε πολύ αυστηρή.
«Ούτε να το διανοηθείτε».
Από εκείνη την ημέρα οι σχέσεις μας θερμάνθηκαν. Ανταλλάξαμε επισκέψεις, ήπιαμε πολλές παγωμένες λεμονάδες, γιατί δεν του άρεσε ο καφές, και γίναμε σχεδόν φίλοι. Η παρουσία του γιατρού είχε ευεργετική επίδραση πάνω μου· τόση όση και οι αμερικάνικες ασπιρίνες που μου χάρισε. Όταν περνούσαν μερικές ημέρες και δε συναντιόμαστε, μου έλειπε. Περίεργο δεν είναι;
Έτσι έφυγε το καλοκαίρι, ημερολογιακά μόνο, γιατί η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει.
Μια μέρα η Χάρις χτύπησε την πόρτα μου, κάθισε χωρίς να της το προτείνω και αρχίσαμε να μιλάμε για τον καιρό. Εκείνη δήλωσε ότι δεν την επηρέαζαν οι καιρικές συνθήκες, ούτε ο καύσωνας ούτε ο παγετός. Πολύ σοβαρότερα πράγματα την επηρέαζαν και την απασχολούσαν.
Όπως;
«Πώς πάνε οι δουλειές σας;» με ρώτησε ευθέως.
«Όχι και πολύ καλά», είπα, γιατί η κατάστασή μου ήταν φως φανάρι.
Μια παγερή σιωπή έπεσε στον χώρο. Σηκώθηκα και έκλεισα το κλιματιστικό, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
Κάρφωσε το βλέμμα της επάνω μου σαν αξονικός τομογράφος.
Με ακτινογραφούσε;
«Θα ήθελα να έρθουμε πιο κοντά, Ιούλιε».
Τι εννοούσε άραγε; Πιο κοντά; Μα μόλις ένα μέτρο μάς χώριζε.
Κι αυτό το πέρασμα στον ενικό με ενόχλησε.
«Σκέψου το καλά. Έχω σχέδια για μας τους δύο. Εάν θέλεις κι εσύ φυσικά. Θα περιμένω την απάντησή σου. Ευχαριστώ για τον καφέ»
Πριν προλάβω να την πιέσω να μου αποκρυπτογραφήσει τα σιβυλλικά λόγια της, είχε φύγει.
Έτσι ήταν η Χάρις, μυστηριώδης, αινιγματική, αποφασιστική, αδιάκριτη, και, όπως θα διαπίστωνα πολύ γρήγορα, σκληρή.
❦
Η συνέλευση της πολυκατοικίας έγινε το απόγευμα της πρώτης Οκτωβρίου, στο γραφείο μου. Η Χάρις ήρθε πρώτη, αλλά δεν κάθισε. Μετά ακολούθησαν οι δυο απόστρατοι αξιωματικοί που έμεναν σε αντικρινά διαμερίσματα στον τελευταίο όροφο, δυο εντελώς διαφορετικοί τύποι.
Ο κύριος Αλεβιζάτος ήταν ένας συμπαθητικός άνθρωπος, με ήπιο χαρακτήρα, καλούς και ευγενικούς τρόπους, και έπασχε από χρόνια βρογχίτιδα που τον ταλαιπωρούσε κατά καιρούς. Παρά την εύθραυστη υγεία του, ασκούσε για πολλά χρόνια, ούτε θυμάμαι πόσα, τα καθήκοντα του διαχειριστή άριστα. Ο Λάμπρου μου ήταν αντιπαθής.
Κοινωνικός; Ήταν, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αλλά τρομερά εριστικός, εγωπαθής, υπερόπτης, κακότροπος και κυρίως τσιγκούνης. Όλα τα ανθρώπινα ελαττώματα ήταν συγκεντρωμένα σε ένα και μόνο άτομο. Λίγα λεπτά αργότερα έφτασαν η αδελφή μου και ο γιατρός.
Δυο πράγματα μου έκαναν εντύπωση εκείνο το βράδυ. Το πρώτο ήταν πως όταν η Χάρις αποφάσισε να καθίσει πλάι στον κύριο Αλεβιζάτο, εκείνος τραβήχτηκε. Ζήτησε συγγνώμη, μια ίωση, είπε, τον τριγυρνούσε, δεν ήταν σωστό να μας την μεταδώσει. Δε ξέρω γιατί, αλλά δε με έπεισε.
Το δεύτερο; Τα βλέμματα που αντάλλαξαν, δυο ή τρεις φορές, η Ηλέκτρα με τον γιατρό.… Λες; Και να μην το έχω πάρει είδηση; Μακάρι, ευχήθηκα με όλη μου την καρδιά, πριν αποσυνδεθώ με την ανούσια αυτή συγκέντρωση, η οποία, στο κάτω κάτω της γραφής, δε με αφορούσε στο ελάχιστο.
Κάποια στιγμή όμως αναγκάστηκα να επανασυνδεθώ απότομα. Άκουσα το όνομά μου. Με είχαν προτείνει για διαχειριστή! Ποιον, εμένα! Τι είχε συμβεί; Ο κύριος Αλεβιζάτος δήλωσε ότι είχε κουραστεί τόσο καιρό και πως είχε έρθει η ώρα να αποσυρθεί για να αναλάβει κάποιος άλλος τη διαχείριση. Τότε ο Λάμπρου άδραξε την ευκαιρία να αυτοπροταθεί, με αποτέλεσμα η Χάρις να προτείνει εμένα. Αν είναι δυνατόν! Με ποιο δικαίωμα;
«Λυπάμαι, αλλά αυτό δε γίνεται, ούτε και θα γίνει ποτέ».
Έπιασα την παγωμένη λάμψη στα μάτια της, που μου θύμισε ότι οι καιρικές συνθήκες δεν την αφορούν. Πήγε κάτι να πει, έσπευσα όμως να την διακόψω. Γύρισα απότομα προς τη μεριά του Αλεβιζάτου και τον κοίταξα ικετευτικά.
«Έχετε δίκιο, κουραστήκατε, φυσικό είναι. Όμως εσείς είστε παλληκάρι, είστε στρατιώτης, δε θα παραδώσετε τα όπλα στο θέατρο του πολέμου. Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου ότι τόσο η αδελφή μου όσο κι εγώ θα σας βοηθήσουμε όσο μπορούμε».
Η Ηλέκτρα έμεινε να με κοιτάει σαν χαζή. Συνήλθε. Διαβεβαίωσε τον κύριο Αλεβιζάτο ότι ήταν τιμή της να γίνει βοηθός του.
Είχαμε τελειώσει και είχαμε γλυτώσει από τους αδιάφορους και τους σπαγκοραμμένους. Έκανα νόημα στην Ηλέκτρα να μη φύγει.
Καθώς ξεπροβόδιζα τους άλλους, ξαφνιάστηκα βλέποντας τον Λάμπρου να κάνει χειροφίλημα στην Χάρι και εκείνη να του ψιθυρίζει στο αφτί.
«Στην επόμενη συνέλευση, που θα γίνει πολύ σύντομα, σε τρεις μήνες περίπου, θα υποστηρίξω την υποψηφιότητά σας».
Αυτό με αποσυντόνισε. Όλα αυτά που ήθελα να ρωτήσω την αδελφή μου τα ξέχασα. Η Ηλέκτρα με κοίταξε λυπημένα, μου χάιδεψε το μάγουλο, όπως έκανε όταν ήμαστε παιδιά, και με τρυφερή αλλά σιγανή φωνή είπε:
«Μικρέ μου, σε παρακαλώ, όταν δίνεις τον λόγο της τιμής σου, να το κάνεις μόνο για τον εαυτό σου και όχι για μένα. Είσαι αίμα μου, ο μοναδικός δικός μου άνθρωπος, όλη μου η ζωή, αλλά μην το παρακάνεις. Σε παρακαλώ».
Είχε δίκιο.
Όλο το βράδυ βασανιζόμουνα με τα λόγια της Χάριτος προς τον Λάμπρου. Ειπώθηκαν στ’ αλήθεια ή δεν άκουσα καλά; Να ήταν άραγε αποκύημα της φαντασίας μου; Όχι, ούτε είχα κουφαθεί ούτε είχα τρελαθεί για να ακούω «φωνές». Ειπώθηκαν, τελεία και παύλα. Κοίταξα το ρολόι μου. Τρεις και δέκα.
Πήρα μια αμερικάνικη ασπιρίνη και έκλεισα τα μάτια. Ο ύπνος με λυπήθηκε και με πήρε.
❦
Πρέπει να είσαι μεγάλος μάστορας της πένας για να περιγράψεις μια σκηνή με ειδική ατμόσφαιρα, κι εγώ δεν είμαι. Ούτε καν μικρός.
Η Χάρις, άγνωστο γιατί, μετά από τόσους μήνες, αποφάσισε να κάνει τα εγκαίνια του γραφείου της.
Ήλπιζα πως θα ήταν κάτι σαν επανάληψη της συνέλευσης, από ανθρώπινο δυναμικό εννοείται. Έπεσα έξω, καθόλου πρωτότυπο.
Είχε αρκετό, ετερόκλιτο, κόσμο. Από την πολυκατοικία μας έλειπε μόνο ο κύριος Αλεβιζάτος. Είχε στείλει ένα κομψό, μικρό μπουκέτο με κυκλάμινα. Ευτυχώς, γιατί έτσι μου θύμισε ότι είχε έρθει φθινόπωρο. Με τριάντα πέντε βαθμούς κελσίου είναι δύσκολο να το συνειδητοποιήσεις.
Τι να έχει πάθει ο άνθρωπος; αναρωτήθηκα. Ανησύχησα. Θα του τηλεφωνούσα, αμέσως μόλις τέλειωνε αυτό το μαρτύριο των εγκαινίων. Μέσα στο πλήθος, εντύπωση μου έκαναν ένας παπάς, ένας μαυροντυμένος νέος άντρας, ένας μεσήλικας, με πρόσωπο τόσο χλομό σαν να έπασχε από χρόνια αϋπνία, και τέλος ένας περίεργος τύπος, που ούτε ράσο φορούσε αλλά ούτε και κοσμικός έμοιαζε. Κυρίως όμως με ενόχλησε η παρουσία του Λάμπρου, ο οποίος συμπεριφερόταν σαν γαμπρός με ένα λευκό τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα του, έχοντας κολλήσει σαν στρείδι στην οικοδέσποινα. Πόσο γλοιώδης τύπος είναι και πόσο γελοίος για να φλερτάρει μια γυναίκα που θα μπορούσε να είναι εγγονή του. Η Ηλέκτρα με τράβηξε παράμερα.
«Θα μετακομίσω εδώ σύντομα. Είναι αμαρτία να μένουν ξενοίκιαστα τα διαμερίσματα. Έτσι θα σε βλέπω συχνότερα».
Κατεργάρα, εμένα θα βλέπεις συχνότερα ή κάποιον άλλο; Τον γιατρό, που λέει ο λόγος, σκέφτηκα να της πω, αλλά δεν τόλμησα.
«Δε σε καταλαβαίνω. Γιατί να αφήσεις ένα κόσμημα, ένα πραγματικό νεοκλασικό σπίτι στην Πλάκα, και να κλειστείς σε ένα διαμέρισμα εκατόν δέκα τετραγωνικών; Τρελάθηκες;»
«Εγώ όχι, εσύ μάλλον έχεις παλαβώσει ή εθελοτυφλείς. Ιούλιε, τι θα κάνω μαζί σου; Πήγες στην τράπεζα; Είδες τις καταθέσεις σου; Είδες το υπόλοιπο του κοινού μας λογαριασμού; Με τι ζούμε, παιδί μου, με όνειρα; Από το μαγαζί με τις αντίκες, που έναν χρόνο τώρα με βάζει μέσα και πληρώνω από την τσέπη μου; Από τους ανυπάρκτους πελάτες σου; Από τα τετρακόσια ευρώ που νοίκιασα το γραφείο στη Δακρυδάκη;»
«Πόσο το νοίκιασες; Τετρακόσια ευρώ; Δεν ντρέπεσαι;»
«Εσύ πρέπει να ντρέπεσαι, που μόνο αυτό κατάλαβες απ’ όσα σου λέω τόση ώρα. Και ναι, θα πάω στο μεγάλο διαμέρισμα κι ας μου πέφτει μεγάλο, θα πάω μόνο γιατί τα μικρά νοικιάζονται πιο εύκολα. Κανονικά το τριάρι έπρεπε να πάρω. Όσο για το σπίτι μας, το έδωσα σε μεσιτικό γραφείο. Να εύχεσαι να πουληθεί, διαφορετικά χανόμαστε. Σου έδειξα όταν σε πήγα βόλτα. Είδες τα χάλια της Αθήνας, θυμάσαι που σου είχα πει ότι θα έρθει μέρα που θα αρχίσουμε να πουλάμε όσο όσο, και την επόμενη δε θα βρίσκουμε αγοραστή. Δεν πρόκειται να προσθέσω τίποτε άλλο», είπε και έφυγε οργισμένη χωρίς να χαιρετήσει.
Δεν πρόσεξα ότι κόσμος αραίωνε απειλητικά.
Έμεινα στήλη άλατος. Ακίνητος και άναυδος. Σχεδόν ναρκωμένος. Μόνος με τη Χάρι και την άπνοια.
Η τελευταία είχε κάνει το σοβαρό λάθος να τραβήξει πίσω, σε έναν αδέξιο κότσο, τα ωραία της μαλλιά, αποκαλύπτοντας γυμνή την αλήθεια.
Η απίστευτη ασυμμετρία του προσώπου της, η ασχήμια του, το στραβό πιγούνι, το τεράστιο ακανόνιστο μέτωπο, τα πεταχτά της μάτια που με κοίταζαν επίμονα, με ανάγκασαν να επανέλθω στην πραγματικότητα.
«Έλα να καθίσουμε και να τα πούμε με την ησυχία μας», είπε και πιάνοντάς με με το παγωμένο χέρι της με οδήγησε στην πολυθρόνα.
«Κάθισε απέναντί μου».
Ένιωσα κάτι να μου κόβει την αναπνοή, τότε μόνο το βλέμμα μου έπεσε στις δυο ψηλές ανθοστήλες με τα λευκά τριαντάφυλλα.
«Σε ενοχλεί; Μην ανησυχείς, θα τα απομακρύνω από κοντά σου αμέσως».
Σε λίγα λεπτά της ώρας τα τριαντάφυλλα είχαν πάει στην πίσω βεράντα και η μπροστινή μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή. Ένα επιπόλαιο, ανάλαφρο, περαστικό δυστυχώς, αεράκι πέρασε μέσα στο γραφείο, αλλά δεν έμεινε να μας συντροφεύσει.
Όταν η Χάρις κάθισε πάλι, ένιωσα υποχρεωμένος να της ζητήσω συγγνώμη. Περιορίστηκα σε ένα «Λυπάμαι», αλλά εκείνη δεν έδωσε καμιά σημασία.
«Μην απολογείσαι, Ιούλιε, αυτά τα λουλούδια τα έφερε ο Λάκης, ο νεαρός με τα σκούρα ρούχα. Δουλεύει σε γραφείο τελετών, το κατάλαβες, έτσι δεν είναι; Θεώρησε ότι ήταν κρίμα να πάνε χαμένα και μου τα έφερε. Δεν μπορούσα να τον προσβάλω, γιατί είναι ένα φτωχό παιδί αλλά φιλότιμο».
Ήθελα επειγόντως ένα ποτήρι νερό, θυμήθηκα τον Ριχάρδο που ήταν πρόθυμος να παραχωρήσει το βασίλειό του για ένα άλογο. Εγώ όμως δεν ήμουν βασιλιάς και με τίποτε στον κόσμο δε θα έπινα οτιδήποτε εκεί μέσα.
«Λοιπόν; Επανερχόμαστε στη συζήτηση που έχουμε αφήσει στη μέση;»
Δεν είχα ιδέα σε ποια συζήτηση αναφερόταν, μα δε μίλησα, είχε στεγνώσει το σάλιο μου.
«Δε χρειάζεται να κάνω οικονομική ανάλυση, εσύ τα ξέρεις ακόμα καλύτερα από εμένα, είσαι παλαιότερος, είσαι πολύ επιτυχημένος, έχεις καλό, άριστο όνομα στην πιάτσα, γι’ αυτό και σε επέλεξα για συνεργάτη μου. Γι’ αυτό και δίνω και τόσα ευρώ τον μήνα στο ενοίκιο για να είμαι κοντά σου. Εάν δεν είχα ακούσει τόσο πολλά καλά λόγια, θα προτιμούσα να στεγαστώ σε μια λαϊκή γειτονιά, που έχει ψωμί, παρά στην πιο αριστοκρατική συνοικία, όπου ο καθένας έχει τον προσωπικό του γιατρό, δικηγόρο, συμβολαιογράφο. Όμως εσύ είσαι εδώ και η συμπαθέστατη αδελφή σου έριξε κάπως την τιμή… Γιατί τετρακόσια ευρώ δεν είναι και λίγα… Τελοσπάντων, τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Χαίρομαι που θα συνεργαστούμε, γι’ αυτό και πρέπει αμέσως να δράσουμε, έτσι ώστε το Νέο Έτος να μη μας βρει απροετοίμαστους. Η Αριάδνη θα μας σώσει».
«Η ποια;»
«Με την απόφαση του υπουργού που θα εφαρμοστεί από πρώτης πρώτου! Σύμφωνα λοιπόν με αυτό… σου το διαβάζω επί λέξει», συνέχισε παίρνοντας ένα απόκομμα εφημερίδας. «Νέο χαράτσι για… γάμους και κηδείες αναμένεται να πληρώνουμε από εδώ και στο εξής! Σύμφωνα με το σχέδιο “Αριάδνη” του υπουργού Εργασίας, όλες οι μεταβολές στην οικογενειακή κατάσταση κάποιου θα πρέπει να επικυρώνονται και από συμβολαιογράφο! Το χαρτί της εκκλησίας ή του δημαρχείου θα είναι άχρηστο. Παντρεύεστε; Συν εκατό ως διακόσια ευρώ. Χωρίζετε; Το ίδιο. Ακόμα και η κηδεία κάποιου δικού σας ανθρώπου θα πρέπει να επικυρώνεται από συμβολαιογράφο, με αποτέλεσμα να προστίθεται ένα ακόμα έξοδο στα οικογενειακά βάρη.
»Σκοπός του νέου “χαρατσιού” είναι να καθιερωθούν τα ειδικά συμβολαιογραφικά πιστοποιητικά, προκειμένου να μη λαμβάνουν κάποιοι παράνομες συντάξεις. Από τη στιγμή που θα πρέπει να εκδίδονται πιστοποιητικά πριν από τον γάμο και την κηδεία, το ΙΚΑ και τα άλλα Ταμεία δε θα χρειάζεται να ψάχνουν τους ανυπόγραφους συνταξιούχους!
»Ευφυές! Και εγώ να σου λέω ότι τα χρήματα θα είναι λιγότερα από εκατό έως διακόσια ευρώ, αλλά και από πενήντα έως εβδομήντα, καλά είναι. Συμφέρει. Φυσικά όλα αυτά τα γνωρίζεις καλύτερα από μένα, δεκατρία χρόνια διαφορά είναι μεγάλη. Δεν είναι; Πάντως μου κάνει χαρά να μιλώ μαζί σου, γιατί είσαι ο καλύτερος ακροατής που έχω γνωρίσει. Ένα λέω, δέκα πιάνεις. Λοιπόν, το σχέδιό μου είναι το εξής, και μετά να μου πεις εάν συμφωνείς.
»Εσύ να αναλάβεις τις γεννήσεις, τους γάμους και τα διαζύγια, ευχάριστα πράγματα, και εγώ τη λάντζα, τους θανάτους… Είμαι δίκαιη, η υπογεννητικότητα του λαού μας μετά τα νέα μέτρα θα μεγαλώσει, ποιος θα τολμήσει να κάνει παιδί; Μόνο οι πλούσιοι, και εσύ είσαι μέσα στον κύκλο τους. Το ίδιο ισχύει και για τους γάμους και τα διαζύγια, ποιος επιπόλαιος θα επιχειρήσει να κάνει ένα σάλτο μορτάλε, χωρίς δίκτυ προστασίας, ποιος θα αποφασίσει να παντρευτεί και ποιος θεότρελος θα αποφασίσει να πάρει διαζύγιο; Ελάχιστοι, και αυτοί θα είναι πάλι οι κατέχοντες. Όμως, Ιούλιε, την αθανασία δεν την κατέχει ουδείς.
»Και ενώ οι συνάδελφοι θα περιμένουν να τους χτυπήσουν την πόρτα, εμείς θα έχουμε οργανωθεί. Άλλωστε γι’ αυτό έκανα και τα εγκαίνια για να τους γνωρίσεις. Παιδίατροι, παθολόγοι, μαίες, δικηγόροι, άνθρωπος της Αρχιεπισκοπής που ξέρει τα πάντα για τα επικείμενα διαζύγια, άνθρωπος του δήμου που ξέρει τους γάμους που θα γίνουν, όχι μόνο στον Δήμο Αθηναίων, αλλά και σε όλους τους δήμους της Αττικής, ιδιοκτήτης γραφείου τελετών και ο υπάλληλός του ήταν εδώ! Όλος ο κόσμος που παρήλασε εδώ μέσα ήταν για να γνωρίσουν τον συνεργάτη μου, δηλαδή εσένα.
»Λοιπόν, Ιούλιε, το πρώτο εξάμηνο θα είναι όλες οι εισπράξεις διά του δύο, αφού φυσικά έχουμε αφαιρέσει το δύο τοις εκατό που θα παίρνουν οι πληροφοριοδότες μας. Μετά, τι να σου πω, βλέποντας και κάνοντας…
»Θα υποσχεθούμε όμως ότι θα τηρήσουμε και μιαν άλλη συμφωνία. Εάν έχεις την παραμικρή αμφιβολία για την εντιμότητά μου, ας κάνουμε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, που να λέει ότι όποια συμβολαιογραφική πράξη χρειαστεί να κάνει, ένας εκ των δυο, θα γίνει από τον έτερο. Συμφωνείς. Εάν πουλήσουμε, παντρευτούμε, εάν –χτυπάω ξύλο– μας συμβεί το μοιραίο, άνθρωποι είμαστε, τη συμβολαιογραφική πράξη θα την κάνουμε ή εγώ ή εσύ. Ωραία λοιπόν, πήγαινε τώρα, ξεκουράσου όλο το Σαββατοκύριακο, γιατί από Δευτέρα δε θα έχουμε λεπτό για χάσιμο».
Με δυσκολία σηκώθηκα, ένιωθα πολύ βαρύς, λες και τα κόκκαλά μου ήταν από μολύβι. Καθώς προσπαθούσα να φτάσω στην έξοδο άκουσα τη Χάρι να λέει.
«Πολύ φοβάμαι πώς ο Αλεβιζάτος θα μας την… κάνει νωρίτερα. Δεν του τηλεφωνείς να ρωτήσεις για την υγεία του; Πρέπει πάση θυσία να μείνει ζωντανός μέχρι τον Ιανουάριο. Έπειτα είναι ελεύθερος να πάει στο καλό, να ησυχάσει ο άνθρωπος».
❦
Μετά από αυτά που άκουσα εκείνη την ημέρα, λίγο έλειψε να ησυχάσω εγώ, μια για πάντα. Όμως η ζωή και ο θάνατος δεν είναι προβλέψιμοι. Άλλος είχε σειρά και «μας την έκανε», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση της συμβολαιογράφου, που ούτε το όνομά της δεν αντέχω να προφέρω. Την επόμενη των εγκαινίων ο Λάμπρου βρέθηκε στο κρεβάτι νεκρός από την κόρη της αδελφής του, η οποία έντρομη ειδοποίησε μετά από λίγο την αστυνομία.
Φυσικά έγινε νεκροψία. Όμως πριν βγει το πόρισμα, έγιναν και πολύωρες ανακρίσεις στη μοναδική κληρονόμο του, την ανιψιά του.
Εγώ το έμαθα από την Ηλέκτρα. Απλώς μου το ανακοίνωσε, φανερά σοκαρισμένη βέβαια. Ένιωθε πως είχε κάνει το καθήκον της και με θλίψη διαισθάνθηκα ότι δεν είχε καμιά διάθεση για συζήτηση. Λυπήθηκα όταν άκουσα το κλικ. Ήμουν που ήμουν σε άθλια κατάσταση, με αποτελείωσε.
Πήρα ακόμα μια αμερικάνικη ασπιρίνη, και με τρόμο διαπίστωσα ότι μου είχαν μείνει μόνο δυο χαπάκια. Τηλεφώνησα στον γιατρό αλλά δεν απαντούσε. Αναγκάστηκα να καλέσω στην αδελφή μου για να της ζητήσω το κινητό του γιατρού.
«Και πού θες να τον ξέρω εγώ τον αριθμό του κινητού του; Τι τον θέλεις; Μήπως είσαι άρρωστος;» ξαφνικά η φωνή της έγινε τρυφερή.
«Όχι, καλά είμαι. Ευχαριστώ», έκανα με παιδικό πείσμα και το έκλεισα πρώτος.
Η ασπιρίνη είχε επιδράσει ευτυχώς. Είχα ανάγκη από μια φιλική φωνή. Έτσι κατέφυγα στον κύριο Αλεβιζάτο.
Ευτυχώς ήταν μια χαρά στην υγεία του.
«Δε θα το πιστέψετε, γιατί οι σχέσεις μας δεν ήταν και οι καλύτερες, ο θάνατός του με έχει κυριολεκτικά συγκλονίσει».
Τον πίστευα.
«Ένας λεβέντης που φάνταζε άτρωτος, ένας άνθρωπος που την προηγουμένη φλέρταρε και φορούσε λευκό τριαντάφυλλο στο πέτο, να πεθάνει έτσι;»
«Πρέπει να σας δω επειγόντως. Δε σας λέω να έρθετε από εδώ, για να μην έχετε κακό συναπάντημα. Θα με δεχθείτε;»
«Με μεγάλη μου χαρά. Κάντε μου μια χάρη; Γράψτε ένα σημείωμα στον γιατρό που να λέει ότι τον παρακαλώ να μου τηλεφωνήσει. Δεν έχω το κινητό του».
«Το έχω εγώ».
Μου το έδωσε. Στα λίγα λεπτά που μεσολάβησαν μέχρι να έρθει πρόλαβα και τηλεφώνησα στον γιατρό. Εκείνος μου υποσχέθηκε ότι θα περνούσε το απόγευμα από το σπίτι μου, για να μου δώσει άλλο ένα κουτί. Θα έπρεπε όμως να είμαι προσεκτικός στη λήψη, διότι η ασπιρίνη διαλύει το αίμα, είπε. Ένα χαπάκι την ημέρα. Συμφώνησα. Για τον Λάμπρου δεν είπαμε τίποτε, τα αφήσαμε για το απόγευμα.
Ανακουφίστηκα.
«Ώστε έτσι; Έβαλε το τριαντάφυλλο στο πέτο του; Θεέ μου, τόση επιπολαιότητα δεν τη φανταζόμουν. Λες και δεν είχε μάθει στα πεδία των μαχών να μυρίζεται τον θάνατο…» είπε και σωριάστηκε στην πολυθρόνα.
Ξαφνιάστηκα, δεν είχα άλλη φορά δει τον κύριο Αλεβιζάτο σε τέτοια έξαλλη κατάσταση.
«Παιδί μου, μη με κοιτάς έτσι, ξέρω τι λέω. Δεν είχα σκοπό να έρθω στα εγκαίνια, γι’ αυτό κατέβηκα νωρίς να πάω στο ανθοπωλείο, ε, δεν μπορούσα να μη στείλω ένα λουλουδάκι. Με το που πήγα να βγω από το ασανσέρ, βλέπω τον πεθαμεναντζή να κουβαλάει τις ανθοστήλες με τα λευκά τριαντάφυλλα. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Σαν αστραπή έκλεισα την πόρτα και ανέβηκα. Άφησα επίτηδες την πόρτα ανοιχτή, για να προστατεύσω τον Λάμπρου, και τηλεφώνησα στο ανθοπωλείο. Τώρα μετανιώνω, νιώθω τύψεις που όταν τον άκουσα να βγαίνει δεν τον σταμάτησα. Να τον διατάξω, σαν ανώτερός του, να μπει μέσα και να μη διανοηθεί να ξεπορτίσει μέχρι να άρω τη διαταγή. Λίγα λεπτά αργότερα ο καημένος, ο αστόχαστος, έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματός του και μπήκε στο ασανσέρ σφυρίζοντας! Σαν έφηβος, ερωτευμένος… Πήγαινε φιρί φιρί. Ιούλιε, η Χάρις είναι ο Χάρος αυτοπροσώπως. Αυτό βάλ’ το καλά στο μυαλό σου και πράξε αναλόγως. Τον θάνατο δεν τον απέφυγε κανείς μέχρι τώρα.… Όμως το να τον συναναστρέφεσαι με τη θέλησή σου απέχει από τη λογική. Δεν πας γυρεύοντας, όπως ο φουκαράς ο Λάμπρου. Απομακρύνεσαι από κοντά του όσο είναι δυνατόν για να κερδίσεις χρόνο, να πάρεις παράταση. Άλλωστε αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Βρε τι κακό μας βρήκε με δαύτην…»
Δεν άντεξα και του τα εξομολογήθηκα όλα. Όχι με τη σειρά, χτυπούσε τόσο πολύ η καρδιά μου, ανακατεμένα.
Για την Αριάδνη, και τα σχέδιά της, για το πώς με ενέπλεξε κι εμένα. Ούτε ξέρω πόση ώρα μιλούσα και κατά πόσο τον είχα ζαλίσει τον άνθρωπο, που δε με είχε διακόψει
έως αυτή τη στιγμή.
«Ώστε σε έχρισε συνεταίρο; Ελπίζω να μην αρνήθηκες…»
«Δεν αρνήθηκα, αλλά και δε συναίνεσα. Φοβήθηκα».
Ο συμπαθής ηλικιωμένος άντρας έπεσε σε βαθιά περισυλλογή.
«Καλά έκανες. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά πώς θα χειριστούμε την υπόθεση. Πριν από τον πόλεμο χρειάζεται διπλωματία. Εσύ θα αναλάβεις το διπλωματικό σκέλος, έτσι για να ροκανίζουμε τις ημέρες και να κυλάει ο καιρός. Έπειτα, εκ των πραγμάτων, αναλαμβάνω εγώ, είναι η δουλειά μου. Διά του αιφνιδιασμού! Στην ουσία δε θα είναι πόλεμος αλλά ένα αντάρτικο πόλεων ελαχίστης διάρκειας. Μια κι έξω. Χωρίς προειδοποίηση. Πριν την “κάνω” θα την ξεκάνω, σου το υπόσχομαι. Δεν έχω τίποτε να χάσω. Άλλωστε πριν “αναχωρήσω” θα το έχω τουλάχιστον διασκεδάσει, κάτι είναι κι αυτό. Δε θα της επιτρέψω να σας αφανίσει και τους δύο. Ο γιατρός ξέρει και αυτοπροστατεύεται, έχει ανοσία. Όταν άκουσα ότι και η αγαπητή μου Ηλέκτρα προτίθεται να μετακομίσει στην πολυκατοικία μας, πάγωσα».
«Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Τώρα που το λέτε».
«Ιούλιε, αυτό είναι το μοναδικό σου ελάττωμα, κατά τα άλλα είσαι παιδί μάλαμα. Σε απορροφά λίγο περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει ο εαυτός σου, διόρθωσέ το».
Εγκαταλείπω το χειρόγραφο και ανοίγω το μαγνητόφωνο. Κάνω δοκιμή, ένα δύο τρία. Πατώ το record play, κανόνι. Και αφήνω τις χειμαρρώδεις σκέψεις μου να μεταμορφωθούν σε λόγια και καταγράφω στον ενεστώτα κάθε λεπτό.
Δε χρειαζόταν να το σκεφτώ, εν μέρει αλήθευε.
Δεν είμαι εγωιστής, νοιάζομαι για όλους, κυρίως για την Ηλέκτρα, απλώς ήθελα την ησυχία μου. Τίποτε άλλο. Τώρα όμως χτυπάει η καμπάνα για μένα. Τέρμα οι ασπιρίνες
Αποφασίζω αυτή τη στιγμή να μπω με όλο μου το είναι σε αυτή την τρομερά ελκυστική νουάρ περιπέτεια.
Θα την ξεκάνει… Έξοχα, αλλά με ποιον τρόπο; Με δηλητήριο, κλασικά δηλαδή; Ή ακροπατώντας θα της καρφώσει ένα μαχαίρι στην πλάτη;
Μπα, αποκλείεται, δεν ταιριάζουν αυτά σε έναν υπερήφανο Έλληνα αξιωματικό. Με το υπηρεσιακό του περίστροφο, που δε θα είχε παραδώσει; Με τουφέκι; Απίστευτο αλλά συναρπαστικό.
Τον ρωτάω. Με κοιτάζει περίεργα, μου πιάνει το χέρι.
«Ιούλιε, δεν κυριολεκτούσα, προς Θεού. Είμαι πολύ στενοχωρημένος για τον συμπολεμιστή μου τον Λάμπρου. Και δε σου κρύβω ότι η Χάρις δε μου είναι συμπαθής. Άνθρωπος είμαι, και μάλιστα γέρος, μπορεί και να τα χάνω μερικές στιγμές. Φίλε μου, παρασύρθηκα και τόση ώρα έλεγα ό,τι μου κατέβαινε. Αυτό είναι όλο. Ηρέμησε. Άντε, πάω κι εγώ σπιτάκι μου να ξεκουραστώ, για να αντέξω να πάω στην κηδεία. Σε ευχαριστώ για τη φιλοξενία».
Τα πήρε πίσω, γιατί άραγε; Όχι, λέω μέσα μου, ή και έξω μου, κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Σπάω το κεφάλι μου να βρω τον λάκκο αλλά πετυχαίνω τη φάβα! Δε θέλει να με εμπλέξει, γιατί είναι κύριος με τα όλα του. Θέλει να τη σκοτώσει και μετά να αυτοκτονήσει. Πεθαίνω για ένα τσιγάρο, αλλά το έχω κόψει από τον καιρό που απολύθηκα από τον στρατό.
Προσπαθώ να θυμηθώ ποιος με επισκέφθηκε τελευταίος. Φλας. Ο Σέργιος την περασμένη άνοιξη. Ανοίγω τη μεγάλη ασημένια ταμπακιέρα του πατέρα μου. Το σχεδόν γεμάτο πακέτο είναι μέσα, μαζί και ο αναπτήρας του. Ανάβω ένα. Ζαλίζομαι. Με το δεύτερο τσιγάρο τα πάω καλύτερα, ενώ με το τρίτο συνέρχομαι εντελώς Σωστά είχα διαβάσει πως ο καπνός ενεργοποιεί την ντοπαμίνη. Νιώθω υπέροχα. Μου έρχονται στον νου οι στίχοι του Καβάφη. Πώς το λέει να δεις; Σε μερικούς ανθρώπους / έρχεται μια μέρα / που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι να πούνε. Κάπως έτσι, δεν έχει σημασία, η ουσία είναι ότι η δική μου μέρα έφτασε. Θα γίνω ο τον θάνατον πατήσας…!
Μόνο που, συγγνώμη αν διακόπτω ο ίδιος τον εαυτό μου, δεν είναι ότι χάνω τον ειρμό των σκέψεών μου, αλλά ξέχασα να ρωτήσω τον Αλεβιζάτο σε ποια μάχη αναφερόταν. Πού πολέμησαν με τον μακαρίτη τον Λάμπρου; Το ’40 αποκλείεται, τότε πού; Στην Κορέα; Μάλλον. Σηκώνομαι. Πάω στην μπαλκονόπορτα. Τι ωραίο θέαμα. Δε χορταίνουν τα μάτια μου. Βλέπω τον ήλιο να κλείνει κουρασμένα τα βλέφαρά του και να βασιλεύει στα γαλήνια νερά του Πειραιά.
Ο γιατρός έρχεται αργά. Είναι ή πολύ βιαστικός ή κάπως αναστατωμένος. Μου αφήνει το κουτί και με βάζει να ορκιστώ ότι θα παίρνω μόνο μία την ημέρα Ας μην ανησυχεί αδίκως, δεν πρόκειται να πάρω καμία ασπιρίνη, σκέπτομαι, αλλά δεν του το λέω. Ποτέ δεν ξέρεις. Έπειτα μου πιάνει το μέτωπο.
«Έχεις θερμόμετρο;»
« Όχι».
«Καλά, πέσε στο κρεβάτι και μη σηκωθείς. Ζεματάς. Έχεις ασπιρίνες;»
«Μου φέρατε τις δικές σας».
«Αυτές δεν κάνουν για τον πυρετό, αντίθετα τον ανεβάζουν… Να, κατά σύμπτωση έχω ντεπόν, πάρε δυο χαπάκια. Θα σου φέρω εγώ το νερό. Όταν ιδρώσεις, να αλλάξεις αμέσως. Θα έρθω αύριο. Εάν όμως με χρειαστείς, μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις ό,τι ώρα και να είναι. Πάω, δεν μπορώ να μείνω περισσότερο, έχω πολλή δουλειά. Άντε κουκουλώσου».
Κουκουλώνομαι. Πίνω τα ντεπόν, ευχαριστώ τον γιατρό και παριστάνω τον κοιμισμένο. Ακούω την εξώπορτα να κλείνει και νιώθω μια απερίγραπτη ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν τον καλό Σαμαρείτη, αλλά και μια μεγάλη ανακούφιση να με πλημμυρίζει.
Έχω τόσο πολλά να σκεφτώ!
Να την πνίξω; Απαπά, αυτό δε θα το αντέξω. Αναλογίζομαι τη σκηνή, τη φέρνω στα μάτια μου. Τη βλέπω να προσπαθεί να αντισταθεί, φυσικό είναι. Νιώθω να με αγγίζουν τα παγωμένα χέρια της. Ανατριχιάζω.
Είμαι άραγε γεννημένος φονιάς και δεν το υποπτευόμουν τόσα χρόνια; Όχι, φυσικά και δεν είμαι, απλώς αμύνομαι νομίμως. Έχω δικαίωμα να πάρω τον νόμο της ζωής στα χέρια μου. Απόκαμα. Κλείνω το μαγνητόφωνο.
Ανοίγω τα μάτια μου και ταυτόχρονα πατάω ξανά το record play. Τα χάνω που βλέπω την Ηλέκτρα. Είναι καθισμένη στο κρεβάτι μου, έχει τα χέρια πάνω στον αριστερό μου ώμο, ενώ πυκνά δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της και ποτίζουν το σεντόνι. Ανασηκώνομαι.
«Πόση ώρα είσαι εδώ;» την ρωτώ.
Την κοιτώ. Τα μάτια της είναι υγρά και πρησμένα.
«Τι συμβαίνει, τι έχω και κλαις, πότε ήρθες; Απάντησέ μου».
«Τίποτε το σοβαρό δεν έχεις, πέρασες μια απλή γρίπη».
«Ηλέκτρα, δε μου τα λες καλά και ανησυχώ. Πρώτον, πότε ήρθες, και δεύτερον, αφού είμαι καλά, γιατί κλαις;»
«Προχτές, έλειψα μόνο μερικές ώρες…»
Κι έπειτα αρχίζει να μου τα λέει μασημένα. Ότι επιτέλους βρήκε έναν έντιμο αγοραστή για το σπίτι της, που της το αγοράζει σε πολύ καλή τιμή. Μετά κάτι λέει για την κηδεία του Λάμπρου, αλλά ξαφνικά ξεσπά σε γοερά αναφιλητά. Συμμερίζομαι τη θλίψη της, κι εγώ έχω λυπηθεί για τον Λάμπρου, αλλά δεν κάνω κι έτσι. Της το λέω.
Πάει να στρέψει το υγρό βλέμμα της σ’ εμένα, αλλάζει γνώμη, κατεβάζει το κεφάλι και τότε πλαντάζει κυριολεκτικά στο κλάμα.
Ο νους μου πάει στον γιατρό. Ανησυχώ.
«Πες μου, βρε ευλογημένη, για το όνομα του Θεού και της Παναγίας, τι συμβαίνει; Κάνεις σαν να χάσαμε κάποιον δικό μας. Ποιος πέθανε;»
«Ο Αλεβιζάτος».
Κάνω να πεταχτώ από το κρεβάτι, ξαναπέφτω. Δεν έχω δύναμη. Αρνούμαι να το πιστέψω. Η Ηλέκτρα με τιμωρεί για την αχαρακτήριστη συμπεριφορά μου. Έλεος, αδελφή μου, τιμωρία είπαμε ναι, όχι μακάβρια όμως.
«Λέγε», μόλις που βγαίνει η φωνή μου.
«Τι να σου πω, Ιούλιε», λέει ψιθυριστά. «Το κακό έγινε μπροστά στα μάτια μου. Καθώς γυρνούσαμε από την κηδεία του Λάμπρου, ο Αλεβιζάτος, ο γιατρός, η Χάρις κι εγώ, ο άνθρωπος παραπάτησε, η Χάρις έσπευσε να τον βοηθήσει, αλλά δεν πρόλαβε, απλώς ίσα που τον άγγιξε. Ο αγαπημένος μας φίλος έπεσε και χτύπησε το κεφάλι στην κόγχη του μαρμάρινου σκαλιού. Έμεινε στον τόπο. Το διανοείσαι; Εγώ λιποθύμησα, γι’ αυτό δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες. Ρώτα την ίδια την κυρία Δακρυδάκη. Η Χάρις είναι εδώ έξω, στο σαλόνι. Ήρθε, λέει, για το συμβόλαιο!»
Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 2012

Το διήγημα «Το συμβόλαιο» συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Αίθουσα αναμονής
[Η Τιτίνα Δανέλλη] με φονικό χιούμορ, πότε δι’ ελέου και φόβου και πότε διά σκώμματος και γέλωτος, χτυπά χωρίς οίκτο, αφού κανέναν οίκτο δεν δείχνει και η ζωή. Κι όμως, σ’ ολόκληρο το έργο η τρυφερή ανθρώπινη προσέγγιση είναι εμφανής, χωρίς να παρασύρεται ποτέ σ’ ένα ανούσιο, έστω και ευχάριστο για τον αναγνώστη, χάπι εντ […] Όταν άρχιζα με την πρώτη σελίδα, μου ήταν αδύνατον να διακόψω την ανάγνωση…
Τεύκρος Μιχαηλίδης diastixo.gr