Κάποιος θα περίμενε ότι ένα μυθιστόρημα για την αποτυχία θα ήταν μια πραγματική καταστροφή. Η αφήγηση στην Κατάδυση του Τζόναθαν Λη μοιάζει με βραδύκαυστο φιτίλι που παρακολουθεί από κοντά τον διευθυντή του Ξενοδοχείου «Γκραντ» της παραθαλάσσιας πόλης του Μπράιτον, καθώς ετοιμάζεται να υποδεχτεί το συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος της Αγγλίας, το 1984. Είναι το μέρος όπου ο εκρηκτικός μηχανισμός του IRA έχει προγραμματιστεί να εκραγεί. Ο Τζόναθαν Λη, συνυφαίνοντας με δεξιοτεχνία μυθοπλαστικά και αληθινά γεγονότα, πραγματεύεται μια ιστορία εύθραυστη, παράδοξη και γεμάτη δυνατούς χαρακτήρες. Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ τριών διαφορετικών πρωταγωνιστών: του Μους, που είναι ο μάνατζερ του ξενοδοχείου, της Φρέγια, που είναι η κόρη του, και του Νταν, που είναι ένας νεαρός κατασκευαστής βομβών, στρατολογημένος από τον IRA. Ο τελευταίος έχει αναλάβει να βάλει τη βόμβα στο ξενοδοχείο μαζί με τον Πάτρικ ΜακΓκι, ένα αληθινό στέλεχος του IRA, που φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του στην συγκεκριμένη βομβιστική επίθεση. Στην ακόλουθη συνέντευξη ο Τζόναθαν Λη μιλά για τους άξονες του μυθιστορήματος του.
ΕΡ.: Τι σας τράβηξε εξαρχής σ’ αυτή την ιστορία;
ΑΠ.: Από παλιά οι γονείς μου ήθελαν διακαώς να μείνουμε κοντά στη θάλασσα. Οι πρώτες μου αναμνήσεις ξεπηδούν από τις εκδρομές που κάναμε στο Μπράιτον, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Θυμάμαι έντονα να στυλώνω το βλέμμα μου στο μεγαλοπρεπές Ξενοδοχείο «Γκραντ». Οι γονείς μου μου έλεγαν συνέχεια ιστορίες που είχαν διαδραματιστεί εκεί μέσα. Το Ξενοδοχείο «Γκραντ» υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το δικό μου παιδικό-εφηβικό παραμύθι. Η περιέργειά μου για το ξενοδοχείο μεγεθύνθηκε όταν έγινε η επίθεση. Αυτή είναι η μια πλευρά της προσωπικής μου ιστορίας. Η άλλη ξεκινά εκεί γύρω στα είκοσί μου χρόνια, όταν είμαι ασκούμενος δικηγόρος στο Λονδίνο και πρέπει να ταξιδεύω συχνά στο Μπέλφαστ για δουλειές. Εκεί στα γκράφιτι των δρόμων διάβασα στην κυριολεξία την ιστορία της βορειοϊρλανδικής ανεξαρτησίας και του IRA. Αυτές οι δυο αναμνήσεις στην πορεία δέθηκαν γερά μεταξύ τους, κι έτσι ένωσα την ανάγκη να γράψω κάτι για αυτά.
ΕΡ.: Κάνατε κάποιου είδους ιστορική έρευνα προτού ξεκινήσετε τη διαδικασία της συγγραφής;
ΑΠ.: Ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα για την κρίση στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν το The Troubles. Εκεί υπήρχε μια υποσημείωση για τα γεγονότα του Ξενοδοχείου «Γκραντ», η οποία ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν στοιχεία που δήλωναν την ύπαρξη ενός δεύτερου βομβιστή, ο οποίος δεν βρέθηκε ποτέ. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου για να εισχωρήσω στην ιστορία. Δεν ήθελα να αντιμετωπίσω τα πράγματα από την μεριά του Πάτρικ ΜακΓκι, του βομβιστή που πιάστηκε, διότι θα ήταν η δική του ιστορία και όχι η δική μου. Αυτός ο άφαντος δεύτερος βομβιστής, είτε υπήρξε στ’ αλήθεια είτε όχι, κατάλαβα αμέσως ότι ήταν το κατάλληλο πρόπλασμα. Ένα μάννα εξ ουρανού. Άλλες πηγές έρευνας ήταν οι αυτοβιογραφίες πρώην μελών του IRA, που εκδίδονταν σωρηδόν κάποτε και αρκετές από αυτές ήταν πολύ καλογραμμένες. Οι ειδικοί έλεγαν ότι πολλές εξ αυτών δεν ήταν αξιόπιστες. Όμως, για μένα υπήρξαν απολύτως χρήσιμες, στο βαθμό που εξέταζα την αυτοακύρωση του ατόμου έτσι ώστε να γίνει ικανό να συμμετάσχει, κάποια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του, σε πράξεις ακραίας βίας. Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος προέρχεται από δυο φράσεις μιας από τις αυτοβιογραφίες.
ΕΡ.: Δεδομένου ότι, από τη μια πλευρά, έχετε να υπηρετήσετε ένα συγκεκριμένο χρονολόγιο κατά το οποίο έλαβαν χώρα τα γεγονότα, και από την άλλη, να γεμίσετε τα κενά με τη δική σας φαντασία, αισθάνεστε ότι γράφετε ένα ιστορικό μυθιστόρημα ή όχι;
ΑΠ.: Καλή ερώτηση. Για πολύ καιρό ένιωθα ταυτόχρονα ελεύθερος και περιορισμένος. Αν δεν το διαχειριστείς αυτό, είναι μια τρέλα. Ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό ήμουν πολύ περιορισμένος. Δεν τολμούσα να εξερευνήσω τους χαρακτήρες. Έσπασαν τα νεύρα μου μέχρι να αναδείξω καθέναν τους ξεχωριστά. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι είχα εξοικειωθεί εντελώς με το σύμπαν του Ξενοδοχείου «Γκραντ» και τα πηγαινέλα στο σπίτι του Νταν στο Μπέλφαστ. Τότε άρχισα να θολώνω τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, φτάνοντας σ’ ένα σημείο όπου δεν ήξερα πώς να τα ξεχωρίσω. Οπότε, ναι, δεν έχω γράψει ένα καθαρόαιμο ιστορικό μυθιστόρημα.
ΕΡ.: Γνωρίζατε από την αρχή ότι θα βγει ένα μυθιστόρημα με τρεις κύριους αφηγητές;
ΑΠ.: Για να είμαι ειλικρινής, όχι από τη πρώτη στιγμή. Ξέρετε, πιστεύω ότι τα βιβλία φτιάχνονται από άλλα βιβλία. Επειδή αποτελούν μέρος των εμπειριών μας. Είχα διάσπαρτο όλο το υλικό μου στην επιφάνεια του υπολογιστή και δεν ήξερα τι να το κάνω. Τότε άρχισα να ξαναδιαβάζω εκτεταμένα αποσπάσματα από το Άδραξε τη μέρα του Σωλ Μπέλοου (Καστανιώτης, 2004, μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ). Αυτός ο ακυρωμένος ήρωας, ο διαλυμένος άνθρωπος που αναρωτιέται συνεχώς τι πήγε στραβά, με ενέπνευσε. Ξάφνου σκέφτηκα ότι ο άξονας της Κατάδυσης θα περνάει μέσα από έναν κεντρικό ήρωα που ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες σ’ εκείνο το παλιό ξενοδοχείο, και επίσης ότι όχι μόνο θα το έκανε αυτό κάθε μέρα, αλλά ο χώρος εκείνος θα αποτελούσε ολόκληρο το σύμπαν του. Τότε άρχισα με εντατικούς ρυθμούς να συμμαζεύω το υλικό μου. Περίπου εκείνη την εποχή έπεσε στα χέρια μου ο Ζυγός του Ντον ΝτεΛίλλο (Χατζηνικολή, 1991, μτφρ.: Τόνια Κοβαλένκο). Αγάπησα το πορτρέτο του Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ και προσπάθησα με τον δικό μου Νταν να πλησιάσω τον ήρωα του Ντον ΝτεΛίλλο. Έτσι είναι η συγγραφή. Μια δημιουργική πίεση που μεταφέρεται από τη μια πηγή στην άλλη, ενώ παράλληλα σμιλεύεις τη δική σου γλώσσα.
(Η παραπάνω συνέντευξη παρουσιάστηκε στον ιστότοπο του βιβλιοπωλείου Barnes & Noble.)