Από το Παρίσι όπου ζει ως εξόριστη, έγραψε ένα δυνατό αφήγημα (Οι πύλες του Τίποτα, μτφρ από τα αραβικά: Αγγελική Σιγούρου) για την ισοπεδωμένη πατρίδα της. Διηγείται πώς ρίσκαρε την ζωή της για να περάσει παράνομα πίσω στην Συρία. Κάθεται σ’ ένα καφέ του 7ου Διαμερίσματος. Αναδύει ένα άρωμα κομψότητας αναμεμειγμένο με ένταση. Καπνίζει ένα «Ζιτάν» περισσότερο για έμφαση. Είναι δύσκολο να φανταστείς μια πιο αυθεντική παριζιάνικη μορφή, από την συγγραφέα Σάμαρ Γιάζμπεκ. Παρ’ όλη τη ζωντάνια και την γοητεία της, οι ιστορίες που λέει είναι τρομακτικές. Τα προηγούμενα χρόνια η Γιάζμπεκ υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του χάους που κυρίευσε την Συρία και είναι αδύνατον να σταματήσει για να μιλά γι αυτό.
Η ίδια υπήρξε δραστήριο στέλεχος της αντιπολίτευσης του Άσαντ, πολύ πριν την εξέγερση του 2011. Ακόμη και σήμερα εντάσσει την ακτιβιστική της δράση, σ’αυτό που αποκαλεί: «Επανάσταση» και τα μάτια της λάμπουν. Από το 2012 η Γιάζμπεκ επιστρέφει παράνομα στη Συρία, μέσω των τουρκικών συνόρων. Αυτά τα πηγαινέλα εντός του συριακού εδάφους, κάθε φορά έπαιρναν όλο και πιο επικίνδυνη τροπή. Μετά την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου Οι πύλες του Τίποτα, έχει γίνει ξανά στόχος. Η συγγραφέας δεν είναι πλέον καταζητούμενη μόνο από το καθεστώς Άσαντ, αλλά και από τις ομάδες των φανατικών ισλαμιστών που πρόσκεινται στο Ισλαμικό Κράτος (ISIS).
«Δεν φοβάμαι για τον εαυτό μου. Γιατί άλλωστε; Αυτή είναι η πατρίδα μου. Ο τόπος που μεγάλωσα. Μιλάω τις γλώσσες μας, γνωρίζω τους ανθρώπους. Αν κάτι με τρομάζει είναι πως σε κάθε μου ταξίδι, δεν αναγνωρίζω τη Συρία που ήξερα κάποτε. Τα πάντα σχεδόν έχουν μετατραπεί σε κάτι άλλο. Κάτι σκοτεινό, μη αναγνωρίσιμο. Μια χώρα που έχασε τις αξίες της, μια χώρα ακρωτηριασμένη». Αυτές οι διαπιστώσεις στριφογυρίζουν στο μυαλό της Γιάζμπεκ και την κάνουν να πέφτει σε απόγνωση.
Η Σάμαρ Γιάζμπεκ γεννήθηκε το 1970, στην μικρή παραθαλάσσια πόλη της Τζάμπλα. Ως φοιτήτρια έζησε στη Λαττάκεια και τη Ράκα, το σημερινό προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους. Πόλεις όπου διέκρινες την ευγένεια και την ανεκτικότητα των κατοίκων τους, υπογραμμίζει η Γιάζμπεκ. Επαναστατική φύση από μικρή, διάβαζε μετά μανίας Βιρτζίνια Γουλφ. Ήθελε να μοιάσει στην κυρία Νταλογουέι. Τα ενδιαφέροντα της δεν είναι ασύμβατα με την φυλή και την τάξη της. Η οικογένεια της Γιάζμπεκ είναι μορφωμένοι αστοί Αλαουίτες. Μια ισχυρή μειονότητα που κυριαρχούσε και στα πολιτικά πράγματα της Συρίας, ήδη από την αποχώρηση των Γάλλων κατακτητών το 1943. Οι Άσαντ είναι επίσης Αλαουίτες και γνωρίζουν την οικογένεια Γιάζμπεκ. Έτσι λοιπόν, όταν η συγγραφέας δήλωσε πως είναι εναντίον της κυβέρνησης, οι Άσαντ θεώρησαν ότι πράττει εσχάτη προδοσία. Τόσο κατά της θρησκείας όσο και κατά της τάξης της.
Από τότε που μπαινοβγαίνει στη Συρία, έμαθε πώς να μεταμφιέζεται και να αλλάζει την προφορά της για να μην την καταλαβαίνουν. «Είμαι από παντού», απαντά αλληγορικά σε όποιον τύχει και την ρωτήσει. Το οποίο είναι εν μέρει σωστό για την ίδια, αφού έτσι αισθάνεται. Ποτέ η Γιάζμπεκ δεν είδε την πατρίδα της ως έναν χώρο με εσωτερικά σύνορα. «Πάνω απ’όλα είμαι Σύρια», λέει εμφατικά. Κάποτε όλες οι θρησκευτικές και κοινωνικές ομάδες μπορούσαν να συνυπάρξουν. Έστω και με τα προβλήματα τους, αλλά όχι με το αίμα. Σήμερα για να πεις ότι είσαι Σύριος πρέπει να δηλώσεις πρώτα Σουνίτης, Σιίτης ή και γω δεν ξέρω τι άλλο. Για ένα εξωτερικό παρατηρητή ο πόλεμος στη Συρία φαίνεται σαν τη διαμάχη μιας ομάδας δικτατόρων και του εξεγερμένου λαού, το οποίο αρχικά ίσχυε. Αυτό δεν υφίσταται εδώ και καιρό. Ο πόλεμος αυτός είναι ένας διαρκής εμφύλιος μεταξύ μιας οικογένειας. Ένας πόλεμος σφοδρός, καθώς τα μέλη της διακατέχονται από μίσος, πικρίες, βεντέτες χρόνων, σκοτεινές επιδιώξεις και φθόνο», συμπληρώνει η συγγραφέας.
Η επέκταση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), παρότι έχει υποστεί σημαντικές ήττες εσχάτς, δεν την αφήνει αδιάφορη όπως είναι φυσικό. «Είναι ένας στρατός κατοχής» λέει και το πρόσωπο της συσπάται από θυμό. Μια ομάδα από νταβατζήδες και πληρωμένους δολοφόνους, ισχυρίζεται η Γιάζμπεκ, που έχει συνηθήσει να λέει πάντα εκείνο που αισθάνεται. Στο αφήγημά της Οι πύλες του Τίποτα υπογραμμίζει την στρατολόγηση νεαρών αντρών από γειτονικές χώρες της Συρίας (Υεμένη, Σαουδική Αραβία) καθώς και από χώρες όπως η Σομαλία και η Τσετσενία στις γραμμές του ISIS, οι οποίοι ασελγούν στην χώρα και έχουν μετατρέψει την Ράκα για παράδειγμα, σε μια τρύπα της κόλασης. «Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως έχει ανατραφεί μια ολόκληρη γενιά πιτσιρικάδων, που λατρεύει τη βία».
Η Γιάζμπεκ τρέφει ιδιαίτερη οργή για τις κοπέλες από την Δύση, που κατατάσσονται εθελοντικά στο ISIS. Λέει αναλυτικά: «Δεν είναι φεμινιστικό το ζήτημα. Στέλνουν τη γυναίκα πίσω στον Μεσαίωνα. Μετατρέπουν τη Συρία σ’ έναν οριενταλιστικό τάφο. Αυτά τα κορίτσια είναι δημιουργήματα της Δύσης και παρεμπιπτόντως μουσουλμάνες. Δεν ξέρουν τίποτα για τη Συρία και τα έθιμα της. Είναι ερωτευμένες με την φαντασίωση του αρρενωπού Άραβα πολεμιστή πάνω στο άλογο, με το σπαθί στο χέρι. Ένα αφόρητο κλισέ, που μεταπλάθεται σε φαντασίωση επειδή είναι εξωτικό και συνεπώς ερωτικό. Τα κορίτσια αυτά έχουν βαρεθεί τα γλυκανάλατα αγόρια της Δύσης και αναζητούν το πρότυπο του Άραβα αντάρτη. Δεν έχουν ιδέα για το Ισλάμ και κάνουν τα πράγματα χειρότερα για τις γυναίκες που ζουν εδώ, όλη τους την ζωή».
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια του βιβλίου είναι η συνομιλία της Γιάζμπεκ με τον «Χατζή», τον αρχηγό του τάγματος των «Ελεύθερων Ανθρώπων της Λαττάκειας» ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή μετακίνηση, ανάμεσα στα τουρκοσυριακά σύνορα. Η Γιάζμπεκ και ο «Χατζή» πριν τον πόλεμο σύχναζαν στα ίδια μέρη. Τώρα, σχεδόν δεν αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον. Ο «Χατζή» διαπιστώνει με θλίψη πως αυτή την περίοδο ο πόλεμος στην Συρία, έχει πάρει την μορφή ενός ανελέητου θρησκευτικού πολέμου που θα κρατήσει για πολύ. «Όπως μας έχει διδάξει ιστορία» συνεχίζει ο «Χατζή», «η γενοκτονία αποτελεί δυστυχώς το μόνο και αναγκαίο όπλο αυτού του πολέμου». Η συγγραφέας τον ρωτά θαρραλέα: «Είστε δολοφόνος;» και εκείνος απαντά καταφατικά, χωρίς να διστάσει και θα διαπράξει κι άλλους φόνους. «Είναι μια άνευ προηγουμένου αλληλοεξόντωση» καταλήγει ο «Χατζή».
Υπάρχουν κι άλλες σκληρές ιστορίες στο βιβλίο. Όπως εκείνη του νεαρού άντρα που αρνείται να βιάσει μια κοπέλα, παρά τις διαταγές του αξιωματικού του. Ο τελευταίος τον πυροβολεί στα γεννητικά όργανα, για τιμωρία. Όπου κι αν γυρίσει το βλέμμα της η συγγραφέας, συναντά την έλλειψη κάθε ηθικού φραγμού από τους καθημερινούς ανθρώπους. Το ηθικό πλέγμα έχει γκρεμιστεί από την συχνότατη επαφή με τον τρόμο. Αυτή η φαουστική μεταμόρφωση, είναι ένα ισχυρό σοκ για την συγγραφέα, ενώ οι περιγραφές της έχουν την λιτή ανατριχιαστική δομή του Φραντς Κάφκα.
Στο βιβλίο, αφήνονται οι άνθρωποι να πουν οι ίδιοι τις ιστορίες τους. Με αυτή την τεχνική, ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί γιατί η Συρία κατέληξε ένα απέραντο φρενοκομείο. Η βία στην χώρα δεν έχει τη μορφή απειλής, αλλά είναι παρούσα όπως ο αέρας που αναπνέουν οι κάτοικοι. Αυτή η κατάσταση έχει να κάνει εν μέρει και με τα καταστροφικά γεοπολιτικά σχέδια. Από την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α, μέχρι το Ισλαμικό Κράτος, η Συρία χρησιμοποιήθηκε ως εργαστήρι πειραμάτων, στο πώς μπορεί να διαλυθεί ένα κράτος. Στο συριακό έδαφος, όπως εξηγεί η Γιάζμπεκ στο Οι πύλες του Τίποτα, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να σπάσουν οι ανθρώποι σε χίλια κομμάτια, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.
Ας μην νομίζουν οι αναγνώστες πως Οι πύλες του Τίποτα είναι ένα εκτεταμένο ρεπορτάζ ή πολιτική ανάλυση. Τηρουμένων των αναλογιών μπορεί να συγκριθεί άνετα με το Πεθαίνοντας στην Καταλονία του Τζορτζ Όργουελ. Είναι δηλαδή, λογοτεχνικό έργο. Η Γιάζμπεκ είναι μια ζωντανή αφηγήτρια, που γνωρίζει πως να δώσει ρυθμό στο κείμενο. Το βίωμα της ξεπερνά τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Είναι η δραματική προσπάθεια ενός ανθρώπου να ξανακερδίσει τη ζωή του. Οι επιδέξιοι διάλογοι της, η μετάδοση σε παγκόσμια κλίμακα των δεινών της περιοχής, όπως και η χαρτογράφηση μιας εσωτερικής ερήμωσης, κάνουν αυτό το βιβλίο καθαρή λογοτεχνία. Όταν της το λένε, κοκκινίζει. Ανάβει άλλο ένα τσιγάρο, δίχως να είναι επιτηδευμένα μετριόφρων: «Σαφώς και είχα στο νου μου να γράψω λογοτεχνία. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη Συρία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που είναι λογικό κάποιοι να βαρεθούν με τις ιστορίες πολέμου, που μοιάζουν απελπιστικά με ρεπορτάζ συνδρομητικών καναλιών. Μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μεταφέρει την πολυπλοκότητα όσων συμβαίνουν εδώ. Έχουμε χαθεί σ’ένα σκοτεινό τούνελ. Το 2011, υπήρχε ελπίδα. Πίστεψα ότι μπορούμε να αλλάξουμε νοοτροπία και να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας. Το πράγμα όμως γρήγορα κατρακύλισε στις σφαγές. Τελικά δεν είναι μόνο η πολιτική ή μόνο η θρησκεία. Είναι και το αγνό μίσος».
Η Σάμαρ Γιάζμπεκ έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και αρκετές ποιητικές συλλογές, ενώ υπήρξε επί σειρά ετών παρουσιάστρια στην τηλεόραση. Είχε συμπεριληφθεί στην συλλογή Βηρυτός 39, μια διευρυμένη ομάδα με τους καλύτερους συγγραφείς του Αραβικού κόσμου κάτω των 40 ετών. Το 2012 μοιράστηκε το Pen Pinter Prize μαζί με την Κάρολ Αν Ντάφι, για το βιβλίο της A woman in the Crossfire. Οι πρώτες μέρες του Συριακού εμφυλίου.
«Η έννοια της αλλαγής με παρακινεί ως συγγραφέα. Ο συγγραφέας οφείλει να είναι μέρος αυτής της αλλαγής. Γι αυτό το λόγο πάω και ξαναπάω στη Συρία. Η εξορία με σκοτώνει. Η αλλαγή θέριεψε σαν εμμονή μέσα μου. Τώρα έχω μια άλλη εμμονή: Η χώρα μου καταρρέει κι εγώ δεν μπορώ να κάνω σχεδόν τίποτα. Από μικρή ονειρευόμουν να ταξιδέψω τον κόσμο. Να έρθω στο Παρίσι για παράδειγμα, να γευτώ τον κοσμοπολιτισμό του. Σαν τραγική ειρωνεία, είμαι τελικά στο Παρίσι και σκέφτομαι καθημερινά τη Λαττάκεια και τη Τζάμπλα. Δεν έφτασα στο Παρίσι από επιλογή, με πέταξαν έξω. Κι αυτό μ’ έχει πληγώσει. Δεν σκόπευα να γίνω συγγραφέας του ρεαλιστικού ύφους. Όμως τώρα, δεν μπορώ να ξεφύγω απ’αυτό». Πάντως το σίγουρο είναι πως Οι πύλες του Τίποτα, είναι ένα από τα πρώτα πολιτικά κλασσικά αφηγήματα του 21ου αιώνα.
Πηγή: Guardian
Απόδοση: Νίκος Κουρμουλής