Πρόσφυγας πλέον στη Γαλλία, η Σύρια συγγραφέας μας παραδίδει ένα τρομακτικό αφήγημα για τη χώρα της, μετά από πολλούς μήνες παραμονής της στην εμπόλεμη ζώνη.
Οι άντρες πολεμούν. Κι όμως, χρειαζόταν μια γυναίκα, ξανθιά, με γατίσια μάτια, 46 ετών, υψηλής μόρφωσης, για να περιγράψει τούτη τη Συρία του θανάτου. Καμιά άλλη πένα όπως η δική της δεν βουτήχτηκε ποτέ μέσα σε τόσα δάκρυα για να αφηγηθεί την παραφροσύνη και τη βιαιότητα μιας χώρας, που βρίσκεται υπό τον ζυγό ενός διπλού μαρτυρίου: από τη μια η παραφροσύνη ενός τυραννικού καθεστώτος, από την άλλη η κτηνωδία των φανατικών ισλαμιστών. Για να είμαστε ειλικρινείς, σχετικά με τη Συρία έχουμε διαβάσει τα πάντα αλλά και τίποτα. Σπανίως έρχεται στο φως της δημοσιότητας μια τέτοια ματιά πάνω στην καταστροφή, που να μπορεί να συγκριθεί με τούτο το κολοσσιαίο έργο των 290 σελίδων. Η Σάμαρ Γιάζμπεκ έγραψε το αφήγημά της Οι πύλες του Τίποτα στο Παρίσι, όπου στο εξής ζει ως πρόσφυγας: «Δούλευα στο κρεβάτι μου καπνίζοντας, έγραψα πάνω από 500 σελίδες… αυτό είναι το βιβλίο του πολέμου των άλλων στον τόπο μου».
Είναι απλό: Κλείνοντας τις «πύλες του Τίποτα» της Συρίας, δεν μένουν παρά στάχτες και αποκαΐδια. Για τη συγγραφή του βιβλίου της, η Γιάζμπεκ ακολούθησε την παλιά δημοσιογραφική μέθοδο, κατά τις τρεις μακρές περιόδους παραμονής της στις περιοχές του Ίντλιμπ και του Χαλεπίου, στο βορρά της Συρίας, μεταξύ Φεβρουαρίου 2012 και Αυγούστου 2013: «Μετά, η εξάπλωση του ισλαμικού κράτους καθιστούσε αδύνατη την επιστροφή μου. Κρατούσα σημειώσεις μέσα σε μικρά σημειωματάρια». Τίποτα καινούργιο, θα σχολίαζε κανείς. Κι όμως, όλα. Πρώτον, γιατί η συγγραφέας είναι Αλαουίτισσα, ανήκει σε αυτή τη μειονότητα των Σιιτών απ’ όπου προέρχεται και η φατρία του Άσαντ. Δεύτερον, γιατί αυτή η γυναίκα σε ηλικία 16 ετών, άφησε το πατρικό της στη Λαττάκεια κι έφυγε στη Δαμασκό, ενώ στη συνέχεια μεγάλωσε μόνη της την κόρη της. «Μια γυναίκα μόνη με μια κόρη, μέσα σε μια αραβική κοινωνία, αποτελεί ήδη πράξη επαναστατική», εξηγεί, ζώντας τώρα λιτά με την κόρη της σε ένα στούντιο.
«Άρχισε να εισχωρεί στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Δαμασκού. Μα ήταν τα γραπτά της για το ξεκίνημα της επανάστασης, εκείνα που της έδωσαν ένα τελείως διαφορετικό πνευματικό εκτόπισμα», επισημαίνει ο Άλι Σάφαρ, Σύρος σκηνοθέτης που ζει τώρα ως πρόσφυγας στην Τουρκία. Η λογοτεχνία δεν μπορούσε να της παρέχει τα προς το ζην, εργάστηκε λοιπόν ως «γραμματέας διεύθυνσης» στην επιχείρηση μιας παιδικής της φίλης, «για την επιβίωση», προσθέτει.
Με αυτή την επιστήθια φίλη που έγινε φιλοκαθεστωτική, η Σάμαρ διακόπτει τελικά τη σχέση της: «Ήταν αδύνατον να το αποδεχτώ».
Οι πρώτες διαδηλώσεις ξεσπούν στις αρχές του 2011: «Τον Μάρτιο του 2011 ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής μου. Κατεβήκαμε μαζικά να διαδηλώσουμε εναντίον του καθεστώτος στο κέντρο της Δαμασκού». Δίνει κείμενά της στον αγγλοσαξονικό τύπο. Κι αφοσιώνεται σε μία και μόνο αποστολή: να γίνει «η φωνή της αλήθειας». Συγχρόνως, εκδίδει στον Λίβανο δύο μυθιστορήματα. Η ζωή της αρχίζει να απειλείται, γίνεται ανυπόφορη. Αυτοεξορίζεται στη Γαλλία. Με στόχο, να μιλήσει εκ βαθέων για όλο εκείνο το «θέαμα του θανάτου». Η Σάμαρ Γιάζμπεκ αυτοπροσδιορίζεται ως μια «εύθραυστη διανοούμενη». Γι’ αυτή τη γυναίκα ωστόσο, ο χαρακτηρισμός «εύθραυστη» ενέχει μία σημασία που κανείς δεν υποψιάζεται. Μια τέτοια γυναίκα, δεν μπορεί κανείς παρά να την ερωτευτεί κεραυνοβόλα και μάλιστα να μείνει κεραυνοβολημένος για πολύ καιρό. Διότι τόλμησε. Έζησε. Επέστρεψε. Συγγραφέας; Δημοσιογράφος; Ακτιβίστρια;
«Πρέπει να μπορείς να μπαίνεις στα ερείπια και να μαζεύεις παιδικά, μικροσκοπικά δάχτυλα, να ανασύρεις το πτώμα ενός μικρού κοριτσιού με τα ρούχα του βρεγμένα και ζεστά ακόμα από τα ούρα του, και μετά να συνεχίζεις, αναζητώντας το επόμενο θύμα», γράφει.
Η Σάμαρ Γιάζμπεκ δίνει ένα ορισμό για την αφήγηση εν καιρώ πολέμου: «Κάτω από τους βομβαρδισμούς, το να θέτεις ερωτήματα είναι μια ανήκουστη πολυτέλεια», σπεύδει να μας βεβαιώσει. Και συνεχίζει, «το να γράφεις είναι σαν να φτιάχνεις ένα ογκώδες εκμαγείο από όλα όσα είδες και μετά να το λαξεύεις με στεγνή βελόνα». Λογοτεχνία, λέμε εκείνη την ιδανική, τέλεια λέξη, που πέφτει άψογα σαν μία τσάκιση παντελονιού. Ιδού λοιπόν πώς αποδίδεται λογοτεχνικά ένα βαρέλι εκρηκτικών που ρίχνει ένα κυβερνητικό ελικόπτερο για να «ταΐσει τα σκυλιά», ανοίγοντας στα δυο το κτίριο μιας αρχαίας ρωμαϊκής πόλης: «Το τσιμεντένιο κτίριο είχε ανοίξει στη μέση και τα κομμάτια του έσπαγαν τμηματικά λες κι ήταν ώριμο φρούτο. Στο δεύτερο όροφο φάνηκε ένα υπνοδωμάτιο, στον τρίτο μαγειρικά σκεύη και πιάτα τακτοποιημένα στα ράφια, δίπλα ένα μπάνιο όπου κρεμόταν σκονισμένο ένα κόκκινο, γυναικείο εσώρουχο λες και περίμενε κάποια νεαρή νύφη».
Η Σάμαρ Γιάζμπεκ, μέσα στις τρεις αυτές παραμονές της στην κόλαση είναι μαζί κοινωνική λειτουργός, δασκάλα και ακτιβίστρια. Και επιπλέον, η αφηγήτρια μιας ιστορίας καμωμένης από λέξεις τραχιές, από τη φρίκη και την κατάρρευση της συριακής κοινωνίας: «Τον ανιψιό ενός μαχητή, τον είχαν δέσει με σχοινί σε ένα στύλο του σπιτιού, γιατί είχε δραπετεύσει για να ενταχθεί στο μέτωπο αλ Νούσρα (παρακλάδι της αλ Κάιντα και πλέον πανίσχυρη οργάνωση Ισλαμιστών Σουνιτών που πολεμά εναντίον του καθεστώτος του αλ Άσαντ και στοχεύει στην ίδρυση ισλαμικού κράτους) και να πολεμήσει. Δεν ήταν πάνω από δώδεκα ετών. Όταν κατάφεραν οι συγγενείς του να τον φέρουν πίσω, τους έβρισε, τους καταράστηκε κι είπε πως έπρεπε ν’ απαλλαχθεί απ’ αυτούς γιατί ήταν άπιστοι».
Παιδιά που αποστρέφονται γεμάτα μίσος τους γονείς τους, γυναίκες ντυμένες στα μαύρα από την κορφή ως τα νύχια, νεαρές χήρες που εξαναγκάζονται να παντρευτούν ξένους μαχητές: «Ήταν λες κι είχαμε γυρίσει ξαφνικά αιώνες πίσω, λες και ο χρόνος είχε κυλήσει ανάποδα».
Πριν τους βομβαρδισμούς και τις βάρβαρες εισβολές των τακφιριστών (εξτρεμιστές ισλαμιστές), πώς έμοιαζε άραγε η Συρία; Ένας λαός για σαράντα χρόνια υπό τον ζυγό του πατέρα και υιού Άσαντ, όμως επίσης ένα μπαλκόνι στη Μεσόγειο με φρουρούς τα κυπαρίσσια, και λιόδεντρα φυτεμένα μέσα σε μια βραχώδη, κόκκινη γη. Τα πάντα βρίσκονταν υπό την κυριαρχία ενός καθεστώτος τρανών παραφρόνων που συνέχιζαν να ράβουν τα βλέφαρα των αντιφρονούντων με σύρμα αφού, γράφει «έτσι απλά, όπως εναλλασσόταν η μέρα με τη νύχτα, μεγάλωναν, γεννούσαν παιδιά και πέθαιναν αθόρυβα. Η ζωή τους περνούσε αστραπιαία».
Όμως η Γιάζμπεκ, παρά το φόβο, έπρεπε να ολοκληρώσει αυτό το από μνήμης έργο μιας χώρας «διαμελισμένης»: «Δεν ήμουν πια ικανή να βλέπω όσα έβλεπα, να ζω όσα ζούσα. Είχα εξαντληθεί από την αδιάσπαστη αλληλουχία θανάτων. Ο θάνατος, γλυκός και γαλήνιος, γινόταν τώρα η επιθυμία μου», ομολογεί. Έπρεπε να συλλέξει όλη εκείνη την ακατέργαστη, πρώτη ύλη που συνθέτουν περισσότερες από 100 μαρτυρίες, μεταξύ των οποίων και μαρτυρίες εμίρηδων ομάδων τζιχαντιστών όπως η Αχράρ αλ Σαμ. Κι όλα αυτά, υπό τον καταιγισμό των εκρηκτικών από τις δυνάμεις της κυβέρνησης. Εδώ, ο πόλεμος είναι μια παλέτα αποχρώσεων ενός μονάχα χρώματος, όπου το μπλε του ατσαλιού σβήνει μέσα στο μαύρο του ισλαμικού κράτους: «Πολέμησα σε πολλά μέτωπα. Σ’ εκείνο της αναζήτησης της ελευθερίας μου ως γυναίκα και συγγραφέας, σ’ εκείνο της αναζήτησης της αλήθειας».
Η συγγραφέας καταλήγοντας, μιλά για την τυφλότητα του κόσμου: «Το παράδοξο με τις επαναστάσεις των Αράβων είναι πως έχουν γυρίσει τη θέση της γυναίκας δύο αιώνες πίσω. Πόσος καιρός θα μας χρειαστεί για να επανακτήσουμε την ελευθερία μας; Πενήντα χρόνια; Παραπάνω;».
Ιδωμένη από τη Γαλλία, η δυστυχία της Συρίας δεν έμοιαζε ποτέ μεγαλύτερη από ένα γραμματόσημο. Με τη μεταναστευτική κρίση να διχάζει τώρα την Ευρώπη, πρέπει κανείς να δει το βιβλίο της Σάμαρ Γιάζμπεκ ως μια τοιχογραφία σε στυλ Ιερώνυμου Μπος, μέσα σε πλαίσιο πυρπολημένο από φλογοβόλο.
*Το κείμενο του Jean-Louis Le Touzet δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Libération» στις 20 Μαρτίου 2016. Μετάφραση από τα γαλλικά: Αγγελική Σιγούρου