Του Δημήτρη Καλοκύρη, για το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα Παράφορο πάθος ✒
Είναι ένα παράξενο, χυμώδες μυθιστόρημα. H αφήγησή του μου φάνηκε σαν φιλμογραφημένη θεατρική παράσταση στο περιθώριο μιας άλλης: η ζωή των θεατών μιας σκηνικής πράξης, όπου ούτε το έργο που παίζεται έχει σημασία, ούτε οι θεατές αντιλαμβάνονται ότι αποτελούν μέρος της παράστασης. Κατά κάποιον τρόπο σκηνοθετεί ο αναγνώστης.
Ακόμα κι η σιωπή μέσα στο σπίτι αυτό είχε τη δική της οντότητα.
Tα συναισθήματα αναλύονται διαδοχικά, οι κλιμακώσεις του πάθους μεταβάλλουν μήκος κύματος, τα κύματα της έντασης διαχέονται μεταξύ χορευτικών ελιγμών και ρυθμικής συμπεριφοράς ευριπίδειου χορικού. To πρώτο μέρος («Η πιο βαθιά θάλασσα») εξιστορεί πώς ένα ακραίο ερωτικό γεγονός δημιουργεί τις προϋποθέσεις να γίνει κάποιος συγγραφέας. Το δεύτερο («Το πιο ψηλό βουνό») εξιστορεί πώς ένας συγγραφέας (ο συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου ίσως) επινοεί τις προϋποθέσεις που θα κάνουν ακραίο ένα ερωτικό συμβάν. Το τρίτο μέρος, που ονομάζεται «River deep, mountain high» (από ένα διάσημο ροκ τραγούδι του ’66, με τον Άικ και την Τίνα Τέρνερ, και με μακρά ιστορία έκτοτε) συντελεί στο συγκερασμό των δύο προηγουμένων πλευρών, ή, αν το πούμε αλλιώς, εξαργυρώνει τις δύο όψεις του «παράφορου» νομίσματος.
Με αφορμή ότι, στο τέλος του βιβλίου, στη θέση «Ευχαριστίες», ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, ευχαριστεί και κάποιαν «για τον φρέσκο αέρα που έφεραν οι ιδέες και οι προτάσεις της», σκέφτηκα να διερευνήσω το μοτίβο του ανέμου, του αέρα (συγγραφέας, προ ετών, ενός βιβλίου για τον Κακό Αέρα κι εγώ), και μέσω της πνοής του να διαγράψω την εσωτερική πλευρά του (όπως θα ονειρευόταν ο Μίλοραντ Πάβιτς):
Ίσως αιτία να ήταν το κάπως απόμακρο ύφος της, έλεγε στον εαυτό του, αυτή η αίσθηση αυτάρκειας που ανέδιδε, ο αέρας μυστηρίου.
Η φωνή της ηχούσε διαρκώς στ’ αφτιά του, μ’ εκείνο το ζεστό μέταλλο που τη χαρακτήριζε, ένα μείγμα θαλπωρής και υπόσχεσης, σαν τον αέρα που φέρνει λόγια ακατάληπτα, κι όμως καλοδεχούμενα… με τον άνεμο να σφυρίζει και την αλμύρα πάνω τους σαν δεύτερο πετσί.
Μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του κι έφυγε παίρνοντας μαζί του την πετρωμένη της μορφή. Βγήκε έξω να ανασάνει, πνιγόταν, χρειαζόταν αέρα.
Είχαν ακόμα την αλμύρα στο πετσί τους και τον αέρα στην ανάσα τους, όταν του το ανακοίνωσε.
Τη ρωτούσε επίμονα τι είχε, μα οι απαντήσεις της ήταν αόριστες, οι προφητείες της Σίβυλλας, γραμμένες σε φύλλα βαλανιδιάς και σκορπισμένες στον άνεμο.
Κακός αέρας σφύριζε μες στα μάτια της.
Εννοείται πως οι αντιρρήσεις του δεν ήταν παρά ο αέρας που φουντώνει τις φλόγες.
Παγωμένος αέρας έσφιγγε σαν γροθιά το λεκανοπέδιο.
Φύσηξε τον αέρα με την άκρη των χειλιών της απομακρύνοντας το τσουλούφι που της έμπαινε στα μάτια και χτύπησε δύο αβγά με μισό λίτρο γάλα. Αναστέναξε. Άδειασε το μείγμα πάνω στα τυριά και ξεφύσηξε, βγάζοντας τον αέρα από τα πνευμόνια της.
Και τώρα το φόρεμα. Στην αρχή δοκίμασε κάποιο που της έδινε αριστοκρατικό αέρα.
Κάθισαν στη βεράντα του ξενώνα απολαμβάνοντας τον καφέ τους και χαλάρωσαν εισπνέοντας τον ζωογόνο αέρα.
Ο άνεμος περνούσε μέσα από τα καλώδια του ηλεκτρικού αναπαράγοντας μια μονότονη μελωδία.
Ανάμεσά τους ξεχώριζε μια επιβλητική μορφή: ένας λευκοκέφαλος αετός που ανέμιζε τα φτερά του με υπνωτική αρμονία, σαν άξονας του ουράνιου πλήθους που έδειχνε να τον περιβάλλει και συνάμα να τον φοβάται.
Το αρχικό αίσθημα σιγουριάς είχε εξανεμιστεί και είχε δώσει τη θέση του στην αμφιβολία.
Τράβηξε όλες τις κουρτίνες και άνοιξε τα παράθυρα αφήνοντας τον φρέσκο αέρα να χυμήξει μέσα.
Ένα ελαφρύ αεράκι ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε σειρές από μισόκλειστα μάτια και ιδρωμένα βλέφαρα.
Ψυχρός αέρας κατέβαινε από το Αραχναίο και την περόνιαζε ως το κόκκαλο.
Σε όλη τη διαδρομή, από την Αθήνα ως την Επίδαυρο, ο αέρας μύριζε σχοίνα τσουρουφλισμένα από τη ζέστη.
Ο αέρας έπεσε όσο ξαφνικά είχε φουντώσει, αφήνοντάς τον να κοντανασαίνει.
Το αεράκι που μέχρι τότε χάιδευε το δέρμα του σα να δυνάμωσε μια ιδέα, μια στάλα. Μια μυρωδιά ώριμου ρετσινιού τού μπούκωσε τα ρουθούνια. Την επόμενη κιόλας στιγμή η αλλαγή στην ατμόσφαιρα έγινε αισθητή. Κρύος αέρας χύμηξε στο χώρο του θεάτρου φέρνοντας σκόνη από την αργολική γη.
Το πουκάμισό του πλατάγιζε στον αέρα, σαν σεντόνι πιασμένο με μανταλάκια στο μπουγαδόσκοινο. Τα μαλλιά του κυμάτιζαν στον αέρα σαν τις άλγες των βράχων κάτω απ’ το νερό.
Ο αέρας γύρω της σα να λιγόστεψε. Ένα κάψιμο απλώθηκε σε όλο της το κορμί.
Τα χρώματα είχαν μια διαύγεια που έκανε τα μάτια της να πονούν. Ο αέρας μια δριμύτητα που θα θυμόταν για πάντα.
«Αρχαία ρυάκια κυλούσαν αδιατάρακτα και λεύκες θρόιζαν στο πέρασμα του ανέμου. Ανέμενε κανείς, από στιγμή σε στιγμή…»
[Ένας γλάρος] καθόταν στις άκρες των φαγωμένων από το κύμα βράχων, δίπλωνε τα μεγάλα του φτερά, ξαπόσταινε για λίγο, τίναζε την αλμύρα από πάνω του και απογειωνόταν εκ νέου. Ο άνεμος ήταν σύμμαχος και οδηγός του.
Κάθε του βήμα ήταν ενάντια στον άνεμο που είχε αίφνης αγριέψει.
Τον είδε να απομακρύνεται κι άλλο, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της, λες και τον ρούφηξε ο ζεστός αέρας της νύχτας.
Λοιπόν, αυτός είναι άνεμος του βιβλίου.