Αν έπρεπε να συμπυκνώσουμε σε λίγες λέξεις τους Αιρετικούς, το νέο μυθιστόρημα του Λεονάρδο Παδούρα, μεταφρασμένο θαυμάσια στην ελληνική γλώσσα από τον Κώστα Αθανασίου, θα λέγαμε ότι είναι μια ωριμότατη και μεγαλόπνοη σύνθεση για την ιδέα της ελευθερίας και τη διαχρονική της δύναμη, μια αναζήτηση που ταξιδεύει τον αναγνώστη από την Αβάνα του εικοστού ως το Άμστερνταμ του δέκατου έβδομου αιώνα. «Γιατί η λαχτάρα για ελευθερία είναι αδιαχώριστη από τη μοναδικότητα του ανθρώπου, αυτού του πολύπλοκου θεϊκού δημιουργήματος» που παλεύει με την «μακάβρια πραγματικότητα» της Ιστορίας.
Ο Λεονάρδο Παδούρα στους Αιρετικούς οργανώνει, επί της ουσίας, μια συναρπαστική αφήγηση για την ανθρώπινη αρετή της ανυπακοής και αναθέτει πρωταγωνιστικό ρόλο στην «πιο ανυπάκουη ράτσα της δημιουργίας», τους Εβραίους. «Κι αυτό μας έχει κοστίσει ένα κάποιο τίμημα», όπως αποφαίνεται κάποια στιγμή ο Μενασέ Μπεν Ισραέλ μ’ ένα μείγμα αυτοσαρκασμού και πολιτισμικής ευστοχίας, επειδή «το χειρότερο δεν είναι ότι αμφισβητούμε τα πάντα, αλλά ότι θεωρητικοποιούμε αυτές τις αμφισβητήσεις». Ο 60χρονος κουβανός συγγραφέας δεν επέστρεψε απλώς δριμύτερος, επανήλθε μ’ ένα βιβλίο 800 σελίδων (στη διάρκεια της ανάγνωσης μπορεί να φαντάζουν και λίγες!) που αποδεικνύει τι μπορεί να κάνει και πού μπορεί να φτάσει ο ίδιος: τη συγγραφική του μαστοριά και τη διανοητική του ευρύτητα.
Οι Αιρετικοί είναι ένα καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό credο, ταυτοχρόνως όμως είναι ένα βαθύτατα πολιτικό κείμενο. Έχουν άλλωστε αναποδογυρίσει επαρκώς οι καιροί που όλοι πλέον συνειδητοποιούμε ότι τα ουσιαστικότερα πολιτικά κείμενα, τα καμωμένα από την ανήσυχη λογοτεχνία, δεν (μπορούν να) είναι στρατευμένα, ούτε απαραιτήτως να κραυγάζουν, ούτε αναγκαστικώς να καταγγέλλουν, ούτε, πρωτίστως, ν’ αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοια, αλίμονο. Αν στο προηγούμενο, εκπληκτικό μυθιστόρημά του Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, με αφορμή τη δολοφονία του Λέοντος Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ, ο Λεονάρδο Παδούρα έγραψε για τη μελαγχολική, συλλογική ματαίωση που προκάλεσε το παραστράτημα της ουτοπίας στον προηγούμενο αιώνα, στους Αιρετικούς επικεντρώνεται στο υποκείμενο της ελευθερίας, το άτομο, και στην ουσία της ελευθερίας, τη δυνατότητα του ατόμου να κάνει επιλογές στη ζωή: να είναι αυτόνομο και αυτεξούσιο, αναδεχόμενο έτσι στο ακέραιο την ευθύνη και το κόστος.
Θα έλεγε κανείς ότι, από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, ο Λεονάρδο Παδούρα έγραψε τόσο για την απώλεια της πίστης σ’ ένα επίπεδο συλλογικό όσο και για την αναγκαιότητα της ανάκτησής της τουλάχιστον σ’ ένα επίπεδο ατομικό και ότι, υπό το πρίσμα ενός υπαρξιακού ιδεαλισμού περισσότερο, συνέθεσε μια «αιρετική» πραγματεία για την πίστη από την ανάποδη, μια πίστη κοσμική, μια πίστη που ακριβώς διευρύνει τα όρια του ανθρώπου, τον ωθεί στην αυτοπραγμάτωσή του μέσα από την υπεράσπιση της ελεύθερης βούλησής του, και ασφαλώς δεν τον περιορίζει, όπως έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν με ανείπωτη σκληρότητα θρησκείες και ιδεολογίες (ή πολιτικά δόγματα).
Το μυθιστόρημα χωρίζεται βασικώς σε τρία (υποτίθεται διακριτά αλλά εναργώς συγκοινωνούντα) βιβλία: του Ντανιέλ, του Ελίας και της Ιουδήθ (η οποία, όπως ξέρουμε από τον πίνακα της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι, «με το στιλέτο στο χέρι, κόβει χωρίς οίκτο τον λαιμό του Ολοφέρνη») πριν η αφήγηση ολοκληρωθεί με το σύντομο κεφάλαιο «Γένεσις» όπου διαβάζουμε μια ολοζώντανη μαρτυρία (ο Λεονάρδο Παδούρα απλώς παραχωρεί με συγκλονισμό τον χώρο στον πραγματικό χρονικογράφο) για τη φρίκη μιας παλαιάς σφαγής στην Πολωνία, «μια ιστορία διώξεων, μαρτυρίου και θανάτου που είχαν υποστεί χιλιάδες Εβραίοι από τις ορδές των, μεθυσμένων από σαδισμό και μίσος, Κοζάκων και Τατάρων, ένα μακελειό που είχε ξεφύγει από κάθε όριο μεταξύ 1648 και 1653».
Οι «Αιρετικοί» αρχίζουν μια μέρα του 1939, όταν στο λιμάνι της Αβάνας φθάνει το πλοίο «Σεντ Λούις» από το Αμβούργο, στο οποίο επιβαίνουν περισσότεροι από εννιακόσιοι Εβραίοι που πίστεψαν ότι μπορούσαν να ξεφύγουν από τη ναζιστική θηριωδία του Ολοκαυτώματος. Ο μικρός Ντανιέλ Καμίνσκι, μαζί με τον θείο του Γιόζεφ, περιμένει εναγωνίως την αποβίβαση του πατέρα, της μητέρας και της αδελφής του. Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα καθυστερούν σκοπίμως, οι δυο τους τρέφουν την αυταπάτη ότι η αξία ενός μικρού πίνακα, έργο του Ρέμπραντ κατά τα φαινόμενα («η προσωπογραφία ενός νεαρού Εβραίου που έμοιαζε υπερβολικά με τη χριστιανική εικόνα του Μεσσία»), θα μπορούσε να σώσει τους αγαπημένους τους. Οι διεφθαρμένοι ιθύνοντες του νησιού όμως παίζουν ένα μακάβριο παιχνίδι με διαβατήρια, βίζες και μίζες και το πλοίο (εξαιτίας επιπρόσθετων περιπλοκών στη διεθνή πολιτική) επιστρέφει τελικώς όπως ακριβώς είχε έλθει από την Ευρώπη.
Το 2007 ο ζωγράφος Ελίας Καμίνσκι, ο γιος του Ντανιέλ Καμίνσκι, επιστρέφει στην Κούβα με σκοπό να ρίξει φως στο παρελθόν του πατέρα του (και σ’ ένα έγκλημα που βασάνιζε τον τελευταίο), όταν ο ίδιος μικρός καμβάς εμφανίζεται σε μια δημοπρασία στο Λονδίνο και αναμένεται να πωληθεί. Κάπου εκεί κάνει την εμφάνισή του και ο Μάριο Κόντε, ο πρώην αστυνομικός και νυν παλαιοβιβλιοπώλης, που αναλαμβάνει, με το αζημίωτο φυσικά, να αποδιώξει την συσσωρευμένη ομίχλη του παρελθόντος και να βρει την άκρη στην υπόθεση. Ποιος όμως ήταν ο νεαρός άνδρας που απεικονιζόταν στον μικρό πίνακα που αποδίδεται στον Ρέμπραντ, τον μεγάλο Δάσκαλο;
Το ερώτημα απαντάται από τη στιγμή που μεταφερόμαστε στο Άμστερνταμ της δεκαετίας του 1640, όπου «ζούσαν οι περισσότεροι ζωγράφοι και όπου ζωγράφιζαν και πουλούσαν τους περισσότερους πίνακες», μια πολύβουη πόλη – ακόμη και οι εκτελέσεις γίνονταν με συνοπτικές διαδικασίες για να μην παρακωλύεται το συνεχές εμπόριο – στην οποία, ωστόσο, «το να απολαμβάνει κανείς ελευθερία ιδεών και πίστης είχε καθιερωθεί ως το πλέον πολύτιμο αγαθό στο οποίο είχαν δικαίωμα όλοι όσοι ζούσαν εκεί, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων του Ισραήλ», γι’ αυτό και το Άμστερνταμ εθεωρείτο μια «Νέα Ιερουσαλήμ». Ο Ελίας Αμπρόσιους δε Άβιλα ξεροσταλιάζει έξω από το σπίτι με την «πράσινη πόρτα». Ανυπομονεί «να εφαρμόσει την ελεύθερη βούλησή του», να μάθει την τέχνη της ζωγραφικής δίπλα στον Δάσκαλο, να γίνει μαθητής του, να μπει στο εργαστήριό του. Ο Λεονάρδο Παδούρα περιγράφει με ζωηρά χρώματα πώς η έλξη για το απαγορευμένο που ταυτίζεται με την εσώτερη επιθυμία – ο νεαρός Εβραίος «παραβιάζει τη δεύτερη εντολή που είναι γραμμένη στις πλάκες» εφόσον ζωγραφίζει – καθίσταται υπέρβαση και γίνεται πεπρωμένο.
Γιατί, όπως του λέει σ’ ένα άλλο σημείο ο Μενασέ Μπεν Ισραέλ, «ο θάνατος δεν ισοδυναμεί με το τέλος» αλλά «αυτό που οδηγεί στον θάνατο είναι η εξάντληση των πόθων και των αγωνιών». Τον Ελίας Αμπρόσιους τον περιμένει, βέβαια, ο αφορισμός (όπως συνέβη και με τον φιλόσοφο Μπαρούχ Σπινόζα την επόμενη δεκαετία) και η επακόλουθη φυγάδευσή του από το νέο τόπο (των ήδη εκπατρισθέντων από την Ισπανία) Σεφαραδίμ στην Κεντρική Ευρώπη των Ασκεναζίμ. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, στην Κούβα του 2008, σε μια Αβάνα που βιώνει ακόμη τις συνέπειες της «ατέλειωτης Κρίσης», ο Μάριο Κόντε αναλαμβάνει και πάλι δράση όταν η Τζούντι εξαφανίζεται. Για τη νεαρά ίμο «η αστυνομία λέει ότι δεν εμφανίζεται επειδή σίγουρα προσπάθησε να φύγει με κάποια αυτοσχέδια σχεδία και πνίγηκε στη θάλασσα» προσπαθώντας να φτάσει στο γειτονικό (και εν γένει αντιπολιτευτικό για το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο) Μαϊάμι.
Κάπως έτσι ο Μάριο Κόντε έρχεται αντιμέτωπος με πράγματα που μέχρι πρότινος του ήταν άγνωστα, με τη νεολαιίστικη πανίδα της Αβάνας, με «την απώλεια των αξιών, των σημείων αναφοράς, την εξάντληση των αξιόπιστων μοντέλων και προσδοκιών για το μέλλον, η οποία διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία ή σχεδόν ολόκληρη»… «Αυτή είναι η μαλακία, τα ναρκωτικά» λέει ένας πρώην συνάδελφος του Κόντε στην αστυνομία καθώς αρχίζει η νέα έρευνα. Και ο Κόντε αναλογίζεται λίγο μετά, κάνοντας το λογαριασμό για τον εαυτό του και τον τόπο του, πώς «μας γάμησαν τόσο τη ζωή με τη θυσία, το μέλλον, το ιστορικό πεπρωμένο και το ένα παντελόνι τον χρόνο»… Οι «Αιρετικοί» του Λεονάρδο Παδούρα είναι ένα φιλόδοξο έργο, ένα από τα σημαντικότερα ως σήμερα μυθιστορήματα του κουβανού συγγραφέα ο οποίος την περίοδο αυτή γράφει τη νέα περιπέτεια του Μάριο Κόντε…