Ο Αμερικανός συγγραφέας μιλάει για το μυθιστόρημά του Αυτό που σου ανήκει και εξηγεί γιατί η σαρκική επαφή είναι ένας λυρικός τόπος
Στο πρώτο από τα τρία μέρη του πολυσυζητημένου μυθιστορήματός του, ο Γκαρθ Γκρίνγουελ αφηγείται σε ανώνυμο πρώτο πρόσωπο την περιπέτεια της γνωριμίας του με τον Μίτκο, στις δημόσιες τουαλέτες του Εθνικού Μεγάρου Πολιτισμού της Σόφιας. Το δεύτερο μέρος, μια χειμαρρώδης καταγραφή χωρίς αλλαγή παραγράφων, μας μεταφέρει στην παιδική και εφηβική ηλικία του αφηγητή, ενώ στο τρίτο μέρος ο συγγραφέας ξαναπιάνει το νήμα της προβληματικής σχέσης του με τον Μίτκο.
Σκέφτηκα να ξεκινήσουμε μιλώντας για το σεξ.
Τέλεια. Είναι, άλλωστε, το αγαπημένο μου θέμα.
Το μυθιστόρημά σας καταπιάνεται με το σεξ και την ερωτική επιθυμία, και συχνά θεωρούμε ότι τα δυο αυτά πράγματα είναι ένα και το αυτό, εσείς, όμως, στην ιστορία σας, τα κρατάτε συχνά ξέχωρα το ένα από το άλλο.
Ίσως αυτό να έχει να κάνει με το μεγάλωμά μου, ως ομοφυλόφιλο παιδί, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στο Κεντάκι. Θυμάμαι πολύ καθαρά να σκέφτομαι διαρκώς το σεξ όταν ήμουν δώδεκα-δεκατριών χρονών και να καταλαμβάνομαι από μια έντονη επιθυμία που τότε ήμουν σίγουρος ότι ποτέ δεν θα κατόρθωνα να πραγματώσω. Θυμάμαι που αναρωτιόμουν: Θα καταφέρω άραγε να κάνω κάτι από όλα αυτά που φαντάζομαι; Θα βρω ποτέ κάποιον με τον οποίο να μπορέσω να τα κάνω; Τότε, πίστευα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει ο κόσμος να υλοποιήσω τις επιθυμίες μου. Κι έτσι, διαχωρίστηκε η επιθυμία από το σεξ. Κι όταν τελικά έκανα σεξ, ανακάλυψα ότι ο κόσμος έδινε χώρο στις επιθυμίες αυτές να εκφραστούν σε περίεργα μέρη, μέρη που δεν είναι ακριβώς συνυφασμένα στο νου μας με τον σαρκικό πόθο – όπως οι δημόσιες τουαλέτες ή τα δημόσια πάρκα, μέρη στα οποία κυκλοφορούν πολλά, ανώνυμα σώματα, οπότε ο πόθος αυτός γίνεται απρόσωπος, δε συγκεκριμενοποιείται.
Πρόκειται για ένα βίωμα το οποίο υπογραμμίζει ο αφηγητής του βιβλίου. Όταν μιλάει για την ενηλικίωσή του ως ομοφυλόφιλου στα πάρκα όπου ψωνιζόταν και για τις πρώτες του σεξουαλικές εμπειρίες, η λέξη που χρησιμοποιεί είναι η λέξη “περιστασιακό” – ήταν ένα είδος σεξ που συνδέεται με την ιδέα της ελευθερίας αλλά και της ντροπής ταυτόχρονα. Φαίνεται πράγματι ότι η γενετήσια πράξη και ο πόθος είναι δυο διαφορετικά πράγματα γι’ αυτόν, ότι απλούστατα δεν θεωρεί δεδομένο ότι η επιθυμία του συνοδεύεται και από την άδεια να την υλοποιήσει. Γι’ αυτόν, η ερωτική επιθυμία ήταν ανέκαθεν μια εμπειρία αποκλεισμού, η αίσθηση ότι τα πράγματα που λαχταρά δεν μπορεί να τα αποκτήσει. Κι έτσι, όταν πρωτογνωρίζει τον Μίτκο και ο νεαρός του δίνει να καταλάβει ότι μπορεί να τον κάνει δικό του, με αντίτιμο απλώς ένα χρηματικό ποσό, ο ήρωας δυσκολεύεται στην αρχή να πιστέψει ότι είναι τόσο απλή και εύκολη η πρόσβαση σε αυτό που διακαώς ποθεί.
Ύστερα, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται, γιατί ο Μίτκο είναι φυσικά κι αυτός ένα ανθρώπινο πλάσμα. Αυτό που υπόσχεται η πορνεία, ότι δηλαδή το σεξ μπορεί να είναι ένα εξαγοράσιμο αγαθό, ο αφηγητής το απολαμβάνει αρχικά, στην πορεία, όμως, υπεισέρχεται στην εξίσωση η υπόσταση του άλλου. Το πιο ενδιαφέρον στη σχέση ανάμεσα στον Μίτκο και τον αφηγητή, είναι, νομίζω, το γεγονός ότι αυτό που αρχικά μοιάζει με μια εμπορική συναλλαγή – σου δίνω αυτό, μου δίνεις εκείνο – μετατρέπεται ολοένα σε κάτι πολύ πιο πολύπλοκο και δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ τα ναρκισσιστικά αφηγήματα των μυθιστοριογράφων του δέκατου ένατου αιώνα – του Μπαλζάκ, του Ζολά – στα οποία η σεξουαλικότητα μιας πόρνης γίνεται απλώς ένα εργαλείο μέσω του οποίου ο κεντρικός ήρωας διερευνά τη δική του μοίρα και εσωτερική ζωή. Όμως, η αρσενική πόρνη της δικής σας ιστορίας έχει έναν καθ’όλα πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Πιστεύετε ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, ως γκέι άντρας δεν κινδυνεύετε να υποπέσετε σε ανδρικά στερεότυπα;
Εκτός του πλαισίου της μυθοπλασίας, το ζήτημα του αγοραίου έρωτα είναι απείρως περίπλοκο και πολυδιάστατο. Κάτι στο οποίο διαφέρει ο συγκεκριμένος αφηγητής από τους άλλους που αναφέρατε, είναι ότι στα βιβλία εκείνων των συγγραφέων, ο ετεροφυλόφιλος αφηγητής έχει την πεποίθηση πως η σεξουαλική του επιθυμία είναι κατά κάποιο τρόπο δικαιωματική, με αποτέλεσμα να μπορεί να απλώσει το χέρι και να πιάσει το αντικείμενο του πόθου του όποτε το θελήσει. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ένας ομοφυλόφιλος θα μπορούσε να αισθάνεται το ίδιο, γιατί κατά τη γνώμη μου, η εμπειρία της επιθυμίας είναι εξαρχής συνυφασμένη με αυτήν της απαγόρευσης και του αποκλεισμού. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για έναν γκέι συγγραφέα της δικής μου γενιάς και του δικού μου τόπου καταγωγής.
Πώς χειριστήκατε εσείς την απόδοση των τολμηρών σεξουαλικών σκηνών; Είχατε την τάση να τις εξωραϊσετε;
Ναι, αρκετές φορές. Πίστευα ότι ήμουν πολύ καλός στην περιγραφή τους, αλλά η επιμελήτριά μου με βοήθησε να καταλάβω πόσο συχνά κατέφευγα ασυναίσθητα στις μεταφορές. Στις σκηνές αυτές, μου σημείωνε συχνά στο περιθώριο ερωτήσεις όπως, Τι ακριβώς κάνουν στ’ αλήθεια αυτά τα δύο σώματα; Τι συμβαίνει πραγματικά σε φυσικό επίπεδο; Πρέπει ο αναγνώστης να είναι σε θέση να το δει αυτό καθαρά κι όχι να προσπαθεί να το φανταστεί.
Ωστόσο, μου αρέσει να γράφω για το σεξ, επειδή θεωρώ πως είναι ένας τόπος όπου το φυσικό και το μεταφυσικό γειτνιάζουν ουσιαστικά. Σύμφωνα με τα δικά μου βιώματα, και στη λογοτεχνία και στην αληθινή ζωή, πρόκειται για την μοναδική εκείνη περίσταση όπου, ιδανικά πάντα, δίνεις την αμέριστη προσοχή σου σε έναν άλλο άνθρωπο εκτός από σένα, ενώ την ίδια στιγμή διεισδύεις όσο το δυνατόν πιο έντονα στο δικό σου εσωτερικό. Η σαρκική επαφή είναι για μένα σχεδόν ό,τι και ο τόπος της ποίησης: ένας λυρικός τόπος. Παραδείγματος χάρη, ένα από τα πιο συναρπαστικά στοιχεία της προφορικής ποίησης αποτελεί το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα δημόσια και ιδιωτική, ότι κατευθύνεται προς τα έξω, και παράλληλα προς τα μέσα. Η εμπειρία μου από το σεξ και ιδίως από το ψωνιστήρι, το οποίο επίσης λαμβάνει χώρα σε μέρη που είναι δημόσια και ιδιωτικά μαζί, ήταν μια εκπαίδευση στην ποίηση.
Θα πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι το μεταφυσικό κομμάτι του σεξ εδώ, το κομμάτι της μεταφοράς, προέρχεται αποκλειστικά από την οπτική γωνία του αφηγητή;
Ο αφηγητής κατατρύχεται σε όλη τη διάρκεια από εκείνο το μέγα σολιψιστικό ερώτημα του κατά πόσον είναι ποτέ δυνατό να μοιραστούμε οποιαδήποτε προσωπική μας εμπειρία με κάποιον άλλο. Πώς γίνεται να είμαστε ποτέ σίγουροι; Αυτό, όπως ισχυρίζεται έμμεσα ο αφηγητής, ισχύει για κάθε σχέση μεταξύ δυο ατόμων, είτε υπάρχει φαινομενικά κάποιο δούναι και λαβείν είτε όχι. Ποτέ δεν έχουμε απόλυτη πρόσβαση στην εμπειρία του άλλου. Κάθε φορά που πιστεύουμε ότι μοιραζόμαστε μια εμπειρία με κάποιον, κατά βάθος κάνουμε μια υπέρβαση, ένα άλμα πίστης.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όταν ο κεντρικός ήρωας πιστεύει ότι μοιράζεται μια εμπειρία μ’ ένα συνομήλικό του αγόρι και τελικά προδίδεται. Και η προδοσία αυτή γεννά με τη σειρά της μια σειρά από άλλες.
Έτσι είναι, πράγματι. Θα έπρεπε καταρχήν να πω ότι κάθισα να γράψω αυτό το βιβλίο χωρίς να συνειδητοποιώ ότι έγραφα μυθιστόρημα. Τελειώνοντας τη νουβέλα του «Μίτκο», θεώρησα ότι είχε ολοκληρωθεί η ιδέα. Δεν σκόπευα να γράψω το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας. Σχεδίαζα να γράψω κάτι εντελώς διαφορετικό, ίσως μια ποιητική σύνθεση. Ύστερα, όμως, καταλήφθηκα από τη φωνή μέσα μου, και το γράψιμο αυτού του μέρους δεν έμοιαζε με καμιά προηγούμενη συγγραφική μου εμπειρία. Έγραφα σε κομματάκια χαρτιών, πάνω σε αποδείξεις. Σαν να έπρεπε να είναι σκουπίδια, για να μπορέσουν να καταγραφούν. Έπρεπε να είναι μίας χρήσης. Συνήθως χρησιμοποιώ κάτι σπιράλ σχολικά τετράδια, που προσδίδουν στο γράψιμο μια προσωρινότητα, σαν να μην είναι αυτό που γράφεις κάτι πολύ σημαντικό. Κι αυτά, όμως, ακόμη, μου έμοιαζαν πολύ μόνιμα για το δεύτερο κεφάλαιο. Εγώ ακολουθούσα μόνο εκείνη τη φωνή, μια φωνή οργισμένη. Μόνο καθώς συνέτασσα το κεφάλαιο αυτό συνειδητοποίησα ότι επιχειρούσα να εξηγήσω κάποια από τα περίεργα στοιχεία που παρουσιάζει ήδη ο αφηγητής στο πρώτο μέρος.
Ένα από αυτά είναι πως ισχυρίζεται ότι μας λέει τα πάντα, κι αναφέρει κάποια στιγμή: δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, η όλη φύση μου κλίνει προς την εξομολόγηση. Με λίγα λόγια, σας εκμυστηρεύομαι τα πάντα. Στην ουσία, όμως, αποκρύπτει. Με διάφορους τρόπους προσπαθεί να μη μας αφήσει να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει. Έχει βρει τρόπους αυτοπροστασίας, ώστε να μην είναι απόλυτα διαθέσιμος ούτε στον αναγνώστη, ούτε στον Μίτκο, ούτε σε κανέναν άνθρωπο στη ζωή του.
Το δεύτερο αυτό τμήμα του βιβλίου, είναι η απόπειρά του να κατανοήσει πώς έγινε αυτός που βλέπουμε στο πρώτο κεφάλαιο. Και πράγματι πιστεύω ότι, όπως λέτε, έγινε αυτός ο άνθρωπος μέσα από διάφορες προδοσίες, από μια συγκεκριμένη προδοσία: ενώ πίστευε ότι μοιραζόταν απόλυτα μια εμπειρία με έναν άλλο, δεν ήταν τελικά έτσι τα πράγματα. Το μεσαίο αυτό τμήμα αφηγείται δύο μεγάλες ιστορίες: την ιστορία της σχέσης του με τον πατέρα του κι αυτήν της σχέσης του με τον καλύτερό του φίλο. Είναι και οι δυο σχέσεις μιας σαρωτικής επιθυμίας, που όχι μόνο του την αρνούνται και δεν κατορθώνει να την ικανοποιήσει, αλλά και που τον οδηγεί τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Είναι μια επιθυμία που μετατρέπει τον ίδιο σε πρόσωπο ανεπιθύμητο.
Βλέπουμε ότι συχνά συνυπάρχουν μέσα του η ντροπή και η χαρά.
Στο τρίτο μέρος, μιλά μεταξύ άλλων για τις πρώτες του σεξουαλικές εμπειρίες οπότε κι άρχισε να ψωνίζεται – και είναι εμπειρίες ευχαρίστησης, μεγάλης απελευθέρωσης, αλλά και της αίσθησης του ανήκειν σε μια κοινότητα. Δεν θέλω να περιγράψω αυτούς τους χώρους συνευρέσεων ως τόπους ντροπής, γιατί δεν είναι. Ο αφηγητής τους βιώνει ως μέρη που τον προστατεύουν από ένα συγκεκριμένο είδος οικειότητας – κυρίως λόγω διάρκειας, εφόσον οι επαφές αυτές δεν χρειάζεται να διατηρηθούν επί μήνες ή χρόνια, ούτε κι ο ίδιος να αποκαλύψει τον εαυτό του σε κάποιον άλλο πέρα από το χώρο και το χρόνο μιας τέτοιας μεμονωμένης επαφής. Υπό μία έννοια, λοιπόν, διαπιστώνει ότι τα μέρη όπου ψωνίζεται του προσφέρουν εύκολη πρόσβαση στο σεξ, εύκολη πρόσβαση σε άλλους ανθρώπους, η οποία είναι, όμως, περιορισμένης διάρκειας και άρα υπό τον έλεγχό του.
Στον επίλογο του πρώτου μέρους, ο αφηγητής κατεβαίνει στην παραλία, αγναντεύει την απέραντη θάλασσα και βιώνει την ορμή της σαν μια δύναμη που κινδυνεύει να τον συμπαρασύρει. Έτσι τον κατακλύζει και ο πόθος που νιώθει για τον Μίτκο, με αποτέλεσμα να τον αντιλαμβάνεται ως απειλή, ως πιθανή εκμηδένιση. Αντίθετα, τα μέρη όπου συνήθως συχνάζει, όπως οι δημόσιες τουαλέτες στην αρχή του βιβλίου, του προσφέρουν μια ψευδαίσθηση αυτοπροστασίας ενάντια σε τέτοιου είδους ανεξέλεγκτες δυνάμεις.
Και σε σωματικό και σε συναισθηματικό επίπεδο.
Ναι, ακριβώς. Η ζωή τού έχει διδάξει ένα συγκεκριμένο μάθημα σχετικά με την ερωτική του επιθυμία, κι είναι ένα μάθημα το οποίο μπορεί ίσως να αμφισβητήσει αλλά ποτέ να ξεμάθει. Έχει διδαχτεί να καταπνίγει τον πόθο, να του φέρνει απόλυτη αντίσταση. Κι αυτό το μάθημα δεν του το έχει διδάξει μόνο η πατρική απόρριψη αλλά και η απόρριψη της ευρύτερης κοινωνίας. Σε κάποιο σημείο αναφέρει πως όταν μεγάλωνε στο Κεντάκι, στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, η έννοια ενός ομοφυλόφιλου όπως εκείνος ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την ασθένεια του AIDS. Κατά συνέπεια, ο τρόπος που ο ίδιος βιώνει τη σεξουαλική επιθυμία είναι κι αυτός συνυφασμένος με τις τρομερές της επιπτώσεις.
Ο αφηγητής την αισθάνεται σαν ένα είδος τιμωρίας.
Ναι, κι αυτό κάνει την ερωτική επιθυμία ένα συναίσθημα από το οποίο οφείλει να προφυλάσσεται. Γι’ αυτό, το ψωνιστήρι χαρίζει για λίγο την εκστατική αγαλλίαση της απομάκρυνσης αυτού του φόβου – που βεβαίως ακολουθείται από ακόμη μεγαλύτερο φόβο. Για τον αφηγητή, η επιθυμία μοιάζει να κρύβει το κλειδί προς τον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα είναι μια τρομακτική δύναμη, ικανή να τον συντρίψει. Ένας γκέι συγγραφέας που εκτιμώ πολύ, ο Ντένις Κούπερ, μιλάει συχνά γι’ αυτή τη διττή ιδιότητα της σαρκικής επιθυμίας, πως είναι δηλαδή πηγή ελευθερίας και απόδρασης αλλά ταυτόχρονα και πηγή ολέθρου. Κι αν πάμε ακόμα πιο πίσω, φτάνουμε σε συγγραφείς όπως ο Μπατάιγ, τον οποίο λατρεύω, ή ο Ντε Σαντ, τον οποίο αντιπαθώ. Υπάρχει μια ταύτιση του σώματος, του βιώματος του σαρκικού πόθου με την πηγή κάθε μεταφυσικής.
Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου είναι χειμαρρώδες, σαρωτικό.
Ήταν τρομακτική και η εμπειρία της συγγραφής του. Δυσκολεύτηκα πολύ να το γράψω και αφιέρωσα πολύ χρόνο στην επεξεργασία του. Όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη του μορφή, που ήταν πολύ πιο μακροσκελής από την παρούσα, το δακτυλογράφησα, το εκτύπωσα και το έκρυψα σ’ ένα συρτάρι. Για πολύ καιρό δεν άντεχα ούτε να το βγάλω έξω να το ξαναδιαβάσω, σχεδόν με αρρώσταινε.
Γιατί αποφασίσατε να γράψετε το δεύτερο αυτό μέρος ως μια αδιάσπαστη παράγραφο;
Δεν ήταν συνειδητή η επιλογή, το έκανα ασυναίσθητα και μόνο όταν τελείωσα, αντιμετώπισα το ζήτημα του χωρισμού του κειμένου σε παραγράφους. Το αποπειράθηκα, μα ήταν αδύνατο, επειδή η εμπειρία που βιώνει ο αφηγητής είναι ακριβώς αυτή μιας κατακλυσμιαίας επίθεσης του παρελθόντος. Η μία και μοναδική παράγραφος, λοιπόν, μοιάζει με μια λύση που επιτρέπει διαφορετικά στρώματα πυκνότητας, στα οποία μπορεί ο αφηγητής άλλοτε να καταδύεται κι άλλοτε να αναδύεται. Υπάρχει, δηλαδή, η παρούσα στιγμή, οπότε και περπατάει σε αυτή την απέραντη χωματερή, από αυτές που βλέπεις συχνά όχι μόνο στη Βουλγαρία αλλά και σε όλη τη μετασοβιετική ανατολική Ευρώπη, κι ενώ προχωράει, πέφτει κάθε τόσο σε αυτά τα διάφορα στρώματα της μνήμης, που είναι με τη σειρά τους στάδια τραυματικά.
Το κείμενο δίχως παραγράφους έχει τη δική του παράδοση στη μυθιστοριογραφία – πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, αυτή του Τόμας Μπέρνχαρντ, αλλά και του ομοφυλόφιλου Κουβανού συγγραφέα Ρεινάλντο Αρένας. Θεωρώ ότι η μέθοδος αυτή δηλώνει ευθύς στον αναγνώστη ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει κάποιες δεδομένες προσδοκίες του σχετικά με την εμπειρία της ανάγνωσης ούτως ώστε να μπορέσει να έχει πρόσβαση σε αυτό που λέγεται. Στην αρχή, σε βρίσκει απροετοίμαστο και σε αποπροσανατολίζει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε αιφνιδιάζει επίσης, επειδή ο αφηγητής, που στο πρώτο μέρος ήταν τόσο περίκλειστος, ξαφνικά αφήνει τα συναισθήματά του τελείως εκτεθειμένα (ενώ στο τρίτο μέρος, μαζεύει πάλι τα χαλινάρια του εαυτού του).
Για μένα δεν υπήρχε εν τέλει άλλος τρόπος να αποδοθεί αυτή η εμπειρία της πλήρους άφεσης των ορίων. Είναι παράξενο αυτό που θα πω, αλλά ο συγκεκριμένος αφηγητής δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξιοπρέπειά του.
Γιατί λέτε πως είναι παράξενο;
Ε, γιατί όπως και να το κάνουμε, οι δημόσιες τουαλέτες του Εθνικού Μεγάρου Πολιτισμού της Σόφιας είναι ένα παράξενο μέρος για να αναζητήσει κανείς την αξιοπρέπεια. Μπορεί να το λέω αυτό, κι όμως πιστεύω ότι οι ανθρώπινες ψυχές που συχνάζουν εκεί έχουν δικαίωμα στην αξιοπρέπεια εξίσου όσο και όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Όμως, ο αφηγητής βασανίζεται από μια βαθιά ριζωμένη αισχύνη και κατά συνέπεια είναι έντονα προσκολλημένος στην ιδέα της αξιοπρέπειας. Η προσκόλληση αυτή εκδηλώνεται στη μορφή που δίνει στις φράσεις του. Προσπαθεί να ακολουθεί την παράδοση της υψηλής πυκνότητας της φράσης – τρανότερο παράδειγμα η λαμπρή γραφή του Χένρυ Τζέιμς – χρησιμοποιώντας τη ως εργαλείο ελέγχου. Αυτός τουλάχιστον είναι ο στόχος του. Όμως, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όλη αυτή η προσπάθεια συγκράτησης και εξωραϊσμού κάνει φτερά. Οι προτάσεις επανειλημμένα προδίδουν τους γραμματικούς ή συντακτικούς κανόνες, η γλώσσα γίνεται κυρίως λειτουργική. Είναι κι αυτό μέρος της εμπειρίας που ζει από το ξύπνημα του παρελθόντος, το οποίο έρχεται καταπάνω του με μια σφοδρότητα που του είναι αδύνατο να ελέγξει και από την οποία αδυνατεί να προφυλαχτεί.
Το μυθιστόρημα αυτό πήγασε από την αληθινή προσωπική εμπειρία της μετάβασής μου σε έναν τόπο μακρινό και άγνωστο. Ως ξένος στη Βουλγαρία, μια χώρα που δεν συνηθίζουν να διαλέγουν για τόπο έστω και προσωρινής διαμονής πολλοί ξένοι, μαθαίνεις γρήγορα να έρχεσαι αντιμέτωπος με κάποια ερωτήματα. Ένα από αυτά είναι, “Ποιο είναι το πιο περίεργο πράγμα σχετικά με αυτή τη χώρα;” Η δική μου απάντηση είχε πάντα να κάνει με το πόσο πολύ μου θύμιζε η Βουλγαρία τη γενέτειρά μου, το Κεντάκι. Κατά κάποιο τρόπο, όλη η μέχρι τώρα ζωή μου ήταν μια απόπειρα απόδρασης από την παιδική μου ηλικία. Τους πρώτους μήνες στην Βουλγαρία, μόλις που μπορούσα να μιλήσω τη γλώσσα. Έκανα διαρκώς παραστρατήματα σε κοινωνικό επίπεδο, επειδή δεν καταλάβαινα τα ήθη και τα έθιμα. Όταν, όμως ανακάλυψα, τυχαία εντελώς, αυτό το χώρο μυστικών συναντήσεων, τις τουαλέτες του Εθνικού Μεγάρου Πολιτισμού, ήταν σαν να απόκτησα ξαφνικά απόλυτη ευχέρεια στη συνεννόηση. Οι κώδικες επικοινωνίας ήταν πέρα για πέρα ίδιοι. Μπορούσα να μεταδώσω με ακρίβεια αυτό που ήθελα να πω. Τα πάντα ήταν ευανάγνωστα, κατανοητά. Κι όταν άρχισα να γνωρίζω και να συγχρωτίζομαι με γκέι άντρες στη Βουλγαρία, στη Σόφια εδικά, διαπίστωσα ότι είχαν τον ίδιο στενό ορίζοντα προοπτικών όπως και οι άντρες που γνώριζα στα πάρκα του Κεντάκι. Η διαμονή μου στη Βουλγαρία με επέστρεψε μεμιάς στα εφηβικά μου χρόνια, μόλις εντόπισα αυτή τη σύνδεση ανάμεσα στην εμπειρία της ομοφυλοφιλίας εκεί και στα μέρη όπου εγώ μεγάλωσα. Νομίζω ότι αυτή η ταύτιση που συντελέστηκε μέσα μου ήταν που έδωσε και το έναυσμα για το γράψιμο του βιβλίου.
*Η συνέντευξη του Γκαρθ Γκρίνγουελ στη Νικόλ Ρούντικ δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του αμερικανικού περιοδικού The Paris Review (Ιανουάριος 2016). Μετάφραση από τα αγγλικά: Τόνια Κοβαλένκο.