Μια μικρή αυτοβιογραφία της Μαρίας Κουγιουμτζή.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1945. Η μητέρα μου θρακιώτισσα πρόσφυγας, μας μεγάλωνε, εμένα και τον αδερφό μου, χήρα, ξενοπλένοντας, όταν σταματούσε από τα καπνά. Ξεθεωμένη απ’ τη δουλειά, με τη γλυκιά μυρωδιά του καπνού στο δέρμα και τη σκοτεινιά της στάχτης στα νύχια, με τάιζε άγρια παραμύθια και δημοτικά τραγούδια. Το Τραγούδι του νεκρού αδερφού με στιγμάτισε. Από την ασιτία δεν περπατούσα, πετούσα. Ονειροπόλα, χωρίς επιθυμίες, τα απολάμβανα όλα μέσω της υπέρβασης. Ο κόσμος άχνιζε γύρω μου.
Γρήγορα η φύση μου αυτή με οδήγησε στις σελίδες των βιβλίων. Ερωτεύτηκα τα φτερά τους. Το ίδιο ονειροπόλος κι ο αδερφός μου, πιάνοντάς με τρυφερά από το χέρι, μου έμαθε να αγαπώ τις πτήσεις των ποιητών και των μουσικών, μου έμαθε να πετάω.
Καθημερινές πτήσεις στα τοπία των Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Προυστ και όλων των σκοτεινών αγγέλων του είδους, στους πίνακες του Πικάσο, του Νταλί, στις μουσικές του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του μοναδικού και εξαίσιου Διονύση Σαββόπουλου, στην ποίηση Ρίτσου, Εμπειρίκου, Χριστιανόπουλου, στις φωνές Νίνου, Μπέλλου, Νταντωνάκη, Μπαλιστρέρι, Μπαέζ και της Μπίλι Χόλιντεϊ, της μικρόσωμης νέγρας με τα σπασμένα φτερά.
Ταυτόχρονα, με τη γειτόνισσά μου Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, ποιήτρια της σκοτεινής ζωής των αισθήσεων, και της αγάπης των καθημερινών σεμνών και ταπεινών πραγμάτων, ατέλειωτα ταξίδια στις σελίδες της ποίησης.
Μετά γνώρισα τη Ζωή Καρέλλη. Περνούσαμε με την Αγαθοπούλου μέρες κι απογεύματα στη Γραβιάς, μέσα στην ποιητική έξαψη της σκέψης και της σοφίας της. Βαριά η σκιά της. Ύστερα ήρθε η μεγάλη δίνη, ο θαυμασμός της ποίησης και της μοναδικής προσωπικότητας της Δημουλά. Ήτανε τόσο ορμητικός, που τον σεβάστηκε και μ’ άφησε να την πλησιάσω. Το πάθος της για τη ζωή σού κόβει την ανάσα. Αυτό είναι που σαγηνεύει ακόμα και τους αδαείς θαυμαστές της. Δεν χρειάζεται να ξέρεις, όπως δεν ξέρει ο απλός άνθρωπος που μένει ενεός μπροστά σ’ ένα αρχαίο άγαλμα. Η ομορφιά από μόνη της σε καθηλώνει.
Διά μέσου της Δημουλά γνώρισα τον Μάρκο Μέσκο, άλλο βαρύ κεφάλαιο της ποίησης. Με την επιμονή του να συμβαδίζει ο ποιητής με το έργο του, την ηθική κι ανυποχώρητη ακεραιότητά του. Την τρυφερή αγάπη του στους αδικοχαμένους, στην ιερή θεότητα της φύσης. Νωρίτερα η σύντομη θητεία μου πλάι στον Πεντζίκη, ενίσχυσε την τάση μου προς το μυθικό, το μη υλικό, το αχειροποίητο. Πιστεύω πως η μεγαλύτερη, η πιο σπουδαία ιδέα όταν γίνεται πράξη, όταν αποκτά ύλη, εκφυλίζεται, μολύνεται ακόμα κι όταν βοηθάει. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τις προσπάθειες, τις προβλέπει.
Σκέπτομαι πως η πραγματικότητα ακόμα και στις πιο ωραίες στιγμές της είναι βαριά από το χώμα του θανάτου. Στον μύθο πνέει το αεράκι της αιωνιότητας. Εκείνο που σου επιτρέπει να λες πως υπάρχει κάπου λίγο από το χώμα που έπλασε ο Θεός τον Αδάμ. Αγγίζοντας με τη νόησή σου αυτό το χώμα, αγγίζεις τον άνθρωπο που μέσα μας επαναλαμβάνεται συνεχώς. Σ’ αυτό το άγγιγμα ο θάνατος οπισθοχωρεί, χάνει το μέγεθός του.
Προηγήθηκε ο θαυμασμός μου για τους προσωκρατικούς, τις αρχαίες τραγωδίες, τα μαθηματικά, την αστροφυσική, εδώ η έλλειψη ειδικών γνώσεών με αφήνει άφωνη από δέος στην πολυπλοκότητα του έξω και έσω σύμπαντος κόσμου. Οι φυσικοί νόμοι, ενώ είναι νόμοι, δεν σε δεσμεύουν, σε ελευθερώνουν. Όχι μέσω του τυχαίου αλλά μέσω της απροσδιοριστίας. Της πληθώρας των κινήσεων, όχι της επιλογής αλλά των αλληλοεπιδράσεων. Γι’ αυτό μίλησα για τους ανθρώπους που γνώρισα. Η μαγική κίνηση των φτερών τους χάραξε τον ψυχισμό μου. Βέβαια πιστεύω πως κάτι προϋπάρχει. Όπως πιστεύω στην έμπνευση. Η έμπνευση που έρχεται από μια λέξη, μια εικόνα, μια ιδέα, είναι όπως το σωματίδιο του Χιγκς, που, ενώ δεν έχει μάζα, καθώς συγκρούεται μ’ ένα άλλο σωματίδιο, του δίνει μάζα και αποκτά και το ίδιο. Μ’ αυτό τον τρόπο μια εικόνα, μια λέξη, μια ιδέα, δίνει σώμα σ’ ένα ποίημα, σ’ ένα διήγημα, σ’ ένα μυθιστόρημα. Εγώ τουλάχιστον έτσι λειτουργώ, μιας και η μόρφωση και οι γνώσεις μου είναι περιορισμένες. Άλλωστε η φαντασία είναι μια ικανότητα του εγκεφάλου ιδιαίτερα δραστήρια και επωφελής.
Θυμάμαι όταν ο αδερφός μου με γνώρισε στον ποιητή Γιώργο Θέμελη, ο οποίος διάβασε τα νεανικά μου ποιήματα, ήμουν δεκατεσσάρων, του έκανε εντύπωση η ζωηρή φαντασία μου και τόνισε πως εκεί έπρεπε να επιμείνω. Στο σπίτι της φίλης μου Αγαθοπούλου ο Θέμελης μας διάβαζε τα ποιήματά του πριν τα εκδώσει, αλλά όταν τα εξέδιδε δεν τα αναγνωρίζαμε. Τόση διόρθωση και δουλειά είχε κάνει. Όταν πάλι ο αδερφός μου με γνώρισε στον Χριστιανόπουλο –για όσα χρόνια είχε την γκαλερί «Διαγώνιος», πηγαίναμε με την Αγαθοπούλου κάθε βδομάδα, η Αγαθοπούλου εξελίχθηκε σε μια καλή συλλέκτρια, πάντα διάλεγε εξαιρετικά κομμάτια, ενώ έδινε ποιήματά της να τα ελέγξει το αυστηρό του μάτι– εγώ του πήγαινα για ένα διάστημα καθημερινές ασκήσεις όπως μου είχε προτείνει, τις έβρισκε ενδιαφέρουσες αλλά ατελείς. Μου έλεγε να τις διορθώσω και να ξαναπάω αλλά ντρεπόμουν και δεν επανερχόμουν στο θέμα. Δυο τρία απ’ αυτά τα κείμενα περιέχονται στο Άγριο βελούδο. Πρόκειται για τις «Γριές». «Το κοντάρι» και «Το βλέμμα», που είχε ήδη δημοσιευτεί πριν από σαράντα χρόνια στη Λέξη και πρόσφατα το «Μάνα» στα Μπονζάι του Γιάννη Πατίλη. Μου έκανε καλό αφού για χρόνια έγραφα και έσχιζα. Όμως δεν τον υπάκουσα. Τον άκουγα με προσοχή αλλά δεν τον υπάκουα. Εγώ είχα άλλη ιδιοσυγκρασία. Εκείνος είχε τη λιτότητα των γυμνών τέλειων αγαλμάτων, ενώ εγώ έντυνα τα ατελή σώματα με τα πολύχρωμα μεταξωτά ή αιματοβαμμένα ρούχα των αισθήσεων. Εκεί γνώρισα τον θαυμάσιο και ερωτικό Θωμά Κοροβίνη.
Εντωμεταξύ ο αδερφός μου είχε μετακομίσει στην Αθήνα, μαζί με τη γυναίκα του Αιμιλία, κολλητή μου από το γυμνάσιο, κορίτσι με δυνατό ένστικτο στη μουσική, ερμηνεύτρια των τραγουδιών του με σπάνια ευαισθησία, με θηριώδη μνήμη ακόμα και της πιο μοναχικής του νότας, που του συμπαραστάθηκε στη μουσική ονειροπόλα ζωή του.
Στο σπίτι τους στο Μαρούσι γνώρισα τους ποιητές Μάνο Ελευθερίου, Μιχάλη Μπουρμπούλη και Άκο Δασκαλόπουλο, που έφερνε μαζί του τον ποιητή Νίκο Καρούζο, με τους οποίους γίνονταν πολύωρες συζητήσεις. Απολάμβανα το δαιμόνιο πνεύμα του Μάνου Ελευθερίου που σε καθήλωνε απολαυστικά, η φιλικότητα του καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεί ζωής του αδερφού μου υπήρξε συγκινητική, καθώς και την οξύνοια, τις γνώσεις του Μιχάλη Μπουρμπούλη, τη γοητεία και τη μουσικότητα του γλωσσικού του πλούτου, την ευγένειά του. Επίσης την αισθαντικότητα και το χιούμορ του γραφίστα και συγγραφέα Μιχάλη Ιερωνυμίδη, τον άφταστο λαϊκό και σοφό λόγο των Σπαθάρη και Μπιθικώτση.
Συγχρόνως είχα χωθεί στις σελίδες της Ζυράννας Ζατέλη, διαρκής έρωτας του λόγου της, με μάγευε, με ταξίδευε παράλληλα με τον Προυστ, θυμάμαι τις εκλεκτικές συγγένειες που ένιωσα καθώς μέσα στον Προυστ ζούσα το πρωινό ξύπνημα από τις άμαξες που περνούσαν κάτω απ’ το παράθυρό του, με το ξύπνημα της μικρής ηρωίδας της Ζατέλη που ακούει τον πραματευτή, τον γανωτζή, και άλλους πλανόδιους πωλητές, κι αισθάνθηκα αυτή τη μεταξωτή κλωστή ζωής να περνάει από το ένα κείμενο στο άλλο, απόλυτα γαλλικό στον Προυστ και απόλυτα ελληνικό στη Ζατέλη. Στην Τέχνη γεύεσαι αυτό που όταν το ζεις σου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια. Ταξίδεψα με τα ατσαλένια φτερά του Βαλτινού, του Νόλλα, αφουγκράστηκα τον ακέραιο λόγο, τον άμεσο. Ο Βαλτινός έπεσε πάνω μου σαν τσεκούρι, πετσόκοψε τις ασθενείς ιδεοληψίες μου, τα ρομαντικά οράματά μου. Ταράχτηκα, ανοίχτηκαν τα μάτια μου στα ένστικτα που δεν γνωρίζουν ηθική και δικαιοσύνη, ενώ ο άνθρωπος νομίζει πως γι’ αυτές χύνει αίμα. Ό,τι γίνεται πράξη, το νιώθω, γονατίζει. Είναι τόσες πολλές οι ανάγκες μας, αντίπαλες μεταξύ τους, πολύπλοκες και περίπλοκες, εύθραυστες, έτοιμες να παρασυρθούν, αδύναμες κι ανίσχυρες, που ένας Χίτλερ, ένας τρελός μπορεί να τις κατευθύνει. Μέσα μας είμαστε φτιαγμένοι από μικρές ή μεγάλες δόσεις απ’ όλα αυτά. Γι’ αυτό γράφω άγρια και τρυφερά. Τονίζοντας τα άκρα δείχνω τα όρια της φύσης μας. Δεν είναι η φαντασία που θανάτωσε εκατομμύρια ανθρώπους. Η τερατώδης πραγματικότητα τους σκότωσε και τους σκοτώνει. Στη φαντασία ζεις ακόμα και νεκρός, δεν σ’ εμποδίζει κανείς.
Όταν άρχισα να δημοσιεύω διηγήματα και ποιήματα στο Εντευκτήριο, υπήρξαν για μένα καταλυτικές, μου άνοιξαν κυριολεκτικά τα μάτια, οι παρατηρήσεις του Γιώργου Κορδομενίδη και η προτροπή της Μάρης Θεοδοσοπούλου –ως τότε δεν μου είχε περάσει από το νου– να βγάλω βιβλίο, καθώς και των φίλων, του ζεύγους Χατζητάτση και του ζεύγους Φιλιώς Κύρου. Ήδη ο Δημητρίου, ο φίλος μου Καλούτσας, ο Χατζητάτσης, ο φίλος Ορέστης Αλεξάκης ήταν νέες φτερούγες για μένα. Τους λάτρεψα. Μου συμπαραστάθηκαν οι ποιήτριες Χλόη Κουτσουμπέλη, Αρετή Γκανίδου, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Κούλα Αδαλόγλου και Μαρία Καρδάτου με την πίστη τους σε μένα και με την κριτική τους ματιά. Αποφασιστικά όμως με στήριξε ο ξεχωριστός ποιητής και προστάτης των λογοτεχνικών περιοδικών, εκδότης του περιοδικού Πάροδος Κώστας Ριζάκης, ο άνθρωπος απ’ τη Λαμία. Μου άνοιξε χώρο για να κινηθώ με την εμπιστοσύνη και τη γενναιοδωρία του. Και φυσικά ο θαυμάσιος και διορατικός Δημήτρης Ποσάντζης, με όλο το επιτελείο του Θανάση Καστανιώτη, στους οποίους χρωστώ ευγνωμοσύνη.
Δεν σχεδιάζω αυτό που γράφω. Το αφήνω να έρχεται μόνο του, από τις σκοτεινές κυψέλες του βιώματος καθώς ανοίγουν και ρέει μέσα από τη λήθη ένα σχήμα ζωής όπου το πάθος και το τραγικό είναι γενεσιουργές αιτίες. Είναι ένα σχήμα που διαμορφώνεται καθ’ οδόν, όπου οι σκιώδεις μορφές των ξεχασμένων έρχονται και οικειοποιούνται ρόλους που συνειδητά ή ασυνείδητα επιθυμούσαν. Δημιουργούν σχέσεις που στη ζωή αφέθηκαν μετέωρες, ματαιώθηκαν, ή απέτυχαν. Αντιδράσεις που δεν εκφράστηκαν και πράξεις που έμειναν άπραγες. Αυτές τις σκιές του παρελθόντος αίφνης οι λέξεις τις ερωτεύονται με έναν έρωτα παράφορο, είναι το Άγγιγμα που εμφανίζεται ξαφνικά, απροσδόκητα, που η ίδια η ορμή της ζωής το εμφανίζει, δηλώνοντας τη μοναδικότητα της κάθε ύπαρξης. Η μοναδικότητα της ύπαρξης είναι πέρα από το δίκαιο, ανήκει περισσότερο στη δικαιοσύνη. Το δίκαιο είναι ο νόμος. Είναι ο Ιαβέρης που κυνηγά μια ζωή τον Γιάννη Αγιάννη, ενώ η δικαιοσύνη είναι ο επίσκοπος που του χαρίζει τα κλεμμένα κηροπήγια αφήνοντάς του περιθώριο, χώρο για να καταλάβει, να αλλάξει.
Στη γραφή δεν πρέπει να φοβάσαι τον εαυτό σου, το σκοτεινό δωμάτιο του ψυχισμού σου, τις μανίες και τις φοβίες σου, γιατί όλα αυτά συνθέτουν έναν ζωντανό άνθρωπο, ένα ζωντανό έργο.
Μέσα από την Τέχνη ορίζεται ο καημός του ανθρώπου και η υπέρβασή του. Είναι πολύ περισσότερο απ’ αυτό που δείχνει, που ξέρει, που πιστεύει. Μέσω της γλώσσας, ανταμώνουμε αυτόν τον άνθρωπο. Η γλώσσα, που στην πραγματική ζωή μάς παραπλανά, που ψεύδεται, στη λογοτεχνία σε ελευθερώνει, γίνεσαι τα πάντα, περιέχεις τα πάντα –γίνεσαι αυτό που λέει η Καρέλλη «Πανδοχείο», όλοι και όλα περνούν από μέσα σου–, πέρα από το καλό και το κακό. Πέρα από το δίκαιο και το άδικο. Υπερασπίζεται τη μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο του προσώπου.
Η ομορφιά, το «αισθητικόν», είναι από μόνα τους λυτρωτικά. Όπως είναι ένα δροσερό πρωινό, που μέσα από το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου ακούς ένα κελάηδημα, το οποίο δεν ανήκει μόνο σε σένα αλλά σε όλους, και δεν μπορείς ούτε να το αγοράσεις ούτε να το πουλήσεις.