Το αύριο είναι σήμερα.
Είχε κάτι από πουλί ο άνθρωπος που πέθανε σήμερα. Τα χρόνια που ο εκδοτικός οίκος βρισκόταν σε ένα δρομάκι στο κέντρο της Αθήνας, τόσο μικρό, που καλά καλά ούτε στον χάρτη δεν μπορούσες να το βρεις, έπρεπε να πάρεις το ασανσέρ μέχρι τον πέμπτο όροφο και να ανέβεις με τις σκάλες άλλον έναν για να τον συναντήσεις. Και εκεί τον έβρισκες καθισμένο, πίσω από στοίβες βιβλία, τασάκια και άδεια φλιτζάνια καφέ. Σαν σε φωλιά.
Αυτό το κάτι από πουλί βρισκόταν στους ώμους και στα ακρόχειλά του. Οι ώμοι του ήταν ανασηκωμένοι, λες και καραδοκούσε φυλώντας κάποιον θησαυρό. Τα ακρόχειλα σγούραιναν καθώς μιλούσε, για να σε βοηθήσουν να καταλάβεις ότι σε αυτά που λέει είναι καλύτερο να τους ρίξεις και μια πρέζα αλάτι. Όταν τον πρωτοεπισκέφτηκα εκεί πάνω, δεν μπορούσα να βρω με τίποτα το όνομα του πουλιού. Μετά το κατάλαβα: Δεν θα μπορούσε να είναι πάρα ένα είδος που ενδημεί μονάχα στα βιβλία. Έξυπνο, έμπειρο, λιγάκι πεισματάρικο. Ένα πουλί για το οποίο ήσουν σίγουρος ότι θα φύλαγε τα βιβλία που θα έγραφες.
Ήσουν σίγουρος ότι ο άνθρωπος που σήμερα πέθανε, φυλούσε τη λογοτεχνία. Ανεξάρτητα από το αν την είχε γράψει κάποιος που τύχαινε να ζει και κατά τα άλλα ήταν ένα σίχαμα, είτε κάποια συγγενική ψυχή που είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια εδώ και αιώνες. Η αγάπη του για το γραπτό παρέμενε απαράλλαχτη και ακλόνητη. Αυτήν την πανάρχαια βεβαιότητα την έβλεπες και στα μάτια του. Οι κόρες του ήταν μικρές και μαύρες, όμως σπιθίριζαν όποτε έγερνε προς τα εμπρός. Και τη διαπίστωνες στη φροντίδα που έδειχνε η φωνή του όποτε μιλούσε για τους συγγραφείς του και προσωπικούς του φίλους.
Οι αδιάκριτοι διθύραμβοι δεν τον αφορούσαν, η απόλυτη κριτική τού ήταν κάτι ξένο. Και όμως, ο άνθρωπος που πέθανε σήμερα κατείχε την τέχνη να συναρπάζει χωρίς συναισθηματισμούς.
Οι θεοί του θα πρέπει να ήταν από τους ήσσονες. Εκείνοι που προστατεύουν τις λεπτομέρειες της κάθε μέρας και τα βιβλία. Εκείνοι που διακρίνουν και προστατεύουν την απόκλιση, τη διαφορά που σε ξεβολεύει, όσα απωθούν οι μεγαλοπρεπείς χειρονομίες και η επίσημη ιστορία. Κάποτε κουβεντιάζαμε για τα δελφίνια που είχαν μαζευτεί γύρω από το καράβι που κάπου τον πήγαινε – να ήταν άραγε ένα ελληνικό νησί, ή η Κωνσταντινούπολη; Κάποια άλλη φορά είχε βυθιστεί στις αναμνήσεις της προσευχής ενός μουεζίνη. Στο αίμα του έτρεχε κάτι βυζαντινό, αγαπούσε τους μαιάνδρους της ύπαρξης και τη φθαρμένη επιχρύσωση των πραγμάτων. Ως άνθρωπος της ανατολικής Μεσογείου, μπορούσε να ελίσσεται με έμφυτη ικανότητα σε περίπλοκους συσχετισμούς και να σαγηνεύεται από το μακρινό, και καλύτερα από το ξένο. Μπορούσε να κινείται στους στενούς διαδρόμους της εξουσίας και στην καθημερινή παράνοια της ελληνικής πρωτεύουσας. Αλλά και στους δρόμους της Σουηδίας και στις ερημιές του Βρανδεμβούργου.
Αν και μπορούσε να παιδιαρίζει, είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος που πέθανε σήμερα δεν γεννήθηκε μεγάλος. Και όμως, κάποτε θα πρέπει να κάθισε και αυτός σε κάποιο θρανίο, να έσφιξε τη γροθιά φωνάζοντας συνθήματα. Όμως δεν ειμαι σίγουρος αν έχασε κάποτε την ισορροπία του, θέλω να πω, αν είδε κάποτε μόνο τη μία πλευρά μιας ιστορίας. Η τύχη τον είχε ευλογήσει με ένα λοξό βλέμμα στην ύπαρξη που του επέτρεπε να διακρίνει τις σκιές και να καταλαβαίνει γιατί ξεγλιστρούν. Η ευτυχία ήταν ο στόχος του, το μέσον όμως ήταν οι αποχρώσεις. Μπορούσε να εξοργίζεται και να χάνει τον έλεγχο, ταυτόχρονα όμως υπήρχε ένα μέρος από όπου παρακολουθούσε τι σκάρωνε η χολή με τον εαυτό του. Και μέσα του υπήρχε ένας παράτολμος ζήλος, ένας τσαμπουκάς που σου έλεγε: Το αύριο ας το σκεφτούμε αύριο.
Σήμερα είναι αύριο. Και θα ήθελα τόσο πολύ να τον δω να φοράει τα κίτρινα παπούτσια. Γιατί δεν ταιριάζουν σε κανέναν άλλον.
Άρης Φιορέτος, 14 Αυγούστου 2015