Κάποιοι μονίμως απαισιόδοξοι επιμένουν ότι η σύγχρονη λογοτεχνία δεν μας δίνει σπουδαία βιβλία, όπως έδινε η λογοτεχνία τους αμέσως προηγούμενους αιώνες, κι ότι το μυθιστόρημα βρίσκεται σε κρίση, ότι ακόμα κι όταν δεν αναμασά προσωπικές κρίσεις και αδιέξοδα, σπάνια δίνει έργα μεγάλης πνοής. Και ίσως να είναι αλήθεια. Η λογοτεχνία ακολουθεί πάντα την κοινωνία, αντιγράφει από αυτήν τα μεγάλα πάθη και τα μεγάλα μίση, τις μεγάλες συγκρούσεις και τις μεγάλες κοινωνικές διακρίσεις, και δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι οι ζωές μας σήμερα, παρά τις κρίσεις που μπορεί να ζούμε, μπορούν να συγκριθούν με τις ζωές του παρελθόντος, όπου όλα είχαν πιο έντονα χρώματα — πιο έντονο το μαύρο, πιο έντονα και τα άλλα χρώματα.
Όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Και για μια εξαίρεση, για ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο, για ένα αριστουργηματικό βιβλίο, μαζευτήκαμε σήμερα εδώ. Όσοι παρακολουθείτε αυτές τις συνάξεις στον Ιανό εδώ και 10 μήνες, ξέρετε ότι δεν χρησιμοποιώ ποτέ τέτοιους μεγαλόσχημους όρους — και τη λέξη αριστούργημα δεν την έχω εκστομίσει ποτέ από αυτό εδώ το βήμα. Το μυθιστόρημα όμως του Παδούρα είναι, πάντα κατά τη γνώμη μου, ένα chef d’ oeuvre, όχι μόνο το καλύτερο βιβλίο που έχει γράψει μέχρι σήμερα ο Παδούρα αλλά και ένα από τα σημαντικότερα βιβλία ας πούμε της τελευταίας δεκαετίας.
Θέμα του, βεβαίως, είναι η δολοφονία του Τρότσκι, η δολοφονία ενός επαναστάτη από τα χέρια ενός ομοϊδεάτη του — εννοώ ενός ανθρώπου που πίστευε όπως και ο Τρότσκι στη μεγάλη ουτοπία μιας δίκαιης, με αμβλυμένες τις ανισότητες, κοινωνίας. Μια ιστορία γνωστή, που δεν έπαψε να προκαλεί πολεμικές, που δεν έπαψε να αναπαράγει το ενδοοικογενειακό μίσος — αν τελικά μπορούμε να αποκαλέσουμε οικογένεια το σύνολο των εκατομμυρίων ανθρώπων που πίστεψαν ‑ο καθένας με τον τρόπο του, την ηθική του και τις προθέσεις του- στο κομουνιστικό όραμα. Ο Παδούρα περιγράφει στιγμή προς στιγμή όλη την προετοιμασία και την εκτέλεση της φρικτής αυτής δολοφονίας ‑την οποία δεν μπόρεσαν να ακυρώσουν ούτε τα συστήματα ασφαλείας ούτε η απολύτως δικαιολογημένη επιφυλακτικότητα του θύματος- με έναν τρόπο που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά: τον τρόπο του αστυνομικού αφηγήματος, με όλους τους κανόνες του σασπένς και τους ρυθμούς που ένα τέτοιο αφήγημα απαιτεί.
Τα σπουδαία όμως μυθιστορήματα δεν έχουν ποτέ ένα μόνο επίπεδο ανάγνωσης. Και η περιγραφή της δολοφονίας του Τρότσκι είναι ένα μόνο από τα πολλά επίπεδα που διατρέχουν αυτόν τον “Άνθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά”. Τα θέματα που απασχολούν τον Παδούρα πάνε πιο βαθιά, προχωράνε κατευθείαν στην πληγή. Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του και ταυτόχρονα δίνει πληροφορίες, βάζει ερωτήματα, αναζητά ερμηνείες, ξαναδιαβάζει την ιστορία με τα μάτια του σήμερα και με βάση τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα αρχείων που έμειναν μυστικά για δεκαετίες. Ο Παδούρα, σε αντίθεση με τον Χόρχε Σεμπρούν ο οποίος το 1969 έγραψε ένα πολύ ωραίο και πολύ ποιητικό μυθιστόρημα με τίτλο “Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ”, ήταν πλέον σε θέση να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, ήταν σε θέση να γνωρίζει κυρίως το ποιόν του δολοφόνου (ο Σεμπρούν δεν ήξερε καν την καταγωγή του Μερκαντέρ), άρα να συνδέσει την ιστορία με τη δική του φαντασία, το ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία, την ιστορική αλήθεια με την μυθιστορηματική αλήθεια. Και μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Παδούρα είναι ότι κατάφερε να κάνει τον αναγνώστη του να διαβάζει ένα ιστορικό αφήγημα με την ποιότητα ενός καλού μυθιστορήματος, ή ‑για να το πω αλλιώς- να διαβάζει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα γνωρίζοντας ότι αυτά που διαβάζει δεν είναι ποιητική αδεία αλλά βασίζονται στην ιστορική αλήθεια.
Χωρίζει το μυθιστόρημά του σε τρία μέρη τα οποία παρακολουθεί παράλληλα, κτίζοντας έτσι όχι έναν αλλά τρεις διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι στο τέλος θα δεθούν μεταξύ τους για να δώσουν την πανοραμική εικόνα της όλης τραγωδίας. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε την τραγική ιστορία του Τρότσκι από την ημέρα που ο Στάλιν, πονηρά σκεπτόμενος, τον διώχνει από τη Σοβιετική Ένωση. Η κατάρρευση του μπολσεβίκου ηγέτη έχει αρχίσει, ο θρίαμβος του αιμοσταγούς αντιπάλου του έχει ξεκινήσει. Το τμήμα αυτό δεν περιορίζεται στη ζωή του Τρότσκι αλλά απλώνεται παραπέρα, στις σταλινικές εκκαθαρίσεις, στους επώνυμους και ανώνυμους εκτελεσμένους, στην αποτυχία μιας οποιασδήποτε προσπάθειας αντίστασης, στη θανάσιμη μοναξιά του εξόριστου ηγέτη, στην απογοήτευσή του γι’ αυτήν που έπρεπε να είναι μια νέα, νικηφόρα Διεθνής.
Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στον Ραμόν Μερκαδέρ, τον δολοφόνο, τον κομουνιστή που διαπαιδαγωγήθηκε στα μυστικά υπόγεια των σταλινικών μυστικών υπηρεσιών για να γίνει δολοφόνος, στον γιο μιας φανατικής μάνας που ήταν έτοιμη να θυσιάσει ‑όπως θυσίασε- τα πάντα, ακόμα και τον γιο της, στην ιδέα της επανάστασης. Η μάνα του Μερκαδέρ, έτσι όπως τη δίνει ο Παδούρα, είναι ένα από τους ωραιότερους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου. Στο πρόσωπο αυτό συνδυάζονται το καλό και το κακό, η πίστη στο όνειρο και ο πιο θανάσιμος κυνισμός, η θανατολαγνεία και η άγνοια — είναι το πρόσωπο χιλιάδων κομουνιστών που έκαναν το κακό πιστεύοντας ότι κάνουν το καλό. Να προσθέσω εδώ ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Παδούρα δίνει τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο είναι, πέρα από κάθε αμφιβολία, από τους πιο ευφυείς και πιο καινοτόμους που θα διαβάσετε ποτέ σε ιστορικό ή μυθοπλαστικό βιβλίο. Βασισμένος σε ντοκουμέντα, ο Παδούρα δίνει μια σχεδόν ανέκδοτη εικόνα ενός πολέμου που μάθαμε ‑φευ!- να θυμόμαστε ντυμένο με αυτό που θα θέλαμε να είναι και όχι με αυτό που τελικά ήταν.
Το τρίτο μέρος αφορά την ουρά της ιστορίας, το σήμερα, κι έχει ως κεντρικό χαρακτήρα τον ίδιο τον αφηγητή. Εκτυλίσσεται στην Κούβα του σήμερα και κατά κάποιο τρόπο εξηγεί το πώς ένας Κουβανός συγγραφέας συνδέεται με τον Ραμόν Μερκαντέρ και ενδιαφέρεται γι’ αυτή την παλιά ιστορία. Στο μέρος αυτό το χθες ερμηνεύει το σήμερα, τις μαύρες τρύπες του, τα αδιέξοδά του. Και δίνει την ευκαιρία στον Παδούρα να ψάξει μέσα του και γύρω του, και να προβληματιστεί, όντας κάτοικος μιας χώρας που υποστηρίζει ότι κτίζει τον σοσιαλισμό, για τις επιπτώσεις εκείνης της ιστορίας. Η ιστορία δεν γράφεται ποτέ με τα “αν”, είναι όμως απολύτως νόμιμο να αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να συμβεί “αν” τα πράγματα είχαν πάει διαφορετικά.
Όχι, ο περίφημος αστυνόμος Κόντε, ο βασικός ήρωας των αστυνομικών βιβλίων του Παδούρα ‑στην Ελλάδα γνωρίζουμε ήδη τρία βιβλία με πρωταγωνιστή τον Κόντε, το Αντιός Χέμινγουεϊ, το Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη και το Μάσκες- δεν εμφανίζεται στο Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά. Αν όμως εμφανιζόταν, θα εμφανιζόταν σε αυτό το τρίτο μέρος του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας προσπαθεί να ανιχνεύσει ποιο μπορεί να είναι το τέλος ενός δολοφόνου που τιμήθηκε για την προσφορά του στην επανάσταση, αλλά ουσιαστικά έμεινε να αντιμετωπίζει το απόλυτο κενό. Διότι ακόμα και οι ανύπαρκτες επαναστάσεις, οι επαναστάσεις που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, θέλουν να κρύβουν τις βρομιές τους κάτω από το χαλί της ιστορίας. Και τότε, τα παράσημα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη μοναξιά, την αρρώστια, τον θάνατο, τη λήθη. Κανένα παράσημο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κενό που νιώθει ο δεύτερος αυτός άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, κανένα παράσημο δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αίσθηση μιας ζωής που πήγε χαμένη, μιας ζωής που γεννήθηκε για να κάνει μονάχα το κακό.