Ο Γιώργος μισούσε τους Γερμανούς. Δεν τους αντιπαθούσε απλά, τους μισούσε. Από μικρό παιδί δεν ήθελε να ακούει για γερμανικές ομάδες, γερμανικά αυτοκίνητα, γερμανικά ηλεκτρονικά. Στο σχολείο του ήταν ένα σωρό μαθητές από άλλες χώρες, από την Αλβανία, τις Φιλιππίνες, τη Ρουμανία. Οι άλλοι συμμαθητές του στην αρχή δε συμπαθούσαν αυτά τα παιδιά, σιγά-σιγά όμως έμαθαν να ζουν και να παίζουν μαζί τους. Ήταν κι ένας Γερμανός, δηλαδή μισός Γερμανός. Ο πατέρας του ήταν Γερμανός και η μαμά του Ελληνίδα. Ο Γιώργος δεν είχε πρόβλημα με τα άλλα παιδιά, μόνο με τον Καρλ, έτσι έλεγαν το γερμανάκι. Ακόμα και με τους Τούρκους δεν είχε πρόβλημα, όπως έχουν σχεδόν όλα τα παιδιά της ηλικίας του, χωρίς να έχουν δει κανέναν Τούρκο.
«Οι Γερμανοί έκαναν πολλά άσχημα πράγματα στην Ελλάδα. Σκότωσαν κόσμο, έδιωξαν οικογένειες από τα σπίτια τους, έκλεψαν», άκουγε τον παππού του να λέει από τότε που τον θυμόταν. Ε, και λέγε-λέγε του Γιωργάκη του έμεινε το μίσος γι’ αυτούς.
Όχι ότι ο Καρλ ήταν κανά κακό παιδί εδώ που τα λέμε. Ίσα-ίσα και καλός μαθητής ήταν και καλό παιδί και την τάξη την έβγαζε ασπροπρόσωπη στους αγώνες. Ήταν όμως Γερμανός κι αυτό αρκούσε και για το Γιωργάκη και βέβαια και για τον παππού του.
«Όλοι είναι απαίσιοι, εκτός από έναν», έλεγε ο παππούς, εννοώντας όλο το λαό.
«Και γιατί αυτός ο ένας να μην είναι ο Καρλ;», ρώταγε στην αρχή δειλά-δειλά ο Γιωργάκης.
«Όχι, κι αυτός κακός είναι. Κι αν δεν είναι τώρα, θα είναι στο μέλλον…», απαντούσε ο παππούς κι έκλεινε την κουβέντα.
Μετά άρχιζε να διηγείται μια παλιά, πολύ παλιά, μα πάρα πολύ παλιά ιστορία, που όσες φορές και να την άκουγε ο Γιωργάκης, του άρεσε πάντα.
Πριν από το μεγάλο πόλεμο λοιπόν, πάνε πάρα πολλά χρόνια πίσω, η μαμά του παππού του δούλευε στο σπίτι ενός Γερμανού στην Αθήνα. Αυτός ο Γερμανός ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο, απ’ όπου περνούσε τον χαιρετούσαν όλοι κι αυτός ήταν πάρα πολύ ευγενικός με όλους. Η προγιαγιά του φρόντιζε τα παιδιά του Γερμανού, συγύριζε τα δωμάτιά τους, τους έφτιαχνε πρωινό, τα καθάριζε. Τα είχε σαν παιδιά της. Ο γιος της μάλιστα, ο παππούς του Γιωργάκη δηλαδή, έκανε παρέα κι έπαιζε με το γιο του Γερμανού, τον Όττο, παρόλο που είχαν κάμποσα χρόνια διαφορά. Ήταν όμως πολύ αγαπημένοι. Κάποια μέρα έρχεται ο Όττο και λέει στενοχωρημένος στον παππού, ότι θα έφευγαν για τη Γερμανία, ότι είχε τελειώσει η δουλειά του πατέρα του εκεί και θα τα μάζευαν οικογενειακώς για να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Ο παππούς είχε στενοχωρηθεί πάρα πολύ, το ίδιο και η μαμά του που θα έχανε την καλή δουλειά της, και τα αφεντικά της που τα υπεραγαπούσε.
Έτσι έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα και ο παππούς βρήκε άλλες παρέες, ενώ η προγιαγιά κουτσά στραβά, όλο και κάποια δουλειά έκανε. Όλοι βασίζονταν στον προπάππο, που είχε να ταΐσει πολλά στόματα.
Μετά από χρόνια ξέσπασε κι ο πόλεμος και τα πράματα ήταν πια πιο δύσκολα, όχι μόνο για τον παππού και την οικογένειά του, αλλά για όλους τους Έλληνες.
Στην αρχή η Ελλάδα νίκαγε και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Η προγιαγιά έραβε κάλτσες και φανέλες για τον άντρα της και τον αδελφό της που πολέμαγαν στα βουνά. Ο παππούς έβγαινε στους δρόμους και ανεμίζοντας μια ελληνική σημαία έτρεχε πάνω κάτω με άλλα παιδιά, πανηγυρίζοντας κι αυτός τις νίκες της πατρίδας του. Τα καλά όμως πράματα δεν κρατούν πάρα πολύ. Μετά από κάποιους μήνες οι Γερμανοί, όχι οι δικοί του που είχε ζήσει μαζί τους, αλλά άλλοι, ολόκληρος στρατός, μπήκαν στην Ελλάδα. Στις αρχές Απριλίου τα γερμανικά άρματα παρέλασαν στην Αθήνα, ενώ όλος ο κόσμος ήταν κλεισμένος στα σπίτια του από το φόβο και τον τρόμο.
«Μη βγαίνεις έξω, σε παρακαλώ, είναι επικίνδυνα!», φώναζε η προγιαγιά στον προπάππο που ήθελε να κατέβει στο κέντρο να δει τι γίνεται. Αλλά αυτός τελικά δεν την άκουσε και πήγε στο κέντρο. Δεν ξαναγύρισε. Οι Γερμανοί τον είχαν σκοτώσει μαζί με άλλους σε κάποιες φασαρίες που έγιναν.
Ο παππούς δεν ήξερε τι να πιστέψει. Οι Γερμανοί που είχε ζήσει μαζί τους, που είχε παίξει με τα παιδιά τους, που γνώριζε λίγο και τη γλώσσα τους, είχαν σκοτώσει τον πατέρα του. Όσο περνούσαν όμως οι μέρες, τόσο και θα το πίστευε, ήθελε δεν ήθελε. Στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις απλώθηκε πείνα, οι Γερμανοί μάζευαν κόσμο και τον έστελναν μακριά, άλλους τους φυλάκιζαν, άλλους τους σκότωναν. Η μαμά του παππού, η προγιαγιά, τους καταριόταν από τα βάθη της ψυχής της για το κακό που είχαν κάνει σε αυτήν και στην πατρίδα της.
Ώσπου κάποια μέρα σταμάτησε ένα φορτηγό με στρατιώτες στο δρόμο τους. Οι στρατιώτες ξεχύθηκαν από την καρότσα και άρχισαν να ορμάνε στα σπίτια. Έψαχναν να βρουν τους άντρες των σπιτιών, να τους φυλακίσουν ή να τους σκοτώσουν. Στο σπίτι του παππού ήταν εκείνες τις μέρες ο αδερφός της προγιαγιάς. Είχε αρρωστήσει από το κρύο στα βουνά που πολεμούσε και η γιαγιά τον φρόντιζε. Είχε όμως να φροντίσει και τα παιδιά της. Άκουγε ο παππούς με τις αδερφές του όλη αυτήν τη φασαρία και είχαν φοβηθεί πάρα πολύ όλοι τους.
«Στην κουζίνα, στο πατάρι της κουζίνας να κρυφτείτε», φώναξε ξαφνικά η γιαγιά στον παππού και στον αδερφό της, βλέποντας τον κίνδυνο να πλησιάζει. Και τότε, με το που άρχισαν να τρέχουν οι άντρες προς την κουζίνα για να κρυφτούν στο πατάρι της, ακούνε ένα φοβερό κρότο από την πόρτα. Οι άντρες πάγωσαν και έμειναν στη θέση τους, μην μπορώντας να τρέξουν. Τόσο πολύ είχαν φοβηθεί.
Η κλειδαριά της πόρτας έσπασε και ο γερμανός αξιωματικός μπήκε μέσα γεμάτος οργή.
«Που είναι οι άντρες;», φώναξε ενώ μπροστά του βρίσκονταν ο παππούς και ο αδερφός της γιαγιάς. Αυτός είχε τυφλωθεί τόσο από το μίσος του, που δεν τους πρόσεξε.
Και τότε η προγιαγιά κάνει ένα βήμα μπροστά, έρχεται στο φως και λέει στο Γερμανό αξιωματικό
«Όττο; Εσύ είσαι;»
Ο αξιωματικός τα έχασε, στεκόταν κι έβλεπε την προγιαγιά, και μετά έριξε το βλέμμα του στον παππού. Τους είχε αναγνωρίσει κι αυτός. Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του, αλλά το σκούπισε αμέσως.
«Δεν είναι κανείς εδώ, το έψαξα το σπίτι», είπε στους στρατιώτες που βρίσκονταν στην αυλή, περιμένοντας τις διαταγές του. «Πάμε να φύγουμε».
Οι Γερμανοί έκαναν μεταβολή κι έφυγαν. Ο Όττο τους είχε σώσει.
«Αυτό δε σημαίνει όμως ότι οι υπόλοιποι είναι καλοί», συμπλήρωνε πάντα ο παππούς.
Ο Γιωργάκης την άκουγε πάντα με πολλή προσοχή κι ενδιαφέρον την ιστορία. Και στο τέλος πάντα μισούσε όλο και πιο πολύ τους Γερμανούς γι’ αυτά που είχαν κάνει στην οικογένειά του. Κι όταν έφτασε η 28η Οκτωβρίου και κατάλαβε ότι και ο Καρλ, το γερμανάκι της τάξης του, θα έπαιρνε μέρος στην παρέλαση, ήθελε να διαμαρτυρηθεί, δεν το θεωρούσε δίκαιο αυτό που θα γινόταν. Παρόλο που ο Καρλ ήταν πια Έλληνας, μιλούσε ελληνικά κι όχι γερμανικά. Έτυχε ο παππούς του Καρλ να παντρευτεί και να έρθει να μείνει στην Ελλάδα και να δουλέψει ως αρχαιολόγος, δεν έφταιγε ο Καρλ γι’ αυτό. Ο Γιωργάκης τα ήξερε αυτά, αλλά δεν τους έδινε σημασία. Του αρκούσε που ο άλλος ήταν Γερμανός.
Και καθώς περπατούσε το σχολείο του στον κεντρικό δρόμο και όλοι χειροκροτούσαν τους μικρούς μαθητές, του Γιωργάκη του ήρθε να φωνάξει «μην χειροκροτάτε αυτόν…είναι Γερμανός» και να δείξει τον Καρλ.
Έκανε όμως υπομονή μέχρι να τελειώσει η παρέλαση. Και μετά έτρεξε στον παππού του, που στεκόταν στην άκρη του δρόμου περήφανος για τον εγγονό του και κούναγε μια ελληνική σημαία. Δεν ήξερε αν θα του μίλαγε για τον Καρλ, δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει.
Αλλά καθώς πλησίαζε τον παππού του, είδε ότι αυτός μιλούσε με έναν άλλο παππού, πιο μεγάλος αυτός. Ο ξένος παππούς κρατούσε κι αυτός μια σημαία ελληνική στα χέρια του, φαινόταν να είναι φίλος με τον παππού τον δικό του.
Ο Γιωργάκης πλησίασε τους δύο ηλικιωμένους άντρες και χώθηκε στην αγκαλιά του παππού του. Και προς μεγάλη του έκπληξη είδε να έρχεται στον άλλο κύριο ο…Καρλ, και να τον αγκαλιάζει.
«Γιωργάκη, να σου συστήσω τον…Όττο, που σου έλεγα στις ιστορίες μου», είπε ο παππούς και ο Γιωργάκης δεν πίστευε στα μάτια του. Ο Καρλ ήταν ο εγγονός του Όττο.
Οι δύο ηλικιωμένοι άντρες γέλαγαν και μιλούσαν συνέχεια, έκανα σαν μικρά παιδιά. Ήταν ευτυχισμένοι…
«Σε ευχαριστώ για τότε…», είπε σε κάποια στιγμή ο παππούς στον Όττο.
«Μας συγχωρείς για τότε, για όλα…», απάντησε και ο παππούς του Καρλ.
Οι δυο άντρες έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι έκλαιγαν.
Ο Γιωργάκης είχε συγκινηθεί κι εκείνος.
Άπλωσε το χέρι του και το έδωσε στον Καρλ.
«Φίλοι;», του είπε γελαστά.
«Φίλοι», απάντησε κι εκείνος, και ξέφυγαν από τους παππούδες τους με γέλια, τρέχοντας να παίξουν…