Άρθρο** του Ντμίτρι Γκλουχόφσκι*
Όταν ο Γκορμπατσόφ επέτρεψε ξαφνικά την κατεδάφιση του Τείχους του Βερολίνου, σαγηνευμένοι για μια στιγμή, σκεφτήκαμε πως ίσως και όλα τα υπόλοιπα τείχη στην Ευρώπη θα κατέρρεαν σύντομα.
Το Σιδηρούν Παραπέτασμα γκρεμίστηκε τρίζοντας και οι δυο κόσμοι – ο ξεθωριασμένος, ασπρόμαυρος σχεδόν, σοσιαλιστικός, και ο πολύχρωμος καπιταλιστικός – ατένισαν έκθαμβοι ο ένας τον άλλον. Εμείς ξέραμε πως εσείς ζείτε καλύτερα, δεν υποπτευόμασταν όμως σε ποιο βαθμό. Εσείς μαντεύατε πως στην πλευρά μας όλα ήταν κάπως πιο φτωχικά, δεν καταλαβαίνατε όμως πώς εμείς συμβιβαζόμασταν μ’ αυτήν την κατάσταση.
Το δικό σας και το δικό μας Τείχος, το δικό σας και το δικό μας Παραπέτασμα, θα ήταν ακριβέστερο να τα συγκρίνουμε με ένα φράγμα, το οποίο, υπό διαφορετικές πιέσεις, χώριζε και συγκρατούσε και από τις δυο πλευρές του εκατομμύρια ανθρώπων. Το Τείχος ανατινάχθηκε ή κατέρρευσε μόνο του υπό την πίεση των καιρών (έστω κι αν στην Κίνα το μερεμέτισαν και αντέχει ακόμα) και οι ανθρώπινοι χείμαρροι όρμησαν να συναντηθούν, αναμείχθηκαν και, για ένα διάστημα στη συνέχεια, σταθεροποιήθηκαν σε ένα μέσο επίπεδο.
Ό,τι κατείχατε εσείς, έγινε προσιτό σ’ εμάς. Ό,τι ξέρατε εσείς, έγινε γνωστό σ’ εμάς. Η ελευθερία, την οποία εμείς δεν είχαμε ποτέ – όχι η αφηρημένη ελευθερία, αλλά έστω η ελευθερία να ζούμε όπου μας αρέσει, να ασχολούμαστε με ό,τι μας αρέσει, να κοιμόμαστε με όποιον θέλουμε και να ταξιδεύουμε στις χώρες σας για διακοπές ή να μεταναστεύουμε – μας δόθηκε κι εμείς αρχίσαμε τη χρήση και την κατάχρησή της.
Τα τείχη δεν εξαφανίστηκαν οριστικά, αλλά αντικαταστάθηκαν από ελαφρούς μεταλλικούς φράχτες, σαν εκείνους που χρησιμοποιεί η αστυνομία μας για να δημιουργεί περιφραγμένους χώρους μέσα στους οποίους δικαιούται να διαδηλώνει η αντιπολίτευσή μας.
Στη νέα, «ελεύθερη» Ρωσία δεν υπήρξε καμιά ιδεολογία, άρα δεν διαφαίνονταν και αφορμές για τη συνέχιση του ανταγωνισμού με τη Δύση και του πολέμου εναντίον της. Η Δύση στάθηκε συγκαταβατική απέναντί μας∙ δεν εγκατέστησε στρατιωτικές βάσεις στα περίχωρα της Μόσχας, δεν απαίτησε τον αφοπλισμό μας και την καταβολή επανορθώσεων εκ μέρους μας, μας παρείχε ανθρωπιστική βοήθεια∙ θυμάμαι ότι κι εγώ έπαιρνα στο σχολείο δεματάκια – ποιος ξέρει γιατί – γάλακτος σε σκόνη. Γιατί ακριβώς γάλα; Ε, στα κομμάτια, τι διαφορά είχε αν το γάλα ήταν σε σκόνη ή ρευστό∙ σημασία είχε το σύμβολο, όχι το προϊόν.
Η δική μας βιομηχανία παρήγε τεθωρακισμένα και αυτόματα, η δική σας παρήγε τηλεοράσεις, βιντεομαγνητόφωνα και υπολογιστές, μοντέρνα ρούχα και σύγχρονη μουσική, σύγχρονο κινηματογράφο και, τελικά, απλώς ποικιλία τροφίμων. Εμείς θέλαμε να γίνουμε εσείς και, τελικά, μας το επέτρεψαν. Κάτοικοι των πόλεων, μεθυσμένοι από τη δυνατότητα να καταναλώνουμε τα πάντα, κλίναμε το γόνυ ενώπιον του Χρυσού Μόσχου της Δύσης.
Μεταστραφήκαμε στη δική σας πίστη, χρησιμοποιώντας απλώς τα προϊόντα σας, απομνημονεύοντας τις μάρκες των εμπορευμάτων σας, διαβάζοντας μανιωδώς τους συγγραφείς σας, καταβροχθίζοντας τις τηλεοπτικές σειρές σας. Στο τέλος φάγαμε κι αυτό που ως τότε αποτελούσε δικό σας προνόμιο∙ τα ράφια των καταστημάτων μας πλημμύρισαν με τα δικά σας τρόφιμα. Κοινωνούσαμε με κρασί Bordeauxκαι κρουασάν. Ερχόμασταν στις χώρες σας και, ξεκουφαμένοι, μισοκλείνοντας τα μάτια μας απέναντι στις ζωηρόχρωμες εικόνες, ατενίζαμε τη Βαρκελώνη σας, το Βερολίνο σας, το Λονδίνο σας.
Να όμως που τώρα μπουχτίσαμε με το γάλα σας, βαρεθήκαμε να τρώμε τα φαγιά σας, βαρεθήκαμε να βλέπουμε τον κινηματογράφο σας και τις πρωτεύουσές σας. Αλλά κι εσείς, μας συνηθίσατε∙ δεν εκπλήσσεστε πια στο άκουσμα των ρωσικών στους δρόμους σας.
Εσάς κάτι άλλο σας εκπλήσσει∙ τι πάθαμε έτσι ξαφνικά, αναρωτιέστε. Τι συνέβη ανάμεσά μας; Πώς τον θαυμασμό στο βλέμμα μας τον διαδέχτηκε η περιφρόνηση, τη ζήλια τη διαδέχθηκε η αίσθηση της υπεροχής; Γιατί αφού διδαχθήκαμε από σας πώς πρέπει να φέρονται οι σύγχρονοι καθώς πρέπει Δυτικοί, ποτέ δεν κατορθώσαμε να γίνουμε τέτοιοι κι αποφασίσαμε να ξαναγυρίσουμε στο βολικό, ανατολίτικο παρελθόν μας;
Σε τι οφείλεται η ιμπεριαλιστική υποτροπή μας, γιατί κάνουμε πολέμους στις παλιές μας κτήσεις, για ποιο λόγο αναμειγνυόμαστε στα πολιτικά σας πράγματα, γιατί κάθε φορά επιλέγουμε ένα προστατευτικό χέρι και επιζητούμε το χάδι του, για να ζαρώσουμε όταν το χέρι αυτό σηκωθεί εναντίον μας; Τι είναι αυτό που μας κατατρώγει; Γιατί δεν αναμειχθήκαμε μαζί σας όταν είχαμε τη δυνατότητα επικοινωνίας, γιατί δεν εξαλείφθηκε η διαφορά των δυναμικών, γιατί στη θέση των φραγμάτων τώρα χτίζονται πάλι τείχη;
Μήπως φταίμε εμείς; αναρωτιέστε. Μήπως εμείς δεν τους καταλάβαμε, δεν τους μάθαμε καλά, μήπως τους πιέσαμε υπερβολικά; Ή μήπως οι Ρώσοι, απλούστατα, δεν είναι Ευρωπαίοι, ποτέ δεν υπήρξαν και ποτέ δεν θα γίνουν τέτοιοι, και δεν άξιζε ούτε καν να το ελπίζουμε;
Απαντήστε εσείς για τη δική σας πλευρά, εγώ θα μιλήσω για εμάς.
Το όλο θέμα είναι το εξής: εμείς πάντα προσπαθούσαμε να σας φτάσουμε και πάντα συγκρίναμε τους εαυτούς μας με εσάς.
Η Ρωσία είναι μια χώρα με επιταχυνόμενη ανάπτυξη και όλα σχεδόν τα εκσυγχρονιστικά της άλματα συνδέονται με νέα κύματα δανείων από τη Δύση. Πάντοτε όμως η Ευρώπη μας προσέφερε τα τεχνολογικά επιτεύγματα συσκευασμένα από κοινού με τις αξίες, την ιδεολογία, τον τρόπο ζωής. Ο εκσυγχρονισμός κατέληγε σε πολιτιστικό εμβολιασμό. Απαιτούσε να αποκηρύξουμε τις παραδόσεις και τις αντιλήψεις μας. Θέλεις να αναπτυχθείς ταχύτερα; Πριν απ’ όλα παραδέξου πως είσαι καθυστερημένος. Απαρνήσου τον εαυτό σου, αποκήρυξε τις αξίες σου, παραδέξου ότι αυτές είναι απαρχαιωμένες, χοντροκομμένες, παράλογες. Αμφισβήτησε την ιστορία, την ταυτότητά σου. Ομολόγησε ότι η ιδιαίτερη πορεία σου σε οδήγησε για άλλη μια φορά σε αδιέξοδο. Θέλεις να είσαι Ευρωπαίος; Παραδέξου ότι είσαι ένας άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας, που ονειρεύεται να γίνει άνθρωπος πρώτης κατηγορίας. Σε αυτή τη σύγκρουση εδράζονται όλες οι απόπειρες εκσυγχρονισμού και δυτικοποίησης της Ρωσίας.
Και η μοναδική φορά που εμείς προσπαθήσαμε να σας μάθουμε πώς να ζείτε, όταν η Ρωσία άσκησε μια εκπολιτιστική αποστολή στην Ευρώπη – και εννοώ την κομμουνιστική επανάσταση και την συνακόλουθη πανευρωπαϊκή στροφή προς τα αριστερά – κατέληξε σε πανωλεθρία.
Εσείς θεωρείτε ότι, με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, εμείς αποκτήσαμε για μια ακόμη φορά τα αγαθά του πολιτισμού σας δωρεάν∙ για μας όμως, ο πόλεμος αυτός έληξε με τη συντριβή μας. Έχουμε σύμπλεγμα κατωτερότητας, ιδίως εκείνοι στους οποίους η σοβιετική εξουσία υποσχέθηκε να οικοδομήσει, πριν από το τέλος του αιώνα, ένα επίγειο κομμουνιστικό παράδεισο, που πληρώθηκε με το αίμα των πατεράδων και των παππούδων μας. Τον υποσχέθηκε ακριβώς προτού χρεοκοπήσει.
Και η νοσταλγία μας για την αυτοκρατορία – φυσιολογική ανθρώπινη νοσταλγία για το χαμένο παγκόσμιο μεγαλείο, από την οποία ως σήμερα υποφέρουν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, ακόμα και η Ουγγαρία – συνδυάσθηκε με το προαιώνιο σύμπλεγμα της κατωτερότητάς μας, με την αίσθηση ότι είμαστε άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας έναντι των Ευρωπαίων, ένα σύμπλεγμα από το οποίο μας γιάτρεψε μονάχα η αυτοκρατορική υπερηφάνεια. Ναι, ζούσαμε μέσα στα σκατά, αλλά τα τεθωρακισμένα μας έφθαναν από το Βλαδιβοστόκ ως τη Δρέσδη, τη Βαρσοβία και την Πράγα. Ήμασταν η μεγαλύτερη (αν κρίνουμε από την έκταση) από τις αυτοκρατορίες που επέζησαν.
Με λίγα λόγια, ιδού τι μας συνέβη. Ανταλλάξαμε την περηφάνια με το σαλάμι, όταν όμως βαρεθήκαμε να τρώμε σαλάμι, θυμηθήκαμε ξανά την περηφάνια. Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, μπορείτε μια χαρά να μας καταλάβετε. Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση μας∙ οι Γερμανοί βρέθηκαν ήδη σ’ αυτήν.
Και τα συμπλέγματα του απλού (μετα)σοβιετικού ανθρώπου συνέπεσαν με τα συμπλέγματα των μετασοβιετικών ελίτ, οι οποίες κατέφθαναν μεν στη Δύση για να σκορπίσουν ολόγυρα λεφτά, ωστόσο δεν ένιωθαν ίσες με τις ελίτ της Δύσης. Τα λεφτά τους τα έπαιρναν στη Δύση, φερόμενοι μερικές φορές με δουλοπρέπεια, δεν υπήρχε όμως ειλικρινής εκτίμηση στα βλέμματα αυτών που τα έπαιρναν. Και όταν οι ελίτ της Δύσης αντιλήφθηκαν καλύτερα τη σύνθεση των ρωσικών ελίτ – ένα αξεδιάλυτο κράμα εγκληματιών, πρακτόρων μυστικών υπηρεσιών και μεγαλοεπιχειρηματιών – τότε άρχισαν να τις αντιμετωπίζουν με φόβο και ακόμα μεγαλύτερη αηδία, και η συνεργασία μαζί τους γινόταν σε επίπεδο συνεργασίας με αφρικανούς ανθρωποφάγους δικτάτορες θρονιασμένους πάνω στα διαμάντια.
Δεν έπρεπε όμως να μας φερθείτε έτσι. Εμείς καταλάβαμε τα πάντα. Και συν τοις άλλοις, είμαστε και εύθικτοι.
Τι έγινε, δεν λειτούργησε ο ανοιχτός κόσμος; θα ρωτήσετε. Το Σιδηρούν Παραπέτασμα, μολονότι επισκευάστηκε και γυαλίστηκε, εξακολουθεί να κρέμεται από τον ουρανό. Εμείς μπορούμε να έρθουμε στις χώρες σας, και στη χώρα μας δεν μας απέκλεισαν ακόμα την πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Είναι άλλωστε πασιφανές ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο, το μοντέλο της ήρεμης δύναμης, της ανθρωπιστικής κοινωνίας, της συγκαλυμμένης οικονομικής επιρροής, είναι κατά πολύ αποτελεσματικότερο του δικού μας. Μήπως εμείς δεν βλέπουμε ότι εσείς περνάτε καλύτερα, ότι είναι καλύτερα να είμαστε μαζί σας παρά να είμαστε εναντίον μας;
Το βλέπουμε. Κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία μας. Στον ανοιχτό κόσμο, εκεί όπου οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν τα πάντα με τα πάντα, εκεί όπου πρέπει διαρκώς να αναρωτιούνται γιατί αυτοί ζουν χειρότερα από τον διπλανό τους, οι αρχές οφείλουν να αναζητήσουν τις δικές τους ερμηνείες και δικαιολογίες γι’ αυτό το ερώτημα.
Εμείς ζούμε χειρότερα, ακολουθούμε όμως τη δική μας ιδιαίτερη πορεία, μας λέει η τηλεόραση. Είμαστε πιο φτωχοί, αλλά είμαστε περήφανοι. Αυτοί οι καπιταλιστές μας τιμωρούν γιατί καταλάβαμε την Κριμαία. Αυτοί δεν μας αφήνουν να σταθούμε στα πόδια μας. Ναι, είμαστε χωμένοι στα σκατά ως τη μέση, για κοιτάξτε όμως τι τεθωρακισμένα διασχίζουν την Κόκκινη Πλατεία.
Και με το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2018 τι γίνεται; θα μας ρωτήσει ο περίεργος Ευρωπαίος αναγνώστης. Μήπως αυτό δεν είναι μια χειρονομία ανοίγματος της νέας Ρωσίας στον έξω κόσμο;
Ε, ναι, μια χειρονομία. Ή μάλλον ένας σπασμός. Εκμεταλλευτείτε το κατάλληλα, ελάτε στον τόπο μας, κοιτάξτε πώς ζούμε. Ποιος ξέρει πότε θα σας δοθεί η επόμενη ευκαιρία.
Μετάφραση του άρθρου από τα ρωσικά: Σταυρούλα Αργυροπούλου
**Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις αρχές Ιουνίου στην γερμανική εφημερίδα Die Zeit με αφορμή τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2018 στη Ρωσία. Αναδημοσιεύεται εδώ με την άδεια του συγγραφέα και του εντύπου © DIE ZEIT
* Σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα
Ο Ρώσος συγγραφέας Ντμίτρι Αλεξέγεβιτς Γκλουχόφσκι, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος, έχει γίνει παγκοσμίως διάσημος για έργα που συνδυάζουν την επιστημονική φαντασία με τη δυστοπική αφήγηση και σκοπό έχουν να διερευνήσουν τις κοινωνικές και πολιτικές δομές του σύγχρονου κόσμου. Γεννήθηκε το 1979 και μεγάλωσε στη Μόσχα. Σπούδασε δημοσιογραφία και διεθνείς σχέσεις στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Για αρκετά χρόνια εργάστηκε ως ανταποκριτής. Έχει ζήσει στο Ισραήλ, στη Γερμανία και στη Γαλλία. Μιλάει πέντε γλώσσες. Σε ηλικία 18 ετών άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα METRO 2033. Αργότερα, μέσω του ελεύθερου διαδικτύου, το κείμενό του σημείωσε μια τεράστια διαδραστική επιτυχία, συγκέντρωσε σταδιακά το ενδιαφέρον εκατομμυρίων φανατικών αναγνωστών και έγινε ηλεκτρονικό παιχνίδι. Ως βιβλίο κυκλοφόρησε το 2005, επανεκδόθηκε το 2007 και την ίδια χρονιά απέσπασε το Βραβείο Eurocon. Ακολούθησαν το METRO 2034 (2009) και το METRO 2035 (2015) που κλείνει μια συναρπαστική τριλογία. Άλλα έργα του: Δειλινά (2007), Το μέλλον (2013), Κείμενο (2017).