«ΣΧΕΤΙΚΑ με το γράψιμο: σκεφτόμουν συχνά ότι κανονικά δεν είχα το δικαίωμα να διαβάζω βιβλία. Κοιτούσα γύρω μου, τι έκανε ο κόσμος, σε πόσο φρικτή κατάσταση βρισκόταν. Δούλεψα σε μια φάμπρικα για λίγο καιρό, μέχρι που με διώξανε. Εκείνη η φάμπρικα ήταν σκέτο ερείπιο. Δεν υπήρχε καν παραγωγή, οι μηχανές ήταν πανάρχαιες, χαλασμένες, δεν υπήρχε θέρμανση, τα παράθυρα δεν είχαν τζάμια, τον χειμώνα είχε παγωνιά μέσα στον χώρο παραγωγής, ο κόσμος έπινε σναπς για πρωινό για να μην πεθάνει από το κρύο. Και καθημερινός και συνεχής έλεγχος. Έλεγχος και συνεδριάσεις. Έκαναν τον κόσμο κουρέλι, είτε ήσουν εργάτης, είτε γιατρός. Για ποια λογοτεχνία λοιπόν να μιλήσουμε; Το θέμα, στη Ρουμανία, ήταν η επιβίωση ενός ολόκληρου λαού…»

Με τη Χέρτα Μύλερ στο «Σπίτι της λογοτεχνίας» του δυτικού Βερολίνου (φωτό: Δημήτρης Κορδελάς)
Την κυνηγούσα για μια συνέντευξη τρία χρόνια. Από τον καιρό που μας την έκανε γνωστή εκείνο το Νόμπελ που ξάφνιασε τους περισσότερους, όλους όσοι δεν την είχαν διαβάσει ποτέ, ούτε ήξεραν την προσωπική της ιστορία. Μια επίμονη αλληλογραφία με τον εκδοτικό της οίκο που κάθε τόσο αναζωπυρωνόταν, κι ύστερα σταματούσε, κι ύστερα ξανάρχιζε. Δεν έλεγε ποτέ όχι, δεν έλεγε όμως ούτε το ναι.
Κάποια στιγμή αποφάσισα να πιέσω λίγο περισσότερο την κατάσταση, διακινδυνεύοντας ακόμα και μια αρνητική απάντηση. Το ηλεκτρονικό μήνυμα που μου έστειλε η ίδια αυτή τη φορά, κινιόταν και πάλι στην ασαφή ζώνη μεταξύ του όχι και του ναι. Έγραφε: «Αγαπητέ Α.Χ. Σας ευχαριστώ για την πρότασή σας, αλλά προς το παρόν δεν αισθάνομαι ότι είμαι σε θέση να δώσω συνέντευξη. Δεν μπορώ καν να σκεφτώ ότι θα καθίσω μια ολόκληρη ώρα μπροστά σε μια κάμερα. Μου είναι αδύνατο να βγάλω από το μυαλό μου την αίσθηση της ανάκρισης. Από την άλλη, πολύ ευχαρίστως θα δεχόμουν να βοηθήσω και εσάς και τον εκδοτικό οίκο. Πόσο μάλλον αφού ακούω από πολλές πλευρές πόσο καλός εκδοτικός οίκος είναι. Και μπορώ να κατανοήσω ότι η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας αφήνει βαθιά τα σημάδια της. Γι’ αυτόν τον λόγο αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας συνέντευξης στο άμεσο μέλλον».
Δεν έχασα την ευκαιρία. Της απαντώ πως καταλαβαίνω πολύ καλά τα αισθήματά της, πως μπορώ να φανταστώ ότι μια δημοσιογραφική «ανάκριση» μπροστά σε ένα άγνωστο πρόσωπο, με τους προβολείς να στέλνουν το έντονο φως τους πάνω της, και με ένα μικρόφωνο στο τραπέζι, δεν είναι ό,τι καλύτερο για έναν άνθρωπο που πέρασε πολλές φορές από τα ανακριτικά γραφεία ενός δικτατορικού καθεστώτος. Και μπορώ να το καταλάβω, της έγραψα, διότι μεγάλωσα κι εγώ σε μια δικτατορία, και μικρό παιδί ακόμη αναγκαζόμουν να πηγαίνω κάθε τόσο στην ασφάλεια και να δέχομαι τις «νουθεσίες» των αστυνομικών διευθυντών που δεν «καταλάβαιναν» πώς και ο πατέρας μου, τότε κρατούμενος στη Γυάρο και στη Λέρο, δεν υπογράφει μια δήλωση μετανοίας για να επιστρέψει στο σπίτι του και στα παιδιά του που τόσο τον έχουν ανάγκη…
Προχώρησα ακόμα περισσότερο. Της πρότεινα να περιμένουμε την επόμενη άνοιξη, όταν θα έλιωναν τα χιόνια στο Βερολίνο και θα μπορούσαμε να πάμε σε ένα πάρκο, να καθίσουμε σε ένα παγκάκι και να κάνουμε την κουβεντούλα μας χωρίς προβολείς και μικρόφωνα, μόνο με τις «ψείρες» στους γιακάδες μας και με την κάμερα κρυμμένη πίσω από ένα δένδρο, εκατό μέτρα μακριά, ώστε να μην τη βλέπουμε.
Λίγο καιρό μετά ήρθε η απάντησή της. Δεχόταν να δώσει συνέντευξη όπως από την αρχή της είχα ζητήσει, δηλαδή γύρω από ένα τραπέζι, με προβολείς, μικρόφωνο και διερμηνέα. Ξεκαθάριζε ότι δεν ήθελε να πάμε στο σπίτι της αλλά σε ένα πανέμορφο κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα, στο οποίο στεγάζεται ένα είδος πολιτιστικής λέσχης. Ο μόνος όρος που έβαζε ήταν η κουβέντα μας να μην ξεπερνούσε τη μία ώρα, όρος που κι αυτός δεν τηρήθηκε, αφού ο χρόνος της συνέντευξης στην πραγματικότητα διπλασιάστηκε.
Όταν την είδα να φτάνει ντυμένη στα μαύρα, με τα χέρια της να τρέμουν ελαφρά και τα μεγάλα, έντονα βαμμένα, μάτια της να με κοιτάζουν λίγο με περιέργεια και λίγο με αγωνία, κατάλαβα ότι ήταν ταραγμένη όσο κι εγώ, ίσως περισσότερο από μένα. Και συνειδητοποίησα αμέσως ότι η γυναίκα αυτή, από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, της οποίας το έργο δεν θυμίζει το έργο κανενός άλλου, βρισκόταν εκεί μπροστά μου, κι ότι η παρουσία της ήταν κάτι σαν δώρο, το δώρο σε έναν συνομήλικό της που ερχόταν από μια δοκιμαζόμενη χώρα και τύχαινε να φροντίζει την έκδοση των βιβλίων της στη γλώσσα του. Το βλέμμα της ακουμπούσε πάνω μου, ύστερα έφευγε, ξαναγυρνούσε, έφευγε πάλι, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση να καταστρατηγήσει τις αρχές της και να ανοίξει την καρδιά της μπροστά σε μια ψυχρή τηλεοπτική κάμερα.
Είχα αποστηθίσει μια ευγενική φράση στα γερμανικά που έλεγε πόσο χαιρόμουν για τη γνωριμία – έτσι για να σπάσει ο πάγος. Μια φράση ήταν μόνο αλλά τα μπέρδεψα, την είπα ανάποδα, πήγα να τη διορθώσω, τα έχασα χειρότερα, εκείνη χαμογέλασε, μάλλον της άρεσε που ήμουν κι εγώ αμήχανος, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει, πάω να κάνω ένα τσιγάρο πριν αρχίσουμε, είπε, και βγήκε στον κήπο.
Τελικά θα ήταν μια από τις ωραιότερες κουβέντες που είχα με συγγραφέα στη ζωή μου.
Αγαπητή Χέρτα Μύλερ,
Δείξατε μεγάλο θάρρος και αντισταθήκατε στην καταπίεση και την τρομοκρατία των πολιτικών. Για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο αυτής της αντίστασης σας απονέμεται αυτό το βραβείο. Το έργο σας είναι ένας αγώνας που συνεχίζεται –και οφείλει να συνεχιστεί–, ένα είδος εξορίας δίχως επιστροφή. Και παρότι είπατε ότι διδαχτήκατε τη συγγραφή από τη σιωπή και την αποσιώπηση, μας χαρίσατε λέξεις που μας συγκινούν, άμεσα και βαθύτατα. Με τη σιωπή. Για τη σιωπή. Επιτρέψτε μου να εκφράσω τα θερμότατα συγχαρητήρια εκ μέρους της Σουηδικής Ακαδημίας και σας προσκαλώ να δεχτείτε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τα χέρια της Α.Ε. του βασιλέως.
(Το σκεπτικό με το οποίο η Χέρτα Μύλερ πέρασε στο χρυσό βιβλίο της Ιστορίας της λογοτεχνίας.)
«Στην πόλη, στο γυμνάσιο, πήγα παρά την αντίδραση της μάνας μου. Εκείνη ήθελε να γίνω μοδίστρα, να μείνω στο χωριό. Ήξερε ότι η πόλη θα με διαφθείρει. Και με διέφθειρε. Άρχισα να διαβάζω βιβλία. Όλο και περισσότερο είχα την εντύπωση ότι το χωριό ήταν ένα κουτί μέσα στο οποίο γεννιέσαι, παντρεύεσαι και πεθαίνεις. Όλοι οι χωριανοί ζούσαν σε μια περασμένη εποχή. Γεννιόντουσαν ήδη γέροι. Αν θέλεις να ξαναγίνεις νέα, πρέπει να εγκαταλείψεις το χωριό: έτσι σκεφτόμουν. Στο χωριό έσκυβαν όλοι το κεφάλι στην εξουσία, αλλά και μεταξύ τους, ο ένας κατασκόπευε τον άλλο, μέχρι αυτοκαταστροφής.
»Το χωριό βρίσκεται στην επαρχία Μπανάτ, στα σύνορα άλλοτε με την Ουγγαρία, σήμερα με τη Σερβία. Στο Μπανάτ, όπως και στην Τρανσυλβανία, ζούσαν, ήδη από τον καιρό της αστροουγγρικής αυτοκρατορίας, μεγάλες γερμανικές μειονότητες. Η περιοχή μας στην αρχή ανήκε στην Αυστροουγγαρία, μετά στην Ουγγαρία, οι παππούδες μου μιλούσαν μόνο γερμανικά. Ο παππούς μου, που ήταν έμπορος σιτηρών και αποικιακών και πήγαινε συχνά στη Βιέννη ή τη Βουδαπέστη για δουλειές, μιλούσε και λίγα ουγγρικά. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή περιήλθε στη Ρουμανία και ξαφνικά οι κάτοικοι βρέθηκαν να ζουν σε μια άλλη χώρα. Κι όταν, το ’45, ήρθε ο κομουνισμός, η περιουσία του παππού μου απαλλοτριώθηκε, και από τη μια μέρα στην άλλη έμεινε φτωχός. Το κράτος τούς πήρε τα πάντα, κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν αγάπησαν ποτέ ιδιαίτερα τη νέα τους πατρίδα – γι’ αυτό και δεν έμαθαν ποτέ τους ρουμάνικα. Αλλά και οι γονείς μου μιλούσαν άσχημα τα ρουμάνικα, η μητέρα μου δεν έμαθε ποτέ της σωστά τη γλώσσα, δούλευε στα χωράφια και δεν βγήκε σχεδόν ποτέ από το χωριό. Στο χωριό δεν υπήρχαν Ρουμάνοι, εκτός από τον αστυνόμο και τον γιατρό. Και κανείς δεν ήθελε να έχει σχέσεις μαζί τους, κανείς δεν τους μιλούσε αν δεν ήταν σοβαρή ανάγκη. Ούτε και στο σχολείο έμαθα τη γλώσσα, αφού, εκτός από μερικά μαθήματα που γίνονταν στα ρουμάνικα, μιλούσαμε κι εκεί γερμανικά. Έτσι, όταν στα δεκαπέντε μου πήγα στην πόλη για να φοιτήσω στο λύκειο, ουσιαστικά μιλούσα κάκιστα τη γλώσσα.
»Ο επίσημος όρος στη Ρουμανία για να χαρακτηρίσουν ανθρώπους σαν κι εμάς ήταν “συγκατοικούσες εθνότητες”: μας επέτρεπαν δηλαδή να ζούμε κι εμείς εκεί, μαζί τους. Ο όρος από μόνος του σε πληγώνει, ο κόσμος οργιζόταν, αφού ζούσαν σε εκείνα τα μέρη πριν ακόμα καθίσει στο σβέρκο τους η Ρουμανία. Με άλλα λόγια η σχέση τους με το ρουμάνικο κράτος ήταν από την αρχή προβληματική. Ουσιαστικά δεν υπήρχε σχέση.
»Νομίζω ότι μια μεγάλη τομή σε αυτές τις σχέσεις ήταν ο εθνικοσοσιαλισμός. Η Ρουμανία του Αντονέσκου ήταν φασιστική, στο πλευρό του Χίτλερ, ο ρουμανικός στρατός πολέμησε με τους Γερμανούς στο Στάλινγκραντ, και οι περισσότεροι Γερμανόφωνοι της χώρας πήγαν στη Βέρμαχτ ή στα Ες-Ες. Όταν εισέβαλε η Σοβιετική Ένωση, η Ρουμανία αναγκάστηκε να αλλάξει στρατόπεδο τις τελευταίες μέρες του πολέμου. Αργότερα, η Ρουμανία πλαστογράφησε την ιστορία της, από το ’45 και ύστερα κανένα σχολικό βιβλίο και κανείς άλλος δεν μιλούσε για την εποχή Αντονέσκου, η Ρουμανία προσποιούνταν ότι ήταν πάντοτε στο πλευρό των συμμάχων. Έριξαν λοιπόν όλες τις ευθύνες στις μειονότητες· κι αυτό πλήγωσε τη μειονότητα, γιατί οι Ρουμάνοι όχι μόνο δεν ήταν ειλικρινείς με την ιστορία τους, αλλά και συκοφάντησαν τους άλλους. Κι ύστερα ήρθαν οι κυρώσεις, τα στρατόπεδα εργασίας στη Σοβιετική Ένωση, όπως το περιγράφω στο βιβλίο μου Ο άγγελος της πείνας, οι διωγμοί. Η γερμανική μειονότητα ήταν και πάλι η μοναδική που χρησιμοποιήθηκε για τα καταναγκαστικά μέτρα ανοικοδόμησης, αν και οι Ρουμάνοι ήταν εξίσου αναμεμειγμένοι στις καταστροφές που υπέστησαν οι Σοβιετικοί. Ο πατέρας μου, που στον πόλεμο ήταν στα Ες-Ες, συνελήφθη αμέσως μόλις επέστρεψε στο χωριό. Η μητέρα μου, που δεν ήταν στον πόλεμο, πιάστηκε και έμεινε έγκλειστη πέντε χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας στην Ουκρανία. Δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης ανάμεσα στους αιχμαλώτους, πήραν μόνο αθώους πολίτες. Γυναίκες, γέρους, παιδιά, όσοι ήταν υπερβολικά νέοι ή γέροι για τον πόλεμο.
»Η σχέση λοιπόν με τους Ρουμάνους και την κοινότητα ήταν περίπλοκη, και για μένα την ίδια. Συνειδητοποίησα από νωρίς πόσο μπλεγμένη ήταν σε εκείνο το έγκλημα η μειονότητα από την οποία κατάγομαι, αλλά και ο πατέρας μου και ολόκληρη η γενιά του. Από το πρώτο μου βιβλίο κιόλας, Γούβες, περιέγραψα την εμπλοκή της μειονότητας, τον οπορτουνισμό τους. Έπειτα από αυτό το βιβλίο η κοινότητα του χωριού με απέκλεισε, με αποκήρυξε, δεν τολμούσα πια να πάω στο χωριό, ο κόσμος μού επιτίθετο, με έφτυνε, έλεγαν ότι τους είχα εκθέσει, ότι τους είχα συκοφαντήσει. Το γεγονός ότι οι Ρουμάνοι δεν είχαν επεξεργαστεί το δικό τους μερίδιο στην Ιστορία, δεν σήμαινε ότι εγώ δεν θα έπρεπε να κάνω αυτό που θεωρούσα σωστό για τη δική μου μειονότητα, και να κατηγορήσω τον πατέρα μου για το ότι συμμετείχε στα εγκλήματα και ότι ποτέ του δεν τα καταδίκασε, έστω και εκ των υστέρων. Σύμφωνοι, ίσως δεν είχε την απαραίτητη μόρφωση, ήταν ένας απλός αγρότης, υπάρχουν όμως στάσεις ζωής, για τις οποίες δεν χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα διαβασμένος για να τις ακολουθήσεις, αρκεί να σκέφτεσαι.
»Δεν γινόταν λοιπόν να ξαναπάω στο χωριό, επειδή με απειλούσαν. Η μητέρα μου ήρθε κάποτε κλαίγοντας στην πόλη και μου είπε πόσο άσχημα της φέρεται ο κόσμος στο χωριό επειδή είχα γράψει εκείνο το βιβλίο. Στα χωράφια, για παράδειγμα, σε εκείνα τα απέραντα σοσιαλιστικά χωράφια όπου μάζευαν καλαμπόκι, κανείς δεν δεχόταν να δουλέψει μαζί της. Και ο παππούς μου, που τότε ήταν σχεδόν ενενήντα χρονών, έλεγε ότι ο κουρέας δεν τον ξύριζε πια εξαιτίας εκείνου του βιβλίου. Οι γονείς μου και οι παππούδες μου λοιπόν υπέφεραν και η μητέρα μου ήρθε στην πόλη σαν χαμένη, λέγοντας: “Μα δεν μπορείς να γράψεις για κάτι άλλο; Εσύ δεν είσαι αναγκασμένη να ζεις εκεί, εγώ όμως υποφέρω.”».
Παρατασσόμασταν σε ζευγάρια – τι έκφραση γι’ αυτά τα πέντε εξαθλιωμένα συντάγματα από γουρλωμένα μάτια, μεγάλες μύτες, βαθουλωμένα μάγουλα. Οι κοιλιές και τα πόδια είχαν φουσκώσει από το νερό, που προκαλούσε δυστροφία. Είτε είχε παγωνιά είτε αβάσταχτη ζέστη, βράδια ολόκληρα περνούσαν σε στάση προσοχής. Μονάχα οι ψείρες μπορούσαν να κινούνται πάνω μας. Στις ατέλειωτες καταμετρήσεις μπορούσαν να χορτάσουν αίμα και να παρελαύνουν στην άθλια σάρκα μας, να περπατάνε πάνω μας ώρες ολόκληρες, από το κεφάλι μέχρι το εφήβαιο. Συνήθως οι ψείρες χόρταιναν αίμα και έπεφταν για ύπνο μέσα στις ραφές της βαμβακερής στολής μας, κι εμείς εξακολουθούσαμε να στέκουμε προσοχή. Ο διοικητής του στρατοπέδου, ο Σιστβανγιόνοφ, εξακολουθούσε να ουρλιάζει. Το μικρό του όνομα δεν το ξέραμε. Λεγόταν απλώς σύντροφος Σιστβανγιόνοφ. Ένα όνομα αρκετά μεγάλο, ώστε να τραυλίζει κανείς από τον φόβο του όταν το ξεστόμιζε. Με το όνομα σύντροφος Σιστβανγιόνοφ, μου ερχόταν πάντοτε στο νου το βούισμα της ατμάμαξας που μας εκτόπισε. Και η λευκή εσοχή στην εκκλησία, στην πατρίδα, Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΘΕΤΕΙ ΣΕ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. Ίσως να έπρεπε να στέκουμε για ώρες προσοχή μπροστά σε αυτή τη λευκή εσοχή. Όταν η σάρκα εξαφανιστεί από το σώμα σου, τότε το να κουβαλάς τα κόκαλα σε βαραίνει, σε τραβάει μέσα στη γη.
Στο προσκλητήριο έκανα εξάσκηση, ώστε να ξεχνιέμαι όταν στεκόμαστε προσοχή και να μην ξεχωρίζω την εισπνοή από την εκπνοή. Και να στρέφω το βλέμμα προς τα πάνω χωρίς να σηκώνω το κεφάλι. Και να αναζητώ την άκρη κάποιου σύννεφου στον ουρανό, απ’ όπου να μπορεί να κρεμάσει κανείς τα κόκαλά του.
Aπό το μυθιστόρημα Ο άγγελος της πείνας, σ. 25.
«Όχι, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι το ύφος που διαλέγει ο καθένας για να γράψει, έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεσή του. Αν υποθέσουμε ότι η γραφή μου έχει κάτι το ποιητικό, δεν ήταν κάτι που διάλεξα προσπαθώντας να μπερδέψω τη λογοκρισία. Από όταν άρχισα να διαβάζω βιβλία, η ποιητική γλώσσα ήταν αυτή που με άγγιζε. Μου άρεσε να διαβάζω ποίηση, με βοηθούσε κατά κάποιον τρόπο να αντιμετωπίζω την καθημερινότητα. Όταν για παράδειγμα με καλούσαν για ανακρίσεις στη μυστική αστυνομία, έφερνα διαρκώς ποιήματα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να προσεύχομαι, δεν πιστεύω στον Θεό. Πιστεύω όμως ότι τα ποιήματα είναι κάτι σαν αντιστάθμισμα, ένα υποκατάστατο, είναι ίσως οι προσευχές εκείνων που δεν πιστεύουν στον Θεό. Συχνά, όταν οι ανακρίσεις γίνονταν αβάσταχτες, έλεγα μέσα μου ποιήματα για να προστατέψω τον εαυτό μου.
»Το κόλπο να γράψεις κάτι περίπλοκο για να μην το καταλάβει η λογοκρισία, νομίζω ότι, σε τελευταία ανάλυση, δεν λειτουργεί. Η γλώσσα έχει ανάγκη από μια άλλου είδους ελευθερία, μια εσωτερική ελευθερία, που σου είναι απαραίτητη επειδή δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, όχι επειδή είσαι αναγκασμένος.
»Νομίζω ότι η μισή λογοτεχνία σε ολόκληρο τον κόσμο είναι αυτό που ονομάζουμε αυτοβιογραφική, με τη στενή ή την ευρεία έννοια. Νομίζω ότι σε συγγραφείς που έχουν ζήσει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και έχει κινδυνέψει η ζωή τους, συμβαίνει συχνότερα να αυτοβιογραφούνται. Αν ζεις νιώθοντας περικυκλωμένος, αν φοβάσαι για τη ζωή σου επειδή σε απειλεί κάποιο καθεστώς, για τι άλλο να γράψεις; Εμένα τουλάχιστον δεν μου έμενε άλλο περιθώριο, έγραφα για να βοηθήσω τον εαυτό μου, για να προσπαθήσω να ζήσω. Πώς μπορείς να ζήσεις; Αυτό αναρωτιόμουν συχνά. Δεν είχα απάντηση. Ούτε και σήμερα μπορώ να δώσω μια απάντηση. Όταν όμως γράφεις, έχεις τουλάχιστον την εντύπωση πως σου δίνεται η δυνατότητα να πεις ότι δεν διαθέτεις απαντήσεις.
»Το θέμα που έχεις διαλέξει μπορεί να είναι καλό ή κακό. Σημασία έχει πώς το διαμορφώνεις γλωσσικά. Ευτυχώς, η ζωή δεν περιμένει να την καταγράψεις. Και όταν το κάνεις, πρέπει να διαλύσεις ό,τι έχεις βιώσει εις τα εξ ων συνετέθη, να το αποσυναρμολογήσεις πλήρως, και τον πρώτο λόγο να τον έχει η γλώσσα. Η γλώσσα έχει τη δική της λογική, τους δικούς της κανόνες. Αλλάζει τις ισορροπίες. Το ίδιο το βλέμμα σου αλλάζει, με τη γλώσσα.
»Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο. Από μόνη της δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Εγώ είμαι εκείνη που τη δαμάζω και βάζω τις λέξεις εδώ ή εκεί. Και υπάρχουν πολλοί που λένε ότι από την εποχή των κομπιούτερ αλλάξανε τα πράγματα, ότι τα κομπιούτερ σε παρασύρουν, γι’ αυτό και τα βιβλία βγαίνουν μεγαλύτερα. Αυτό, εγώ, δεν το καταλαβαίνω. Χαίρομαι αν τελειώσω τις λίγες εκατοντάδες σελίδες μου, περισσότερες δεν μου βγαίνουν. Αν βγουν παραπάνω, τότε καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά και τις πετάω. Υπάρχουν πολλοί που λένε ότι δεν μπορούν να πετάξουν πράγματα που έχουν γράψει. Για μένα δεν υπάρχει ομορφότερο πράγμα από το να πετάς, όταν βλέπεις ότι κάτι είναι περιττό. Δεν νομίζω λοιπόν ότι η γλώσσα είναι ανεξάρτητη. Είναι σημαντική, αλλά δεν είναι αυτοδύναμη. Τι είναι η γλώσσα; Δεν είναι παρά αυτό που φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι. Στις δικτατορίες το βλέπουμε καθαρά: η γλώσσα μπορεί να κάνει τα πάντα, να σε σώσει, να σε πληγώσει, μπορεί να σώσει ζωές, μέχρι και να σκοτώσει. Εξαρτάται από τον τρόπο που τη χρησιμοποιούμε».
Ο τοίχος έστεκε πυροβολημένος και άδειος.
Δύο γέροι χωρικοί κείτονταν στο έδαφος, οι σόλες τους κοιτούσαν προς το δωμάτιο. Σε κύκλο γύρω από το κεφάλι τους βαριές αρβύλες. Το μεταξωτό της μαντίλι είχε γλιστρήσει από το κεφάλι στον λαιμό της. Ο μαύρος γούνινος σκούφος του όχι. Ποιος άραγε να ήταν, να ήταν ο ίδιος, να ήταν ο τελευταίος;
Θα μπορούσες να ανοίξεις αυτά τα δύο πτώματα, ρώτησε η Αντίνα, ο Πάουλ ανοιγόκλεισε το ψαλιδάκι για τα νύχια, αυτό θα ήταν χειρότερο και από το να μου ζητούσες να ανοίξω τη μητέρα μου και τον πατέρα μου, της λέει. Ο πατέρας μου με έδερνε συχνά, τον φοβόμουν. Όταν έβλεπα το χέρι του στο φαγητό, πώς κρατούσε το ψωμί, μου έφευγε ο φόβος. Τότε ήταν σαν κι εμένα, τότε ήμασταν ίδιοι. Όταν όμως με χτυπούσε, δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι με το ίδιο χέρι έτρωγε και ψωμί.
Ο Πάουλ πήρε μια βαθιά ανάσα, ύστερα από κούραση ημερών. Εκεί που άλλοι έχουν την καρδιά, αυτοί έχουν ένα νεκροταφείο, είπε η Αντίνα, όλοι τους νεκροί, μικροί και ματωμένοι σαν παγωμένα βατόμουρα. Ο Πάουλ σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια του, τους σιχαίνομαι, και να που τώρα τους κλαίω. Πού βρέθηκε αυτή η συμπόνια, ρωτάει.
Η σκηνή της εκτέλεσης του ζεύγους Τσαουσέσκου, από το μυθιστόρημα Η αλεπού ήταν και τότε ο κυνηγός, σ. 224.
Στο δεξί μου αυτί έχω φωλιάσει το μικρόφωνο. Ο Κώστας μεταφράζει ψιθυριστά για να μην περάσει ο ήχος της φωνής του στην ταινία, χάνω λέξεις, πολλές λέξεις αλλά δεν πειράζει, τις λέξεις που χάνω μου τις υπαγορεύουν τα μάτια της, μάτια βαμμένα μαύρα όπως από τον καιρό της δεκαετίας του εξήντα, πάνω από ένα έντονα κόκκινο κραγιόν. Είναι η μοναδική χρωματική νότα πάνω της, μια αντίστιξη στο μαύρο φόρεμα, στο μαύρο μαλλί, στο μαύρο μάτι. Μ’ αρέσει αυτή η υποψία κοκεταρίας, την ίδια απαράλλακτη εικόνα προτείνει στον κόσμο εδώ και χρόνια, έτσι ήταν βαμμένη και ντυμένη τη βραδιά της απονομής του Νόμπελ, όταν το βλέμμα της πάλι ερευνούσε τους χώρους και τους ανθρώπους, χαμήλωνε στο πάτωμα κι ύστερα γυρνούσε στον άνθρωπο που την παρουσίαζε για να περάσει σαν χάδι πάνω από τους προσκεκλημένους γύρω της και να επιστρέψει πάλι στο πάτωμα, αμήχανο και φοβισμένο και συγκινημένο και υπερήφανο ταυτόχρονα, πριν από τη συνέντευξη είδα αρκετές φορές εκείνη τη σκηνή, κάθε φορά που τυχαίνει να μας επιβραβεύουν το πρόσωπό μας διηγείται όλη τη ζωή μας, αρκεί να υπάρχει κάποιος ικανός να το διαβάσει, τώρα το βλέμμα της είναι λιγότερο αμήχανο και υπερήφανο, αλλά είναι εξίσου φοβισμένο και συγκινημένο, αυτή δεν είναι συνέντευξη, είναι περισσότερο εξομολόγηση, ορισμένες ερωτήσεις δεν έχουν νόημα, υπονοούνται όπως υπονοούνται και κάποιες απαντήσεις, τι άλλο θα μπορούσε να είχε γίνει αυτή η κοπέλα με το αδύνατο κορμί που θυμίζει μίσχο, χιλιάδες φορές διάβασα την παρομοίωση αλλά είναι η πρώτη φορά που πραγματικά βλέπω ένα κορμί που θυμίζει μίσχο, τι άλλο παρά συγγραφέας, να γεννιέσαι σε μια χώρα που δεν σε θέλει, που σε θεωρεί ξένη και τη θεωρείς ξένη, με γονείς σχεδόν αγράμματους, με έναν πατέρα που διαλέγει να συμπαραταχτεί με τη χειρότερη πλευρά της Ιστορίας και μια μητέρα που βρίσκεται ξαφνικά σε στρατόπεδο εργασίας για να πληρώσει αμαρτίες που δεν ήταν δικές της και που θέλει να σε κάνει μοδίστρα, ενώ εσύ πνίγεσαι και θέλεις να πας στην πόλη, είναι σαν το ποτάμι που ήθελε να περάσει ο Χανίφ Κιουρέισι, εκεί ήταν μια γέφυρα, εδώ ήταν ένα ξεχαρβαλωμένο τρένο που σε έφερε σε μια νέα ζωή και σε μια νέα γλώσσα, μια γλώσσα που δεν ήταν η δική σου αλλά ήταν της πατρίδας σου, κι εκεί αρχίζεις να τα σκέφτεσαι όλα από την αρχή, τον ναζί πατέρα, το αποπνιχτικό χωριό, και αποφασίζεις να γυρίσεις σελίδα, παρότι η ζωή σου δεν έχει ακόμα σελίδες πολλές, και κάνεις νέους φίλους, ανθρώπους που σου διδάσκουν ότι είναι δύσκολο να ζεις χωρίς ελευθερία, κι εσύ είσαι έτοιμη από καιρό να πάρεις αποφάσεις, δεν θέλεις να μοιάσεις του πατέρα, ούτε θέλεις να σκύψεις το κεφάλι, το βλέμμα ναι, το κεφάλι όχι, κι αρχίζεις να γράφεις, κι αυτά που γράφεις δεν αρέσουν ούτε στο χωριό ούτε στους γραφειοκράτες, αλλά εσύ συνεχίζεις να γράφεις και να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεσαι να φύγεις για να γράφεις ελεύθερα, να γράφεις ελεύθερα για το πόσο σου λείπει η ελευθερία, στο μεταξύ περνάς από ανακριτικά γραφεία, ήταν το μόνο μέρος σε όλο το Βουκουρέστι που θερμαινόταν, μου είπες κάποια στιγμή, η ειρωνεία της Ιστορίας, τα βιβλία σου γέμισαν ανακριτές και χαφιέδες και μπάτσους, και νυχτερινά τραμ και καρούλια με καλώδια σε αυλές εργοστασίων και φίλες που χάνονται ξαφνικά από προσώπου γης, η ειρωνεία της Ιστορίας, οι πιο καλοί σου αναγνώστες ήταν αυτοί της μυστικής αστυνομίας, ζύγιαζαν την κάθε λέξη, την έβγαζαν από τη σελίδα και την παρατηρούσαν εξονυχιστικά, οι λέξεις μπορούν να σκοτώσουν αλλά και να αφυπνίσουν, αυτοί δεν φοβόντουσαν τον θάνατο, τρέφονταν με τον θάνατο, αυτοί δεν φοβόντουσαν τίποτα, έτσι κι αλλιώς όταν έπεσε ο δικτάτορας οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν πάλι στα γραφεία τους, κατέβασαν τα σφυροδρέπανα και τα στάχυα και τα κόκκινα αστέρια και κρέμασαν ειδυλλιακά τοπία από την Ελβετία κι εκείνη τη σημαία με την τρύπα στη μέση, εσύ όμως είχες ήδη φύγει, ή μάλλον δεν ήσουν ποτέ εκεί, τώρα περπατούσες στους μεγάλους δρόμους μιας πόλης που κάποτε ήταν χωρισμένη στα δύο, είχες τη σκιά των Ρουμάνων μπάτσων πάντα πίσω σου, και έπρεπε να μάθεις τη γλώσσα από την αρχή, η μακρινή πατρίδα δεν μιλούσε την ίδια γλώσσα που μιλούσες εσύ, ήταν ίδια αλλά και τόσο διαφορετική, τώρα έπαιρνες εσύ την κάθε λέξη και την παρατηρούσες, προσπαθούσες να τη μάθεις από την αρχή, και το βλέμμα σου κοίταζε ολόγυρα, μάζευε χρώματα αλλά δεν ήταν χαρούμενο, όλοι εκείνοι που έμειναν πίσω, τα χρόνια που έμειναν πίσω, τα χρόνια που πήγαν χαμένα, το παρελθόν βρίσκεται πάντα καρφωμένο στη γη, στο πάτωμα, ίσως γι’αυτό το βλέμμα σου ακόμα κι εκείνη τη μεγάλη για σένα βραδιά επέστρεφε στο πάτωμα.
Κι όμως διακρίνω ένα χαμόγελο. Ένα αδιόρατο χαμόγελο, ενώ μιλάς.
«Δεν ξέρω να απαντήσω στο ερώτημά σας. Δεν ξέρω ποιο ήταν το χειρότερο στοιχείο του καθεστώτος. Ο σοσιαλισμός άλλαζε διαρκώς. Ήταν η δεκαετία του ’50, όταν γεννήθηκα, ήταν μια ζοφερή εποχή, τότε πέθανε ο Στάλιν, αλλά ο σταλινισμός δεν έπαψε να υπάρχει. Κράτησε για χρόνια, και η χώρα ήταν γεμάτη φυλακές και στρατόπεδα. Όλοι φοβόντουσαν, μπορούσες να καταλήξεις στο στρατόπεδο για το παραμικρό. Πάντα ήθελα να καταλάβω πώς λειτουργεί μια δικτατορία, πώς φτάνεις μέχρι εκεί; Αυτό είναι το απίστευτο, πώς γίνεται κάτι τέτοιο; Πώς μπορείς να κάνεις όλους τους ανθρώπους να φοβούνται; Δεν έχει να κάνει με ιδεολογία, για τον Τσαουσέσκου δεν είχε σημασία αν αγαπούσες το κόμμα ή όχι, έπρεπε απλώς να φοβάσαι. Πάντα έλεγα ότι ο φόβος ήταν το μοναδικό προϊόν που παρήγαγε ο σοσιαλισμός, μονάχα αυτό λειτουργούσε. Όλα τα υπόλοιπα ερχόντουσαν σε δεύτερη μοίρα. Ήθελα από πάντα να καταλάβω πώς στεριώνει μια δικτατορία, πώς στη συνέχεια στεριώνει ακόμα πιο πολύ, ώστε στο τέλος να επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι.
»Από την αρχή προσπάθησα να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου. Κι αυτό είχε να κάνει με τη βιογραφία του πατέρα μου. Πάντα σκεφτόμουν ότι ο πατέρας μου ήταν στα Ες-Ες στα δεκαεφτά του χρόνια. Τον κατηγορούσα γι’ αυτό. Στα δεκαπέντε μου πήγα στην πόλη, δύο χρόνια αργότερα έγινα κι εγώ δεκαεπτά. Σκέφτηκα λοιπόν ότι έχω την ηλικία που είχε τότε ο πατέρας μου, και ζω σε μια δικτατορία· δεν θέλω να συγκρίνω τις δύο καταστάσεις, ζω όμως σε μια δικτατορία. Αν λοιπόν συμβιβαστώ με τη δικτατορία, έλεγα στον εαυτό μου, τότε θα κάνω κάτι παρόμοιο με εκείνο που είχε κάνει τότε κι ο πατέρας μου. Αυτό ήταν για μένα μια μεγάλη προειδοποίηση. Κι όχι μόνο ο πατέρας μου αλλά ολόκληρη η μειονότητα, πώς συμπεριφέρθηκε τότε. Δεν περίμενα λοιπόν τίποτε από τα γραφτά μου: μονάχα να μου δώσουν ένα εσωτερικό στήριγμα, και να με βοηθήσουν να εκφράζομαι με ειλικρίνεια. Αυτό ήταν όλο.
»Με ρωτάτε αν η εγκατάστασή μου στη Γερμανία ήταν επιστροφή σε ένα είδος πατρίδας ή αν ήταν εξορία. Ήταν εξορία. Τον πρώτο μάλιστα καιρό –ήρθα στη Γερμανία το ’87, ο Τσαουσέσκου θα έμενε για άλλα τρία χρόνια στην εξουσία– δεχόμουν απειλές για τη ζωή μου από τις μυστικές υπηρεσίες της Ρουμανίας. Έπρεπε να προσέχω να μη με δολοφονήσουν, και οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες μου έδιναν οδηγίες για όλα όσα δεν επιτρεπόταν να κάνω: Να μην πηγαίνω σε σπίτια ανθρώπων που δεν γνωρίζω, να μη ζω σε ισόγεια, να μην πηγαίνω περίπατο σε πάρκα, τα πρώτα τρία χρόνια ζούσα ακόμα στη σκιά του καθεστώτος, αν και εγώ σκεφτόμουν ότι αν ήθελαν να με δολοφονήσουν θα το είχαν κάνει στη Ρουμανία, θα τους ήταν ευκολότερο. Αυτό ήταν το ένα. Το άλλο ήταν ότι στην αρχή δεν με ήθελαν στη Γερμανία. Έλεγα διαρκώς ότι ήρθα για πολιτικούς λόγους, δραπέτευσα από μια δικτατορία, δεν ήρθα για να επισκεφτώ τον θείο μου στη Γερμανία, τον θείο μου στη Ρουμανία δεν ήθελα να τον δω, το ίδιο και τον θείο μου στη Γερμανία, ένας άνθρωπος πάνω από τα τριάντα δεν πηγαίνει στους θείους του. Και ήταν δύσκολο, επειδή οι αρχές εδώ με ρωτούσαν “μα τελικά είσαι Γερμανίδα ή πολιτική πρόσφυγας” κι εγώ απαντούσα ότι είμαι και τα δύο. “Και τα δύο δεν γίνεται”, μου έλεγαν, “δεν υπάρχει κατάλληλο έντυπο και για τα δύο”. Κι εγώ τελικά απάντησα ότι ήμουν πολιτική πρόσφυγας, οπότε δεν πήρα τη γερμανική υπηκοότητα, παρά μόνο ύστερα από ενάμιση χρόνο, και τότε την πήρα ως ξένη, όχι όπως οι υπόλοιποι που είχαν έρθει από τη Ρουμανία. Η μητέρα μου π.χ. την πήρε αυτόματα, η μητέρα μου ήταν ενάμιση χρόνο Γερμανίδα, ενώ εγώ όχι. Η μητέρα μου ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, εγώ όμως όχι, άσε που τα έβαλα και με τις αρχές επειδή ήθελα να επιβάλω αυτήν την πραγματικότητα, και τους έλεγα “βρίσκομαι εδώ όχι επειδή έχω γερμανικό αίμα, αλλά επειδή είμαι πολιτική πρόσφυγας, διαφορετικά δεν θα ερχόμουν”. Αυτό μου προκάλεσε μεγάλες δυσκολίες στην αρχή.
»Παρ’ όλα αυτά, βαθιά μέσα μου, σκεφτόμουν ότι είχα σωθεί. Όταν ήρθα στη Γερμανία ήμουν ένας άνθρωπος χωρίς μέλλον, τα νεύρα μου ήταν κλονισμένα, μπέρδευα το κλάμα με το γέλιο, αν δεν ερχόμουν, δεν θα άντεχα για πολύ ακόμα. Και στη Ρουμανία δεν γινόταν να πάω στον ψυχίατρο, τα ψυχιατρεία ήταν παραρτήματα του καθεστώτος. Είχα ακούσει ότι βρισκόμουν σε μια λίστα της Διεθνούς Αμνηστίας ως άμεσα απειλούμενη, και ότι ο τότε υπουργός Eξωτερικών, Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, με είχε σε μια λίστα όταν ήρθε επίσημη επίσκεψη στη Ρουμανία. Με βοήθησε λοιπόν η Γερμανία. Αλλά όταν έφτασα εδώ, μου συμπεριφέρθηκαν με πολύ παράδοξο τρόπο.
»Στην αρχή είχα μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής. Διότι, εντάξει, μιλούσα τη γλώσσα, συχνά όμως δεν καταλάβαινα το νόημα, καταλάβαινα τις λέξεις αλλά όχι απαραίτητα και το νόημα. Ήμουν διαφορετικά κοινωνικοποιημένη. Φυσικά ήμουν ξένη, και θα μείνω ξένη. Ήμουν πάνω από τριάντα χρονών όταν ήρθα από τη Ρουμανία. Στη Ρουμανία ήμουν ξένη, και εδώ είμαι σχεδόν ξένη. Έτσι είναι, αλλά δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποια από τις δύο χώρες γι’ αυτό, απλώς έτσι είναι.
»Τους πρώτους μήνες στη Γερμανία με πονούσαν τα μάτια μου. Όλα ήταν χρωματιστά κι εγώ ήμουν συνηθισμένη να βλέπω γκρίζο πάνω σε γκρίζο. Το χρώμα της Ανατολικής Ευρώπης ήταν το γκρίζο πάνω σε γκρίζο. Τον πρώτο καιρό ρουφούσα κάθε εικόνα που έβρισκα μπροστά μου σε αφίσες ή σε περιοδικά. Αν τύχαινε να πάω σε κάποιο εστιατόριο, μέχρι να έρθει το φαγητό, έβαζα τα κλάματα. Διότι ήταν αυτή η τεράστια διαφορά… Έβγαινα στον δρόμο και ξαφνικά έβλεπα παντού διαφημίσεις για προϊόντα, παρατηρούσα πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά σε μια κοινωνία, η οποία δεν έχει γνωρίσει τη στέρηση και τον πόνο. Και τον φόβο. Τότε μόνο κατάλαβα τι είχαν κλέψει από τον κόσμο στη Ρουμανία. Τι είδους καθημερινότητα μπορεί να υπάρχει και πόσα είχε κλέψει εκείνη η δικτατορία από τη ζωή μας. Είχα τόσους φίλους στη Ρουμανία που ήταν αναγκασμένοι να εξακολουθούν να ζουν με εκείνον τον τρόπο ενώ εγώ βρισκόμουν πλέον εδώ, στον καναπέ μου. Και αυτό δεν είναι ευχάριστο συναίσθημα. Αισθάνεσαι συνεχώς ενοχές, σκέφτεσαι αν αξίζεις μια τέτοια εύνοια της τύχης, αν έχεις κερδίσει με την αξία σου αυτό που ζεις… Ήταν μεγάλος βραχνάς για μένα…»
Η διαδρομή ενός παιδιού, από τότε που βοσκούσε αγελάδες μέχρι εδώ, στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, είναι παράδοξη. Αυτό που μου συμβαίνει τώρα, μου έχει συμβεί συχνά: βλέπω τον εαυτό μου σαν θεατής. Σήμερα σκέφτομαι όλους εκείνους που βρίσκονται θαμμένοι στο νεκροταφείο, θύματα της ρουμανικής μυστικής αστυνομίας. Έχω δει πολλούς ανθρώπους να καταρρέουν, και έχω φτάσει κι εγώ στα όρια της κατάρρευσης. Όμως λίγο πριν καταρρεύσω, μπόρεσα να φύγω από τη Ρουμανία. Από τότε κιόλας ήμουν πολύ τυχερή, χωρίς να το αξίζω. Γιατί την τύχη δεν μπορεί κανείς να την αξίζει. Την ευτυχία μπορείς να την μοιραστείς, την τύχη όμως όχι. Και τώρα, που βρίσκομαι εδώ, στη Στοκχόλμη, και βλέπω τον εαυτό μου σαν θεατής, είμαι και πάλι τυχερή. Γιατί αυτό το βραβείο βοηθά να θυμίσουμε τους προσχεδιασμένους διωγμούς και τον αφανισμό ανθρώπων σ’ εκείνους που έχουν ζήσει τέτοιους διωγμούς και να τους δείξουμε σε όσους ευτυχώς δεν χρειάστηκε να τους ζήσουν. Γιατί μέχρι σήμερα υπάρχουν δικτατορίες όλων των ειδών. Μερικές από αυτές υπάρχουν ήδη εδώ και πολλά χρόνια και μας προκαλούν κάθε φορά τη φρίκη, όπως το Ιράν, άλλες πάλι, όπως η Ρωσία ή η Κίνα, έχουν φορέσει έναν δημοκρατικό μανδύα, φιλελευθεροποιούν την οικονομία τους, τα ανθρώπινα δικαιώματα όμως εξακολουθούν να βρίσκονται στην εποχή του σταλινισμού και του μαοϊσμού. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να τα αλλάξει όλα αυτά, όμως, έστω και εκ των υστέρων, μπορεί να επινοήσει μια γλώσσα ικανή να μας δείξει όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας όταν εκτροχιάζονται οι αρχές. Η λογοτεχνία συνομιλεί με τον καθένα μας ξεχωριστά, είναι προσωπική ιδιοκτησία που παραμένει στο μυαλό μας. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο ικανό να μπορεί να συνομιλήσει με τον ίδιο μας τον εαυτό τόσο διεισδυτικά, όσο ένα βιβλίο. Και δεν ζητά τίποτε, εκτός ίσως από το να σκεφτούμε και να νιώσουμε.
Από την ευχαριστήρια ομιλία της κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του Νόμπελ.
«Όχι, δεν ένιωσα αυτό που φαντάζεται ο κόσμος. Στην αρχή ήμουν μουδιασμένη, επειδή δεν το περίμενα. Ήξερα ότι βρισκόμουν στη λίστα υποψηφίων εδώ και μερικά χρόνια, αλλά σκεφτόμουν ότι στη λίστα βρίσκονται πολλοί και παραμένουν εκεί. Σκεφτόμουν άλλωστε ότι υπάρχει μια γεωπολιτική στρατηγική για τα βραβεία Νόμπελ. Το είχε πάρει ο συγκλονιστικός Ίμρε Κέρτες πριν από όχι πολύ καιρό, Ούγγρος, από την Ανατολική Ευρώπη, το βασικό θέμα του ήταν βέβαια το Ολοκαύτωμα, αλλά επίσης και η σταλινική, σοσιαλιστική Ουγγαρία, το είχε επεξεργαστεί και αυτό, οπότε το θέμα είχε καλυφθεί. Λίγο αργότερα το πήρε η Ελφρίντε Γέλινεκ από την Αυστρία, που γράφει και αυτή στα γερμανικά, σκεφτόμουν λοιπόν ότι έχει χαθεί κάθε πιθανότητα, μέχρι να ξαναφτάσει η σειρά μου, έλεγα, θα έχω πεθάνει. Όντως δεν το περίμενα. Στη λογοτεχνία δεν υπάρχει ΤΟ καλύτερο. Δεν είναι όπως το μπετόν, που το ένα χαρμάνι είναι καλύτερο από ένα άλλο, επειδή αντέχει αποδεδειγμένα περισσότερο. Η λογοτεχνία έχει κάτι το συγκεχυμένο, έχει να κάνει με το προσωπικό γούστο και τον τρόπο που προσεγγίζουμε τα πράγματα, με την ψυχοσύνθεσή μας, θα μπορούσα κάλλιστα να μην είχα πάρει ποτέ κανένα βραβείο. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι ότι τα βραβεία δεν με βοηθάνε ούτε στο ελάχιστο όταν γράφω. Δεν είναι παρά μια αναγνώριση, ξέρω πολύ καλά ότι δεν θα με απαλλάξουν από τον πόνο της συγγραφής, ούτε θα την κάνουν ευκολότερη. Δεν υπάρχει κάποιο στάτους στη λογοτεχνία, θα ήταν παράλογο κάτι τέτοιο. Μόνο στους ανόητους συμβαίνει να κοκορεύονται επειδή πήραν ένα βραβείο. Νομίζω ότι έχω ζήσει πολλά στη ζωή μου, γι’ αυτό βλέπω από κάποια απόσταση αυτού του είδους τα πράγματα, εξακολουθώ να λέω μέσα μου “και λοιπόν;” Όχι, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το Νόμπελ. Ούτε με έχει μεθύσει, ούτε με κάνει να κοκορεύομαι».
Ένας λαγός μονάχος
βαθιά μέσ’ στο λαρύγγι ήταν ο φόβος
στη χώρα εκείνη που πια δεν κατοικώ.
Μα τώρα εδώ στην άλλη
μου ’χουν φορέσει το κεφάλι
σαν να ’ταν στρώση σαντιγί
πάνω από ένα τρωκτικό.
Από τα ποιήματα-κολάζ που βρίσκονται στον τόμο Το τόλμημα της μνήμης, σ. 29.
«Τα τελευταία δύο χρόνια έκανα μόνο κολάζ. Πάντα έκανα αυτήν τη δουλειά, κι όταν κάνω κολάζ, δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, αυτός είναι από μόνος του ένας κόσμος ολόκληρος. Πάντοτε μεταξύ του ενός βιβλίου και του άλλου δεν έγραφα απολύτως τίποτα για δύο, τρία χρόνια. Έτσι το συνηθίζω, σκέφτομαι ότι στο μεταξύ πρέπει να ζήσω. Μερικές φορές, για μένα η συγγραφή είναι το αντίθετο της ζωής. Θέλω λοιπόν να ζήσω εντελώς φυσιολογικά, σαν να μην υπήρχε τίποτε. Και ύστερα από κάθε βιβλίο, σκεφτόμουν, “αχ, αυτό ήταν το τελευταίο”.
»Έχω και μια ζωή έξω από τα βιβλία, διαφορετικά θα κατέρρεα. Τα νεύρα μου δεν είναι σε καλή κατάσταση. Όταν ήρθα από τη Ρουμανία ένιωθα πολύ άσχημα, τώρα είμαι καλύτερα, όταν όμως βρίσκομαι σε καταστάσεις στρες, τότε συνειδητοποιώ ότι οι αντοχές μου δεν είναι μεγάλες. Το γράψιμο μου δημιουργεί ακραίο στρες, αφοσιώνομαι τόσο πολύ σε αυτό, ώστε δεν υπάρχει τίποτε άλλο γύρω μου.
»Πιστεύετε ότι τα ποιήματά μου έχουν κάτι το παιδικό; Ίσως να έχετε δίκιο. Ίσως να είναι ένα αντιστάθμισμα σε όσα συνήθως γράφω. Στα μυθιστορήματα και στα δοκίμιά μου η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ζοφερή, αλλά αυτή δεν ήταν δική μου επιλογή, γράφω γι’ αυτά που έχω βιώσει, και τα ποιήματα-κολάζ είναι η άλλη μου πλευρά, μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορώ να την εκφράσω. Είμαι άνθρωπος που του αρέσουν τα αστεία. Μη νομίζετε ότι η ζωή σε μια δικτατορία είναι μόνο ζοφερή, ειδικά σε δύσκολες εποχές σε πιάνει μια παράξενη ευφορία, γίνεσαι κυνικός, επιστρατεύεις το χιούμορ σου, είναι μηχανισμοί που σε κάνουν να αντέχεις αυτήν την κατάσταση. Σκαρώνω λοιπόν κι εγώ στιχάκια και αυτό έχει κάτι το παλαβό. Ψάχνω τις λέξεις. Όταν ήρθα από τη Ρουμανία, είδα ότι εδώ υπήρχαν τόσα όμορφα περιοδικά, με καλό χαρτί, με υπέροχα χρώματα, περιοδικά που ο κόσμος τα διαβάζει και μετά τα πετάει! Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που με έκανε να αρχίζω να ψαλιδίζω, σκεφτόμουν ότι σε κάτι μπορεί να χρησιμεύσουν. Κι ύστερα ανακάλυψα ότι η λογοτεχνική γραφή είναι απλώς μια συνηθισμένη γλώσσα που τη συνθέτεις με ασυνήθιστο τρόπο. Ο συγγραφέας δεν έχει μια δική του γλώσσα, χρησιμοποιεί τη γλώσσα που φτιάχνουν εκείνοι που δεν γράφουν, απλώς μερικές φορές συνδυάζει τις λέξεις ασυνήθιστα, τις βάζει να συναντιούνται με άλλες λέξεις, και τότε το αποτέλεσμα είναι ποίηση. Στο σπίτι έχω ένα ολόκληρο εργαστήριο, έχω ψαλιδισμένες και ταξινομημένες αλφαβητικά σε συρτάρια χιλιάδες λέξεις. Όταν έρχομαι σπίτι και ανοίγω τα συρτάρια, ξέρω ότι οι λέξεις με περιμένουν να γυρίσω. Και όταν αρχίζω να τις ξεδιαλέγω και να σκαρώνω κείμενα, τότε σκέφτομαι ότι είναι όπως σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, οι λέξεις περιμένουν να τις πάρω μαζί μου σε κάποιο κείμενο, μερικές μπαίνουν, άλλες όχι, άλλες μπαίνουν αλλά ξαναβγαίνουν. Αυτές για μένα είναι δραματικές στιγμές που τις βιώνω με όλες μου τις αισθήσεις, και φυσικά έχουν να κάνουν με τη βιογραφία μου. Είναι ένα αντιστάθμισμα, μπορώ να τις έχω στο σπίτι μου και να είμαι σίγουρη ότι δεν θα μου τις πάρει κανείς. Τόσα και τόσα χρόνια φοβόμουν τις κατ’ οίκον έρευνες, έκρυβα λοιπόν πράγματα στα σπίτια άλλων για να μην τα βρουν, αν έκαναν έρευνα. Όλα αυτά που κάνω τώρα σαν αστείο, έχουν τελικά σχέση με τη βιογραφία μου…»
Τα ποιήματα-κολάζ που φτιάχνει θυμίζουν ανώνυμα σημειώματα. Κι όχι μόνο επειδή χρησιμοποιεί γράμματα ψαλιδισμένα από τα περιοδικά και τις εφημερίδες, όπως έκαναν παλιά, πριν εφευρεθεί το κομπιούτερ, όσοι ήθελαν να στείλουν ανώνυμες πληροφορίες ή απειλές. Μοιάζουν με λέξεις ριγμένες και κολλημένες πάνω στο χαρτί σχεδόν στην τύχη, από ανώνυμο ποιητή σε ανώνυμο αναγνώστη. Μοιάζουν εντελώς παράταιρα, σχεδόν ένα παιχνίδι, αλλά αν το καλοσκεφτείς εντάσσονται αρμονικά σε ό,τι έχει γράψει μέχρι σήμερα η Μύλερ.
Οι λέξεις. Πάντα οι λέξεις.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου της βιβλίου Γούβες –δημοσιεύτηκε το 1982 στο Βουκουρέστι, στη συνέχεια λογοκρίθηκε και ξανακυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα κουτσουρεμένο κατά τέσσερα κεφάλαια– η ηρωίδα ξυπνάει στις πέντε και μισή τα ξημερώματα. Σηκώνεται, γδύνεται, κάνει μπάνιο, σκουπίζεται με τη χτένα, χτενίζεται με την οδοντόβουρτσα, πίνει ένα φλιτζάνι ψωμί, βγάζει ρολόι, δακτυλίδια και παπούτσια, παίρνει τον ανελκυστήρα, ύστερα πηγαίνει στο περίπτερο για να πάρει το τραμ, κατεβαίνει τρεις στάσεις πριν ανέβει, μπαίνει στο γραφείο, λέει στο επανιδείν, κρεμάει το παλτό στο γραφείο, κάθεται στην κρεμάστρα και δουλεύει οκτώ ώρες. Όλα ανάποδα, οι λέξεις όλες αντεστραμμένες, αλλά η ουσία είναι εκεί, όλοι μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη φρίκη –ή την ομορφιά– μιας εργάσιμης μέρας, την τελετουργία της καθημερινότητας.
Οι λέξεις. Πάντα οι λέξεις.
Στις πρώτες αράδες του μυθιστορήματός της Το αγρίμι της καρδιάς η ηρωίδα επιμένει: «Οι λέξεις στο στόμα μας κάνουν την ίδια ζημιά που κάνουν τα πόδια μας στο χορτάρι». Το χορτάρι, όταν το ποδοπατήσουμε, δεν μπορεί ποτέ πια να είναι ίδιο, ακόμα κι αν επανέλθει στη θέση του, ακόμα κι αν η πατούσα μας δεν το έχει νεκρώσει. Ναι, οι λέξεις, όπως άλλωστε και η σιωπή, μπορούν ακόμα και να σκοτώσουν. Ο κάθε νεκρός, λέει η ίδια παρακάτω, αφήνει πίσω του ένα σακί με λέξεις. Οι λέξεις φτιάχνουν βιογραφίες, φτιάχνουν ιστορίες, φτιάχνουν ατμόσφαιρες. Κι όλο το έργο της Χέρτα Μύλερ είναι ένα μεγάλο ποίημα, ένα μεγάλο ατμοσφαιρικό ποίημα, αν πάρεις τις λέξεις τοις μετρητοίς μπορεί και να χαθείς, οι λέξεις πρέπει να αφήνουν χώρο στους υπαινιγμούς, στις νύξεις, στις αλληγορίες, στις παρομοιώσεις, στις μεταφορές. Η Σουηδική Ακαδημία τη βράβευσε διότι μπόρεσε στα κείμενά της να συντροφεύσει την ποίηση με την ευθύτητα του πεζού λόγου, διότι κάποια στιγμή όλες εκείνες οι λέξεις που αιωρούνται και πετάνε, χαμηλώνουν, συγκεντρώνονται, φτιάχνουν ένα μωσαϊκό που η ίδια, σαν αρχαίος Βαλκάνιος τεχνίτης, τιθασεύει και καθοδηγεί και καρφώνει, φτιάχνοντας εικόνες που ο υπομονετικός αναγνώστης δεν θα ξεχάσει ποτέ.
«Χαρτομάντιλο έχεις;» με ρωτούσε κάθε μέρα η μητέρα στην εξώπορτα πριν βγω έξω. Δεν είχα. Και επειδή δεν είχα, ξαναπήγαινα στο δωμάτιο για να μου δώσει χαρτομάντιλο. Κάθε πρωί ήμουν χωρίς χαρτομάντιλο, γιατί κάθε πρωί περίμενα την ίδια ερώτηση. Το χαρτομάντιλο ήταν κάθε πρωί η απόδειξη της μητρικής στοργής. Αργότερα μέσα στη μέρα έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Η ερώτηση «χαρτομάντιλο έχεις;» ήταν μια έμμεση τρυφερότητα. Η απροκάλυπτη τρυφερότητα θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση. Τέτοια πράγματα, οι αγρότες δεν τα γνώριζαν. Η αγάπη μεταμφιεζόταν σε ερώτηση. Μόνο έτσι μπορούσες να την εκφέρεις στεγνά, σαν διαταγή. Σαν να ήσουν στη δουλειά. Ο απότομος τόνος υπογράμμιζε την τρυφερότητα. Κάθε φορά στεκόμουν χωρίς χαρτομάντιλο στην πόρτα, και αμέσως μετά βρισκόμουν με χαρτομάντιλο. Μόνο έτσι έβγαινα στον δρόμο, λες και μαζί με το χαρτομάντιλο ήταν και η μητέρα μου μαζί.
Από την ομιλία της στην τελετή απονομής του Νόμπελ.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανταίου ΧρυσοστομίδηΟι κεραίες της εποχής μου ΙΙ.
Δείτε την τηλεοπτική συνέντευξη: http://webtv.ert.gr/ert2/keraies-tis-epoxis-mas/18apr2015-i-kerees-tis-epochis-mas/