Ο Τζόναθαν Φράνζεν συνομιλεί με τον Ντάνιελ Κέλμαν, το νέο βιβλίο του οποίου, με τίτλο F, είναι βαθιά φιλοσοφικό και πολύ πολύ αστείο.
Πρωτοσυνάντησα τον Ντάνιελ Κέλμαν στη Βιέννη το 2005, τη νύχτα πριν απογειωθούν οι πωλήσεις του βιβλίου του Η μέτρηση του κόσμου. Ήταν νέος σε βαθμό κακουργήματος και για τα χρόνια του εξίσου διαβασμένος, αλλά και απίστευτα ευγενικός. Γρήγορα γίναμε καλοί φίλοι (αργότερα και συνεργάτες σε ένα μεταφραστικό εγχείρημα που είχα αναλάβει) και ήταν μεγάλη χαρά, τα τελευταία εννιά χρόνια, να τον βλέπω να αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο σαν αφηγητής. Στη συλλογή του με σπονδυλωτές ιστορίες υπό τον τίτλο Φήμη (η οποία εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2010) και ακόμα πιο πολύ στο νέο του μυθιστόρημα F, ο Ντάνιελ αναδεικνύεται σε έναν συγγραφέα της Κεντρικής Ευρώπης κατεξοχήν αρμόδιο να μιλήσει για τον παράδοξο μεταμοντέρνο κόσμο όπου κατοικούμε όλοι μας.
Αυτό που ακολουθεί είναι μια κωδικοποιημένη μεταφορά της τηλεφωνικής συζήτησης που είχαμε τον προηγούμενο μήνα.
Τζόναθαν Φράνζεν: Θέλω να αρχίσω λέγοντας ότι είμαι μεγάλος οπαδός αυτού του βιβλίου. Ίσως είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ τα δικά σου μέχρι τώρα, αν και είμαι εξίσου μεγάλος οπαδός της Φήμης. Φαίνεται ότι είναι ένα βιβλίο βασισμένο σε ένα αληθινά σοβαρό φιλοσοφικό ερώτημα — το γιατί η ζωή μας παίρνει την τροπή που τελικά παίρνει — και για το παράδοξο του να ζούμε τη ζωή μας ενόσω εκείνη εξελίσσεται. Αλλά για μένα η εμπειρία της ανάγνωσης αυτού του βιβλίου αφορούσε κυρίως την κωμωδία σε κάθε σελίδα του. Ο πρώτος από τους τρεις αδελφούς που πρωταγωνιστούν, είναι ένας αηδιαστικά παχύσαρκος ιερέας που δεν μπορεί να σταματήσει το φαί κι επιπλέον δεν πιστεύει στο Θεό. Ο άλλος είναι ένας χρηματιστής που προσπαθεί να κρύψει από τους ανθρώπους της ζωής του ότι η δουλειά του πάει κατά διαόλου — άλλη μια κλασικά κωμική κατάσταση. Κι έπειτα έχεις τον τρίτο, ο οποίος εργάζεται ως πλαστογράφος έργων τέχνης, στον κόσμο των εικαστικών, που παραμένει ένα δήθεν και ψεύτικο μέρος, γεμάτο από ανθρώπους που κάνουνε δήθεν και ψεύτικα και λειψά πράγματα. Το όλον είναι πραγματικά πολύ αστείο. Κι έτσι η πρώτη μου ερώτηση πρέπει να είναι: Νιώθεις άνετα να σε αποκαλούν κωμικό συγγραφέα;
Ντάνιελ Κέλμαν: Ναι. Το πρώτο μου μυθιστόρημα εκδόθηκε όταν ήμουν 22 χρονών. Είναι ένα πολύ σοβαρό βιβλίο. Ήμουν από εκείνους τους συγγραφείς που νομίζουν ότι η αστεία και παιγνιώδης πλευρά του εαυτού τους δεν έχει θέση στα βιβλία τους, γιατί η λογοτεχνία είναι μια σοβαρή υπόθεση. Μου πήρε χρόνο να καταλάβω, ότι, αφού στη ζωή μού αρέσει να γελάω με πράγματα και καταστάσεις, θα ’πρεπε να προσπαθήσω να συμπεριλάβω αυτή μου την πλευρά στα βιβλία μου. Μου πήρε χρόνο να καταλάβω πώς να δουλεύω με τα στοιχεία του κωμικού.
Σίγουρα έχεις κάνει προόδους σ’ αυτή την κατεύθυνση, μιας και αυτό είναι το πιο αστείο βιβλίο σου μέχρι τώρα. Αναρωτιέμαι αν το γεγονός αυτό σου προκαλεί δυσκολίες στη Γερμανία. Το στερεότυπο στις ΗΠΑ θέλει τους Γερμανούς εξαιρετικά σοβαρούς. Ακόμα κι εδώ, αν βάλεις τη λέξη «κωμικός» δίπλα στη λέξη «συγγραφέας» — είναι αυτό που λες, το κωμικό είναι το αντίθετο του σοβαρού κι έχω την αίσθηση ότι στη Γερμανία είναι ακόμα περισσότερο έτσι. Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος.
Η μέτρηση του κόσμου ήταν ένα κωμικό μυθιστόρημα για την κλασική γερμανική κουλτούρα, κι αυτό το εντόπισαν αμέσως οι κριτικοί σε διάφορες χώρες, αλλά στη Γερμανία, όταν εκδόθηκε, δεν θεωρήθηκε κωμικό μυθιστόρημα. Ο εντοπισμός του αστείου δεν είναι το δυνατό μας σημείο.
Μα είναι τρελό. Αφού είναι εκεί μπροστά τους. Το πρώτο πράγμα που γράφω σε κάθε μου μέιλ στο Γερμανό επιμελητή των βιβλίων μου είναι: «Προσπάθησε να θυμάσαι πως αυτή υποτίθεται ότι είναι μια αστεία ιστορία».
Οι Γερμανοί και το χιούμορ – δύσκολο πρόβλημα. Υπάρχουν πολλοί καλοί κωμικοί συγγραφείς στη Γερμανία, αλλά η γερμανική κουλτούρα έχει νευρωτική σχέση με το χιούμορ.
Αν είχα πέντε ώρες παραπάνω το εικοσιτετράωρο, θα μετέφραζα στα αγγλικά τα μυθιστορήματα του Τόμας Μπρούσιγκ. Είναι ξεκαρδιστικός, αλλά πιστεύω ότι είναι δύσκολο να τον «πουλήσεις» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Ένας συγγραφέας σαν τον Μπρούσιγκ έχει πρόβλημα στη Γερμανία, γιατί γράφει κυρίως κωμωδία καταστάσεων.
Και διακωμωδεί ένα απολυταρχικό καθεστώς.
Το κάνει με τόσο θαυμάσιο τρόπο. Αξίζει να διαβαστεί από περισσότερους.
Και εδώ είναι άγνωστος. Ας επιστρέψουμε όμως σ’ εσένα. Είχες μια «μέγκα-επιτυχία» ‑τη Μέτρηση του κόσμου, που σε έκανε πασίγνωστο στη Γερμανία- και τώρα απ’ ό,τι ξέρω δουλεύεις άλλο ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ή ένα βιβλίο που διαδραματίζεται στο παρελθόν.
Το σκέφτομαι. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα, αλλά σίγουρα το σκέφτομαι.
Λοιπόν, για τους σκοπούς αυτής της συνέντευξης, ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο ξέχωρες «γραμμές λογοτεχνικής παραγωγής» του Ντάνιελ Κέλμαν. Η πρώτη περιλαμβάνει μια ζωηρή διανοητική συζήτηση με το ιστορικό παρελθόν, ενώ η δεύτερη έχει αυτή την εξαιρετικά μοντέρνα πλευρά – έναν ρεαλισμό του «εδώ και τώρα», ή έναν «σχεδόν-ρεαλισμό». Αλλά η αίσθηση των δύο αυτών «ρευμάτων» είναι πραγματικά πολύ διαφορετική. Είσαι αστείος και στα δύο και ταυτόχρονα φιλοσοφικά σοβαρός. Και όμως-
Αυτό που μου προκαλεί έκπληξη είναι το πώς η οπτική μας γωνία διαμορφώνεται από την ιστορική περίοδο στην οποία ζούμε. Είμαστε αιχμάλωτοι της Ιστορίας και τον περισσότερο χρόνο δεν το καταλαβαίνουμε καν. Συμπεριφερόμαστε με παράξενους τρόπους και τα πράγματα γύρω μας είναι εξαιρετικά αλλόκοτα, ωστόσο μόνο και μόνο επειδή τα έχουμε συνηθίσει, θεωρούμε ότι τα πάντα είναι φυσιολογικά έτσι όπως είναι. Παρατηρώντας το παρελθόν, βρίσκω συναρπαστικό το πόσο απίστευτα διαφορετικά σκέφτονταν και ζούσαν οι άνθρωποι – και δεν εννοώ στη λίθινη εποχή, εννοώ σχετικά πρόσφατα. Αν πας έξι γενιές πίσω, θα βρεις ανθρώπους που είδαν το Ναπολέοντα να περνάει καβάλα στο δρόμο. Μόνο έξι γενιές! Έτσι, απ’ τη μια μεριά προσπαθώ να καταλάβω πόσο ακραία παράξενη ήταν η ζωή στο όχι μακρινό παρελθόν και από την άλλη προσπαθώ να αποτυπώσω την αλλόκοτη αίσθηση της ιστορικής στιγμής που διανύουμε τώρα. Αυτό με απασχόλησε πάρα πολύ την εποχή που έγραφα τη «Φήμη»: πόσο άλλαξε η ζωή μας όταν κυκλοφόρησαν τα κινητά τηλέφωνα. Και πώς, λίγο αργότερα, δεν το σκεφτόμασταν καν και ούτε αντιλαμβανόμασταν την αλλαγή.
Αν λοιπόν μπορώ να σε παραφράσω, είναι σα να γράφεις πάντα ιστορικό μυθιστόρημα, μόνο που ένα μέρος του τυχαίνει να διαδραματίζεται στην παρούσα χρονική στιγμή…
Ναι, σ’ ευχαριστώ. Αυτό είναι.
Το νέο σου βιβλίο δεν αφορά μόνο τον αναγνωρίσιμο, αλλόκοτο κόσμο όπου ζούμε. Υπάρχει ακόμα, σ’ όλο το βιβλίο, αυτό το παράξενο πραγματάκι που κάνεις με τις διαδοχικές γενεές. Έκανες μια πολύ διακριτή, δυνατή μορφική χειρονομία, όταν αποφάσισες να το ενσωματώσεις στο βιβλίο. Αυτοί οι άνθρωποι, εδώ και 600 χρόνια, που ζούνε και πεθαίνουν μεταξύ δύο προτάσεων. Και πιθανότατα αυτό είναι που κάνει το βιβλίο τόσο υποβλητικό. Μου μοιάζει ότι, με κάποιον τρόπο, μας αποσπάς από τη φυσική μας αίσθηση ότι «είμαστε το κέντρο των πάντων». Κι αυτό που κάνεις με εκείνα τα μέρη στο βιβλίο, όπου μεταπηδάς σε πολύ παλιότερους αιώνες ‑και πάλι, με πολλή λακωνικότητα και φινέτσα- είναι κομμάτι αυτής της διαδικασίας «αποκέντρωσης».
Αυτό το κεφάλαιο άρχισε εντελώς διαφορετικά. Ήθελα να γράψω μια σύντομη, αστεία παρωδία για όλη την υπερπληροφόρηση που προσφέρεται στις «οικογενειακές σάγκες», όπου μαθαίνεις όλα αυτά τα πράγματα για παππούδες, θείους και θείες, ενώ εσύ το μόνο που θέλεις είναι να επιστρέψεις στους κύριους χαρακτήρες. Αλλά σιγά σιγά το κεφάλαιο γινόταν αυξανόμενα σκοτεινό. Είναι το πιο σκοτεινό πράγμα που έχω γράψει.
Η αντιπαραβολή αυτού του πολύ σκοτεινού στοιχείου ‑και η Ιστορία είναι πάντα σκοτεινή- με μεγάλα αποσπάσματα ενός αληθινά απολλώνιου χιούμορ, είναι ένας από τους λόγους που κάνουν αυτό το βιβλίο τόσο υπέροχο.
Χαίρομαι τόσο που το ακούω! Αυτή η αντίθεση ήταν ο στόχος μου.
Για μένα λειτούργησε, Ντάνιελ. Και αυτό είναι που δίνει στο βιβλίο το βάρος του. Εννοώ, υπάρχουν αυτές οι θεμελιώδεις ερωτήσεις στις οποίες δε δίνουμε σημασία και νομίζω ότι είναι γενναίο — επειδή είναι τόσο θεμελιώδεις, που νομίζω ότι είναι πραγματικά γενναίο να αναμετριέται ένας συγγραφέας μαζί τους. Δηλαδή, ναι, οι άνθρωποι αναρωτιούνται, ξέρεις, για το νόημα της ζωής για χιλιετίες και σε συγχαίρω που αναμετρήθηκες με τέτοια ερωτήματα και νομίζω ότι το βιβλίο λειτουργεί. Την ίδια στιγμή, για να περάσουμε σε κάτι άλλο, είναι σωστό να πούμε ότι αυτό είναι το πρώτο σου αληθινά «οικογενειακό μυθιστόρημα»;
Ναι, είναι – με κάποιον τρόπο. Η λέξη «οικογένεια» (Family) είναι πολύ μεγάλη κι έτσι στην περίπτωση του μυθιστορήματός μου παρέμεινε μόνο το πρώτο γράμμα. Όταν ξεκίνησα, σκέφτηκα: «Θέλω να κάνω στο οικογενειακό μυθιστόρημα κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έκανα στο ιστορικό μυθιστόρημα, όταν έγραψα τη Μέτρηση του κόσμου. Δηλαδή να γράψω ένα ασυνήθιστο δείγμα του είδους. Ένα οικογενειακό μυθιστόρημα για εκείνους που δεν εμπιστεύονται τα οικογενειακά μυθιστορήματα.
Αυτό είναι που δείχνει κεντροευρωπαϊκό στη δουλειά σου για το αμερικάνικο μάτι. Στην Αμερική έχουμε την τάση να είμαστε πολύ πιο συντηρητικοί σε σχέση με τη φόρμα, ακόμα και οι σοβαροί μας συγγραφείς. Για μένα, μέρος της έξαψης του να διαβάζω τη δουλειά σου είναι ότι περιλαμβάνει απίστευτα «προσβάσιμα» βιβλία ‑δεν είναι αγγαρεία το διάβασμά τους, είναι το αντίθετο της αγγαρείας- και παρ’ όλα αυτά, υπάρχει αυτή η διάθεση για πειραματισμό. Το F δε μοιάζει με κανένα άλλο οικογενειακό μυθιστόρημα.
Δεν το λέω για να ανταποδώσω τη φιλοφρόνηση, αλλά επειδή είναι αλήθεια: Πριν από χρόνια Οι διορθώσεις αποτέλεσαν μια αληθινή αποκάλυψη για μένα. Αυτό το βιβλίο μου έδειξε ότι οφείλουμε να πάρουμε καθετί πειραματικό που μας δίδαξε η λογοτεχνία κι έπειτα να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία αυτά για να δημιουργήσουμε σύνθετους, ζωντανούς χαρακτήρες. Κι αυτό προσπάθησα να κάνω έκτοτε.
Και νομίζω με ιδιαίτερη επιτυχία σ’ αυτό το βιβλίο. Οι τρεις αδελφοί είναι υπέροχα σχεδιασμένοι, ο καθένας με την προσωπικότητά του. Κι επίσης είναι συγκινητικά τρυφεροί ο ένας προς τον άλλον. Είναι μια τραυματισμένη οικογένεια, αλλά όχι αυτό που θα αποκαλούσαμε δυσλειτουργική οικογένεια, δεν το νομίζω.
Και ο ένας απ’ τους αδελφούς ‑ο Ιβάν- είναι ένα αληθινά καλό πρόσωπο. Κι αυτό είναι κάτι που δεν το είχα ξαναπροσπαθήσει. Ο Ντοστογιέφσκι είπε κάποτε ότι το πιο δύσκολο είναι να δημιουργήσεις ένα καλό χαρακτήρα. Το σκέφτομαι συχνά.
Στην πρώτη σου λοιπόν απόπειρα για οικογενειακή μυθοπλασία, αναρωτιέμαι αν υπήρξαν κάποιες καινούργιες ή απρόσμενες νοηματοδοτήσεις, με τις οποίες ήρθες αντιμέτωπος όταν τοποθέτησες τους αδελφούς και τον πατέρα ‑αλλά επίσης και μια αδελφή- στην ιστορία.
Χαίρομαι που αναφέρεις την αδελφή. Οι περισσότεροι μιλάνε μόνο για τους αδελφούς.
Ω, μα η κόρη είναι το κλειδί.
Και για μένα το ίδιο. Δε θα ’λεγα ότι είναι μια γυναικεία φωνή, μάλλον μια παιδική φωνή – αλλά πολύ ιδιαίτερη, αρκετά διαφορετική από τους άλλους. Το μυθιστόρημα δε θα λειτουργούσε χωρίς αυτήν. Σε σχέση με την έννοια της οικογένειας: Όταν γράφεις για αδέλφια, σου δίνεται η δυνατότητα να τους δώσεις διαφορετικά επαγγέλματα, να τους στείλεις σε διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους. Δεν είναι απαραίτητο να το κάνεις, αλλά αν δεν το κάνεις, ίσως χάσεις μια μεγάλη ευκαιρία.
Ένας τυπικός τρόπος να διαφοροποιούνται τα αδέλφια μεταξύ τους είναι να επιλέγουν διαφορετικά αντικείμενα. Υπάρχει ο τύπος της οικογένειας όπου όλοι είναι πράκτορες του FBI, αλλά η κλασική οικογένεια είναι αυτή όπου ο ένας αδελφός είναι καλλιτέχνης, ο άλλος δάσκαλος και τα λοιπά. Η ίδια η οικογένεια κάνει τον κόσμο να δείχνει πιο πλήρης.
Ποτέ στο παρελθόν δεν έγραψα συνειδητά σε σχέση με πεδία κοινωνικής ζωής. Έτσι, αυτή ήταν μια πρόκληση που έθεσα στον εαυτό μου. Ο ίδιος δεν έχω αδέλφια, ήμουν ένα μοναχοπαίδι που ήθελε να είχε αδέλφια. Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που μεγάλωσαν με αδέλφια θα ήθελαν να ήταν μοναχοπαίδια, ή τουλάχιστον φαντάζονταν πώς θα ήταν να ζούσαν μόνοι με τους γονείς τους, ενώ εγώ πάντα φανταζόμουν πώς θα ήταν τα αδέλφια μου. Αλλά ποτέ δε βίωσα τις περιπλοκές της ζωής με αδέλφια.
Αυτή είναι μια από τις πρωτοτυπίες του βιβλίου. Δεν αφορά τόσο τη δυναμική ανάμεσα σε αδέλφια, όσο την αίσθηση της σύνδεσης μεταξύ τους, αυτή την αίσθηση μιας αυθεντικής ολότητας η οποία θρυμματίστηκε σ’ αυτό το πολυπρόσωπο πράγμα. Θέλω να πω, είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα και διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη, γιατί ακούγεται κάπως σαν «ωχ, συναγερμός: βαρεμάρα!» αλλά η φιλοσοφία, όταν γίνεται καλά, δεν είναι ούτε τρομακτική ούτε βαρετή.
Αυτός που είναι πραγματικά βαρετός είναι ο συμβολισμός. Είναι πολύ σημαντικό να μην κάνεις κάτι τέτοιο. Όταν γράφεις για έναν πατέρα που εγκαταλείπει τα παιδιά του, θα πρέπει να επικεντρώνεις στους χαρακτήρες και να μένεις όσο μπορείς πιο μακριά από κάθε συσχετισμό του πατέρα με το Θεό, την Αλήθεια, ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό θα ’ταν φρικτό. Άλλο βέβαια τα σύμβολα και άλλο οι ιδέες. Ερωτήματα όπως, «υπάρχει μοίρα;» ή «τα πράγματα που μας συμβαίνουν έχουν κάποιο νόημα ή όχι; Κι αν όχι, μπορούμε να ζήσουμε μ’ αυτή την επίγνωση, ή μήπως πρέπει να εφεύρουμε ένα νόημα;» — αυτά τα ερωτήματα είναι πολύ αληθινά, αγγίζουν την ουσία όλων όσων κάνουμε στη ζωή μας.
Σωστά. Και μετά, φυσικά, το κόλπο για το φιλοσοφικό μυθιστόρημα είναι να δώσει κανείς δραματική μορφή στα ερωτήματα αυτά, ώστε να μην τίθενται απ’ την αρχή ως ερωτήματα, αλλά να αναδύονται από μόνα τους.
Παραδοσιακά ο όρος «φιλοσοφικό μυθιστόρημα» εννοούσε ένα μυθιστόρημα που γραφόταν με σκοπό τη στήριξη μιας θεωρίας, την οποία ο συγγραφέας είχε διαμορφώσει από πριν, και συνήθως αυτό είναι φρικτό. Αυτό απλά δε συμβιβάζεται με τη σύγχρονη ιδέα περί μυθιστορήματος. Όλα τα μυθιστορήματα σήμερα έχουν να κάνουν με την αμφισημία.
Επιστρέφοντας στον τρόπο με τον οποίο η οικογένεια δημιουργεί αυτό το πολυπρόσωπο πράγμα, τα κοινωνικά πεδία όντως αλληλοτέμνονται, αλλά είναι στον αντίποδα το ένα του άλλου. Έχεις τον χρηματικό κόσμο του Έρικ κι έπειτα έχεις τον κωμικό κόσμο του να είσαι παπάς ενορίας και μετά έχεις τον κόσμο της τέχνης του Ιβάν. Υπάρχει ένας κύβος του Ρούμπικ στο εξώφυλλο της Αμερικάνικης έκδοσης του βιβλίου, σωστά; Ή μήπως άλλαξε;
Άλλαξε. Μου άρεσε πολύ αυτός ο κύβος του Ρούμπικ, αλλά δυστυχώς τον αλλάξανε.
Κρίμα. Η εικόνα του κύβου ‑μπορείς να δεις μόνο τρεις πλευρές την ίδια στιγμή- δείχνει να ταιριάζει πολύ με την αίσθηση ότι έχεις τρία διαφορετικά κοινωνικά πεδία. Αλλά συνδέεται και με την εμπειρία που είχα διαβάζοντας το βιβλίο: «Ουάου! Δεν έχω ιδέα πού το πάει!» Είναι αυτές οι τρελές ιστορίες που ξαφνικά, στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, αρχίζουν να μπαίνουν στη θέση τους με τρόπους απρόβλεπτους, που όμως βγάζουν ένα είδος νοήματος. Όλα ταιριάζουν, όπως στις τελευταίες περιστροφές ενός κύβου του Ρούμπικ. Όχι με έναν αφαιρετικό τρόπο, αλλά με την έννοια ότι, «εντάξει, τώρα καταλαβαίνω γιατί διάβασα αυτές τις διαφορετικές ιστορίες.» Και αναρωτιέμαι: Τα είχες σχεδιάσει όλα από την αρχή;
Ήταν η πρώτη φορά που δεν σχεδίασα τίποτα απ’ την αρχή. Το μόνο πράγμα που ήξερα ήταν ότι ήθελα να γράψω για τρεις αδελφούς και ότι και οι τρεις θα έπρεπε να είναι παραχαράκτες ή απατεώνες, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Και μετά έκανα κάτι που δεν είχα ξαναδοκιμάσει ποτέ: ήθελα να μάθω πώς θα εξελίσσονταν οι χαρακτήρες και τι θα τους συνέβαινε. Μου πήρε πολλές προσπάθειες, κακές αρχές και αλλεπάλληλα γραψίματα για να καταλάβω ποιοι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι. Δεν προσχεδίασα ούτε και τη δομή, αυτή απλά συνέβη. Για παράδειγμα, όταν ο Μάρτιν γευματίζει με τον αδελφό του τον Έρικ, όπου βλέπεις τη μία πλευρά και μετά, πολύ αργότερα, βλέπεις την άλλη: Το μυθιστόρημα επιστρέφει στη στιγμή εκείνη για να την αφηγηθεί από την οπτική γωνία του άλλου αδελφού και τότε είναι που καταλαβαίνεις ότι όλα όσα είχε υποθέσει ο Μάρτιν για τον αδελφό του ήταν λάθος. Αυτό τώρα μοιάζει προμελετημένο, η αλήθεια όμως είναι ότι εξεπλάγην και εγώ ο ίδιος. Εκείνο που ήξερα από πριν, ήταν ότι ήθελα κάτι φρικτό να συμβεί σε κάποιον απ’ τους αδελφούς, κάτι που θα ήταν απρόσμενο και τελικά χωρίς νόημα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις, στη μυθοπλασία τίποτα δεν είναι ποτέ πραγματικά τυχαίο, γιατί για οτιδήποτε συμβαίνει ξέρεις ότι υπάρχει ένας συγγραφέας που το επινόησε. Ένας χαρακτήρας μυθιστορήματος έχει πεπρωμένο – εξ ορισμού. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα λοιπόν είναι να κάνεις κάτι να συμβεί σ’ ένα μυθιστόρημα, κάτι που να μοιάζει με αληθινό ατύχημα. Είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρεις, ίσως και αδύνατο.
Και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι ετοιμάζεσαι να δώσεις την απάντηση σ’ εκείνο που ξεκίνησες να ρωτήσεις.
Με κάποιον τρόπο, ναι. Ακόμα δεν θεωρώ ότι ένα μυθιστόρημα μπορεί να δώσει αληθινές απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα όπως εκείνο της μοίρας, αλλά ίσως η δομή του μυθιστορήματος να είναι η απάντηση. Είναι όμως μια απάντηση που δεν μπορώ να πω με λόγια.
Σωστά, κι αυτή είναι η δόξα της λογοτεχνίας κατά τη γνώμη μου. Είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο οι αληθινοί φιλόσοφοι δεν εμπιστεύονται τη λογοτεχνία.
Θεωρούν ότι είναι πολύ εύκολη. Θα πρέπει να δίνεται μια κάποια απάντηση, και με τον τρόπο τους έχουν δίκιο, αλλά κι εμείς οι αφηγητές έχουμε το δίκιο μας.
Σοκαρίστηκα που η Φήμη, το τελευταίο σου βιβλίο στις ΗΠΑ, δεν προσέλκυσε αρκετά το ενδιαφέρον της κριτικής. Είχες μόλις κάνει αυτό το γιγάντιο διεθνές μπεστ-σέλλερ και τώρα είχες αυτή τη συλλογή διηγημάτων, όλα εξαιρετικά, μερικά σούπερ αστεία, και όλα πολύ ενδιαφέροντα, νομίζω, για το αμερικάνικο κοινό. Ως αμερικανός αναγνώστης είχα την αίσθηση ότι αναγνώριζα πλήρως το σύγχρονο κόσμο όπου διαδραματίζονταν, αλλά την ίδια στιγμή δεν ήταν αμερικανικά. Έλεγα, «Α, να και μια κεντροευρωπαϊκή εκδοχή της αλλόκοτης ιστορικής περιόδου που διανύουμε.» Και ήταν ένα πολύ ευκολοδιάβαστο βιβλίο, ωστόσο κανείς απ’ όσους ξέρω δεν το έχει διαβάσει, εκτός από τους φίλους μας, τους κοινούς μας φίλους. Και έπρεπε να το διαβάσουν.
Δεν είχαν άλλη επιλογή.
Λοιπόν, εντάξει, ξέρω ότι είναι ριψοκίνδυνο για τους συγγραφείς να μιλούν για την κριτική υποδοχή των βιβλίων τους. Αναρωτιέμαι όμως αν θα ’θελες να μου πεις πώς νιώθεις για τη δική σου υποδοχή και εδώ και στη Γερμανία. Κι αν υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο.
Υπήρξα πολύ τυχερός, γιατί πολλοί άνθρωποι διαβάζουν τα βιβλία μου στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και μερικές άλλες χώρες. Είναι το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα συγγραφέα – να μπορεί να ζήσει απ’ τη συγγραφή. Αλλά είμαι και σε παράξενη θέση, μιας και το γερμανικό λογοτεχνικό κατεστημένο έχει την τάση να με αντιπαθεί, διότι με θεωρεί υπερβολικά επιτυχημένο διεθνώς, πράγμα που αποτελεί, φυσικά, απλώς μια προβολή.
Στρώνεις το μπάνιο σου με χρυσά τούβλα, λοιπόν.
Είμαι «διεθνώς αναγνωρισμένος» μονάχα στη Γερμανία. Αλλά όσον αφορά τις ΗΠΑ, είναι ακόμα τρομερά δύσκολο να τα καταφέρεις, αν δεν είσαι αγγλόφωνος συγγραφέας. Δε θα ξεχάσω ποτέ το ραδιοφωνικό οικοδεσπότη, ο οποίος στη διάρκεια της αμερικανικής περιοδείας προώθησης του βιβλίου μου, με ρώτησε με αληθινή δυσπιστία: «Είναι αλήθεια λοιπόν ότι αυτό το βιβλίο δεν γράφτηκε στα αγγλικά;» Οι Αμερικανοί αισθάνονται ότι υπάρχει κάτι εξωφρενικό στην ιδέα ότι κάποιος δεν είναι Αμερικανός. Κάθε νεαρός συγγραφέας απ’ το Μπρούκλιν που γράφει για το Ολοκαύτωμα προσελκύει την προσοχή, τη στιγμή που μια αληθινή ιδιοφυία όπως ο Ίμρε Κέρτες, ο οποίος πήρε το Νόμπελ και πιθανότατα έχει γράψει το καλύτερο μυθιστόρημα για το Ολοκαύτωμα στην ιστορία της λογοτεχνίας, δεν έχει αρκετή αναγνώριση στις ΗΠΑ. Κάτι που με εξόργισε στις αμερικανικές κριτικές για το «The Kraus Project» [το βιβλίο που έγραψαν από κοινού συνεντευξιαστής και συνεντευξιαζόμενος, παρουσιάζοντας κείμενα του Αυστριακού σατιρικού συγγραφέα των αρχών του εικοστού αιώνα Καρλ Κράους – σ.τ.μ.] ‑ξέρω ότι δεν διαβάζεις κριτικές, εγώ όμως τις διάβασα- είναι ότι πάρα πολλοί κριτικοί αντιμετώπισαν τον Καρλ Κράους, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους συγγραφείς του εικοστού αιώνα και του οποίου τα θεατρικά έργα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ανεβαίνουν ακόμα στις σκηνές όλης της Ευρώπης, σαν κάποια εντελώς άγνωστη, απαρχαιωμένη, σκιώδη μορφή. Η Αμερική έχει μια πολύ ζωντανή λογοτεχνική κουλτούρα, έχει όμως και μια βαθιά επαρχιώτικη πλευρά.
Ξέρω ότι είσαι Αυστριακός, όχι Γερμανός-
Έχω και τα δύο διαβατήρια.
Και έχεις σχέση με Γερμανίδα και ο γιος σου είναι Γερμανός πολίτης και γράφεις στα γερμανικά και, εντάξει, για τους Αμερικανούς μετράς σαν Γερμανός. Και μου φαίνεται ότι καιρός είναι ο κόσμος να δώσει σημασία στη Γερμανία, γιατί βασικά η Γερμανία είναι που κάνει κουμάντο στην Ευρώπη σήμερα.
Δεν είναι μια σκέψη που μ’ αρέσει ιδιαίτερα, αλλά είναι η αλήθεια. Ή ίσως όχι εντελώς. Η φίλη μου εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1992 και από τότε ζει στη Νέα Υόρκη. Το αγοράκι μου περιμένει να εκδοθεί η αμερικανική υπηκοότητά του. Και η Γερμανία με τις ΗΠΑ είναι ακόμα εντελώς αλληλοεξαρτώμενες, τόσο, που επίκειται η δημιουργία ζώνης ελευθέρων συναλλαγών, η οποία θα μας φέρει ακόμα πιο κοντά. Αλλά έχεις δίκιο, η Γερμανία δείχνει αρκετά ισχυρή και πάλι, χωρίς να είμαι σίγουρος πώς έγινε αυτό.
Έγινε με τη βοήθεια της οικονομίας. Οι Γερμανοί κυριάρχησαν πάλι, αυτή τη φορά όμως με κάπως πιο ευγενικό τρόπο. Τώρα στέλνουν τραπεζίτες, όχι τανκς. Και δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι θα ’πρεπε να υπάρχει περισσότερο ενδιαφέρον για όλο αυτό. Κάποιος σαν κι εσένα που είναι νέος και μέσα στην τεχνολογία και δεν γράφει για τη ζωή στο 1870 ή κάτι τέτοιο, γράφει για τη ζωή το 2014 – δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι ο καιρός σου πλησιάζει κι ότι αυτό που κάνεις στα μυθιστορήματά σου με τη ζωή στη σύγχρονη κεντρική Ευρώπη θα έπρεπε να προκαλεί το ενδιαφέρον, ιδίως μιας και είναι τόσο διασκεδαστικά γραμμένο. Αναρωτιέμαι όμως, θεωρείς τον εαυτό σου περισσότερο κοσμοπολίτη ή γερμανόφωνο συγγραφέα; Συγκρίνεσαι με τους συγχρόνους σου Γερμανούς ή με τους αντίστοιχους πέραν του Ατλαντικού;
Πάντα ενδιαφερόμουν πιο πολύ για τη λογοτεχνία της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, απ’ ό,τι για εκείνη της Γερμανίας του σήμερα. Για πολύ καιρό αισθανόμουν περισσότερο κοσμοπολίτης παρά Γερμανός συγγραφέας. Πρόσφατα όμως ανακάλυψα εκ νέου κάποιους αυστριακούς συγγραφείς και ξαναβρήκα την πλούσια αυστριακή παράδοση που με συνδιαμόρφωσε. Κι έτσι τώρα νιώθω ελαφρώς λιγότερο κοσμοπολίτης απ’ ό,τι μερικά χρόνια πριν. Είναι καλό αυτό; Δεν ξέρω.
Βρήκες τη θέση σου στην παράδοση της κωμικής αυστριακής γραφής.
Λοιπόν, αν γράφεις στα γερμανικά και περνάς πολύ χρόνο στη Γερμανία, είναι σίγουρα χρήσιμο να θυμίζεις στον εαυτό σου ότι υπάρχει και η Αυστρία, υπάρχει μια πολιτιστική παράδοση μέσα στη γερμανική γλώσσα που είναι βαθιά κωμική και επίσης αρκετά απαισιόδοξη. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να έχεις κάποιου είδους τοπική διασύνδεση. Να έχεις μια παράδοση με την οποία μεγάλωσες και με την οποία παραμένεις δεμένος. Και για μένα αυτή θα είναι πάντα η γερμανο-αυστριακή παράδοση, και δε νομίζω να την παρατήσω ποτέ.
Ωραία, είμαι μαζί σου. Είναι κάτι σαν αξίωμα της σύγχρονης ανθρωπολογίας, ότι μπορεί να έχεις πλέον μια παγκοσμιοποιημένη μονο-κουλτούρα, αυτή όμως αποκτά διαφορετική γεύση στη Βραζιλία απ’ ό,τι στο Χιούστον, άλλη μορφή στο Βερολίνο απ’ ό,τι στο Λονδίνο.
Και ένα απ’ τα αληθινά πλεονεκτήματα του να ταξιδεύεις είναι ότι μαθαίνεις για τη δύναμη των τοπικών παραδόσεων. Οι άνθρωποι που δεν ταξιδεύουν έχουν την τάση να θεωρούν ότι στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας ο κόσμος είναι ίδιος παντού – ενώ η δική μου εμπειρία είναι ότι όσο ταξιδεύεις και γνωρίζεις καλύτερα τους ανθρώπους σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, μαθαίνεις να εκτιμάς πόσο μεγάλες είναι οι διαφορές τους. Και το ίδιο συμβαίνει με την Ιστορία. Φυσικά οι άνθρωποι στον πυρήνα τους ήταν πάντα ίδιοι, αλλά αυτό είναι στην ουσία κάτι αρκετά κοινότοπο. Η πιο ενδιαφέρουσα αλήθεια είναι ότι τα ανθρώπινα πλάσματα παραμένουν εξόχως διαφορετικά και προσαρμόζονται πολύ γρήγορα και αλλάζουν διαρκώς.
Ο Τζόναθαν Φράνζεν είναι συγγραφέας τεσσάρων μυθιστορημάτων (Ελευθερία, Οι διορθώσεις, Κραδασμοί και η Εικοστή έβδομη πολιτεία) δύο συλλογών δοκιμίων (Ακόμα πιο μακριά, How to be alone) ενός προσωπικού χρονικού (The discomfort zone) και μιας μετάφρασης του Ξυπνήματος της άνοιξης του Frank Wedekind, όλα από τις εκδόσεις FSG. Ζει στην πόλη της Νέας Υόρκης και τη Σάντα Κρουζ της Καλιφόρνια.