Ο Ντον Γουίνσλοου έχει εκπλήξει τον εκδοτικό κόσμο και το αναγνωστικό κοινό, με την συνέπεια του πάνω σε μια θεματική που από πολλούς μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν «ξεπερασμένη». Μιλάμε για το καθαρόαιμο γκανγκστερικό θρίλερ, που διεισδύει στο παράλληλο σύμπαν των βαρόνων της κοκαϊνης. Ύστερα από 18 τίτλους, ο Γουίνσλοου έχει καθιερωθεί ως ο συγγραφέας που επαναδημιουργεί το ρευστό περιβάλλον των συνόρων (μεταξύ Η.Π.Α και Μεξικού), την κοινωνία που ζει με το αλισβερίσι των ναρκωτικών. Στην συνέντευξη που ακολουθεί ο Γουίνσλοου μιλά για το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο: «Το Καρτέλ» (μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου), όπως και για την ψυχική του δοκιμασία κατά την διάρκεια της συγγραφής.
Το προηγούμενο σας μυθιστόρημα: «Power of the dog», ήταν ένα Ηράκλειο εγχείρημα που αφορούσε τον πόλεμο μεταξύ των ναρκοσυμμοριών. «Το Καρτέλ» αποτελεί την άτυπη συνέχεια του. Γιατί μπήκατε στην διαδικασία της συνέχειας γράφοντας ένα ακόμη ογκώδες μυθιστόρημα με χαρακρηριστικά έπους;
Αρχικά, ήμουν διστακτικός στο να γράψω «Το Καρτέλ». Δεν ήταν πως δοκίμαζα τη τύχη μου. Αλλά όπως και να το κάνουμε το «Power of the dog» πήρε πέντε χρόνια από τη ζωή μου και ειλικρινά, με στέγνωσε. Όταν αποφάσισα να μαζέψω υλικό που κατέληξε στο «Καρτέλ», έβλεπα καθημερινά από την τηλεόραση να χειροτερεύουν τα πράγματα για το Μεξικό. Μ’έπιασε ένα πείσμα. Είπα, θέλω να καταθέσω τη μυθοπλαστική μου αλήθεια για όλα αυτά. Απ’ότι φάνηκε είχα αφήσει δουλειά στη μέση. Τότε ένιωσα σαν λιποτάκτης. Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Έχω εμμονή με το συγκεκριμένο θέμα και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικογενειακή μου ζωή.
Με την προτροπή του εκδότη μου ξαναδιάβασα το «Dog» και τελικά πείστηκα πως χρειάζεται μια συνέχεια της ιστορίας. Αφήνοντας όμως ανέπαφα τα βασικά συστατικά του μύθου και τους χαρακτήρες. Στη πορεία συνειδητοποίησα πως το «Power of the dog» και «Το Καρτέλ», καλύπτουν σαράντα χρόνια ναρκοπολέμου. Περιέχουν πρόσωπα μεγαλύτερα από την ζωή, δραματικές κλιμακώσεις, μάχες, προδοσίες και στιγμές απίστευτου θάρρους. Σαν Αμερικανοί αρεσκόμαστε στο να χαζεύουμε τους πηχυαίους τίτλους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και να αποφεύγουμε να σκαλίσουμε το περιεχόμενο. Αυτό γινόταν επί δεκαετίες στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Θέλω να πιστεύω ότι «Το Καρτέλ», θα φωτίσει την ουσία, πίσω από την βιτρίνα. Η δημοσιογραφία δίνει τα γεγονότα, αλλά η μυθοπλασία λέει την αλήθεια.
Στο «Καρτέλ» ο πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών Αρτ Κέλερ, βρίσκεται στη δίνη μιας Οδύσσειας με σκοπό να συλλάβει τον πρίγκιπα των ναρκωτικών του Κόλπου του Μεξικό, Αδάν Μπαρέρα. Αυτή η εμμονή, ίσως μοιάζει με την δική σας.
Ο Κέλερ κι εγώ πιστέψαμε ότι τελειώσαμε με τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, στο «Power of the dog». Προφανώς κάναμε λάθος αμφότεροι. Πολλοί συγγραφείς έχουν εμμονές. Αυτό είναι καλό για την δουλειά που κάνουμε. Εγώ για παράδειγμα ξόδεψα πόσα χρόνια δεν θυμάμαι, πάνω στις έρευνες για το ζήτημα των εμπόρων ναρκωτικών. Ρωτούσα επανειλημμένα τον εαυτό μου, γιατί; Είναι φανερό τουλάχιστον για μένα, πως κολλάς με ένα σχέδιο, ένα έργο, ένα βιβλίο, μέχρι να πάρεις απαντήσεις. Ή τουλάχιστον να φτάσεις κοντά σε αυτές.
Ο Αρτ Κέλερ δοκιμάζεται συνέχεια σε πνευματικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο. Δοκιμασίες που κάνουν το μυθιστόρημα συναρπαστικό. Μπορεί άραγε να επαληθευτεί η φράση που διάβασα στο βιβλίο: «Να αντιμετωπίσεις κατάματα τον διάβολο και να μην χάσεις τη ζωή σου»; Τι είναι πιο πιθανό, να κερδηθεί ή να χαθεί αυτή η μάχη;
Έχω ξαναπεί ότι το «Power of the dog» για παράδειγμα, ήταν ένα μυθιστόρημα για την θρησκεία περισσότερο, παρά για τα ναρκωτικά. Για μένα η ραχοκοκαλιά της όλης ιστορίας αφορά μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι χάνουν την πίστη τους και προσπαθούν να ζήσουν τίμια, σε έναν σκάρτο κόσμο. Δίχως ηθική πυξίδα, παραμένουν περιπλανώμενοι και ευάλωτοι. Όταν γράφεις μια ιστορία σαν κι αυτή, κοιτάς επίμονα τον διάβολο σε καθημερινή βάση. Βλέπεις τον πόνο, την βία, τον σαδισμό, την προδοσία και είναι εύκολο να βλέπεις μόνο την σκοτεινή πλευρά της ανθρωπότητας.
Όλη αυτή η εμπλοκή έχει μια σκληρή επίδραση πάνω μου. Θυμάμαι κάποια στιγμή όταν μελετούσα φωτογραφίες ιατροδικαστικών εκθέσεων και έτρωγα παράλληλα σάντουϊτς με όρεξη, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται σοβαρά σε τι πράγμα έχει μεταλλαχτεί. Ομολογώ πως ανατρίχιασα. Ένιωσα πως είμαι πολύ κοντά στο να χάσω τη μάχη με την συγγραφή. Καθώς έχτιζα «Το Καρτέλ», πάλεψα με την απελπισία. Διότι πέρασα πολλές ώρες συναλλασσόμενος με τις χειρότερες πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης. Άρχισα να χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους. Ξάφνου όμως ανακάλυψα αξιοθαύμαστες ιστορίες θάρρους, τιμής, θυσίας, εν μέσω ενός κόσμου τραγικά μπερδεμένου και ναι μπορώ να πω ευθαρσώς, ότι όλα αυτά με κάνουν να κοιτάξω με σιγουριά τον διάβολο κατάματα.
Έχοντας συσσωρεύσει τόση εμπειρία, ποια μπορεί να είναι κατά την γνώμη σας η ενδεδειγμένη στρατηγική για να βγούμε από το αδιέξοδο του πολέμου κατά των ναρκωτικών; Τι μορφή μπορεί να πάρει αυτή η διαδικασία, αν πραγματοποιηθεί ποτέ;
Κατ’εμέ μπορεί να υπάρξει στατηγική εξόδου και είναι η εξής: Νομιμοποίηση των ναρκωτικών και αποτελεσματική αντιμετώπιση τους ως κοινωνικό πρόβλημα, που είναι στην πραγματικότητα. Με τα δισεκατομμύρια των δολαρίων που θα εξοικονομούνται κάθε χρόνο, θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες που κρύβονται πίσω από την χρήση. Γιατί δεν ξοδεύουμε παραπάνω χρήματα στην απεξάρτηση και τα ρίχνουμε στην καταστολή; Γιατί δεν χτίζουμε περισσότερα εργοστάσια, γιατί δεν ανοίγουμε περισσότερες επιχειρήσεις και να δώσουμε στους συνανθρώπους μας την ευκαιρία για αξιοπρεπή μισθό και εργασία; Γιατί δεν βελτιώνουμε την παιδεία; Σίγουρα δεν θα εξαλείψουμε τον εθισμό, αλλά είναι βέβαιο πως θα τον μειώσουμε.
Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα, είναι πως το υπάρχον σύστημα αντιμετώπισης, δεν δουλεύει καθόλου καλά. Είναι καιρός να δοκιμάσουμε κάτι άλλο. Αν θα συμβεί ποτέ; Για πρώτη φορά είμαι αισιόδοξος. Βλέπουμε τον νόμο για την μαριχουάνα, να αλλάζει ραγδαία. Βλέπουμε αριστερούς και δεξιούς να ομονοούν σε απαραίτητες δικαστικές μεταρυθμίσεις. Οι μεν αριστεροί το βλέπουν από την μεριά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι δεξιοί από δημοσιονομική σκοπιά. Και οι δύο πλευρές είναι στον σωστό δρόμο. Είναι μια αρχή. Κάτι είναι κι αυτό.
Γνωρίζω πολλούς συγγραφείς που λαχταρούν να γράψουν ένα θρίλερ ή μια αστυνομική ιστορία, που να μην είναι για τα σκουπίδια. Εσείς τι θα τους συμβουλεύατε;
Έχω να σας εξομολογηθώ ότι στο πρώτο στάδιο της καριέρας μου, έγραφα αποκλειστικά θεατρικά έργα. Το θέατρο νομίζω πως μπορεί άνετα να…πανηγυρίζει που το γύρισα κυρίως σε αστυνομική λογοτεχνία. Μιας και ρωτάτε, ιδού μερικές συμβουλές, που θα έδινα στον κάθε πρωτάρη:
- Ξεκινήστε από έναν χαρακτήρα. Βρείτε τον, ξεψαχνίστε τον, χτίστε τον. Όλα απορρέουν από αυτόν. Χωρίς χαρακτήρα, δεν υπάρχει ιστορία. Επίσης ο χαρακτήρας σας, θα πρέπει απαραιτήτως να ζητά κάτι.
- Σε κάθε βήμα σας θα πρέπει να θυμάστε ότι οι «κακοί», δεν γνωρίζουν ότι είναι«κακοί». Απλά έχουν την δική τους οπτική γωνία. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να στέκεται απ’έξω και να τους δικάζει.
- Διαβάστε μετά μανίας τους μεγάλους του είδους: Χάμετ, Τσάντλερ, ΜακΝτόναλντ, Λέοναρντ, Μπλοκ, Γουίλφορντ, Τόμσον, Ελρόι. Ο καθένας τους μπορεί να μας διδάξει ότι χρειαζόμαστε να μάθουμε.
Ότι σας κρατά ξύπνιο τις νύχτες, βρίσκει τον δρόμο προς το έργο σας;
Τον παραβρίσκει, διότι η δουλειά μου με κρατά ξύπνιο τις νύχτες. Είναι πολύ δύσκολο να κλείσω τον διακόπτη. Κάθομαι όλη την ώρα και σκέφτομαι χαρακτήρες, σκηνές και διαλόγους. Ιδιαίτερα ο διάλογος με εξοντώνει. Γράφω παρλαπίπες, μέχρι να καταλήξω σε έναν αληθινό διάλογο. Σκέφτομαι μια κατάσταση που συμβαίνει μέσα στο βιβλίο. Αναρωτιέμαι συνεχώς: Γράφω άραγε από την σωστή οπτική γωνία του χαρακτήρα ή θα πρέπει να αλλάξω θέση και να δω μέσα από το βλέμμα ενός άλλου χαρακτήρα; Μπορεί να κολλήσω μια μέρα ολόκληρη σε μια φράση και το επόμενο πρωϊ να την διαγράψω δια παντός.
Πηγή: Salon magazine