Ο κόσμος που δημιουργεί ο Ντάνιελ Κέλμαν στην καινούργια του νουβέλα με τίτλο Έπρεπε να είχες φύγει, η οποία αγγίζει την ατμόσφαιρα μιας ιστορίας φαντασμάτων, είναι ένας κόσμος απόκρημνος, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το ανοίκειο και το παράδοξο συνθέτουν την άλλη όψη της πραγματικότητας, καραδοκούν στις παρυφές της και ασκούν μια απόκοσμη έλξη, όπως ακριβώς το χάος που περιμένει μετά τον γκρεμό. Κανένα δράμα δεν είναι μικρό στο ανθρώπινο μυαλό.
Ο Κώστας Κοσμάς είναι ο μεταφραστής του Ντάνιελ Κέλμαν στην ελληνική γλώσσα. Η συζήτηση που ακολουθεί πιστεύουμε ότι φωτίζει τόσο την προσωπικότητα του Γερμανού συγγραφέα όσο και το σώμα του μεταφραστικού έργου.
Συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή
Εσείς πότε έρχεστε σε επαφή για πρώτη φορά με το έργο του Ντάνιελ Κέλμαν
Η πρώτη μου επαφή με τον Κέλμαν ήταν σχετικά αργά, όταν πρωτοδημοσιεύθηκε η μεγάλη του επιτυχία, Η μέτρηση του κόσμου, το φθινόπωρο του 2005. Το μυθιστόρημα είναι ούτως ή άλλως τρομερά ελκυστικό, αλλά εκείνο που με ερέθισε ήταν μια δύσκολη φράση που υποτίθεται ότι λέει ο Γκαίτε για τους αδερφούς Χούμπολτ, όταν ακόμη ήταν παιδιά. Ήταν μια φράση σε μυστήρια γερμανικά, παλιομοδίτικα, λίγο παράδοξα, με μέτρο, και η φράση έμοιαζε αμετάφραστη. Και αυτές οι περιπτώσεις είναι οι πιο ερεθιστικές, το να αναμετρηθείς με ιδιαίτερες καταστάσεις. Από τότε το έχω αντιμετωπίσει πολλές φορές, και το έχω διασκεδάσει. Θυμάμαι τον Μόλβιτς, ένα «νερντ» στο μυθιστόρημα Φήμη. Ο Κέλμαν τον είχε βάλει να μιλάει μια ιδιόλεκτο που δεν υπάρχει, ένα κωμικό μείγμα σλανγκ, κομπιουτερίστικης αργκό και εφευρημένων λέξεων. Ο ρυθμός της μετάφρασης ήταν περίπου το ένα τρίτο του συνηθισμένου, αλλά με θυμάμαι νύχτα, στο γραφείο, να διαβάζω δυνατά τις παραγράφους που είχε τελειώσει, και να γελάω δυνατά. Το πιο ωραίο κομπλιμέντο ήταν γι’ αυτό το κομμάτι, ένας γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής από τα γερμανικά με είχε πάρει τηλέφωνο στο γραφείο, χωρίς να γνωριζόμαστε, για να μου πει ότι διάβαζε το βιβλίο στην παραλία και γελούσε δυνατά.
Τι είναι εκείνο που σας “τραβάει” ως μεταφραστή στα κείμενα του
Τα κείμενα του Κέλμαν είναι ένα άριστο μείγμα απαιτητικής και ευχάριστης λογοτεχνίας. Ξέρει να κρύβει αναφορές σε άλλους λογοτέχνες ή σε λογοτεχνικά είδη, χωρίς να δίνει την αίσθηση ότι πουλάει μόρφωση ή ότι χάνεις κάτι αν δεν πιάσεις τις κρυμμένες παραπομπές του. Το ταξίδι π.χ. του Χούμπολτ στον Ορινόκο δεν είναι απλώς η σύγκρουση δύο πολιτισμών, του βορειοευρωπαϊκού και του λατινοαμερικάνικου, είναι η εκρηκτική συνύπαρξη δύο διαφορετικών λογοτεχνικών σχολών. Ο καημένος ο Χούμπολντ προσπαθεί να τους απαγγείλει ένα ποίημα του Γκαίτε και αποτυγχάνει τραγικά, αφού οι οδηγοί-ακροατές του μιλάνε για ιπτάμενους σκύλους και άλλα μαγικά-ρεαλιστικά και είναι αδύνατον να καταλάβουν τα σκοτεινά γερμανικά ποιήματα. Τα ονόματά τους: Κάρλος, Μάριο, Γκάμπριελ, Χούλιο. Τυχαίο; Δεν νομίζω, αν σκεφτούμε τους γίγαντες του Μαγικού Ρεαλισμού Φουέντες, Βάργκας-Λιόσα, Γκαρσία Μάρκες και Κορτάσαρ που ρίχνουν τη σκιά τους σε εκείνα τα σημεία, η αφήγηση σε εκείνα τα μέρη είναι μια διαρκής παραπομπή, ένα κλείσιμο του ματιού στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Απαιτητικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα. Ή πάλι ο Αουρίστος Μπλάνκος στη Φήμη, ένας συγγραφέας που θα μπορούσε να είναι ο Πάουλο Κοέλιο, με το επιτηδευμένο ύφος και τα ρηχά νοήματα, επίσης απόλαυση να τον διαβάζεις ως καρικατούρα και άσκηση ύφους ενός από τους πιο εμπορικούς συγγραφείς παγκοσμίως. Και δεν χάνεις τίποτε αν δεν πιάσεις στο F τα στιχάκια από το Τραγούδι του Άριελ της Τρικυμίας, ή τον στίχο από τον Φάουστ, αλλά αν τα εντοπίσεις, είναι σαν να ξαναβρίσκεις χαμένα παιδικά παιχνίδια στην άμμο. Ωραία αίσθηση!
Πως αισθάνεστε που είστε ο αποκλειστικός μεταφραστής του συγγραφέα
Είναι ωραίο να είσαι η «φωνή» ενός συγγραφέα στη γλώσσα σου. Και επίσης ωραίο να απολαμβάνεις την απόλυτη εμπιστοσύνη του.
Ποια είναι η πρόσληψη του Κέλμαν στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό. Που τον κατατάσσουν; Παραμένει για παράδειγμα το “παιδί θαύμα”
Παιδί με καμιά δεκαπενταριά δημοσιεύσεις και εικοσαετή παρουσία στα γράμματα και κάμποσα βραβεία; Το «Δεσποινίς ετών 39» μου θυμίζει … Όχι, παιδί δεν θεωρείται πια. Έχει καταταγεί στους κλασικούς της γενιάς του και της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας. Στη Γερμανία και στην Αυστρία έχουν ανεβεί θεατρικά του, έχουν παιχτεί κινηματογραφικές μεταφορές βιβλίων του, έχουν δημοσιευτεί μελέτες και δοκίμιά του, η παρουσία του σε κάποια παρουσίαση, συζήτηση ή η συμμετοχή του σε κάποια έκδοση θεωρείται επιτυχία. Και δεν υπάρχει σοβαρό έντυπο που δεν θα ασχοληθεί στις επιφυλλίδες του με το καινούργιο του έργο κάθε φορά.
Ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή μοτίβα συναντάτε συνήθως στα κείμενα του
Είναι φυσικά αρκετά, αλλά όλα τους έχουν έναν πυρήνα, πρόκειται για συγκρούσεις: το γήρας και ο θάνατος, η παράλληλες γλώσσες που δεν συναντιούνται και η ασυνεννοησία, το παράλογο/παράδοξο και το χιούμορ αλλά και η απελπισία που προκαλούν, τα κάτοπτρα ως σύμβολα των μεταμορφώσεων μιας πολυεπίπεδης πραγματικότητας, η ματαιοδοξία και η γελοία ρηχότητά της, το κλείσιμο του ματιού σε άλλους λογοτέχνες και λογοτεχνικά είδη. Συχνά τα μοτίβα του πακετάρονται σε αντιθετικά ζεύγη ή σε αντίθετες προσωπικότητες που τις βάζει να συγκρουστούν. Και παρά το χιούμορ και την ελαφρότητα, έχω την εντύπωση ότι πάντοτε απομένει μια μελαγχολική γεύση ματαιότητας. Αυτό ίσως και να είναι η αυστριακή, καθολική του κληρονομιά.
Πείτε μας με δικά σας λόγια τι πραγματεύεται η υπό έκδοση νουβέλα του και τι καινούργιο φέρνει.
Άλλη μια άσκηση ύφους. Εδώ παίζει με το λογοτεχνικό είδος του θρίλερ, αλλά τα μοτίβα του τον ακολουθούν. Διαβάζοντας βρίσκεσαι σε διαφορετικές πραγματικότητες ταυτόχρονα. Είναι επίσης ένα πολύ πειστικό σκηνικό, το σπίτι στις Άλπεις, το χωριό και οι μυστήριοι κάτοικοί του, η φύση ως ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής, σε μεταφέρουν σε έναν άλλο κόσμο. Το καλύτερο ή το χειρότερο, δεν ξέρω, είναι ότι λίγο μετά αφότου παρέδωσα το κείμενο, μου συνέβη κάτι που θα μπορούσε να μου αλλάξει τη ζωή, και ήταν σαν να βγήκε ένα προς ένα από το βιβλίο, μια σκηνή-κλειδί, προς το τέλος του. Αλλά αν αυτό έχει όντως μεταφυσική διάσταση, ένας μόνο μπορεί να το ξέρει από εκεί που βρίσκεται – σε μια μικρή πόλη στην άκρη του κόσμου. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης ήταν εκείνος που πίστεψε στον Κέλμαν από την αρχή και τον κέρδισε για τις Εκδόσεις Καστανιώτη – και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Να συμπληρώσουμε εδώ ότι κατά τον Γερμανό συγγραφέα, η λογοτεχνία της χώρας του δεν είχε την άνθιση που της άρμοζε, διότι σε αντίθεση από άλλες χώρες χτίστηκε γύρω από περσόνες. Οι οποίες κατά τον Κέλμαν συνομιλούσαν με τον εαυτό τους ή με τον… Θεό.