Η πρώτη σημασία μιας λέξης καταγράφεται στο παιδικό μυαλό καταλαμβάνοντας όλον τον χώρο που θα φιλοξενήσει δυνητικά, στο πέρασμα του χρόνου, τις αποχρώσεις, τις συνδηλώσεις και τα διαφορετικά σημαινόμενά της. Μέχρι τα έντεκά μου χρόνια πίστευα πως το ποίημα είναι μια σύντομη ρυθμική κατασκευή που είτε καταπιάνεται με μια ευγενή ιδέα, όπως πατρίδα, αγάπη, ελευθερία ‑ιδέες μεγάλες για το παιδικό μυαλό μου- είτε υμνεί έναν τόπο, ένα λουλούδι, τη μάνα, τον πατέρα ή κάποιο άλλο πρόσωπο αγαπημένο, ώσπου ένα απόγευμα ανακάλυψα σε έναν τόμο της Βιογραφικής Εγκυκλοπαίδειας Ελλήνων Λογοτεχνών, το Μαραμπού του Νίκου Καββαδία. Ήταν ένα βαρύ βιβλίο και το εξώφυλλό του κοσμούσε ένα πορτρέτο του Διονύσιου Σολωμού που τότε φάνταζε βλοσυρό στα μάτια μου — χρειάστηκε τουλάχιστον μια πενταετία για να αρχίσω να αντιλαμβάνομαι τη μελαγχολία του.
Αυτό που στην πραγματικότητα με συγκλόνισε διαβάζοντας το Μαραμπού, περισσότερο κι από τον εξωτικό κόσμο του ποιήματος — ο οποίος, ωστόσο, δεν ήταν άγνωστος για μένα, αφού ο πατέρας μου ήταν μηχανικός του εμπορικού ναυτικού κι άκουγα τακτικά τις αφηγήσεις μηχανικών, ασυρματιστών και καπεταναίων που μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας — ήταν ότι ο ποιητής «έκλεισε» μέσα σε λίγους στίχους λιμάνια και μπάρκα, την ιστορία ενός έρωτα, τις διαψεύσεις και τις απογοητεύσεις του, μια ανθρώπινη ζωή ολόκληρη και μάλιστα τη ζωή ενός συγκεκριμένου ναυτικού, δύστροπου και μονόχνοτου, που δεν έχαιρε της εκτίμησης των συναδέλφων του. Συνειδητοποίησα αμέσως ότι το ποίημα αποτελούσε την εξομολόγηση ενός άγνωστου, ο οποίος, σε λίγους μόλις στίχους, μου αποκαλύφθηκε και έγινε πρόσωπο τόσο οικείο ώστε να συγκινούμαι και να συμπάσχω με τα παθήματά του. Το Μαραμπού δεν έμοιαζε με τα άλλα ποιήματα που είχα διαβάσει ως τότε. Το ποίημα αυτό ήταν μια νέα σημασία της λέξης «ποίημα». Μεγαλώνοντας ακολούθησαν πολλές αντίστοιχες αποκαλύψεις και επιφοιτήσεις απειλώντας με την αμφισημία τους τις αδιαπραγμάτευτες βεβαιότητες της παιδικής αθωότητας.
Όταν το ραφτόπουλο στο διήγημα Το μόνον της ζωής του ταξείδιον του Βιζυηνού συνειδητοποιεί πως όλες οι διηγήσεις του παππού του δεν ήταν παρά ονειροφαντασίες, δεν χάνει την πίστη του στα παραμύθια. Η τελική διάψευση των αφηγήσεων του παππού ενισχύει μάλιστα τον πόθο και το πάθος για ταξίδια, διευρύνοντας τους χάρτες, αφού πια δεν υπάρχουν γεωγραφικά, χρονικά ή φυσικά όρια στην αναζήτηση της περιπέτειας.
Μέσα σε κάθε αφηγητή κρύβεται ένα ραφτόπουλο που επιμένει να πιστεύει στα παραμύθια, ακόμα και μετά τον θάνατο του παππού του ή της παιδικής αθωότητας. Τόσο η αναζήτηση νέων τρόπων όσο και η επιδίωξη διαμόρφωσης προσωπικού ύφους γραφής δεν είναι παρά μια αβέβαιη σπουδή για το ξαναζωντάνεμα του κόσμου των μύθων και της φαντασίας, χρησιμοποιώντας παλιά και νέα υλικά. Στα χέρια ενός καλού μάστορα οι αρμοί και οι συνδέσεις, η καταγωγή των υλικών, οι προθέσεις και οι επιδιώξεις καλύπτονται από τον πέπλο του μύθου και ο αναγνώστης βιώνει μαγεμένος το θαύμα μιας σπουδαίας ιστορίας. Αυτές τις σκέψεις μού προκάλεσε η πρώτη ανάγνωση του αριστοτεχνικού ονειροδράματος του Βιζυηνού, λίγα χρόνια μετά από την αναπάντεχη συνάντησή μου με το Μαραμπού.
«Είμ’ αυθεντία στην φαντασμαγορία. Ακούτε!… Κατέχω όλα τα ταλέντα». Ανακαλύπτοντας το Μία εποχή στην κόλαση του Ρεμπώ, πριν κλείσω τα δεκαοχτώ και πολιτογραφηθώ επισήμως στο κλαμπ των ενηλίκων, κλείστηκα στο σπίτι για μια βδομάδα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω όχι τόσο τη σημασία του κειμένου αλλά την επίδραση που μου ασκούσε, και σαστισμένος από τον νέο κόσμο που ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου παραδόθηκα στο ποίημα (κάθε τέτοια παράδοση συνεπάγεται μια διάθεση για εμβάθυνση, μια τόλμη που αψηφά τον πανάρχαιο φόβο για τις αβύσσους). Ακόμα και η πιο απλή, η πιο πεζή φράση προκαλούσε μια απόκοσμη γοητεία, τραχιά και γλυκιά, αλλά πάντως πρωτοφανέρωτη. Κι αν το μυαλό δυσκολευόταν να συλλάβει επακριβώς το νόημα κάποιου στίχου, όσο κι αν ένιωθα ταπεινωμένος από την ανεπάρκειά μου (δυσβάσταχτη για τη νεανική μου αυταρέσκεια), μια ξέφρενη χαρά με συντάρασσε σε κάθε νέα αποκάλυψη. Την ίδια χαρά ένιωσα διαβάζοντας το Κουτσό του Κορτάσαρ, τα ποιήματα του Κακναβάτου, τον Οδυσσέα του Τζόυς και την Οδύσεια του Καζαντζάκη κι άλλους πολλούς εξαίσιους παραμυθάδες. Μια καλογραμμένη ιστορία δεν φωτογραφίζει αλλά επανεφευρίσκει τον κόσμο.
Το 2001, πριν κλείσω τα τριάντα, έγινα παλαιοβιβλιοπώλης — ήταν μια εξέλιξη την οποία δεν είχα προσχεδιάσει. Παρά τον ενθουσιασμό μου για το γεγονός ότι θα περιτριγυριζόμουν από χιλιάδες βιβλία κάθε εποχής, με κατέτρυχε η αγωνία μήπως η νέα ιδιότητα, αυτή του εμπόρου, αλλοίωνε ή εντέλει κατέστρεφε τη μαγική επίδραση που μου ασκούσαν πάντα τα βιβλία. Οι φόβοι μου διαψεύστηκαν.
Επισκέφτηκα πριν μερικά χρόνια ένα δικηγορικό γραφείο για να εκτιμήσω και να αγοράσω βιβλία που δεν ήταν πια χρειαζούμενα στον ιδιοκτήτη τους. Δέχθηκα να εξετάσω την προς διάθεση βιβλιοθήκη μετά από τις επίμονες πιέσεις της κόρης του εκλιπόντα δικηγόρου. Ήταν μια συνεσταλμένη κυρία γύρω στα εξήντα, ευγενής και καλοβαλμένη και με υποδέχτηκε στο έρημο γραφείο, τον έναν τοίχο του οποίου καταλάμβαναν ράφια φορτωμένα με δεκάδες δερματόδετους τόμους. Στις ράχες τους αναγράφονταν τίτλοι βιβλίων και περιοδικών δικαίου, κώδικες, εγχειρίδια, νομολογίες κ.λπ. Είχα εξαρχής διευκρινίσει στην κληρονόμο ότι δεν ενδιαφερόμουν καθόλου για αγορά νομικών βιβλίων και βλέποντας τους τόμους απέκλεισα αμέσως κάθε πιθανότητα αγοράς τους, αλλά υπακούοντας στις παραινέσεις της πήρα έναν στα χέρια, στη ράχη του οποίου διάβασα Εγχειρίδιον της Ποινικής Δικονομίας, και τον άνοιξα ανόρεχτα.
«Αυτό το πλάσμα τού νου σου είναι μονάχα. / Άσαρκα πλάσματα συχνά γεννάει η μανία», διάβασα σαστισμένος και διέτρεξα ολόκληρο τον τόμο διαπιστώνοντας ότι περιείχε όλες σχεδόν τις σαιξπηρικές μεταφράσεις του Κ. Καρθαίου που είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βασιλείου.
«Ο πατέρας λάτρευε την ποίηση και το θέατρο, μα ντρεπόταν να γνωρίζουν οι επισκέπτες του γραφείου αυτή του την αδυναμία, έτσι έλεγε πάντα», ψέλλισε εκείνη.
Τον φαντάστηκα στο βαρύ γραφείο του να απολαμβάνει τις Ιστορίες του Καντέρμπερυ του Τσώσσερ και να μειδιά σκανταλιάρικα κάθε φορά που έκλεινε το βιβλίο για να υποδεχτεί κάποιον πελάτη.
Δεν αγόρασα τα βιβλία, ωστόσο εκείνη δεν φάνηκε να απογοητεύεται. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να τα αποχωριστεί, ήθελε μόνο να εκμυστηρευθεί σε έναν άγνωστο την ιδιοτροπία του πατέρα της, χωρίς να ακουστεί η εξομολόγησή της σαν φτηνό κουτσομπολιό ή άσεμνο αστείο. Αυτή και μόνο η εικόνα θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας μιας συναρπαστικής ιστορίας.
Ο γοητευτικός κόσμος των βιβλίων και των παλαιοβιβλιοπωλείων αποτέλεσε τον καμβά για το πρώτο μου μυθιστόρημα, Το μυστικό της τελευταίας σελίδας, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, το 2009. Πριν ακόμα φτάσει το βιβλίο στα ράφια των βιβλιοπωλείων είχα ξεκινήσει να γράφω μια καινούρια ιστορία, η οποία με συντρόφεψε οκτώ χρόνια ώσπου να φτάσει στο τέλος. Ενδιάμεσα, καταπιάστηκα με την επιμέλεια ενός τόμου βιβλιοκεντρικών διηγημάτων με τίτλο Ιστορίες βιβλίων (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) καθώς και με τη φιλολογική επιμέλεια και τον σχολιασμό του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του Λευτέρη Αλεξίου, Αξέχαστοι Καιροί (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014), υπακούοντας τόσο στις αναγνωστικές μου ανησυχίες όσο και στις συγγραφικές.
Το νέο βιβλίο μου, με τίτλο Καινούργια μέρα, κυκλοφόρησε στα μέσα του Οκτώβρη, επίσης από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Καταγράφει τις περιπέτειες μιας συντροφιάς αστέγων που ζουν σε κάποιο λιμάνι της Μεσογείου. Είναι μια ιστορία για τη ζωή και τον θάνατο, μια ιστορία για το έγκλημα και την τιμωρία, για την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, αλλά και μια αλληγορία για τη φυσική και τη μεταφυσική της αφήγησης. Αδύνατον να περιγράψω σε λίγες φράσεις ένα βιβλίο που έγραφα κι έσβηνα τόσα χρόνια, τυραννισμένος από αβεβαιότητα για την ολοκλήρωσή του.
Αναρωτιέμαι καμιά φορά ποιος είναι τάχα ο σκοπός, ποιο το νόημα των αφηγήσεων, αφού αδυνατούν να θεραπεύσουν τον ανθρώπινο παραλογισμό, τη βία, τη μισαλλοδοξία, κι ούτε έχουν ρητή απάντηση να δώσουν για τις εκατόμβες των νεκρών, τη δυστυχία, την πείνα, για τη βρομιά και την αθλιότητά μας. Άλλοτε πάλι αναρωτιέμαι γιατί, εντέλει, στο άπειρο πλήθος των ήδη γραμμένων σελίδων αποφασίζω να προσθέσω τις δικές μου. Δεν υπάρχει απόκριση που να απαντά στις νόρμες μιας κοινωνίας ωφελιμιστικής. Μια καλογραμμένη ιστορία επανεφευρίσκει τον κόσμο. Με τη γραφή και την ανάγνωση, το «ανώφελο», το επουσιώδες, το πρακτικά αλυσιτελές αποκτά τη μέγιστη σημασία του, αφού, απεκδυόμενο όλα τα παρελκόμενα της πρακτικής ζωής, επανακτά μια ελευθερία πρωτοφανέρωτη. Κι όμως η λογοτεχνία δεν είναι μια ανώφελη και αφηρημένη σπουδή της ζωής αλλά μια πράξη ζωής, που επανακαθορίζει κάθε φορά την ίδια της την ουσία ωφελούμενη από αυτό τον ενδελεχή επανακαθορισμό.
Το κείμενο του Νίκου Χρυσού δημοσιεύτηκε στην ενότητα «Εξομολογήσεις» του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα (τεύχος 15, Δεκέμβριος 2018).