Το νέο βιβλίο του Νίκου Α. Μάντη, έχει τίτλο Οι Τυφλοί και πρόκειται να κυκλοφορήσει 22 Μαϊου. Ένα μυθιστόρημα πολυεπίπεδο για τις εκδοχές της ελληνικής τύφλωσης. Μια αφήγηση που δεν γνωρίζει όρια. Μια εξιστόρηση ηδονική, όπου αλλεπάλληλοι λαβύρινθοι ανοίγονται για να μην κλείσουν ποτέ. Στην συνέντευξη που ακολουθεί, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει για πρώτη φορά τις σκέψεις του πάνω στο καινούργιο του εγχείρημα. Ένα βιβλίο που τοποθετεί τον Νίκο Α. Μάντη, σε νέα συγγραφική τροχιά.
Συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή:
Φέρτε μας στο κατώφλι του νέου σας βιβλίου. Ποια είναι τα νήματα που ενώνουν την πλοκή του μύθου;
Το νέο μου βιβλίο αποτελεί μια συνάρτηση πολλών ιστοριών, δεμένων μεταξύ τους με διαφορετικά νήματα. Άλλοτε είναι το νήμα μιας αστυνομικού τύπου αφήγησης, άλλοτε μιας προσωπικής-υπαρξιακής αναζήτησης, άλλοτε η καταβύθιση σε κάποιον μύθο παλιών εποχών ή σε ένα μυστήριο με απειλή θανάτου. Το βασικό νήμα ωστόσο που φιλοδοξώ να διατρέχει τις ιστορίες, είναι η αγάπη για τις αφηγήσεις, και η ανάγκη να χτιστεί ένας μυθοπλαστικός λαβύρινθος ως αντανάκλαση τόσο της πραγματικότητας όσο ‑και ακόμα περισσότερο- της λογοτεχνίας της ίδιας.
Μ’ αυτό το μυθιστόρημα αισθάνεστε ότι κάνετε ένα συγγραφικό άλμα; Αν ναι, πως το προσδιορίζετε μέσα σας;
Ίσως ναι, επειδή το βιβλίο υπήρχε μέσα μου ως πρόπλασμα εδώ και χρόνια, προτού ακόμα αποφασίσω ότι θα ασχοληθώ ενεργά με το γράψιμο, έχοντας θαυμάσει τους συγγραφείς που μπορούσαν να στήνουν τρισδιάστατα αφηγηματικά σχέδια με ποικίλα υλικά, κυρίως δε με καθρέφτες και κάτοπτρα. Η προσπάθειά μου να ανταποκριθώ σε μια τέτοια φιλοδοξία, ναι, απαίτησε ένα άλμα από πλευράς μου, τουλάχιστον σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές μου.
Σκιαγραφήστε μας περισσότερο το προφίλ των πρωταγωνιστών.
Είναι πολλοί οι πρωταγωνιστές. Ονόματα όπως Ισίδωρος, Κλεάνθης, Νέιτ, Γιώργος Καρζής, Κάζης ή Κατσής, Σοφία και Έρμα, περιπλανιούνται στους διαδρόμους των ιστοριών και χάνονται, προτού βρεθούν ξανά, μαζί μας και μεταξύ τους. Η Αθήνα επίσης, ως πόλη, ως ατμόσφαιρα, ως λογοτεχνικός τόπος και νοητός λαβύρινθος ‑υπέργειος όσο και υπόγειος- είναι σίγουρα βασικός πυλώνας της αφήγησης. Επιθυμία μου γράφοντας, ήταν ο αναγνώστης να παίξει ένα κρυφτό όχι μονάχα με τους ήρωες, αλλά και με τον συγγραφέα, με τον εαυτό του, όσο και με την ίδια τη διαδικασία της ανάγνωσης.
Φαίνεται πως έχετε συλλάβει σε πολύ μεγάλο βαθμό την έννοια του λαβύρινθου. Αρχικά μια εισαγωγική-αινιγματική εικόνα μας προϊδεάζει. Εν συνεχεία υπάρχει το παιχνίδισμα με την πολιτική και την φαρσική παρέμβαση της παρέας, και μετά αρχίζει η καταβύθιση. Πείτε μας περισσότερα γι αυτά.
Κάθε είσοδος σε ένα πλέγμα με παραπλανητικές διακλαδώσεις χρειάζεται ένα δέλεαρ για να συμβεί. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Παραδέχομαι ότι στο βιβλίο υπάρχει ένα «παιχνίδι» με γεγονότα της εποχής μας, ως πρώτο επίπεδο ή ως αρχική υπόσχεση. Ίσως και ως πολιτικός προβληματισμός, μιας και θεωρώ ότι πολλά από εκείνα που μας απασχολούν στο παρόν, ανάγονται σε παλιότερες και γι’ αυτό ανθεκτικές μορφές τύφλωσης.
Στο βιβλίο υπάρχει μια εξακολουθητική και αλληλοεμπλεκόμενη αναζήτηση προσώπων. Κάθε φορά δεν είναι απολύτως τα ίδια πρόσωπα. Γιατί;
Το γεγονός αυτό συμβαδίζει πιστεύω με μια ευρύτερη αλήθεια. Όλοι κάτι ψάχνουμε, πάντοτε κάτι ψάχνουμε, το οποίο κατά καιρούς μπορεί να αλλάζει. Η αναζήτηση είναι ίσως το ισχυρότερο κίνητρο στη ζωή των ανθρώπων.
Χρησιμοποιείτε την δομή του «πλέγματος» στην αφήγηση. Ένας αριθμός, ένα σύμβολο, εισέρχεται σ’ ένα σύνολο πληροφοριών, προσώπων, που χρειάζονται ένα σωρό μυστικών κωδικών και γνώσης για να αποκρυπτογραφηθούν. Πως το διευθετήσατε αυτό μέσα στη σκέψη σας;
Πρόκειται για μια διαδικασία που με απασχολούσε χρόνια, για ιδέες που τις επεξεργαζόμουν μέσα μου χωρίς να τις σημειώνω ή να τις καταγράφω απαραίτητα. Ωστόσο, όπως φαίνεται, αυτές ωρίμαζαν από μόνες τους. Όταν ήρθε η ώρα λοιπόν να στήσω τους τοίχους και τις περιφράξεις του κτίσματος που είχα στο μυαλό μου, η όλη διαδικασία έγινε όχι μεν εύκολα, αλλά αρκετά στρωτά, μεθοδικά και προγραμματισμένα. Οι προσωπικές μου εμμονές μεταμορφώθηκαν σε «κωδικούς» και οι ιδέες μου σε «κλειδιά» για μυστικές πόρτες. Ως ένας επίδοξος αρχιτέκτονας ιστοριών πάντως, πρωταρχική μου βλέψη είναι, εκείνο που έχτισα, να μπορεί να αντισταθεί κατά το δυνατό στο χρόνο.
Πείτε μας για την «τύφλωση» που κυριαρχεί σ’ ένα άλλο μέρος του βιβλίου. Ποιοι είναι οι άξονες αυτής της συμβολικής κατάστασης;
Η τύφλωση είναι ένας όρος ανοιχτός στην ερμηνεία, και έτσι θα ήθελα να παραμείνει. Σίγουρα υπάρχουν πολιτικές ή ιστορικές συμπαραδηλώσεις στον τρόπο που αναπτύσσεται η ιδέα της τυφλότητας στο βιβλίο, ωστόσο είναι στο χέρι του κάθε αναγνώστη να του αποκαλυφθούν ή όχι.
Όλοι μας έχουμε υπάρξει λίγο ως πολύ τυφλοί σε πράγματα ή ανθρώπους που μας περιβάλλουν. Όλοι μας έχουμε επιδιώξει να μην βλέπουμε όσα μας ενοχλούν. Η έννοια του αόρατου άλλωστε προϋποθέτει και εκείνη του τυφλού, που είτε το αγνοεί, είτε αντίθετα πασχίζει να το ψυχανεμιστεί.
Φαίνεται πως έχετε εξερευνήσει σε βάθος τις αβελτηρίες της εθνικιστικής παράδοσης στην Ελλάδα. Τόσο από την πλευρά της υποκουλτούρας, όσο και από την πλευρά των ιδεολογικών τάσεων και των υπερφυσικών της επιρροών. Πως προέκυψε αυτό;
Πάντα με γοήτευαν οι αστικοί μύθοι. Έτσι, μαζί με την καθαυτό αστική λαογραφία, τα τελευταία χρόνια (χρόνια της ανόδου του ανορθολογισμού κατά πολλούς) μοιραία με τράβηξαν και όλες εκείνες οι ιστορίες που μιλούσαν για μία «μυστική Αθήνα», για υπόγειες οργανώσεις που καθοδηγούν απ’ το σκοτάδι τις ζωές μας, θεωρίες γενικά ανυπόληπτες και για κάποιους καταγέλαστες, που ωστόσο τροφοδοτούσαν μεθοδικά ένα είδος κοινωνικού κύματος που τώρα φαίνεται να έχει γιγαντωθεί. Η ισορροπία ανάμεσα στο μυστηριώδες, στο φρικιαστικό και στο γελοίο είναι κάτι που αναζήτησα κι εγώ, γράφοντας το βιβλίο.
Πείτε μας τις δικές σας επιρροές.
Πάρα πολλές και ποικίλες. Αν έπρεπε να σταθώ στις δύο κυριότερες, θα έλεγα το «Περί Ηρώων και Τάφων» του Σάμπατο και το «Μαύρο Βιβλίο» του Παμούκ.
Τι είναι για εσάς Οι τυφλοί και τι αντανάκλαση έχουν στο νεοελληνικό γίγνεσθαι των τελευταίων χρόνων;
Δεν ξέρω τι να απαντήσω σ’ αυτό. Θα επικαλεστώ το διάσημο απόφθεγμα του Ουμπέρτο Έκο, που είπε ότι τα καλά βιβλία είναι εξυπνότερα από τους συγγραφείς τους. Αν ισχύει αυτό στην παρούσα περίπτωση, περιμένω απ’ τους «Τυφλούς» να απαντήσουν για μένα.