ΕΡ: Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας έκαναν να ξεκινήσετε το ταξίδι στην περιπέτεια της γραφής και ποιες οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε ως συγγραφέας στα πρώτα σας βήματα;
ΑΠ: Πάντα έγραφα, όπως γνωρίζετε, ακόμη και σε ξένα έντυπα, ακόμη και κατά τη δουλειά μου σε άλλες χώρες. Ήμουν ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας επί μιάμιση δεκαετία, συνεργάσθηκα με περιοδικά όπως Ο Πολίτης και το Αντί, και πριν από τη λογοτεχνική στροφή μου είχαν δημοσιευθεί ουκ ολίγα δοκιμιακά – επιστημονικά βιβλία μου με εμφανή προσπάθεια σύζευξης του επιστημονικού και αφηγηματικού λόγου. Επρόκειτο για μια απόπειρα ανασυγκρότησης του θρυμματισμένου Όλου. Συχνά έγραφα σε πρώτο πρόσωπο ακόμη και για δύσπεπτα θέματα πάνω στην παράδοση που είχαν εγκαινιάσει ανθρωπολόγοι και γεωγράφοι. Συντηκόμουν με το αντικείμενο της αφήγησης. Θα έλεγα λοιπόν ότι, σ’ ό,τι αφορά τη λογοτεχνική στροφή μου επρόκειτο περισσότερο για μια μετάβαση από το δοκίμιο στη μυθοπλασία. Παρά το ότι ο τοκετός εμπεριείχε οδύνες και μια μακρά αγρανάπαυση, ήρθε φυσιολογικά. Η μυθιστορηματική στροφή ήρθε όταν ένοιωσα ότι κλείνω έναν πνευματικό κύκλο και ότι απαιτείται η κάθαρση που μόνο η τέχνη της μυθοπλασίας μπορεί να προσφέρει προκειμένου να συλληφθούν τα μηνύματα των καιρών. Συγγραφέας πάντως αισθάνθηκα όταν κάποτε με επισκέφθηκε ένας φύλαρχος στο Καμερούν για να μου πει ότι το έργο οδοποιίας όπου δούλευα είχε ξυπνήσει τους προγόνους. Επρόκειτο για τα εκρηκτικά που χρησιμοποιούσαμε για να ανοίξουμε διόδους στη ζούγκλα. Την ίδια νύχτα άρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο, Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς, που σήμερα βρίσκεται στην έκτη του έκδοση.
ΕΡ: Τι μπορεί να θυσιάσει κανείς για να είναι συγγραφέας ή καλλιτέχνης γενικότερα;
ΑΠ: Κατά κανόνα τα χρήματα. Πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να κερδίσεις τα προς το ζην από τη γραφή, ειδικά στον τόπο μας. Άρα προκύπτει ζήτημα ετεροαπασχόλησης, εκτός κι αν είσαι κληρονόμος ή εισοδηματίας. Κατά τα άλλα η συγγραφή ανοίγει πεδία, συγκροτεί κοινωνικές σχέσεις. Ας πούμε βέβαια ότι θυσιάζεις διά παντός την ηρεμία σου. Η νέα ιδέα μπορεί να βρίσκεται στη γωνιά του δρόμου κι αυτό δεν σε αφήνει σε ησυχία.
ΕΡ: Σε ποιο βαθμό έχει επηρεάσει η συγγραφή τη ζωή σας και η ζωή σας τα κείμενα;
ΑΠ: Σε μεγάλο. Αυτό συμβαίνει με όλους τους συγγραφείς. Με κάθε σοβαρή απασχόληση, αυτό συμβαίνει. Σε ό,τι αφορά τις προσωπικές μου εμπειρίες είναι προφανές ότι τροφοδοτούν σταθερά τη μυθοπλασία μου, κατάλληλα μετασχηματισμένες.
ΕΡ: Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ή έχει διαφοροποιηθεί μέσα σας, σε συγγραφικό επίπεδο από τότε που ξεκινήσατε;
ΑΠ: Τίποτα ως προς τα αιτήματα. Με απασχολούν πάντα οι μεγάλες θεματικές γραμμές, η εξωστρέφεια, η σχέση μου με τον κόσμο. Πολλά έχουν αλλάξει βέβαια ως προς την ατζέντα και τους μορφικούς άξονες. Θέλω να ανανεώνομαι, να γειώνω τη ματιά μου, να κατεβαίνω από τα ψηλά στα χαμηλά όπως επιχείρησα στο Πλέγμα μου.
ΕΡ: Τι σημαίνει για εσάς λογοτεχνία;
ΑΠ: Η λογοτεχνία επιτελεί πολλές λειτουργίες πέραν της γνωστικής – που πάντως δεν είναι αμελητέα: τέρπει, συγκινεί, επανατοποθετεί το άτομο εντός του κόσμου, αναβαθμίζει αισθητικά, επεξεργάζεται «το εαυτόν και το έτερον», κυρίως όμως στοχεύει στην κάθαρση. Αυτή είναι η κύρια λειτουργία της όπως τουλάχιστον διδαχθήκαμε από τους Αρχαίους. Σε σχέση με την ιστορία λ.χ., το μυθιστόρημα μπορεί ιδεατά να προσφέρει μια περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα – περισσότερο συστημική, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του οικολογικού συρμού. Ειδικά δε σε καιρούς κρίσης, όπου ούτε καν οι θρησκείες δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν τις καθαρτήριες λειτουργίες τους, η λογοτεχνία οφείλει να υποκαταστήσει την έννοια του ιερού σε πραγματικό έδαφος.
Κατά τα άλλα, στα βιβλία μου ο επιστημονικός λόγος είναι αφομοιωμένος – δεν μπορώ να παραιτηθώ απ’ αυτόν και άλλωστε γιατί να το έκανα; Πολλοί σημαντικοί σύγχρονοι συγγραφείς, Αγγλοσάξονες κυρίως, εντρυφούν σε βάθος σε δύσκολα επιστημονικά πεδία προκειμένου να γίνουν πειστικοί. Δείτε τον Άπνταϊκ και τον «Λαγό» του, δείτε τον ΜακΓιούαν που τη μια χρονιά «σπουδάζει» νευρολογία και την άλλη φυσική για να κάνει πειστικούς τους γιατρούς ή περιβαλλοντολόγους ήρωές του. Ζούμε σ’ ένα περίπλοκο τεχνικό περιβάλλον, σε μια «κοινωνία της διακινδύνευσης» κατά τον Ούλριχ Μπεκ, και η λογοτεχνία οφείλει να μην στρέφει τα νώτα στις προκλήσεις. Σε ότι αφορά την από πολύ νωρίς ενασχόλησή μου με την οικολογία, θα έλεγα ότι με τη λογοτεχνική μου στροφή προσπάθησα με συνέπεια να γυρίσω την πλάτη στις ιδεολογικές παραδοχές της, αλλά εκείνη δεν με εγκαταλείπει – σαν επίμονη ερωμένη. Πιστεύω ότι έχω καταφέρει –και το αναγνωρίζουν και οι δύσπιστοι κριτικοί– να βάλω στο πλάι το ακτιβιστικό, παρεμβατικό, επιστημονικό μου παρελθόν και μάλιστα να το σατιρίζω. Δεν απαρνούμαι τα θεωρητικά μου έργα αλλά και δεν υποτάσσω τη μυθοπλασία σε αυτά – το αντίθετο κατασκευάζω διαρκώς κυνικούς αντιήρωες.
ΕΡ: Πως θα χαρακτηρίζατε την περίοδο που διανύουμε;
ΑΠ: Ένα από τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά της εποχής είναι η μη προβλεψιμότητα. Οι εξελίξεις σε όλα τα πεδία είναι ιλιγγιώδεις. Γι αυτό λ.χ., ένα βιβλίο σαν την Άγρια Δύση συμπυκνώνει μέσα σε μισό αιώνα μεταλλαγές που άλλοτε διαρκούσαν αιώνες. Ο χρόνος συμπυκνώνεται αφάνταστα και αναρωτιέμαι αν ο άνθρωπος μπορεί να αφομοιώσει τα τεκταινόμενα. Γι αυτό ο ρόλος της λογοτεχνίας ως παράγοντας σύνθεσης είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.
ΕΡ: Ποια βιβλία ή συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει διαχρονικά;
ΑΠ: Ο Μαξ Φρις, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Ζωρζ Σιμενόν (στα λεγόμενα σκληρά μυθιστορήματά του) , ο Ουίλλιαμ Φώκνερ. Από τους δικούς μας, ο Ροίδης, ο Βουτυράς, ο Άρης Αλεξάνδρου. Πιο πρόσφατα ο Τζ. Μ. Κουτσί, ο Τζων Μπάνβιλ, ο Χανίφ Κιουρέισι, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Ούγκο Κλάους. Και βέβαια οι ανεξάντλητοι κλασσικοί, από τον Σταντάλ ως τον Φλωμπέρ και ως τον Τζόις. Το γιατί απαιτεί πολλές διατριβές για να εξηγηθεί.
ΕΡ: Όταν δεν γράφετε, με τι σας αρέσει να ασχολείστε;
ΑΠ: Ποδόσφαιρο, σινεμά, ταξίδια. Τουλάχιστον παλιότερα. Βέβαια εν δυνάμει παντού έγραφα. Δεν διαχώριζα την διασκέδαση από την πνευματική παραγωγή κι αυτό είναι κατάρα , όπως και να το κάνουμε. Η αποστασιοποίηση από τα πράγματα είναι αναγκαία.
ΕΡ: Τι σας παρακινεί να γράφετε ιστορίες;
ΑΠ: Ο κόσμος γύρω μου, σε όλη την γοητευτική αλληλεπίδραση και πολυπλοκότητά του. Τι άλλο; Η πεμπτουσία της παγκοσμιοποίησης, με την κινητικότητα και τον πολιτισμικό υβριδισμό. Βλέπετε, σε χώρες σαν την Ελλάδα, αντί να προσπαθούμε να κατανοήσουμε αυτό το παγκόσμιο γίγνεσθαι επαναπαυόμαστε στη δόξα των αρχαίων προγόνων – είμαστε ένα φαντασιακό έθνος. Δυσπιστήσαμε υπερβολικά προς τη Δύση και αρνηθήκαμε να την συνοικοδομήσουμε παρά το ότι διεκδικούμε διαρκώς το απώτατο παρελθόν της – τις ρίζες της. Τόσα χρόνια στην Ευρώπη πηγαίνουμε ως ζήτουλες και σήμερα εξαρτόμαστε από την ελεημοσύνη ακόμη και φτωχότερων χωρών προς τις οποίες δεν λέμε καν ένα ευχαριστώ. Πάνω σε αυτή τη στάση ριζώνει η ΧΑ και αυτή η στάση διασχίζει, ας είμαστε ειλικρινείς όλο το πολιτικό σκηνικό. Στα μάτια μας η Δύση ήταν και είναι Άγρια.
Υπάρχει στη δουλειά μου αυτό που ο μετρ της κριτικής μας Δημήτρης Ραυτόπουλος ονομάζει «Νέο Κοσμοπολιτισμό». Υπάρχει η εμμονή μου με την «μεταποιημένη φύση», το σύγχρονο τοπίο. Υπάρχει ακόμη η διακειμενικότητα, η αποκάλυψη και σχετικοποίηση των ραφών της γραφής, η περιπέτεια, η φυγή, το ταξίδι, ο νόστος όχι ως επιστροφή στην Ιθάκη αλλά ως εφαλτήριο για μια νέα αναχώρηση, για συνέχιση της ανθρώπινης περιπέτειας. Υπάρχει ο κόσμος ολόκληρος όπως λέει ο ΝτεΛίλο στον αφηγητή της Άγριας Δύσης μου. Κατά τα άλλα πρόκειται για εντελώς διακριτές ιστορίες που εύκολα ο παρατηρητικός αναγνώστης μπορεί να μου τις αποδώσει.