Ο Μιχάλης Μοδινός περιγράφει με δικά του λόγια το ταξίδι προς την ουτοπία, την Εκουατόρια. Διαβάζουμε προσεκτικά:
«Στον ύστερο 19ο αιώνα και ενώ βρίσκεται καθ’ οδόν η αποικιοποίηση της αφρικανικής ηπείρου, μια ουτοπία στήνεται στην καρδιά στην Αφρικής, στα εδάφη όπου επί αιώνες αναζητούνται οι πηγές του Νείλου. Ένα άγημα Ευρωπαίων, Αιγυπτίων, και Σουδανών υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του φυσιοδίφη, γιατρού και εξερευνητή Έντουαρντ Σνίτσερ (ή Εμίν Πασά) αποκόπτεται από τον πολιτισμό ενώ μια τζιχαντιστική επανάσταση μαίνεται στο Σουδάν. Σταδιακά μια νέα κοινωνία κτίζεται εκ του μηδενός, στην μυθική περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, την επονομαζόμενη Εκουατόρια, εκεί όπου εξερευνητές όπως ο Μπάρτον και ο Σπηκ, ο Λίβινγκστοουν και ο Μπέηκερ αναζητούν και ερίζουν για τις πηγές του ιερού ποταμού. Πολιτισμοί και φυλές συγκρούονται και εντέλει συντήκονται, οι επήλυδες φτιάχνουν οικογένειες με τους γηγενείς και καλλιεργούν τη γη, οι Άραβες δουλέμποροι, που κυριαρχούσαν ως τότε σε αυτό το τμήμα της Αφρικής απωθούνται και περιθωριοποιούνται. Στην επαρχία της Εκουατόρια, σε μια σειρά οχυρών κατά μήκος του Λευκού Νείλου, μια παρθένα, αυτάρκης κοινωνία, αποκομμένη από τον πολιτισμό και τα ιστορικά βαρίδια, χτίζεται σταθερά επί περισσότερο από μια δεκαετία, δομεί τις αξίες της και παράγει επιστημονική γνώση, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες. Ώσπου η Ευρώπη αποφασίζει να σώσει αυτά τα ξεχασμένα παιδιά της, που παραδόξως δεν θέλουν να σωθούν. Επιστημονικοί σύλλογοι και κοινωνικές οργανώσεις, ιεραπόστολοι και πολιτικοί ξεσηκώνονται για να σωθεί αυτή η νησίδα πολιτισμού από τις επελάσεις των βαρβάρων. Την αποστολή θα αναλάβει ο περίφημος εξερευνητής, δημοσιογράφος και συγγραφέας Στάνλεϋ που θα διασχίσει ολόκληρη την λεκάνη του ποταμού Κονγκό προκειμένου να έρθει σε επαφή με τον δόκτορα Σνίτσερ και τους ανθρώπους του στην Εκουατόρια. Μετά από ποικίλες διαμάχες και μια εξέγερση μέρους του στρατεύματος που δεν θέλει να αφήσει τη γη και τα σπίτια του, μια μακρά θλιβερή πομπή υπό τον Στάνλεϋ θα πάρει το δρόμο της φυγής προς τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού. Εκεί ο Σνίτσερ, εν μέσω τιμών και δόξας, θα επιχειρήσει να αυτοκτονήσει για τη συντριβή του ονείρου του το ίδιο εκείνο βράδυ που ο τηλέγραφος αναγγέλλει στον κόσμο την σωτηρία του και οι Γερμανοί άποικοι τον δεξιώνονται στην πρεσβεία τους στην ακτή της Τανγκανίκα.
Οι απαρχές της αποικιοκρατίας, οι διαμάχες περί τις πολιτισμικές αξίες, η σύγκρουση επιστήμης και πρωτογονισμού, οι εξερευνήσεις και οι ανταγωνισμοί για τις πηγές του Λευκού Νείλου, η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ και οι σχετικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η χρεοκοπία των αναπτυξιακών οραμάτων της Αιγύπτου και ο έρωτας της περιπέτειας περιγράφονται στο τελευταίο αυτό βιβλίο του Μιχάλη Μοδινού με αφηγητή έναν ομώνυμό του αλεξανδρινό βαμβακέμπορο που έχει μετοικήσει στη Ζανζιβάρη. Πιστός σύντροφος του δόκτορα Σνίτσερ μέχρι τέλους, θα χρηματοδοτήσει μια αποστολή και θα ταξιδέψει ο ίδιος ως την καρδιά της Αφρικής για να φτάσει να συνδιοικεί τα μυθικά, ανεξερεύνητα εδάφη της Εκουατόρια, έναν ολόκληρο αιώνα μετά την επιστημολογική διαμάχη για τις πηγές του Γαλάζιου Νείλου που περιγράφηκε από τον Μοδινό στο κλασσικό του έργο Ο Μεγάλος Αμπάι (Καστανιώτης 2007). Η τραγική ιστορία μιας εντέλει ανέφικτης ουτοπίας και η σωτηρία ανθρώπων που δεν ήθελαν να σωθούν, συνιστούν τον καμβά για την λογοτεχνική πραγμάτευση των κεντρικών ζητημάτων που ταλανίζουν τον κόσμο μας ως σήμερα. Η ανθρώπινη περιπέτεια απεικονίζεται εδώ σε ένα είδος σύντηξης της επιστημονικής με την αφηγηματική γλώσσα, του δοκιμίου με την ιστοριογραφία, της ημερολογιακής γραφής με το στοχασμό, της μυθοπλασίας με τη γεωγραφία.
Έχουμε εδώ ένα βιβλίο στην αιχμή των πλέον δημιουργικών εξελίξεων στη σύγχρονη μυθιστοριογραφία: αναστοχασμό του παρελθόντος και προβολή του στο παρόν, έμφαση σε πραγματικά γεγονότα, πραγματικές καταστάσεις, πραγματικούς τόπους, πραγματικά πρόσωπα. Η πραγματολογία του Μοδινού –το εποπτικό και βιωματικό υλικό του ή αλλιώς το προϊόν της έρευνάς του- δεν υπηρετεί ωστόσο απλώς αναπαραστατικές προθέσεις ούτε έναν απλό «εγκυκλοπαιδισμό» αλλά συνιστούν το υλικό με βάση το οποίο ο συγγραφέας επεξεργάζεται υπόρρητες αλήθειες, μία πραγματικότητα κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Η κατάσταση των πραγμάτων αποκτά έτσι υπαρξιακό περιεχόμενο. Δίνοντας μάλιστα το όνομά του στον κεντρικό ήρωα- αφηγητή αναλαμβάνει τρόπον τινά πλήρως την ευθύνη του κειμένου. Ο χαρακτήρας του έχει όνομα και μάλιστα ένα όνομα που επιτρέπει έναν δημιουργικό αναχρονισμό – μια επανεπίσκεψη του παρελθόντος με τα εργαλεία του παρόντος και με όλες τις ιστορικές επιστρώσεις που μεσολάβησαν.
Η πλοκή είναι παρούσα και πλούσια, αλλά η ματιά στα μεγάλα γεγονότα μακροσκοπική, από απόσταση, από μακριά, ακόμη και όταν οι πρωταγωνιστές είναι συμμέτοχοι και δρώντα υποκείμενα. Η πληρότητα και εγκυρότητα του μύθου αυτοαμφισβητείται ελλόγως, η τροποποίηση του αντικειμένου της παρατήρησης από την ύπαρξη του αφηγητή υπενθυμίζεται συχνά. Η παρθενικότητα της απόλυτης αλήθειας διαρρηγνύεται. Οι αμφιβολίες υποβάλλονται εντέχνως και δημιουργικά – ως αφορμή για περαιτέρω έρευνα. Έτσι ο αναγνώστης καθοδηγείται να ανασκάψει κάτω από την πλοκή το πραγματικό νόημα της λογοτεχνίας – την λύτρωση διά της παραγωγής νοήματος.