«Ναιαιαιαιαιαιαια…..», φώναξε ο Μιχαλάκης βλέποντας τον πατέρα του να κρατά ένα μεγάλο, πολύχρωμο αετό, με πλούσια ουρά και τεράστια ζύγια. Έτρεξε να τον φιλήσει γεμάτος συγκίνηση. Τον αγκάλιασε, αλλά δεν έκλαψε, δε θα έκλαιγε τώρα που ήταν τόσο μεγάλη η ευτυχία του.
«Έλα, έλα, πρόσεχε», τον φίλησε και ο πατέρας του. «Ντύσου καλά να βγούμε να τον αμολήσουμε».
Ο Μιχαλάκης δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα. Έτρεξε στο δωμάτιό του για να ντυθεί, ενώ από πίσω άκουγε τη μαμά του να του λέει να μην τρέχει, για να μην κρυώσει. Όμως δεν υπολόγιζε τίποτα. Σήμερα θα ήταν η μέρα που θα πέταγε τον πρώτο του αετό, που θα έπιανε το μεγάλο αυτό χρωματιστό πολύγωνο, με τα ξυλάκια, την ουρά, τα αφτιά και την καλούμπα. Σήμερα θα ήταν η μέρα του.
Έβλεπε τα προηγούμενα χρόνια κάποια παιδάκια να πετάνε τον αετό τους στο απέναντι παρκάκι και ήθελε τόσο μα τόσο πολύ να πάει να παίξει μαζί τους. Ή έστω να το δει από κοντά. Ο Μιχάλης όμως δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, όπως και δεν μπορούσε να κάνει πολλά άλλα πράματα. Γιατί ήταν άρρωστος, δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, κουραζόταν, λαχάνιαζε, ίδρωνε, ανέβαζε πυρετό. Κι αυτά όλα δε γίνονταν μόνο το χειμώνα που κάνει κρύο, αλλά και το καλοκαίρι και την άνοιξη και το φθινόπωρο, πάντα. Ο Μιχαλάκης δεν είχε παίξει ποτέ με τα χιόνια, φτιάχνοντας χιονάνθρωπο, δεν είχε πάει ποτέ του σε παιδική χαρά ή παιδότοπο, ούτε και σε πάρτυ συμμαθητών του. Στα διαλείμματα έμενε μέσα στην τάξη για να μην αρρωστήσει, μετά δεν έφευγε με τα πόδια, αλλά τον έπαιρνε πάντα η μαμά του με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει ελάχιστα μπάνια στη θάλασσα, δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ με το φανελάκι. Και έβλεπε κάθε Κυριακή από το παράθυρο του δωματίου του τα άλλα παιδιά να παίζουν στο απέναντι παρκάκι, ή να μαζεύονται και να μιλάνε.
Κι αυτός, το μόνο που έκανε εκτός από τα μαθήματά του ήταν να παίζει με τον υπολογιστή του ή να βλέπει τηλεόραση, αλλά όχι για πολλή ώρα, γιατί θα κουράζονταν τα μάτια του και μετά θα πόναγε το κεφάλι του και θα ίδρωνε, θα ανέβαζε πυρετό και δε θα μπορούσε να αναπνεύσει.
Τις περισσότερες μέρες δηλαδή τις περνούσε στο κρεβάτι του, με μία κυρία να τον προσέχει και να του δίνει κάθε λίγη ώρα τα φάρμακά του και να τρέχει από το διπλανό δωμάτιο να τον βλέπει αν έβηχε, ή ακόμα και αν δεν έκανε τίποτα.
Ο Μιχαλάκης ήταν δηλαδή πολύ δυστυχισμένος, και λυπόταν και τους γονείς του, που δε χαίρονταν καθόλου και ήταν πάντα ανήσυχοι γι’ αυτόν.
«Μακάρι να μπορούσατε να με αλλάξετε», είχε πει κάποια φορά, πριν από πολλά χρόνια στους γονείς του, κι αυτοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και τον αγκάλιασαν με δάκρυα στα μάτια.
«Έλα, έλα, δε θέλω να ακούω χαζομάρες», του είχε απαντήσει η μητέρα του. «Και να σε αλλάζαμε, πάλι εσένα θα παίρναμε, γιατί είσαι ο καλύτερος».
Του Μιχαλάκη του άρεσε να ακούει αυτά τα πράματα. Ίσως γιατί ήξερε πως δεν είναι ο καλύτερος. Δηλαδή όλα αυτά τα παιδάκια που τρέχανε στο πάρκο και πήγαιναν μόνα τους στο περίπτερο και λέγανε τα κάλαντα κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, δεν ήταν τα καλύτερα; Μήπως ήταν τα σούπερ-καλύτερα;
Όμως δεν ήθελε να σκέφτεται αυτά τα πράματα εκείνη τη στιγμή. Η μέρα εκείνη, η Καθαρά Δευτέρα, θα ήταν καθαρά η δική του μέρα. Ντύθηκε καλά, για να μην ανησυχεί και η μητέρα του, πήρε δυο χαπάκια, από αυτά που έπαιρνε κάθε μέρα, έβαλε στην τσέπη του και το σωληνάριο με τον αέρα, για να κάνει εισπνοές και εμφανίστηκε μπροστά στον πατέρα του.
«Έτοιμος;», τον ρώτησε εκείνος.
«Πανέτοιμος!», απάντησε ο Μιχάλης.
Βγήκαν έξω από την πολυκατοικία, με το Μιχαλάκη να κρατά τον αετό του και να μην θέλει να τον αποχωριστεί. Στο παρκάκι ήταν λίγα μόνο παιδάκια με τους γονείς τους, που κρατούσαν τους αετούς τους, ή έτρεχαν πέρα δώθε παίζοντας. Αυτός όμως δεν ήθελε να παίξει εκείνη την ώρα, δεν ζήλευε τα υπόλοιπα παιδιά. Ήταν πολύ περήφανος που είχε βγει από το σπίτι του και είχε κατέβει στο πάρκο για να πετάξει τον αετό του.
«Λοιπόν, πρόσεξε τι θα κάνω για να μαθαίνεις», του είπε ο πατέρας του. Δε χρειαζόταν να το πει αυτό, τι άλλο θα έκανε πέρα από το να προσέχει; Ήταν κάτι που το έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του άλλωστε.
«Ναι, αλλά του χρόνου θα το κάνω μόνος μου», απάντησε γελαστά ο Μιχαλάκης.
«Εννοείται πως θα το κάνεις μόνος σου, όλα εγώ θα σου τα κάνω;», γέλασε ο πατέρας του, πειράζοντάς τον.
Στάθηκε στη μια άκρη του πάρκου και έβλεπε τον πατέρα του να τρέχει για να υψωθεί ο αετός. Και δώστου να τρέχει και να τον τραβά και να τον σέρνει, αλλά ο αετός δεν έκανε να σηκωθεί. Ήταν που δε φύσαγε και καθόλου.
«Να το κάνω εγώ;», ρώτησε σε μια στιγμή ο Μιχαλάκης.
«Θα σου τον δώσω άμα πάρει ύψος».
Η μαμά κοίταγε από το παράθυρο του μπαλκονιού, είχε τραβήξει την κουρτίνα να χάζευε στο παρκάκι το γιο της να πετά τον πρώτο του αετό.
«Μα καλά, πώς έχουν σηκωθεί όλοι οι άλλοι αετοί;», αναρωτήθηκε ο Μιχάλης κι εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένα απαλό αεράκι κι ο αετός του πήρε ύψος.
«Γιούχουουουου…., ζήτωωωωω….», φώναξε τότε γεμάτος χαρά.
«Πρόσεξε γιατί φυσάει, να μην κρυώσεις», του φώναζε από την άλλη άκρη του πάρκου ο πατέρας του, που προσπαθούσε να κρατήσει τον αετό στο ύψος του και να τον ανεβάσει κι ακόμα παραπάνω.
Ο Μιχαλάκης όμως δε νοιαζόταν, εδώ είχε υψωθεί ο αετός του, αυτός θα κοίταγε να μην κρυώσει; Αφού έτσι κι αλλιώς θα κρύωνε σε λίγο, ή το βράδυ, ή την επόμενη μέρα.
Έτρεξε προς τον πατέρα του. Λαχάνιασε λίγο αλλά του άρεσε. Κουρασμένος έφτασε κοντά του.
«Να τον κρατήσω λίγο;»
«Να τον κρατήσεις όση ώρα θέλεις», είπε ο πατέρας του και έδεσε ένα ξυλάκι στην άκρη του σχοινιού, για να μη γδάρει τα χέρια του.
Ο Μιχάλης πήρε την καλούμπα πολύ προσεκτικά στα χέρια του, νόμιζε ότι θα έπεφτε ο αετός και δεν ήθελε να είναι αυτός ο φταίχτης. Σε λίγη ώρα όμως το συνήθισε κι ένιωσε πιο άνετα. Κοίταγε τον αετό του που είχε φτάσει ψηλά και χαμογελούσε. Έβλεπε από μακριά τη μητέρα του πίσω από την κουρτίνα του διαμερίσματός τους να του κουνά το χέρι, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει το ξυλάκι για να τη χαιρετήσει. Λίγα βήματα πιο κει ήταν ο πατέρας του, περήφανος και ευτυχισμένος. Όμως κι ο ίδιος ήταν περήφανος κι ευτυχισμένος πλέον. Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα άλλα παιδιά. Και μάλιστα όταν έβλεπε κάποιον αετό από τους άλλους να χάνει ύψος και να αρχίζει να πέφτει, τότε νόμιζε ότι κι ίδιος πέταγε και τους είχε περάσει όλους. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν να μην μπλεχτεί ο αετός του στα σύρματα, ή σε τίποτα κλαδιά δέντρων. Επίσης να μην μπλεχτούν δυο αετοί μαζί και πέσουν μαζί κάτω.
Μα τι απόλαυση ήταν αυτή… Τι παιχνίδι… Τι χαρά…
Ο Μιχαλάκης είχε τελειώσει όλη την καλούμπα, δεν υπήρχε σπάγκος πια, ο πατέρας του ερχόταν και έδενε το ξυλάκι όλο και πιο κάτω, μέχρι που δεν υπήρχε άλλο σκοινί. Φαίνεται ότι η καλούμπα δεν ήταν μεγάλη, πάντως ο αετός είχε πάρει ύψος.
Έβλεπε τους άλλους αετούς να ξεπερνούν το δικό του σε ύψος, να πάνε ψηλά, όλο και πιο ψηλά, πάνω από τα δέντρα κι ακόμα πιο ψηλά, πάνω από τις πολυκατοικίες. Αυτοί οι αετοί ήταν πλέον σαν μικρές κουκίδες στον ουρανό, μόλις που φαίνονταν.
Τι ωραία θα ήταν να τα βλέπεις όλα από εκεί πάνω, να βλέπεις όλη την πόλη κι ακόμα παραπέρα. Οι άνθρωποι θα φαίνονταν μικροσκοπικοί, τα σπίτια και τα αυτοκίνητα εξίσου μικρά. Αλλά θα διακρίνονταν τα βουνά στο βάθος και ποιος ξέρει; Αν είναι τόσο ψηλά ο αετός, μπορεί να έβλεπε και τη θάλασσα, και τα νησιά, τα καράβια. Ή ακόμα μπορεί να έβλεπε κι άλλες χώρες, άλλους λαούς, άλλες πόλεις και χωριά, πολύ πιο μακριά από τη γειτονιά του και το παρκάκι.
Ο Μιχαλάκης ένιωσε κάπως άσχημα. Όχι, όχι, δεν είχε λαχανιάσει πάλι, ούτε του κοβόταν η αναπνοή. Καταλάβαινε όμως ότι κράταγε τον αετό πολύ χαμηλά, αν ήταν πραγματικός αετός τώρα θα πέταγε ακόμα πιο ψηλά και θα έβλεπε θαυμαστά και μαγικά πράματα. Αλλά με το λίγο σπάγκο, ο αετός του ήταν καταδικασμένος να μείνει εκεί, χωμένος μέσα στις πολυκατοικίες, να βλέπει τα διαμερίσματα των πάνω ορόφων και το παρκάκι από ψηλά.
Όπως κι ο ίδιος άλλωστε…
Και τότε ο Μιχαλάκης το αποφάσισε. Ο αετός ήταν δικός του κι αυτή ήταν η μέρα του. Άφησε το ξυλάκι με το σπάγγο από τα χέρια του κι αυτό πετάχτηκε αμέσως προς τα πάνω. Ο αετός άρχισε να παίρνει απότομα ύψος, να ξεφεύγει από τις πολυκατοικίες, να περνά τους αετούς των άλλων παιδιών.
«Μα τι έκανες;», έτρεξε γελαστός ο πατέρας του δίπλα στο γιο του, νομίζοντας ότι του είχε γλιστρήσει από τα χέρια η καλούμπα.
Όμως είδε το Μιχαλάκη να γελά ευχαριστημένος, ίσως πιο ευτυχισμένα από πριν.
«Δεν μπορούσα να τον κρατήσω άλλο», απάντησε. «Δεν ήθελα να κλειστεί κι αυτός στις πολυκατοικίες. Έπρεπε να πετάξει μακριά, να δει πράματα και χώρες και άλλους ανθρώπους…»
«Εντάξει, αφού το ήθελες εσύ…», του απάντησε ο πατέρας του.
«Πάμε τώρα σπίτι, του χρόνου θα πάρουμε καινούριο αετό.»
Ο Μιχαλάκης κοίταξε τον πατέρα του με ένα λαμπρό χαμόγελο.
«…ή μπορεί να γυρίσει αυτός ο αετός από μακριά και να μου πει για όλα αυτά που είδε…»
Πατέρας και γιος αγκαλιάστηκαν και γύρισαν χαρούμενοι στο διαμέρισμα.
Ο Μιχάλης κοντοστάθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας κι έριξε μια τελευταία ματιά προς τον ουρανό.
Ο αετός του είχε εξαφανιστεί…