Η Ζωή είναι μια μικρή τσιγγανοπούλα. Από αυτά τα τσιγγανάκια που βλέπει κανείς στα φανάρια να πουλάνε χαρτομάντιλα, ή να καθαρίζουν τζάμια ή να χτυπάνε απλώς το παράθυρο του οδηγού για να πάρουν κάποιο κέρμα. Η Ζωή βρίσκεται κάθε πρωί σε ένα συγκεκριμένο φανάρι, ενώ το απόγευμα πάει σε άλλο. Είναι ένας κύριος που φορτώνει τα τσιγγανάκια σε μία καρότσα και τα σκορπά κάθε μέρα σε διάφορες γωνιές της πόλης, ενώ τα βράδια τα μαζεύει. Τότε αυτά του δίνουν όσα λεφτά μάζεψαν και αυτός τους αφήνει ένα πολύ μικρό ποσό ή τους δίνει φαγητό.
Όλα αυτά τα μικρά παιδιά, μένουν μαζί με τις οικογένειές τους σε ένα μέρος που λέγεται καταυλισμός. Βέβαια δε μένουν σε κανά διαμέρισμα με όλες τις ανέσεις, όχι, το αντίθετο. Τα πιο τυχερά από αυτά μένουν σε μια παράγκα, στοιβαγμένα με πολλά άλλα άτομα και κοιμούνται σε κιλίμια πάνω στο πάτωμα ή σε παλιά στρώματα που τα μάζεψαν από τα σκουπίδια. Γιατί αυτά τα παιδιά κάνουν παρέα και σε σκουπίδια. Πάνε όλα μαζί με μεγάλες σακούλες και διαλέγουν από τους σωρούς με τα άχρηστα πράματα, αυτά που τους φαίνονται ότι μπορούν να τα ξαναπουλήσουν. Κάποια από αυτά δεν έχουν καν οικογένειες και μένουν μαζί με άγνωστους, που με τον καιρό τους έχουν σαν οικογένειά τους.
Η Ζωή ξέρει όλη την πόλη πάρα πολύ καλά, δεν της ξεφεύγει ούτε ένα στενάκι κι ας είναι τόσο μικρή. Ξέρει επίσης πολλές συνοικίες, έχει πάει κι έχει ζητιανέψει εκεί. Σε προάστια μακριά από το κέντρο δεν πηγαίνει, εκεί οι μαγαζάτορες τη διώχνουν και επίσης κάποιοι αστυνομικοί την έχουν κυνηγήσει. Σε ένα από αυτά τα κυνήγια, που έτρεχε ξυπόλητη, γλίστρισε και της έπεσαν κάποια κέρματα στο δρόμο. Το βράδυ που έδιναν τα λεφτά στον κύριο με την καρότσα, η Ζωή δεν έδωσε όσα έδινε τις προηγούμενες μέρες και έφαγε ξύλο. Εκείνη την ημέρα δεν της έδωσαν φαγητό και έπεσε νηστική να κοιμηθεί. Το στομάχι της γουργούριζε και πόναγε, αλλά κανένα από τα άλλα παιδιά που ήταν μαζί της δεν της έδωσε λίγο από το φαγητό του, έστω λίγο από το ψωμί του. Ίσως γιατί θα έτρωγαν κι αυτά ξύλο αν το έκαναν.
Όμως παρόλα αυτά της άρεσε και κάπου αυτό που έκανε κάθε μέρα. Δηλαδή έβλεπε ένα σωρό ανθρώπους, κάποιοι της έδιναν λεφτά, κάποιοι σιχαίνονταν να την ακουμπήσουν, αλλά δε βαριόταν ποτέ της. Γύρναγε σε όλη την πόλη και ένιωθε κάπως ελεύθερη, τουλάχιστον τις ώρες που δεν την έλεγχε ο κύριος με την καρότσα. Τώρα βέβαια θα προτιμούσε κάποιες φορές να έπαιζε με τα άλλα παιδιά, έβλεπε τα παιχνίδια που τους είχαν πάρει οι γονείς τους και τα ζήλευε κάπως, αλλά ονειρευόταν ότι κάποια μέρα θα είχε κι αυτή ένα παιχνίδι στα χέρια της, να το χαρεί, να δει πώς είναι. Δεν το ήθελε για πολλές μέρες, όχι, μόνο για λίγες, μόνο για να λέει στον εαυτό της ότι κράτησε μια φορά ένα δικό της παιχνίδι. Γιατί όλες τις φορές κράταγε παιχνίδια που θα τα πούλαγε σε άλλους.
Τα Χριστούγεννα για παράδειγμα έβγαινε στους δρόμους πουλώντας Άγιους Βασίληδες, αυτούς με τα φωτάκια που άμα τους πάταγε κανείς το κουμπί, έλαμπαν ολόκληροι και έκαναν «χο-χο-χο». Το Πάσχα πάλι οι Άγιοι Βασίληδες γίνονταν κουνελάκια, που έλαμπαν ολόκληρα και τραγουδούσαν «αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας». Η ίδια μερικές φορές αισθανόταν σαν κουνελάκι, γιατί γύρναγε συνέχεια από δω και από κει, γιατί ήταν φοβισμένη, αλλά κυρίως γιατί έτρωγε ξύλο. Τη Μεγάλη Εβδομάδα πουλούσε κεριά, τις απόκριες μάσκες και σερπαντίνες, την Καθαρά Δευτέρα αετούς, στις εθνικές γιορτές σημαίες. Πάντα βρισκόταν κάτι για να πουλήσει.
Κάθε Πρωτομαγιά τα πράματα ήταν κάπως πιο δύσκολα. Τα τσιγγανάκια είχαν και δουλειά στην παράγκα τους. Έπρεπε να μαζέψουν λουλούδια, από τους δρόμους, ή να μπουν σε κήπους και να τα κόψουν χωρίς να τους καταλάβει κανείς. Έμπαιναν έτσι ή πολύ πρωί ή πολύ βράδυ. Τα λουλούδια έπρεπε να τα πλέξουν στεφάνι για να τα πουλήσουν την Πρωτομαγιά σε όλους αυτούς που πήγαιναν με τα αμάξια τους στις ταβέρνες και δεν είχαν καιρό να φτιάξουν στεφάνι από μόνοι τους.
Αυτή η μέρα δεν της πολυάρεσε της Ζωής, δηλαδή όλο αυτό που γινόταν με τα στεφάνια. Μάζευαν λουλούδια και μετά αυτά ξεραίνονταν στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Παρόλα αυτά έπρεπε κι αυτή να το κάνει, να βγάλει τα χρήματα της ημέρας.
Η τελευταία Πρωτομαγιά όμως ήταν το κάτι άλλο. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά, λίγο πιο έξω από το κέντρο της πόλης όλος ο τόπος μύριζε από υπέροχες ευωδιές λουλουδιών. Ήλιος, μέλισσες, πουλιά, ο κόσμος είχε ξεχυθεί στην εξοχή προσπαθώντας να παίξει στη φύση. Εκείνη τη μέρα δε χρειάστηκε να κατέβουν στο κέντρο της πόλης. Ο κύριος με την καρότσα είπε σε όλα τα τσιγγανάκια να ξαμοληθούν γύρω από τις παράγκες τους και λίγο πιο μακριά και να μαζέψουν όσα λουλούδια έβρισκαν. Όλα τα παιδιά χάρηκαν, γιατί επιτέλους για μια μέρα θα έπαιζαν κι αυτά, έστω μαζεύοντας λουλούδια, έστω δουλεύοντας. Ήταν όμως άλλο πράγμα να βρίσκεσαι στους στενούς δρόμους, τους γεμάτους αυτοκίνητα κι άλλο στην εξοχή και να δουλεύεις, έτσι δεν είναι;
Η Ζωή ξεχύθηκε με τα άλλα παιδιά τρέχοντας, ξυπόλητη όπως τις περισσότερες φορές. Ένιωθε τη γη κάτω από τα γυμνά πόδια της, το χώμα, το γρασίδι. Ζήλευε που δεν μπορούσε κάθε μέρα να είναι εκεί και να τρέχει, έστω ξυπόλητη. Οι φίλοι της διασκορπίστηκαν, ήταν ένα αλσάκι εκεί κοντά, αρκετά μεγάλο είναι η αλήθεια και με αρκετά λουλούδια. Όμως εκεί βρίσκονταν και οικογένειες που είχαν φτάσει ήδη από πολύ πρωί.
«Ξουτ, ξουτ, φύγετε παλιόπαιδα», άκουσε να της φωνάζουν από μακριά οι εκδρομείς. Κάποιοι πέταξαν και πέτρες προς τη μεριά τους, ευτυχώς δεν πέτυχαν κανένα παιδί. Όμως οι μητέρες των άλλων παιδιών ήρθαν και τα μάζεψαν, επειδή φοβήθηκαν τους μικρούς τσιγγάνους έτσι όπως τους έβλεπαν με τα ρούχα τους. Η Ζωή δε φορούσε βρώμικα ρούχα, όχι, μπορεί τα πόδια της να ήταν βρώμικα από το περπάτημα, αλλά τα ρούχα της τα έπλενε κάθε βράδυ σε μία σκάφη και τα στέγνωνε έξω από την καλύβα. Ήταν μεν παλιά αυτά που φορούσε, αλλά βρώμικα όχι.
Στάθηκε και κοίταγε τα άλλα παιδιά που έτρεχαν στο αλσάκι και μάζευαν λουλούδια. Ήταν κάτι παχουλά αγόρια και κάτι παχουλά κορίτσια που σπρώχνονταν και τσίριζαν και έκλαιγαν συνέχεια. Μόλις κάποιο από αυτά έβλεπε ένα λουλούδι, τότε έτρεχαν όλα μαζί καταπάνω του και το τσαλαπατούσαν για να μην το μαζέψει κάποιος άλλος. Αυτό της φάνηκε παράξενο. Έκοβαν τα λουλούδια, τα κοίταζαν και άμα δεν τους έκανε κάτι τα πέταγαν. Και μετά τα πατούσαν για να μην τα πάρει άλλος.
«Ε, γιατί πατάτε τα λουλούδια;», φώναξε σε κάποια στιγμή η Ζωή, βλέποντας δυο αγοράκια κι ένα κοριτσάκι να ξεριζώνουν με μανία κάποια φυτά και μετά να τα πετάνε.
«Κι εσένα τι σε νοιάζει; Δικά σου είναι;», της απάντησε το ένα αγόρι και τότε η Ζωή είδε από μακριά τον πατέρα του να τρέχει προς το μέρος της με απειλητικό τρόπο, μετά να σηκώνει μια πέτρα και να της την πετά.
«Φύγε από δω, βρωμιάρικο. Μην ξαναπλησιάσεις τα παιδιά μας…»
Η Ζωή έφυγε φοβισμένη. Πιο πολύ φοβισμένη όμως ήταν με αυτά που είδε και συνέχισε να βλέπει περπατώντας. Όλοι οι εκδρομείς πέταγαν διάφορες σακούλες στο γρασίδι, κουτάκια από αναψυκτικά, έκοβαν ένα σωρό λουλούδια και όσα δεν τους έκαναν για το στεφάνι τους τα πατούσαν και τα πέταγαν. Δεν ήξερα γιατί γινόταν αυτό, δηλαδή αναρωτήθηκε και ήθελα να ρωτήσει κάποιον, αλλά δίστασε γιατί θα την έπαιρναν πάλι με τις πέτρες.
«Ε, δεν έχεις μαζέψει τίποτα», της φώναξε ο Γιάννης, ένα τσιγγανόπουλο από τη διπλανή καλύβα. «Θα φας πολύ ξύλο το βράδυ…», είπε και απομακρύνθηκε. Ο Γιάννης είχε μαζέψει πολλά λουλούδια, το ίδιο και οι φίλοι του. Δεν είχαν πετάξει τίποτα, θα τα έφτιαχναν όλα σε στεφάνια, θα τα πούλαγαν και μετά θα τα πέταγαν οι άλλοι.
Ήξερε η Ζωή πως θα έτρωγε ξύλο. Δεν έβρισκε όμως καλά λουλούδια για στεφάνι, είτε τα είχαν κόψει, είτε τα είχαν πατήσει. Έβλεπε κάτι τεράστια αυτοκίνητα να έχουν παρκάρει πάνω στο γρασίδι, τις ρόδες τους να πατάνε κάτι υπέροχες, κατακίτρινες μαργαρίτες και δεν καταλάβαινε το λόγο.
Αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην καλύβα της. Θα έτρωγε που θα έτρωγε το ξύλο, επειδή δεν είχε μαζέψει λουλούδια, τουλάχιστον ας το έτρωγε μια ώρα αρχύτερα. Ή και πάλι θα μπορούσε να το γλιτώσει πλέκοντας αυτή τα στεφάνια.
Πλησιάζοντας στη γειτονιά της, πέρασε από τον σκουπιδότοπο, τη χωματερή που ήταν παραδίπλα. Κανείς δεν ήταν εκεί εκείνη την ώρα, ούτε ένας τσιγγάνος, όλοι είχαν βγει για λουλούδια. Κοίταξε μελαγχολικά τα σκουπίδια, όλους αυτούς τους τεράστιους σωρούς, χωρίς να ξέρει το λόγο. Αλλά εκείνη τη στιγμή το είδε. Στην αρχή δεν ήταν σίγουρη ότι έβλεπαν καλά τα μάτια της. Πλησίασε και βεβαιώθηκε. Εκεί, ανάμεσα από τις πλαστικές σακούλες και τα σκουπίδια, σε ένα χώρο τόσο πολύ μικρό, που δε θα του έδινε κανείς σημασία, είχαν βρει λίγο χώμα και είχαν φυτρώσει δυο-τρεις παπαρούνες και άλλες τόσες μαργαρίτες. Ήταν τα λουλούδια, τα λουλούδια της. Μπορούσε να σκύψει και να τα κόψει, να γυρίσει στην καλύβα της με αυτά, ή να ψάξει και για άλλα σε άλλες γωνιές του σκουπιδότοπου.
Έσκυψε και τα μύρισε, ήταν υπέροχα. Εκεί στη μέση της χωματερής, με όλες αυτές τις βρωμιές γύρω τους, βρήκαν χώρο και φύτρωσαν λίγα λουλούδια. Μέσα σε όλη αυτήν την ασχήμια φύτρωσε κάτι πραγματικά πολύ ωραίο.
Η Ζωή σκέφτηκε ξανά το ξύλο που θα έτρωγε αν δεν πήγαινε λουλούδια πίσω στην καλύβα. Όμως έκλεισε τα μάτια της και ονειρεύτηκε ένα σκουπιδότοπο γεμάτο από μαργαρίτες και από παπαρούνες, και μετά ονειρεύτηκε ένα σκουπιδότοπο χωρίς σκουπίδια, ένα τεράστιο καταπράσινο λιβάδι. Το λιβάδι της, απ’ όπου θα περνούσε κάθε μέρα και θα ένιωθε όμορφα βλέποντας κι άλλα, περισσότερα λουλούδια να ανθίζουν, μέχρι που θα γινόταν μια τεράστια έκταση με κίτρινο και κόκκινο χρώμα από τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες.
Αφού κάθισε λίγες στιγμές, σηκώθηκε και πήγε προς την καλύβα της.
Δεν την πείραζε! Ας έτρωγε σήμερα λίγο ξύλο.
Θα έβλεπε όμως ξανά αύριο το λιβάδι της…