Τελικά ο Πωλ Μπέιτι τα κατάφερε. Κέρδισε το βραβείο Booker για το μυθιστόρημα «Ο πουλημένος» (εκδ: Καστανιώτη, μετάφραση: Νίκος A. Μάντης). Ένα βιβλίο που έκανε θραύση ανάμεσα στους κριτικούς και τους εκδοτικούς κύκλους, την περίοδο που μας πέρασε. Ένα μυθιστόρημα που είχε απορριφθεί 18 φορές, πριν βρει το δρόμο για το τυπογραφείο. Πρόκειται για το πρώτο αμερικανικό Booker την τρίτη χρονιά του ανοίγματος του βραβείου και σε συγγραφείς από τις Η.Π.Α. «Ο πουλημένος» είναι μια σφοδρή σάτιρα για τον φυλετισμό στην Αμερική. Οι πέντε κριτές που ομόφωνα ανακοίνωσαν την απόφαση τους, έκαναν λόγο για χιουμοριστική-καυστική προσέγγιση πάνω σε ακανθώδη ζητήματα, όπως εκείνα της φυλετικής ταυτότητας και της ανισότητας.
Με εμφανή τα σημάδια του τρακ ο 54χρονος Πωλ Μπέιτι παρέλαβε το βραβείο την Τρίτη που μας πέρασε το βράδυ από την Δούκισσα της Κορνουάλης, λέγοντας εν συνεχεία πως το βιβλίο του απαιτεί γερό στομάχι. Είναι μεν δύσκολο, αλλά μπορεί να γίνει τόπος συνάντησης πολλών και διαφορετικών ανθρώπων. Με μια προκλητική συλλογιστική και μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα ρατσιστικά στερεότυπα, «Ο πουλημένος» είναι ένα πανάξιο βραβείο. Η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Αμάντα Φόρμαν δήλωσε πως είναι ένα βιβλίο που καθηλώνει τον αναγωνώστη, βγάζοντας τον από την χαρωπή αφασία του.
Το βιβλίο θέτει υπό αμφισβήτηση τα ιερά και τα όσια του Συντάγματος των Η.Π.Α, την αστική ζωή, το κίνημα για την υπεράσπιση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, την φυλετική ισότητα, αλλά και την σχέση πατέρα και γιου. Ο αφηγητής ‑γεννημένος στο αγροτικό γκέτο του Ντίκενς, στα νότια του Λος Άντζελες- αποδέχεται τη μοίρα του μικρομεσαίου Καλιφορνέζου. Μεγαλωμένος από τον πατέρα του, έναν αμφιλεγόμενο κοινωνιολόγο και έχοντας περάσει τα παιδικά του χρόνια ως πειραματόζωο σε αιρετικές μελέτες για τον ρατσισμό, πιστεύει πως η πρωτοποριακή εργασία του πατέρα του ‑και η συγγραφή μιας αυτοβιογραφίας που πρόκειται να κάνει πάταγο- πρόκειται να επιλύσει όλα τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας. Όταν όμως οι αστυνομικοί σκοτώνουν τον πατέρα του, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το μόνο που έχει στα χέρια του είναι ο λογαριασμός μιας φτωχικής κηδείας…
Σχεδόν το σύνολο των στερεοτύπων που περιβάλλουν την κουλτούρα των μαύρων Αμερικανών, τεμαχίζεται στο μικροσκόπιο του Πωλ Μπέιτι: Ο Ταίγκερ Γουντς, ο Κλάρενς Τόμας, τα μπισκότα «Oreo», η Ραπουνζέλ, ο Μπιλ Κόσμπι, ο τζόγος του βαμβακιού, το μέγεθος του πέους, τα καρτούν των πρωινών του Σαββάτου, ο Μάικ Τάισον. Ένα μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης ατζέντας, τυλίγεται σε οριγκάμι. Στο βιβλίο τίποτα δεν παραμένει υπεράνω κριτικής. Ο αυτοσαρκασμός, σε γραπώνει απ’τον λαιμό και το γέλιο έρχεται να ξεβολέψει. Η γραφή του Μπέιτι ξεχειλίζει από ζωντάνια και ενέργεια, ενώ παράλληλα δεν φαίνεται πρόθυμος να συναντήσει τις απαιτήσεις της εκδοτικής βιομηχανίας. Έχεις την εντύπωση ότι παραμερίζει τα όρια του εφικτού. Η ποίηση των προτάσεων του, χοροπηδούν με πρωτόγνωρο σφρίγος μέσα σε μια εξονυχιστική διερεύνηση του εαυτού του. «Έμαθα από πολύ νωρίς, ότι μπορείς να κάνεις ότι σου κατέβει σε μια σελίδα. Μπορεί να βγει κάποιο μυθιστόρημα, αλλά υπάρχουν ένα σωρό άχρηστα πράγματα εκεί πέρα. Όπως και τοπία, τα οποία παίρνουν χρόνο μέχρι να σχηματιστούν σε ένα κείμενο με οικονομία, που θα συμπυκνώσει όλα αυτά που χρειάζεται να εκφραστούν. Ομολογώ πως μ’έχει επηρεάσει το αφήγημα του Ίταλο Καλβίνο «Οι αόρατες πόλεις». Είναι αυτό που διαβάζω και ξαναδιαβάζω όταν γράφω».
Ο Πωλ Μπέιτι μεγάλωσε στην Νότια Καλιφόρνια με την μητέρα του Υβόν. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια νωρίς. Από μικρός διάβαζε φανατικά, Σάουλ Μπέλοου, Τζόζεφ Χέλερ, Κουρτ Βόνεγκατ. Ξεκίνησε να γράφει χιπ-χοπ στίχους και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κέρδισε το Γκραν Σλαμ ποίησης στην Καλιφόρνια. Το πρώτο του μυθιστόρημα: «The white boy shuffle» είχε για ήρωα έναν μαύρο σέρφερ. Στη συνέχεια δύο μυθιστορήματα που ξεχώρισαν: το «Tuff» και το «Slumberland», εξερευνούσαν την ανθρώπινη ψυχολογία, την φυλετική ταυτότητα και τις παράπλευρες συνέπειες της Ιστορίας πάνω στις μειονότητες.
Απόδοση: Νίκος Κουρμουλής, πηγές: Guardian/ New York Review of Books