Ο Κουβανός συγγραφέας Λεονάρδο Παδούρα άκουσε προσεκτικά την ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ στην ορκωμοσία του και θεωρεί ότι είναι από τα πιο ανησυχητικά ντοκουμέντα των τελευταίων δεκαετιών.
Πριν από μερικά χρόνια, καθώς διάβαζα το μυθιστόρημα πολιτικής μυθοπλασίας Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής (εκδ. Πόλις) του σπουδαίου Βορειοαμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ, αισθάνθηκα στα βάθη της ψυχής μου τη μεγάλη δύναμη της λογοτεχνίας: αγγίζει και επηρεάζει τις πιο μύχιες πλευρές του ανθρώπινου πνεύματος. Εκείνη η ιστορία, που τοποθετείται στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942, είναι η φανταστική περίπτωση του αιφνιδιαστικού εκλογικού θριάμβου του πρώην πιλότου Τσαρλς Λίντμπεργκ επί του Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ και η πλοκή της εκτυλίσσεται σε μια Βόρειο Αμερική που τη διοικεί μια κυβέρνηση που βρίσκεται κοντά στα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη του Χίτλερ, η οποία, μαζί με τη διακήρυξη εθνικιστικών απόψεων, στην αρχή σιβυλλικά και κατόπιν με τρόπο ανοιχτό, κατηγορούσε για τα οικεία κακά κάποιον εχθρό όλο και πιο συγκεκριμένο και κοντινό – σε αυτή την περίπτωση, την εβραϊκή κοινότητα που ήταν εγκατεστημένη στη χώρα.
Η αντίδραση την οποία άρχισε σιγά-σιγά να μου προκαλεί η αίσθηση εγκλεισμού, εγκατάλειψης, αδυναμίας υπεράσπισης κάποιων ανθρώπων, που πιθανώς κάποια στιγμή θα μπορούσαν να υπάρξουν πραγματικά, μπροστά στον τεράστιο μηχανισμό που εκπορεύεται από μια εξουσία που τους έχει μετατρέψει σε στόχους της καταπίεσης και της επίθεσής της απλώς και μόνο επειδή είναι ένοχοι γι’ αυτό που είναι, κατέληξε να μού είναι αποπνικτική, σε τέτοιο βαθμό που κάποιες στιγμές αναγκάστηκα να σταματήσω το διάβασμα. Ο Ροθ, στο έξοχο και οδυνηρό μυθιστόρημά του που αναφέρεται σε έναν κόσμο εξίσου φανταστικό και πιθανό με εκείνον του Τζορτζ Όργουελ στο 1984 (εκδ. Κάκτος), μας προειδοποιεί για την ανάγκη της εξουσίας να έχει ή να δημιουργεί εχθρούς, πραγματικούς ή υποτιθέμενους, καθώς και για την ικανότητά της να καταβροχθίζει τους σταμπαρισμένους από αυτή την ανάγκη, τους πραγματικούς ή τους υποτιθέμενους διαφωνούντες. Και εκείνη η ιστορία με συγκινούσε επειδή οι συνδηλώσεις της είναι οικουμενικές, οι κίνδυνοι από την ύπαρξή της καιροφυλακτούν πάντα και επειδή, εκκινώντας από μια ιστορική εικασία, ο Ροθ υπερέβαινε τη γεγονοτολογική πραγματικότητα και μου έδειχνε με τρόπο παραδειγματικό τι συνέβαινε πάντα, τι μπορούσε να συμβαίνει πάντα, όταν από τα ανώτερα στρώματα της πολιτικής πυροδοτούνται ο εθνικισμός, ο απομονωτισμός και το εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό, σεξουαλικό ή φυλετικό μίσος προς τον άλλο.
Πιστεύω πως, ακριβώς λόγω της οικουμενικότητας και της διαχρονικότητάς της, ουδείς θα παραξενευτεί που η Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής έχει ξανάρθει αυτές τις μέρες στο μυαλό μου, αναμοχλεύοντας την ασφυκτική αισθητική και πολιτική επίδραση που εκείνη την εποχή είχε επάνω μου το μυθιστόρημα. Η προεδρική ομιλία του Ντόναλντ Τζ. Τραμπ την 20η Ιανουαρίου 2017 είναι, απλώς, ένα από τα πιο ανησυχητικά ντοκουμέντα που έχουν παρουσιαστεί στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή προέρχεται από αυτόν που προέρχεται και βγαίνει από εκεί που βγαίνει. Η αναίσχυντη εκτράχυνση των πατριωτικών αισθημάτων μέσω της πυροδότησης της χειρότερης έκφρασής τους, του εθνικισμού, βρίσκεται τόσο πολύ στο επίκεντρο του λόγου του που καλύπτει την ικανότητα ή την ανάγκη να καταγράψει κανείς τις ανακρίβειες, τις μισές αλήθειες (ή τα μισά ψέματα) και την αντιδεοντολογική συμπεριφορά του προς τους πολιτικούς προκατόχους του και ειδικά προς τον απερχόμενο πρόεδρο, Μπάρακ Ομπάμα.
«Από σήμερα και μετά, ένα νέο όραμα θα κατευθύνει τη γη μας. Από σήμερα και μετά, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι προτεραιότητα. Πρώτα οι Ηνωμένες Πολιτείες», διακήρυξε ο Τραμπ, μεσσιανικός, σχεδόν επαναστάτης. Η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν αυτές οι θέσεις που πασχίζουν να υποδείξουν κάποιον ένοχο και επιδιώκουν να μετατραπούν σε κρατική πολιτική της πιο ισχυρής χώρας του κόσμου, σίγουρα θα διαποτίζει το μυαλό εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίοι, όταν τις ακούν, αισθάνονται πιο πατριώτες, πιο ανικανοποίητοι και προσβεβλημένοι, ακόμα και ταπεινωμένοι, αλλά, πάνω απ’ όλα, ικανοί επιτέλους να αποδεχθούν τους φόβους τους. Και οι απαντήσεις τους, είμαι πεισμένος, δεν θα αργήσουν: ο εχθρός έχει υποδειχθεί και έχει ζητηθεί από αυτούς, τους καλούς, να δράσουν. Ο εχθρός είναι ο άλλος, ο ξένος, εκείνος που βρίσκεται πέρα από τα σύνορα (αυτός που προκαλεί φόβο και μας κλέβει) και τα θύματα είναι αυτοί που έπρεπε να είναι ωφελημένοι και βλάπτονται από αυτούς τους άλλους.
Όπως είναι γνωστό, λίγες μορφές λόγου αρέσουν στις μάζες περισσότερο από έναν λόγο τέτοιου στιλ, που είναι πολύ κοντά στον λόγο που χρησιμοποιούν οι ολοκληρωτισμοί που βιώσαμε στον 20ό αιώνα, ακόμα και μέχρι σήμερα: τον λόγο που μας δίνει τη δυνατότητα να κατηγορούμε τον άλλο για τα δικά μας προβλήματα, τον λόγο που μας κάνει να βλέπουμε τον εαυτό μας ως αντικείμενο μιας κακόβουλης συνωμοσίας, ο οποίος έχει κάθε δικαίωμα να αμυνθεί με όλα τα όπλα.
Ο Τραμπ δεν λέει τι θα κάνει ώστε τα μεγάλα βιομηχανικά κεφάλαια να παραιτηθούν από τα κέρδη τους και να ανοίξουν εργοστάσια στις Ηνωμένες Πολιτείες και να πληρώνουν 25 δολάρια την ώρα τον εργαζόμενο που, έξω από τα σύνορά του, για ίση ή και περισσότερη εργασία, και ενώ δουλεύει για αυτά τα ίδια κεφάλαια και άλλα παρόμοια, παίρνει μόνο πέντε, ή και ακόμα λιγότερα. Ούτε πώς θα βελτιώσει την παιδεία και την υγεία, το μεγάλο θέμα που είναι ακόμα σε εκκρεμότητα στην πανίσχυρη χώρα και το οποίο, κατά τη γνώμη του, απαιτεί μια επανεκκίνηση. Όμως διαβεβαιώνει ότι θα κατασκευαστούν περισσότεροι αυτοκινητόδρομοι, καθώς επίσης –και μάλιστα με σφοδρότητα– ότι αν δοθεί στους Βορειοαμερικανούς εκείνο που τους αντιστοιχεί, όλα θα πάνε καλύτερα γι’ αυτούς.
Γίνεται επίκληση στο πνεύμα μιας χώρας για να διεκδικηθούν δικαιώματα που τους ανήκουν και τα οποία, τους λένε, τους τα έχουν αρπάξει. Το πώς θα διαχειριστεί ο Τραμπ την πολιτική του που θα επαναφέρει το (κατ’ αυτόν) χαμένο μεγαλείο των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πολλών αναλύσεων και υποθέσεων. Αυτό όμως που έχει ήδη συμβεί είναι ότι οι σπόροι της ανησυχητικής πολιτικής του σκέψης έχουν ριχτεί στον άνεμο και πολλοί από αυτούς θα πέσουν σε γόνιμη γη απ’ όπου θα ξεπηδήσουν –αναπόφευκτα, θα έλεγα– τα βλαστάρια του μίσους, της ξενοφοβίας, της μεγαλομανίας των μεγάλων κομματιών μιας χώρας που ψήφισε υπέρ αυτού του λαϊκιστικού λόγου του Τραμπ που τόσο πολύ θυμίζει άλλες, παρόμοιου είδους, θερμόαιμες ρητορικές που από καιρού εις καιρόν η ιστορία ανακαλεί στη μνήμη της με ντροπή για να αναρωτιόμαστε κάποιοι πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό.
Ευτυχώς ξέρουμε επίσης και ότι δεν ψήφισαν όλοι οι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών τον Τραμπ, καθώς και ότι πολλοί από αυτούς παρακολουθούν με ντροπή την ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε πριν από, αλλά και ταυτόχρονα με την ανάληψη των καθηκόντων του προέδρου. Πριν από μερικές μέρες η Μέριλ Στριπ εξέπεμψε το δικό της σήμα κινδύνου, το ίδιο που έχουν εκπέμψει και πολλοί άλλοι Βορειοαμερικάνοι, δημοκράτες και ρεπουμπλικάνοι, που έχουν αποφασίσει να υψώσουν λάβαρα πολύ πιο ευγενή και λογικά και έχουν εγκαινιάσει το αντιπολιτευτικό κίνημα πολιτών. Όμως το σίγουρο και το τρομακτικό είναι ότι η μηχανή ενός εθνικισμού που επιβάλλει αποκλεισμούς έχει τεθεί σε λειτουργία και ότι το μέλλον έχει μετατραπεί σε μια απειλή γεμάτη ερωτηματικά όχι μόνο για πολλούς Βορειοαμερικανούς αλλά και για μας, «τους άλλους», αφού η εμβέλειά της θα είναι, δυστυχώς, παγκόσμια.
* Το άρθρο του Λεονάρδο Παδούρα δημοσιεύθηκε (28.01.17) στην εφημερίδα El País. Το μυθιστόρημά του Αιρετικοί κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση από τα ισπανικά του Κώστα Αθανασίου. Ο τελευταίος μετέφρασε και αυτό το κείμενο για τις «Σελίδες».