Γνώρισα την δεκαπεντάχρονη Ταμάρα στο γυμνάσιο Αγίου Αθανασίου Θεσσαλονίκης. Πρόσεξα πρώτα το χαμόγελο, την αγγελική της ματιά, την αυτοπεποίθηση και τον τσαμπουκά της. Μιλούσε και άνθιζε ο τόπος γύρω της. Μετά από ώρα συνειδητοποίησα πως η μαθήτρια και μέλος της αναγνωστικής λέσχης του γυμνασίου είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό καρότσι. Είδα μόνο τα φτερά της. Τα φτερά που την οδηγούν στα επίπεδα της έννοιας του αισθάνομαι. Μου εμπιστεύτηκε το διήγημα της, μέσα από το οποίο περιγράφει την περιπέτεια που της επιφύλασσε η μοίρα. καταγράφει το χρονικό της πάθησης που αντί να την καταρρακώσει την έκανε πιο δυνατή και έτοιμη να κερδίσει το στοίχημα με το μέλλον. Γιατί έχει σχέδια για το μέλλον η Ταμάρα. Με την σειρά μου και με την άδειά της παρουσιάζω το πόνημα της δεκαπεντάχρονης μαθήτριας με τη σιγουριά πως αποτελεί ένα αισιόδοξο μήνυμα για όλους μας.
Ελένη Πριοβόλου
Ξυπνάω και πάλι σε εκείνο το άσπρο δωμάτιο του νοσοκομείου για έβδομη συνεχόμενη ημέρα. Όταν σκέφτομαι ότι πρέπει να μείνω σε αυτό το μέρος για πολλές εβδομάδες ακόμα, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα, αλλά λέω “όχι” στον εαυτό μου, πρέπει να είμαι δυνατή τόσο για τον εαυτό μου, για να γίνω πιο γρήγορα καλά, όπως λένε και οι γιατροί, αλλά και για τους γονείς μου, δεν πρέπει να τους απογοητεύσω σε αυτήν την κατάσταση που είναι. Μόνο που κάποιες φορές είναι τόσο δύσκολο να παραμείνεις δυνατός, για αυτό και πολλές φορές το βράδυ που όλοι κοιμούνται βάζω τα κλάματα. Αλλά έχω αρχίσει ήδη να γίνομαι πιο σοβαρή, πιο σκληρή αλλά και πιο δυνατή. Τις πρώτες μέρες δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα, κυλούσαν από μόνα τους, αλλά με τον καιρό δυνάμωσα. Οι γιατροί λένε ότι περνάω μια δύσκολη και επώδυνη ασθένεια που δεν ξεπερνιέται εύκολα, αλλά εγώ συνεχίζω να πιστεύω πως θα τα καταφέρω. Όσο περνάνε οι μέρες όλο και πιο λίγο νιώθω τα πόδια μου. Οι γιατροί δείχνουν όλο και πιο απογοητευμένοι κάθε μέρα, μου χαμογελάνε, αλλά μπορώ να καταλάβω από τα μάτια τους τη θλίψη. Δεν μου αρέσει να με λυπούνται, αλλά πολλές φορές έρχονται γνωστοί της μητέρας μου και συζητούν με αυτήν και μερικές φορές μου ρίχνουν βλέμματα γεμάτα οίκτο. Έχω ακούσει πολλά από τα σχόλιά τους και δεν ήταν τόσο ευχάριστα για μένα. Από ό,τι μπορώ να καταλάβω ούτε στην μητέρα μου αρέσουν, αλλά σκύβει το κεφάλι και ακούει σιωπηλή .Το ίδιο προσπαθώ να κάνω και εγώ. Μου είπαν πως μετά από περίπου τρεις εβδομάδες θα μπορέσω να πάω σπίτι μου, όμως, όχι για πολύ, μόνο για μια εβδομάδα και με το αναπηρικό καροτσάκι και δεν μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα, επειδή νιώθω πως δεν είμαι ανεξάρτητη. Πρέπει να με κουβαλάνε συνέχεια, πράγμα που δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα, όχι μόνο για μένα αλλά και για αυτούς που πρέπει να με οδηγούν. Μόνο όμως στην ιδέα ότι θα δω ξανά τις φίλες μου δεν μπορώ να συγκρατήσω την χαρά μου! Επιτέλους μετά από τέσσερις ολόκληρες εβδομάδα θα ξανασυναντηθούμε. Δεν είμαι και πολύ σίγουρη αν θα μπορούμε να ήμαστε όπως παλιά, αλλά θα το συνηθίσουμε και όλα θα φτιάξουν. Θα μπορούμε να πηγαίνουμε βόλτες και όλα αυτά που κάναμε πριν.
Οι τρεις εβδομάδες έχουν σχεδόν περάσει, μείνανε μόνο δύο μέρες και μετά θα πάω σπίτι μου. Σχολείο δεν θα μπορέσω να πάω μέχρι να γίνω εντελώς καλά, έχω χάσει ήδη ένα χρόνο από απουσίες και έναν χρόνο επειδή δεν ήμουν στις εξετάσεις. Είμαι δεκαέξι χρονών και πάω ακόμα δευτέρα γυμνασίου, ευτυχώς, είναι η αρχή της χρονιάς και δεν έχω πολλές απουσίες. Ελπίζω να έχω αναρρώσει , για να μη μείνω και πάλι στην ίδια τάξη. Το επόμενο πρωί ξυπνάω γεμάτη ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Είναι Σάββατο και περιμένω πώς και πώς την Κυριακή για να πάω σπίτι μου. Η μητέρα μου ετοιμάζει τα πράγματά μας, όλα αυτά που πήραμε, όταν ήρθαμε πρώτη φορά στο νοσοκομείο και μάλλον θα τα πάρουμε όταν επιστρέψουμε στο σπίτι. Καθώς περιμένω στο καρότσι την μαμά μου να έρθει να με πάρει, θυμάμαι την πρώτη μέρα μου στο νοσοκομείο: είχα έντονους πόνους στην πλάτη μου, συγκεκριμένα στην σπονδυλική μου στήλη και είχα σταματήσει ήδη να περπατάω, τα πόδια μου ήταν πολύ αδύναμα μπορούσα ελάχιστα να τα νιώσω, αλλά τώρα δεν τα νιώθω καθόλου. Σε όλη την διαδρομή με το αμάξι κοιτάζω έξω από το παράθυρο βυθισμένη στις πιο βαθιές μου σκέψεις. Σκέφτομαι τα σχέδιά μου για το μέλλον, θέλω να σπουδάσω ψυχολογία και να έχω ένα δικό μου γραφείο που στην πόρτα θα γράφει το όνομά μου σε μια ταμπέλα με όμορφα γράμματα “Δάφνη Μακροπούλου”. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα θέλω να κάνω το γύρο του κόσμου και είμαι πολύ αισιόδοξη με τα σχέδιά μου, επειδή δε χρειάζομαι πόδια για να τα καταφέρω, αν και θα είναι δύσκολο είμαι προετοιμασμένη για όλα. Φτάνουμε στο σπίτι μας, στη Θεσσαλονίκη. Το μεσημέρι, φοράω το καπέλο μου γιατί τα μαλλιά μου έχουν πέσει από τις χημειοθεραπείες και από άλλες θεραπείες και φάρμακα. Δεν θέλω να με δουν έτσι χωρίς μαλλιά. Δεν είναι και το καλύτερο θέαμα. Όλοι μάς περιμένουν έξω από το σπίτι: η γιαγιά μου, ο μεγαλύτερος αδερφός μου και φυσικά οι καλύτερες μου φίλες. Όταν βγαίνω τους αγκαλιάζω όλους τόσο σφιχτά σαν να είχαμε να βρεθούμε πολλά χρόνια. Μου χαμογελάνε όλοι αλλά και πάλι έχουν εκείνη τη θλίψη στα μάτια σαν τους γιατρούς στο νοσοκομείο. Γιατί να είναι όλοι τόσο λυπημένοι, αφού θα τα καταφέρω; Αλλά όταν κοιτάω τα μάτια της κολλητής μου, της Βιολέτας, βλέπω την ίδια αισιοδοξία που νιώθω κι εγώ. Είναι η τελευταία που έρχεται να με αγκαλιάσει. Με αγκαλιάζει και μου λέει χαριτολογώντας: “Μου φαίνεσαι καλύτερα από την τελευταία φορά που σε είδα!”, γελάω και σκέφτομαι πόσο πολύ μου έλειψαν όλοι. Τρώμε όλοι μαζί στο σπίτι και τελειώνοντας η φίλη μου η Βίβιαν λέει: “Τι λέτε να πάμε μία βόλτα μέχρι το σχολείο, είναι απόγευμα και αρκετή γνωστοί μας μάλλον θα είναι εκεί. Δάφνη, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας να πάρεις λίγο αέρα, να περάσεις λίγο όμορφα;”. Στην αρχή διστάζω, αλλά μετά από μια μικρή συζήτηση με πείθουν. Όταν φτάνουμε στο προαύλιο, αρχίζω σιγά σιγά να μετανιώνω για την απόφασή μου να ακολουθήσω. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω μου, μια παρέα αγοριών και κοριτσιών φωνάζουν την φίλη μου την Αυγή να πάει εκεί. Αυτή διστάζει, μας ρίχνει μια ματιά και μας λέει: “Κορίτσια, έρχομαι αμέσως”. Αυτή η παρέα είναι γνωστή στο σχολείο μας, είναι στην τρίτη γυμνασίου και σχολιάζουν τα πάντα! Και αυτή τη φορά το θέμα σχολιασμού τους είμαι εγώ. Η Αυγή τους πλησιάζει και αρχίζουν να συζητάνε ρίχνοντας μου βλέμματα γεμάτα νόημα. Δε μου αρέσει αυτό, επειδή καταλαβαίνω πως δεν είναι κάτι καλό. Η Αυγή απομακρύνεται θυμωμένη και φωνάζει :“Να μην σας νοιάζει!”. Και τότε ένα κορίτσι από την παρέα φωνάζει μια φράση που θα μείνει αποτυπωμένη στο μυαλό μου για πάντα: “Αν ήμουν στην θέση σας, δεν θα έκανα παρέα με μια ανάπηρη!”. Μετά από αυτό βλέπω τις φίλες μου έτοιμες να αρχίσουν καυγά, αλλά, πριν προλάβουν, τους λέω σοβαρά :“Κορίτσια, σας παρακαλώ, πάμε δεν αξίζει τον κόπο!”. Με κοιτάζουν με απορία, όμως, δεν φέρνουν αντιρρήσεις. Στον δρόμο προσπαθούν να μου φτιάξουν το κέφι. Εγώ χαμογελάω και παίρνω μέρος στις συζητήσεις τους, αλλά από μέσα μου σκέφτομαι ότι πρέπει να ξεπεράσω αυτό το περιστατικό, γιατί στην ζωή μου θα ακούσω πολλά τέτοια σχόλια και πρέπει να τα συνηθίσω.
Οι επόμενες μέρες μου στο σπίτι κυλάνε ήσυχα. Μετά από το περιστατικό δεν πήγαμε ξανά στο σχολείο, ωστόσο συνεχίσαμε να βγαίνουμε για βόλτα, για ψώνια και διάφορα άλλα. Σχεδόν τελειώνουν οι μέρες μου στο σπίτι, σε τρεις μέρες πρέπει να επιστρέψω στο νοσοκομείο και δυστυχώς πρέπει να προετοιμαστώ για το δεύτερο χειρουργείο. Στην πρώτη μου εγχείριση αφαίρεσαν ένα κομμάτι του καρκίνου και σε αυτήν θα αφαιρέσουν τον δεύτερο, δεν έχω ιδέα γιατί γίνεται αυτό, αλλά ελπίζω τα πράγματα να καλυτερεύσουν. Ο πατέρας μου έρχεται δύο μέρες πριν φύγουμε για να μας δει, αναγκάζεται να δουλεύει στην Αθήνα μακριά μας, για να μπορεί να καλύψει τα έξοδα του νοσοκομείου και τα έξοδα του σπιτιού. Τον αγαπάω πολύ και αυτός με αγαπάει και μου το λέει κάθε μέρα από το τηλέφωνο, μου έχει λείψει πάρα πολύ. Περνάμε μερικές ώρες μαζί, αλλά το βράδυ αναγκάζεται να φύγει ξανά, για να προλάβει να φτάσει στο διαμέρισμά του στην Αθήνα τα χαράματα, να ξεκουραστεί και ύστερα νωρίς το πρωί να πάει στην δουλειά. Βρίσκω την ευκαιρία να περάσω λίγο χρόνο με τον αδερφό μου, καθώς η μαμά μου συζητά για λίγο με τον μπαμπά μου. Ο αδερφός μου ο Αλέξανδρος είναι μεγαλύτερός μου μόνο ένα χρόνο και τέσσερις μήνες, γι’ αυτό έχουμε και πολλά κοινά. Μου έχει λείψει πάρα πολύ! Συζητήσαμε για διάφορα θέματα και η ώρα κυλάει γρήγορα. Την επόμενη μέρα αρχίζουμε και πάλι τις προετοιμασίες. Όλοι την μέρα την περνάω με τις φίλες μου και, όταν φτάνει η ώρα του αποχαιρετισμού, είναι αρκετά επώδυνη . Πριν φύγω, δίνω μια υπόσχεση: υπόσχομαι σε όλους εκεί πως θα τα καταφέρω, θα γυρίσω, αλλά αυτήν την φορά υγιής.
Καθώς οι μέρες περνάνε στο νοσοκομείο, η αγωνία και ο τρόμος μου μεγαλώνουν. Η κατάστασή μου χειροτερεύει. Το χειρουργείο πλησιάζει, μόνο μία μέρα έμεινε. Έχω περάσει από αρκετά νοσοκομεία στο παρελθόν. Στο πρώτο που πήγαμε μας κρατούσαν μόνο για τα λεφτά. Δεν έκαναν τίποτα ούτε καν εξετάσεις! Δεν ξέραμε ακόμη ότι πάσχω από καρκίνο. Μέχρι που μια μέρα η μαμά μου θύμωσε και με πήρε και φύγαμε. Το βράδυ, όταν αποκοιμιέμαι, βλέπω ένα όμορφο όνειρο. Είμαι καλά και περπατάω κανονικά και είμαι σε ένα όμορφο μέρος με τις φίλες μου και καθόμαστε στο γρασίδι και συζητάμε για όμορφα πράγματα. Περνάμε πολύ όμορφα και εύχομαι να μπορούσαμε να είμαστε έτσι και στην πραγματικότητα. Αυτό, όμως, δεν έχει σημασία, γιατί και να μην περπατήσω ποτέ, πάλι θα μπορώ να είμαι χαρούμενη με τις φίλες μου και με την ζωή που ζω. Ξυπνάω και πάλι στο συνηθισμένο μέρος, δεν νιώθω πόνο, δεν νιώθω καν την πλάτη μου. Η εγχείριση έχει τελειώσει. Είμαι ξαπλωμένη μπρούμυτα και σωλήνες διαπερνάνε την πλάτη μου. Όταν ρωτάω την μητέρα μου τι είναι αυτό, μου απαντάει πως είναι σωλήνες για να καθαρίζουν και να αποστραγγίζουν την πληγή. Δεν μου αρέσει αυτό και αναγκάζομαι να είμαι ξαπλωμένη έτσι για τρεις ολόκληρες μέρες . Δεν επιτρέπεται να τρώω γι’ αυτό έχω ορούς και άλλα φάρμακα. Ακόμη και αίμα αναγκάστηκαν να μου βάλουν. Όταν επιτέλους μου αφαιρούν τους σωλήνες, δεν αισθάνομαι καλύτερα. Αντιθέτως νιώθω σαν να πεθαίνω. Οι γιατροί φωνάζουν τη μαμά μου για μια συζήτηση και μένω μόνη. Αρχίζω να σκέφτομαι σαν να πεθαίνω, σκέφτομαι όλη την ζωή μου. Περίπου ένας χρόνος έχει περάσει από τότε που ήρθα πρώτη φορά στο νοσοκομείο. Ένα δάκρυ κυλάει σιγανά στα μάγουλά μου και ακολουθείται από πολλά άλλα δάκρυα. Δεν γίνεται να πεθάνω. Υποσχέθηκα σε όλους πως θα γυρίσω. Στην γιαγιά μου, στον αδερφό μου, στον μπαμπά μου, στις φίλες μου ακόμα και στην μαμά μου υποσχέθηκα ότι θα τα καταφέρω. Δε γίνεται να τους απογοητεύσω. Αλλά μια διαφορετική σκέψη καρφώνεται στο μυαλό μου. Το αν θα επιζήσω δεν εξαρτάται μόνο από εμένα αλλά και από το θέλημα του Θεού και ελπίζω ότι δεν θα με αφήσει να πεθάνω. Οι σκέψεις μου διακόπτονται απότομα από το δυνατό χτύπημα της πόρτας του δωματίου. Η μητέρα μου μπαίνει μέσα θυμωμένη και μου λέει: “Ετοιμάσου φεύγουμε”. Την κοιτάζω απορημένη και την ρωτάω :“Που πηγαίνουμε, τι έγινε;” Με κοιτάει σοβαρά, αλλά μπορώ να δω τα δάκρυα που με δυσκολία προσπαθεί να συγκρατήσει και μου λέει βραχνά: “Στο σπίτι”. Μετά από αυτό δε λέω τίποτα άλλο. Στο αμάξι είμαι πολύ αδύναμη, για να σηκωθώ και είμαι ξαπλωμένη σε όλη την διαδρομή. Λίγο πριν φτάσουμε παίρνω τη δύναμη και αν και ξέρω την απάντηση τη ρωτάω :“Μαμά, τι έγινε, γιατί φύγαμε;”. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και αρχίζει να μιλάει: “Οι γιατροί είπαν πως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Έχουν αφαιρέσει σχεδόν ολόκληρο τον καρκίνο αλλά ένα κομμάτι του είναι πολύ δύσκολο και επικίνδυνο να αφαιρεθεί”. Μόλις τελειώνει την πρόταση παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει :“Μου είπαν ότι υπάρχει μία εγχείριση, αλλά είναι πολύ επικίνδυνη. Υπάρχει περίπτωση να πεθάνεις. Αλλά εγώ δεν δέχτηκα να την κάνουν. Και μου είπαν πως είναι θέμα χρόνου το πότε θα πεθάνεις”. Μετά από αυτό ξεσπάει σε ένα βουβό κλάμα. Την καθησυχάζω, λέγοντας :“Μη φοβάσαι, μαμά, θα τα καταφέρω. Ξέρεις πόσο δυνατή είμαι!”. Αυτό, όμως, μου φαίνεται πως φουντώνει το κλάμα της. Μετά από λίγο συνέρχεται και μου λέει: “Θα σου βρω τα καλύτερα φάρμακα, ό,τι χρειαστεί για να σε σώσω, ακόμα και αν χρειαστεί να πάω και στην άλλη άκρη του κόσμου!” . Η φωνή της ακούστηκε γεμάτη αισιοδοξία και δυναμικότητα, γι΄ αυτό χαμογελάω και λέω: “Και εγώ θα βάλω τα δυνατά μου!”.
Οι μέρες που περνάνε είναι ιδιαίτερα επίπονες και κουραστικές. Η μαμά μου έχει βρει φάρμακα και κάνουν πραγματικά πολύ καλή δουλειά, αλλά η ανάρρωσή μου είναι πολύ χρονοβόρα ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται σε εμένα. Είχε ψάξει παντού να βρει τα φάρμακα και τα βρήκε λίγο πριν εξαφανιστούν. Μπορώ να πω πως πήρε αρκετά. Δεν νομίζω να τα πουλάνε πια. Περνάει περίπου ένας μήνας, όταν αποφασίζω να προχωρήσω στη ζωή μου, να κάνω μια νέα αρχή. Συμφιλιώνομαι με την ιδέα ότι για αρκετά χρόνια ακόμη θα είμαι ανάπηρη και πρέπει να το συνηθίσω. Και από εκεί που ήξερα τον εαυτό μου αναγκάστηκα να τον ξαναμάθω από την αρχή. Έμαθα να περπατάω με τα χέρια, έμαθα να σκαρφαλώνω στους καναπέδες, στις καρέκλες. Έμαθα να πηγαίνω μόνη μου στον νεροχύτη ‚για να πλύνω τα χέρια μου με την βοήθεια μιας καρέκλας, την οποία κουβαλούσα μόνη μου με τα χέρια μου και έμαθα να κάνω πολλά άλλα πράγματα με τα χέρια μόνο! Άρχισα να πηγαίνω κανονικά στο σχολείο. Στην αρχή τα βλέμματα και τα σχόλια ήταν αρκετά, αλλά μετά όλοι το συνήθισαν. Έμαθα να εκτιμάω τον εαυτό μου και να μη με νοιάζει τι λένε οι άλλοι. Κάποιες φορές όταν πηγαίνω κάπου ακόμα πιάνω βλέμματα στραμμένα επάνω μου, αλλά δεν με ενδιαφέρει, πρέπει να το συνηθίσω, γιατί αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Στο σχολείο δεν είμαι καλή μαθήτρια, συνήθως βγάζω δεκαέξι μισό. Με τις φίλες μου έχουμε πολύ καλή σχέση, με αποδέχτηκαν όπως και πολλοί άλλοι για αυτό που είμαι εσωτερικά και όχι για αυτό που δείχνω εξωτερικά. Παντού μετακινούμαι με το καροτσάκι μου. Μέχρι πριν από λίγο καιρό με κουβαλούσαν οι άλλοι, εδώ και κάποιους μήνες απέκτησα το δικό μου ηλεκτρικό καρότσι και μπορώ πια να είμαι πιο ανεξάρτητη και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα. Τα όνειρά μου και τα σχέδιά μου για το μέλλον δεν έχουν αλλάξει, θέλω να γίνω ψυχολόγος, να κάνω τον γύρο του κόσμου και να κάνω δική μου οικογένεια. Στην ζωή μου όμως αντιμετωπίζω και πολλές δυσκολίες, όπως δυσκολίες στο να ανεβαίνω στα πεζοδρόμια. Σε ορισμένα σημεία υπάρχουν ράμπες, αλλά πολλές φορές παρκάρουν αμάξια μπροστά και δεν μπορώ να ανέβω. Άλλοτε πάλι υπάρχουν άνθρωποι που με βλέπουν στον δρόμο και φωνάζουν ο ένας στον άλλον: “Κοίτα μια ανάπηρη!” Και διάφορα άλλα λόγια σαν αυτά, όπως μια μέρα, το καλοκαίρι, είχαμε αποφασίσει να πάμε στη θάλασσα και εκεί βρισκόταν μια οικογένεια με δύο παιδιά και ένα από τα παιδιά τους, περίπου δύο χρόνια μικρότερο από εμένα, φώναζε στον αδερφό του :“Κοίτα, κοίτα μια ανάπηρη!”. Είναι και οι φορές που άκουσα ανθρώπους να λένε :“Καλύτερα να είχε πεθάνει παρά να είναι σε καρότσι!”. Αυτό εγώ δεν το πιστεύω, γιατί αγαπώ την ζωή και είναι χίλιες φορές καλύτερη από τον θάνατο. Ξέρω πως είναι πολύ μακρύς ο δρόμος για τον παράδεισο! Στη θάλασσα δεν κολυμπάω, στην αρχή έμπαινα κανονικά και κολυμπούσα, αλλά τώρα το έχω σταματήσει. Άρχισα και τα Αγγλικά ξανά και είμαι αρκετά καλή .Ελπίζω να πάρω και το πρώτο μου πτυχίο σε λίγο. Ο πατέρας μου παραιτήθηκε από τη δουλειά στην Αθήνα, για να μπορεί να είναι κοντά μας. Ψάχνει να βρει δουλειά εδώ στην Θεσσαλονίκη. Είναι Σάββατο πρωί και ξυπνάω στο δωμάτιό μου γεμάτη ενέργεια έτοιμη να σηκωθώ, όμως αντί για αυτό μένω ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου βυθισμένη στις σκέψεις μου. Σήμερα είναι η μέρα που κλείνω τα δύο χρόνια αναπηρίας και σκέφτομαι όλες τις χαρούμενες και τι θλιβερές στιγμές που έζησα στο νοσοκομείο. Ένα ρίγος διαπερνά την πλάτη μου. Σιγά σιγά άρχισα να αισθάνομαι την πλάτη μου. Τώρα δεν μπορώ να αισθανθώ μόνο τα πόδια μου. Σήμερα είναι η μέρα που πρέπει να πάω στο νοσοκομείο για ακτινογραφίες, αλλά πραγματικά εύχομαι να μπορούσα να το ακυρώσω.
Στο νοσοκομείο μου βάζουν και πάλι αυτόν τον απαίσιο ορό και έρχονται στο μυαλό μου άσχημες αναμνήσεις , άσχημες στιγμές, αλλά τις διώχνω βιαστικά. Σήμερα είναι τα γενέθλια της Βίβιαν και δεν θέλω να χαλάσει η διάθεσή μου. Ανυπομονώ να φτάσουμε σπίτι. Όταν επιτέλους μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, νιώθω μια ανακούφιση και πάλι, όπως πάντα, χάνομαι στις σκέψεις μου κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Πάντα το κάνω, ακόμα και όταν πάμε σε καμία σχολική εκδρομή, κοιτάζω από το παράθυρο του λεωφορείου ονειροπολώντας. Στο σπίτι η ώρα κυλάει πολύ γρήγορα που ούτε καν προλαβαίνω να συνειδητοποιήσω ότι έφτασε η ώρα για το πάρτι. Η Βίβιαν έχει καλέσει μόνο τα στενά της πρόσωπα και μερικά παιδιά από το σχολείο. Όταν φτάνω στο σπίτι της, το πάρτι έχει ήδη ξεκινήσει. Περνάμε πολύ όμορφα όλο το απόγευμα και κατά το βράδυ αποφασίζω να πάω σπίτι μου. Όταν φτάνω στο σπίτι μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι μου σκέφτομαι πόσο όμορφη γίνεται κάποιες φορές η ζωή μου. Έχω πολλούς ανθρώπους που με αγαπάνε και με στηρίζουν, κάθε μέρα οι γονείς μου, οι φίλες μου και όλοι οι συγγενείς και πολλά άλλα πρόσωπα. Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τότε που πήραμε τις ακτινογραφίες και ο πατέρας μου έχει κλείσει ραντεβού σε έναν γιατρό για να τις κοιτάξει. Και πάλι βρίσκομαι στο πιο μισητό μέρος που υπάρχει στον κόσμο για μένα, αλλά ο μπαμπάς μου λέει ότι είναι ανάγκη να το συνηθίσω, γιατί θα πρέπει να πηγαίνουμε σε νοσοκομεία πολλές φορές, γι’ αυτό απλά υποκύπτω και δεν φέρνω αντιρρήσεις . Όταν φτάνουμε στο νοσοκομείο, περιμένουμε τη σειρά μας. Βλέπω πολλούς ανθρώπους που είναι σε χειρότερη κατάσταση από εμένα και υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως δεν είμαι μόνη. Όταν τελικά φτάνει η σειρά μας, μπαίνουμε στο γραφείο του γιατρού. Ένα τυπικό και απλό γραφείο χωρίς πολλές λεπτομέρειες , ένας πολύ καλός και συμπαθητικός γιατρός μας λέει να κάτσουμε. Για λίγο κάθεται και μελετάει τις ακτινογραφίες με προσοχή και προσήλωση και μετά από κάμποση ώρα σηκώνει το βλέμμα και λέει: “Συγχωρέστε με που θα το πω έτσι, αλλά δεν χρειάζεται να ταλαιπωρήστε και να ταλαιπωρείτε και το παιδί με εγχειρήσεις. Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, αν είναι να περπατήσει θα περπατήσει μόνο σε περίπου δέκα χρόνια που θα έχει αναπτυχθεί η τεχνολογία. Πιο σύντομα δεν νομίζω να γίνεται τίποτα!” . Κρύος ιδρώτας διαπερνά ολόκληρο το σώμα μου και αρχίζουν πάλι τα δάκρυα να κυλάνε μόνα τους, ζεστά στα μάγουλά μου και να γεμίζουν όλο μου το πρόσωπο, όπως τις πρώτες μέρες στο νοσοκομείο. Στο αμάξι τα δάκρυά μου έχουν πλέον στερεύσει. Ο πατέρας μου παίρνει τον λόγο και μου λέει: “Δεν πειράζει, Δάφνη, θα πάμε και σε άλλους γιατρούς, για να διαπιστώσουμε αν είναι αλήθεια και αν μπορεί να βρεθεί άλλη λύση” . Χαμογελάω και απαντώ :“Μη φοβάσαι, μπαμπά, είμαι πολύ αισιόδοξη γι΄ αυτό!” . Η μαμά μου γυρνάει και μου ρίχνει ένα ζεστό χαμόγελο. Στο σπίτι τα πράγματα είναι συνηθισμένα. Έχουν περάσει αρκετές εβδομάδες από τη επίσκεψή μας στον γιατρό και όλοι δείχνουμε να το έχουμε ξεπεράσει. Περίπου τρεις μήνες μετά ο πατέρας μου κλείνει ραντεβού σε άλλο γιατρό αυτήν την φορά. Το νοσοκομείο εκεί είναι πιο οικείο και οι γιατροί και οι νοσοκόμες είναι πιο καλοί. Όταν μπαίνουμε στο γραφείο, εντυπωσιάζομαι από το μέγεθος και την διακόσμησή του. Έχει δικό του σαλόνι και είναι διακοσμημένο όπως ακριβώς θέλω και εγώ το γραφείο μου, κλασικό όχι τόσο απλό αλλά και όχι τόσο μοντέρνο. Καθόμαστε και μιλάμε με τον συμπαθητικό γιατρό που μας υποδέχτηκε θερμά. Φεύγοντας από το νοσοκομείο αφήνουμε όλες τις ακτινογραφίες, για να τις μελετήσουν οι γιατροί.
Οι μέρες περνάνε με τον ίδιο ρυθμό και δεν έχουμε ακόμα νέα από τους γιατρούς. Τα βράδια τα όνειρά μου γίνονται όλο και πιο τρελά, πιο χαρούμενα, ζωντανεύουν στις σκέψεις μου και με κάνουν να αισθάνομαι όμορφα, χαμένη μέσα στον δικό μου κόσμο. Έχω μεγάλη φαντασία και οι φίλες μου λένε ότι θα μπορούσα να γράψω βιβλίο και λέω να το δοκιμάσω. Ένα βράδυ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ σκέφτηκα λίγο από την αρχή όλα τα γεγονότα που συνέβησαν, αφού έμαθα ότι έχω καρκίνο. Πάλεψα για την ζωή μου. Ξέφυγα από τα χέρια του θανάτου. Ένιωσα την πραγματική αξία, την πραγματική γλύκα της ζωής , την πραγματική χαρά, την πραγματική λύπη. Ένιωσα τον θάνατο, τον πραγματικό πόνο, την πραγματική αγάπη στα πρόσωπα των κοντινών μου ανθρώπων. Ένιωσα πόση αυτοπεποίθηση, δυναμικότητα, θέληση έχει ένας άνθρωπος, όταν το θέλει. Θα συνεχίσω έτσι και θα μεταδώσω αυτήν τη θέληση και χαρά σε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορώ. Ο Θεός με έσωσε για έναν σκοπό, ίσως και για να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Αυτό θα το μάθω αργότερα. Του είμαι ευγνώμων και ποτέ δεν θα μπορέσω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. Αλλά, όσο ζω, ελπίζω να καταφέρω να εκπληρώσω τα όνειρά και τους σκοπούς μου. Θα ξεπεράσω όλες τις δυσκολίες και θα συνεχίσω να πιστεύω στον εαυτό μου και στις προσδοκίες μου. Θα συνεχίσω να ελπίζω, γιατί, όπως λένε, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου, μόνο που αυτήν την φορά δεν είναι δάκρυ λύπης, δεν είναι δάκρυ απελπισίας είναι δάκρυ χαράς, γιατί η ζωή μου μόλις άρχισε και ελπίζω να έχει αίσιο τέλος!