Πώς καταλήξατε να κάνετε αυτήν τη δουλειά;
Τι εννοείτε πώς κατέληξα;
Εννοώ πώς γίνεται και βρίσκει ένας άνθρωπος το δρόμο του στη ζωή;
Είναι ένα πολύ μακρύ ταξίδι. Σπούδασα στην Architectural Association (A.A.) του Λονδίνου, σε μια πολύ ιδιαίτερη περίοδο, όπου έπρεπε να εστιάσεις στην επινόηση, και αυτό το πράγμα επέλεξα να το κάνω δουλειά μου. Στη ζωή συναντάμε ανθρώπους που μας ενθαρρύνουν ή κάνουμε πράγματα τα οποία μας δίνουν το κουράγιο και έτσι καταλήγουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε στη ζωή μας.
Πριν από αυτό τι παιδί ήσαστε;
Πάντα ήμουν λιγάκι εκκεντρική. Από παιδί. Εξαρτάται τι κουβαλάει ο καθένας πίσω του, τι ρίσκα σε ενθαρρύνει το οικογενειακό σου περιβάλλον να πάρεις. Νομίζω ότι το πιο καθοριστικό είναι αυτό: στη ζωή καλούμαστε να πάρουμε κάποια ρίσκα, χωρίς να έχουμε πάντα τις συνθήκες με το μέρος μας ή την αυτοπεποίθηση για να το κάνουμε. Από τη στιγμή όμως που θα μπει κάποιος στη διαδικασία και θα πάρει αυτά τα ρίσκα, αυτό μετά του επιτρέπει να προχωρήσει στο επόμενο βήμα.
Τι είναι το ρίσκο; Τι ορισμό θα δίνατε εσείς σε αυτήν την έννοια;
Ρίσκο είναι, για παράδειγμα, ότι σε πολύ νεαρή ηλικία αποφάσισα να μείνω στο Ιράκ. Μαζί με την οικογένειά μου πήραμε την απόφαση να σπουδάσω αρχιτεκτονική και να ακολουθήσω μια καριέρα η οποία δεν ήταν και ό,τι πιο συμβατικό από άποψη επαγγελματικής αποκατάστασης. Αποφάσισα, ας πούμε, να μη δουλέψω για κάποιον άλλον, αποφάσισα να διδάξω· γενικώς είδα ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν και με έναν άλλον τρόπο. Όλα αυτά για μένα ήταν ρίσκα, διότι τότε, που ήταν ακόμη η αρχή, δεν ήξερα ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών.
Τελικά στη ζωή σημαντικότερο ρόλο παίζουν οι επιρροές που δεχόμαστε ή οι επιλογές που καλούμαστε να κάνουμε οι ίδιοι κάποια στιγμή;
Υποθέτω και τα δύο, αν και πιστεύω ότι μερικές φορές οι επιλογές μετράνε περισσότερο. Βέβαια, τα πράγματα που επιλέγουμε όταν είμαστε νέοι, πολλές φορές δεν ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι γιατί τα επιλέγουμε. Την αρχιτεκτονική την επέλεξα αφού πρώτα είχα κάνει κάτι άλλο. Και τότε, πραγματικά, δεν ήξερα αν αυτό το πράγμα θα εξελισσόταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το σημαντικό είναι ότι γνώρισα κάποιους ανθρώπους πολύ ενδιαφέροντες, είχα δασκάλους οι οποίοι με ενθάρρυναν να ακολουθήσω ένα συγκεκριμένο δρόμο, η οικογένειά μου με στήριξε πάρα πολύ… Όπως και να ’χει, όταν είσαι είκοσι χρονών και αποφασίζεις να κάνεις κάτι, ποτέ δεν ξέρεις ποια θα είναι η συνέχεια αυτών των επιλογών σου.
Μεταξύ ποιων πραγμάτων παλεύατε τότε να αποφασίσετε;
Μα δεν πάλευα. Τι εννοείτε όταν λέτε πάλευα;
Έχω διαβάσει, ας πούμε, ότι ήσαστε απόλυτα δοσμένη στα μαθηματικά. Ισχύει αυτό;
Απλώς, προτού ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική, είχα σπουδάσει μαθηματικά. Ανέκαθεν όμως ήθελα να ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική. Δεν είναι κάτι που το αποφάσισα μετά.
Πώς ξέρατε τότε από αρχιτεκτονική;
Δεν μπορώ να πω ότι ήξερα πολλά πράγματα. Κοιτάξτε, προέρχομαι από μια μάλλον προοδευτική οικογένεια, η οποία πάντα είχε ένα ενδιαφέρον για τις σύγχρονες πλευρές της ζωής. Εγώ, από πολύ μικρή, είχα μια περιέργεια για την αρχιτεκτονική. Όχι επειδή υπήρχε κάποιος στην οικογένεια που ασχολούνταν με αυτά τα πράγματα, απλώς, από πολύ μικρή, είχα αρχίσει να ταξιδεύω, να είμαι περίεργη για οτιδήποτε καινούργιο.
Το οικογενειακό σας περιβάλλον πώς ήταν; Ο πατέρας σας, ας πούμε, τι δουλειά έκανε;
Ο πατέρας μου ήταν οικονομολόγος. Σπούδασε στην Αγγλία, στη δεκαετία του 1930, και μετά γύρισε στο Ιράκ, όπου, εκτός από μεγαλοβιομήχανος που έγινε, ασχολήθηκε και με την πολιτική. Ήταν ένας από τους ηγέτες του Δημοκρατικού Κόμματος του Ιράκ. Έτσι επηρεάστηκα κι εγώ πάρα πολύ από όλα όσα είχαν να κάνουν με την πολιτική και με μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Όλη η οικογένεια πιστεύαμε στην πρόοδο. Οι οικογένειες και των δύο γονιών μου ήταν άνθρωποι που πίστευαν πολύ στον εκσυγχρονισμό και στην πρόοδο, στοιχεία που για όλα τα έθνη βγαίνουν μέσα από τον πολιτισμό, την ανάπτυξη της βιομηχανίας, την πολιτική, την παραχώρηση συγκεκριμένων ελευθεριών, την ισότητα. Θα έλεγα ότι όλα αυτά ήταν στοιχεία τα οποία με επηρέασαν. Και έτσι, όταν έφτασα στο σημείο να θέλω να γίνω αρχιτέκτονας, κατάλαβα ότι την αρχιτεκτονική θα πρέπει κανείς να την αντιμετωπίζει ως κάτι περισσότερο από μια απλή διαδικασία οικοδόμησης κτηρίων. Η αρχιτεκτονική έχει αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο ζούμε.
Εσείς στη Βαγδάτη μεγαλώσατε ή στην Ευρώπη;
Όχι, μεγάλωσα στη Βαγδάτη και έζησα εκεί ως τα δεκαέξι μου χρόνια.
Και ποια στιγμή της ζωής σας αποφασίσατε να φύγετε και να έρθετε εδώ;
Έτσι κι αλλιώς, κάθε καλοκαίρι ταξίδευα στην Ευρώπη επειδή και τα δύο αδέλφια μου πήγαν σχολείο στο Λονδίνο. Αυτό που δεν ήθελα με τίποτε ήταν να μείνω για σπουδές στο Ιράκ.
Τι είναι για σας καλός δάσκαλος;
Αυτός που μπορεί να σου δείξει ότι υπάρχουν κι άλλες δυνατότητες. Επειδή έχω υπάρξει δασκάλα για πολλά χρόνια, θεωρώ ότι καλός δάσκαλος είναι αυτός που σου δείχνει ή σου επιτρέπει να δεις τις δυνατότητες που υπάρχουν. Δεν πιστεύω στη διδασκαλία που βασίζεται σε μεθοδολογίες. Αυτό έχει να κάνει περισσότερο με συστήματα. Νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να κρίνει αν ένας μαθητής έχει καταλάβει κάτι ή όχι. Το θέμα είναι, ως δάσκαλος, να αφήνεις τις πόρτες ανοιχτές για να μπορέσει ο μαθητής να δει αυτό που υπάρχει παραπέρα. Στην αρχιτεκτονική, για παράδειγμα, η επινόηση είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό, το να έχεις συνεχώς καινούργιες ιδέες. Χωρίς όμως αυτό να είναι πάντα δεδομένο.
Εσείς στην αρχιτεκτονική από πού ξεκινάτε; Από την κάτοψη ή από την πρόσοψη;
Σχεδόν ποτέ δεν σκέφτομαι την πρόσοψη. Γενικά στη δουλειά μας δεν σκεφτόμαστε ούτε μόνο την πρόσοψη ούτε μόνο την κάτοψη. Αυτό που κάνει τη δουλειά μας να ξεχωρίζει από άλλες είναι το γεγονός ότι εμείς αντιλαμβανόμαστε το χώρο έτσι όπως πράγματι είναι, δηλαδή, τρισδιάστατος. Εκεί βασίζεται και το στοιχείο της επινόησης: στο ότι η αίσθηση που έχουμε για το χώρο βασίζεται σε τρεις διαστάσεις και όχι σε δύο. Και αυτό ισχύει και για το εξωτερικό αλλά και για το εσωτερικό ενός κτηρίου.
Για έναν αρχιτέκτονα σε τι διαφέρει το εσωτερικό από το εξωτερικό;
Εμάς μας απασχολούν και τα δύο ταυτόχρονα. Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο προχωρεί ένα κτήριο επηρεάζει συγχρόνως και το εσωτερικό και το εξωτερικό του.
Ο περιβάλλων χώρος, η τοποθεσία στην οποία πρόκειται να εγκαταστήσουμε ένα κτήριο, παίζει επίσης ρόλο;
Ναι, βεβαίως. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, δηλαδή, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, υπήρξε μια καινοτομία σε ό,τι είχε να κάνει με το χώρο. Αυτό που άλλαξε μετά, στη δεκαετία του ’70, ήταν ότι δημιουργήθηκαν δύο τάσεις ταυτοχρόνως. Η μία ήταν η τάση επιστροφής σε ιστορικές αξίες, σε αξίες, δηλαδή, πιο συντηρητικές. Και η άλλη ήταν η επανεξέταση της έννοιας του εκσυγχρονισμού. Από τη στιγμή που επανεξετάζει κανείς τον εκσυγχρονισμό ιστορικών πόλεων, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εξαλείψει κάποια από τα ήδη υπάρχοντα κτήρια. Σε αυτήν την περίπτωση αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε νέες τεχνικές, όπως η αντιπαράθεση, η υπέρθεση. Αυτού του είδους η αδιάλειπτη συνέχεια επιτρέπει τη διαφορετική διαμόρφωση του κτίσματος. Με αυτόν τον τρόπο μπορείς να φτάσεις σε μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας σε ό,τι έχει να κάνει με την εικόνα και το εσωτερικό ενός κτηρίου, αλλά βοηθάει ώστε να βγουν καινούργια πράγματα.
Δεν είναι περίεργο η σύγχρονη αρχιτεκτονική να στήνει οικοδομήματα σε ένα περιβάλλον το οποίο αρχιτεκτονικά δείχνει κατεστραμμένο;
Τι εννοείτε κατεστραμμένο;
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Αθήνα…
Η Αθήνα έχει γίνει ένα χάλι εξαιτίας της διαφθοράς που υπάρχει. Το μεγαλύτερο μέρος της δόμησης έχει βασιστεί στην εθνική παραγωγή –όλα, δηλαδή, έχουν κτιστεί από Έλληνες– με τη λογική της κατακόρυφης επανάληψης. Σαν να λέμε, δηλαδή, ότι χτίζουμε ένα κτίριο στο οποίο επαναλαμβάνεται συνεχώς ο ίδιος όροφος. Δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους την ποιότητα – και είναι κρίμα, γιατί η Αθήνα είναι σπουδαία πόλη. Είναι ντροπή… Οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν αποτελέσει αφορμή για να γίνει μια καινούργια, πολύ πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση της πόλης, ώστε να βγουν στην επιφάνεια στοιχεία τα οποία αυτήν τη στιγμή βρίσκονται εν υπνώσει. Θα μπορούσε να είχε δοθεί έμφαση στην ιστορική πλευρά της πόλης, να είχε αναδειχθεί ο πολιτισμός της αρχαίας Αθήνας, να είχαν αναδειχθεί ακόμη και πιο σύγχρονα στοιχεία, το γεγονός ότι είναι μια πόλη η οποία περιβάλλεται από νερό… Ενώ υπήρχαν τόσες δυνατότητες, πάρθηκαν αποφάσεις οι οποίες πράγματι δεν ξέρω σε ποια λογική μπορεί να βασίστηκαν.
Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να γυρίζουν την πλάτη στην ποιότητα και να ασχολούνται πάρα πολύ με όλα τ’ άλλα;
Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με την εμπορευματοποίηση. Παρ’ όλο που τα πράγματα έχουν αρχίσει κάπως να αλλάζουν, για πολύ καιρό δυστυχώς οι άνθρωποι μετρούσαν τα πράγματα με βάση την εμπορική αξία τους, με βάση, δηλαδή, το πόσα χρήματα θα μπορούσαν να κάνουν από τη χρήση ενός οικοπέδου και όχι με βάση συγκεκριμένα πολεοδομικά σχέδια και στρατηγικές. Τώρα αρχίζει πλέον να υπάρχει βελτίωση ως προς αυτό. Σας είπα όμως ότι στην περίπτωση της Αθήνας, για παράδειγμα, οι Ολυμπιακοί θα μπορούσαν να είναι αφορμή για να γίνει μια νέα προσέγγιση της πόλης και, στη βάση πολιτιστικών προγραμμάτων, να χτιστούν καινούργια κτήρια. Υπήρχαν ωραία κτήρια τα οποία όμως γκρεμίστηκαν, όπως, για παράδειγμα, τμήμα του εργοστασίου παραγωγής μπίρας Φιξ, του Ζενέτου. Και είναι κρίμα.
Πιστεύετε ότι είναι κύκλοι αυτοί στην ιστορία ενός λαού; Μπορεί, δηλαδή, για ένα διάστημα να γυρίζει ένας λαός την πλάτη του στην ποιότητα, στο όνομα της εμπορευματοποίησης, και μετά να επιστρέφει πάλι σ’ αυτήν;
Αν δούμε τι γίνεται αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη, δεν ξέρω αν είναι η ποιότητα αυτό που οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να αναζητούν, πάντως σίγουρα έχουν αρχίσει να επιθυμούν νέα πράγματα. Νομίζω ότι οι αλλαγές που έχουν γίνει μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια μπορούν να χαρακτηριστούν πρωτοφανείς.
Πάντως εγώ απορώ πώς γίνεται οι άνθρωποι να χάνουν αυτήν την αίσθηση της αξίας και του μέτρου στη ζωή τους. Τι είναι αυτό που τους κάνει να τη χάνουν;
Εγώ νομίζω ότι αυτό που χάνουν οι άνθρωποι είναι η επαφή τους με τα πράγματα, όχι μόνο στην αρχιτεκτονική αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς. Πολλές αξίες της κοινωνίας έχουν αρχίσει να εκπίπτουν. Η παρατήρηση με έχει οδηγήσει σε σημείο να πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό όλα αυτά έχουν να κάνουν με το πόσο επενδύει η πολιτεία, η εκάστοτε κυβέρνηση, δηλαδή, σε αυτόν τον τομέα. Βλέπω ότι οι πολιτείες έχουν αρχίσει να επενδύουν σε κτήρια που έχουν σχέση με τον πολιτισμό, οικοδομώντας κτήρια που έχουν πλέον μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και αυτό ενθαρρύνει και τους ιδιώτες να κάνουν αντίστοιχες επενδύσεις. Στην Αμερική, για παράδειγμα, σχεδόν όλα τα κτήρια που χτίστηκαν τη δεκαετία του ’60 είχαν ενδιαφέρον. Άρα, σίγουρα σε μεγάλο βαθμό αυτό που λέτε έχει να κάνει με τον τόπο. Αυτήν τη στιγμή στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις θα έλεγα ότι γίνονται τρομερές επενδύσεις σε δημόσια κτίσματα.
Λένε όμως ότι οι ηγέτες που επιλέγουν να επενδύσουν στην ποιότητα συνήθως χάνουν την εξουσία. Εσείς πιστεύετε ότι ισχύει αυτό;
Μα το θέμα δεν είναι να επενδύσουν στην ποιότητα αλλά σε ιδέες. Μια πολιτεία πρέπει να επενδύει στην υποδομή της – έτσι δεν είναι; Για μένα θα έπρεπε να γίνονται οι αναθέσεις στους καλύτερους και όχι στους «ημέτερους». (Γέλια.) Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαλλε καθοριστικά στο να καλυτερεύσουν τα πράγματα σε μια πόλη, διότι πρόκειται για κάτι που έχει αντίκτυπο και στο περιβάλλον. Όσον αφορά την Ελλάδα, οι Ολυμπιακοί είναι το παράδειγμα που θα μπορούσε να μας το δείξει αυτό με τον καλύτερο τρόπο. Δεν έχω δει βεβαίως όλα όσα έχουν γίνει, αλλά ελπίζω ότι θα έχουν αντίκτυπο και στην καθημερινότητα των κατοίκων αυτής της πόλης.
Πιστεύετε ότι γκρεμίζοντας μπορούμε να αποκαταστήσουμε την τάξη σε μια πόλη;
Δεν νομίζω ότι καλούμαστε τόσο να γκρεμίσουμε όσο να βρούμε νέους τρόπους να χτίσουμε κτίσματα που θα έχουν αντίκτυπο στο επόμενο ή διπλανό κτίσμα, θα μπορούν, δηλαδή, να επηρεάσουν και αυτά που θα γίνουν αργότερα. Δεν είναι άλλωστε εύκολο πράγμα να γκρεμίσεις μια πόλη και να αρχίσεις να χτίζεις πάλι από την αρχή. Το θέμα είναι να προσέχουμε το κάθε επόμενο βήμα μας. Αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το πώς τοποθετείς τα διαδοχικά επίπεδα της πολεοδομικής ανάπτυξης.
Ποιος είναι ο ρόλος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, να δημιουργήσει τα σύγχρονα μνημεία;
Όχι, δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με μνημεία, αλλά με τη δημιουργία προγραμμάτων και σχεδιασμό του πώς θα μπορέσουν να φανούν χρήσιμα στο μέλλον. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική θα πρέπει να έχει στόχο τη δημιουργία κτηρίων που από μόνα τους θα μπορούν να μας υποδείξουν ποιος είναι ο πιο σωστός τρόπος να τα χρησιμοποιήσουμε. Κάποια απ’ αυτά σαφώς μπορεί να έχουν τη δομή ενός μνημείου, μπορεί όμως και όχι.
Τι μας κάνει να χαρακτηρίζουμε κάτι μνημείο;
Για μένα το μνημείο έχει περισσότερο αρνητική αξία. Εσείς μάλλον αναφέρεστε σε κτήρια ορόσημα, σε κτήρια που έχουν φτιαχτεί για να τραβούν την προσοχή. Είναι πολλές οι πτυχές, γι’ αυτό και εξαρτάται πάντα από την περίπτωση. Για παράδειγμα, ένα μνημείο θα μπορούσε να είναι και πολύ ταπεινό. Εξαρτάται από το πού επιλέγουμε να το τοποθετήσουμε. Υπάρχουν πολλές πόλεις στις οποίες χτίζονται κτήρια που αποπνέουν μια… –πώς να το πούμε;– μια υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και πολύ συχνά ο στόχος είναι τα καινούργια κτίσματα να είναι κτήρια ορόσημα, που θα είναι αναγνωρίσιμα και στο εξωτερικό. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο. Είναι ίσως από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε. Πολλές πόλεις θα ήθελαν να γίνονται αναγνωρίσιμες μέσα από τα κτήριά τους, κάτι που κατά τη γνώμη μου αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για τους αρχιτέκτονες. Διότι, αν καταφέρεις να κάνεις κάτι τέτοιο, έχεις μεγαλύτερη ζήτηση ως αρχιτέκτονας. Την προηγούμενη βδομάδα ήμουν στο Μπιλμπάο – έχω αναλάβει εκεί μια δουλειά η οποία δεν αφορά απλώς ένα κτήριο. Πρόκειται για τη βασική πολεοδομική ανάπτυξη μιας περιοχής η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην πόλη. Αυτό που κάνουν τώρα στο Μπιλμπάο, και το οποίο μάλλον ξεκίνησε από την εποχή που χτιζόταν το Γκούγκενχαϊμ, είναι να δουλεύουν παράλληλα πολλά προγράμματα θεωρώντας ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην υποδομή. Πρόκειται για ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα το οποίο, παρ’ όλο που είναι τεράστιο, δεν αφορά –επαναλαμβάνω– μόνο ένα κτήριο. Περιλαμβάνει πολλά καινούργια κτήρια. Άρα, η φιλοδοξία σήμερα έχει μετατεθεί από τη δημιουργία μόνο ενός κτηρίου στην υλοποίηση ολόκληρων προγραμμάτων, τα οποία φυσικά δεν αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μόνο ένας αρχιτέκτονας. Πρέπει λοιπόν να σκεφτείς ξανά πώς θα ανοικοδομήσεις όλη την πόλη. Στην προκειμένη περίπτωση είχαμε να κάνουμε με ένα λιμάνι με κυρίαρχα στοιχεία τις μονάδες παραγωγής για ατσάλι και σίδερο. Ήταν κυρίως βιομηχανική. Προσπαθώντας να αλλάξεις μια τέτοια χρήση θα πρέπει να σκεφτείς με ποιον τρόπο θα αξιοποιήσεις τα ήδη υπάρχοντα κτήρια, τι είδους υποδομή θα δημιουργήσεις, ποια θα είναι η κλίμακα των κτηρίων, αν θα είναι πυκνοκατοικημένα, αραιοκατοικημένα κ.ο.κ. Όλα αυτά δημιουργούν τρομερό αντίκτυπο στον περιβάλλοντα χώρο. Άλλες δραστηριότητες επιτρέπουν οι μικροί δρόμοι και άλλες οι μεγάλοι δρόμοι και οι λεωφόροι. Όλα αυτά είναι θέματα τα οποία θα πρέπει κανείς να συζητήσει προτού προχωρήσει στην υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου. Διότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι φιλοδοξίες δεν εστιάζονται σε ένα κτήριο μόνο. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Μπιλμπάο είναι ότι ένα κτήριο κατάφερε να λειτουργήσει σαν πόλος έλξης της παγκόσμιας προσοχής. Το όλο σχέδιο όμως δεν περιλάμβανε μόνο το συγκεκριμένο κτήριο αλλά και όπερα, μουσεία, κατοικίες, κτήρια τα οποία έπρεπε να ανεγερθούν στη θέση όλων αυτών που παλιότερα ήταν οι βιομηχανικές ζώνες και χαρακτήριζαν αυτήν την πόλη. Νομίζω ότι αυτή η μετάβαση από τη βιομηχανία στον πολιτισμό είναι κάτι που αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για κάτι πολύ ενδιαφέρον, που το συναντά κανείς σε πολλές πόλεις. Το να ξεκινάς από ένα κτήριο και με αφορμή αυτό να λαμβάνεις υπόψη πολλά ακόμη πράγματα όπως, για παράδειγμα, θέματα που άπτονται της παιδείας – τι είδους σχολεία χρειάζεσαι, τι είδους πανεπιστήμια, κολέγια κ.ο.κ.–, για μένα αυτό είναι που έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Υπάρχουν τόσα πολλά projects τα οποία, αν πάψουν να υλοποιούνται μόνο από εργολάβους και περάσουν στα χέρια ικανών αρχιτεκτόνων, μπορούν να αλλάξουν όλη τη φυσιογνωμία μιας πόλης. Η Βαρκελώνη είναι άλλο ένα παράδειγμα πόλης η οποία, όταν ανέλαβε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν σταμάτησε όλες τις άλλες πολιτιστικές δραστηριότητές της. Τίποτε δεν αφέθηκε στην τύχη του. Προνόησαν ακόμη και για τα παγκάκια στους δρόμους. Για μένα αυτό θα ’πρεπε να γίνεται σε όλες τις πόλεις.
Θα πρέπει βεβαίως να ομολογήσουμε ότι μεμονωμένα κτήρια μπορούν να λειτουργήσουν ως πετυχημένες αφορμές για να συμβούν στην πράξη όλα αυτά που περιγράφετε.
Μα γι’ αυτό λέω ότι οι Ολυμπιακοί ήταν καλή αφετηρία. Εντάξει, μπορεί τα πράγματα να μην έγιναν τέλεια αλλά, για παράδειγμα, τώρα στην Αθήνα μπορείτε να εκμεταλλευθείτε αυτήν την ευκαιρία για να μελετήσετε καλύτερα την επόμενη πολεοδομική «επένδυσή» σας. Φέτος το καλοκαίρι έτυχε να είμαι στην Ελλάδα την εποχή που γίνονταν οι δοκιμές στην κωπηλασία. Είδα αυτές τις τεράστιες σε μήκος τεχνητές λίμνες που δημιούργησαν και στις οποίες ανακάλυψαν μετά ότι φυσούσε πάρα πολύ για τη διεξαγωγή των αγώνων. Είναι γελοίο. Γι’ αυτό λέω ότι θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι. Δυστυχώς ή ευτυχώς, καλούμαστε να λάβουμε υπόψη μας πράγματα που δεν αφορούν μόνο τη γειτονιά μας, πράγματα που έχουν να κάνουν με την καλύτερη ποιότητα ζωής και την ευημερία, πράγματα που θα κάνουν τους ανθρώπους να αισθανθούν καλύτερα ακόμη και στον εργασιακό τους χώρο. Αυτό που κυρίως η Βόρεια Ευρώπη δεν είναι σε θέση να καταλάβει και το οποίο στην περίπτωση κάνει τη διαφορά στις χώρες της Μεσογείου είναι ότι εδώ ζούμε μια σχετικά καλή ζωή, ο καιρός είναι καλός… Το μόνο που μένει είναι να προσέξουμε λίγο τους κατοίκους των χωρών που ζουν σε αυτήν την περιοχή. Μακάρι η αρχιτεκτονική να μπορεί με κάποιο τρόπο να βοηθήσει στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της. Το θέμα δεν είναι η ικανοποίηση που νιώθει κανείς όταν έχει χτίσει ένα σπουδαίο κτήριο, αλλά το να μπορούν να το απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι.
Αν αυτός είναι ο ρόλος της αρχιτεκτονικής, τότε σε τι διαφέρει από την τέχνη; Αυτό δεν κάνει και η τέχνη;
Νομίζω ότι η αρχιτεκτονική μεταφέρει ένα πιο ισχυρό μήνυμα από την τέχνη. Σαφώς και οι δύο είναι πάρα πολύ σημαντικές. Η βασική διαφορά της τέχνης από την αρχιτεκτονική είναι ότι εκεί μπορεί να δημιουργήσεις ένα πάρα πολύ ωραίο έργο, το οποίο θα πρέπει να περιμένεις να βρεθεί πελάτης για να το αγοράσει. Αν όμως δεν θέλεις να το πουλήσεις, μπορείς και να μην το πουλήσεις. Στην αρχιτεκτονική ό,τι κάνεις δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου. Μετά, η αρχιτεκτονική, όπως και η τέχνη, μεταφέρει ένα μήνυμα που αφορά όλη την κοινωνία. Υπό σχεδόν ιδανικές συνθήκες πιστεύω ότι πολιτικοί, οικονομολόγοι, ποιητές, συγγραφείς, αρχιτέκτονες, όλοι συμβάλλουν, ο καθένας με τον τρόπο του, στο να ζούμε μια καλύτερη ζωή σε ένα καλύτερο περιβάλλον. Πιστεύω ότι σε όλα αυτά τα μανιφέστα, στο πλαίσιο της ιδεολογίας που κυριαρχούσε στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι άνθρωποι δεν είπαν «ας φτιάξουμε κτήρια από γυαλί» επειδή ξαφνικά άρχισε να τους αρέσει το γυαλί. Απλώς εκείνο το διάστημα είχαν αρχίσει να τους απασχολούν οι σκοτεινοί χώροι, ξαφνικά το θέμα φωτισμός άρχισε να αποκτά σημαντικές διαστάσεις… Έτσι είναι… Όλα τα πράγματα αλλάζουν όταν έρθει η ώρα τους να αλλάξουν. Άρχισαν λοιπόν να επενδύονται χρήματα για να μπορέσει αυτή η νέα ιδέα του γυαλιού ως δομικού υλικού να εφαρμοστεί σε σχολικές αίθουσες, σε πανεπιστημιουπόλεις, σιγά σιγά ακόμη και σε σπίτια. Ειδικά την περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που στην Ευρώπη υπήρχαν πολλά κατεστραμμένα κτήρια, υπήρχε άπλετο πεδίο εφαρμογής των νέων αυτών ιδεών. Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς. Σήμερα καλούμαστε να επανεξετάσουμε όλες αυτές τις αξίες, με τη μόνη διαφορά ότι θα πρέπει να υπάρξουν η ίδια φιλοδοξία, ο προγραμματισμός και η συνεργασία μεταξύ των πολιτικών, δηλαδή των πολιτειών, όλων αυτών οι οποίοι έχουν αναλάβει τον προγραμματισμό, και των αρχιτεκτόνων, προκειμένου να δημιουργηθούν καλά κτήρια.
Απόσπασμα από το βιβλίο Zaha Hadid — Συνομιλία με τον Θανάση Λάλα