Το μυθιστόρημα Δεν γίνονται αυτά εδώ, η εποχή του Σίνκλερ Λιούις και η δική μας.
Tου Μάικλ Μάγιερ*. Μετάφραση Νίκος Α. Μάντης.
Ο Σίνκλερ Λιούις απόλαυσε μια εξαιρετική καριέρα στη δεκαετία του 1920, περιγράφοντας και σατιρίζοντας ό,τι θεωρούσε μετριότητα, υλισμό, διαφθορά και υποκρισία στη μεσαία τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα πέντε κύρια μυθιστορήματά του εκείνης της περιόδου –Main Street (1920), Babbit (1922), Arrowsmith (1925), Elmer Gantry (1927) και Dodsworth (1929)– σημείωναν μεγάλες πωλήσεις γιατί όρθωναν έναν καθρέφτη μπροστά στον επαρχιωτισμό και την οπισθοδρόμηση του καιρού τους. Αρκετοί Αμερικανοί μόρφαζαν με την απεικόνιση των ειδώλων τους μέσα σε αυτά τα βιβλία, ωστόσο τα αγόραζαν με ανυπομονησία, καθώς, μολονότι αντιδρούσαν με την αναπαράσταση των μεσοαστικών ζωών τους, εντέλει τούς ήταν βολικά, αν και ελαφρώς υπεροπτικά, ευκολοδιάβαστα πάντως στο πλαίσιο της οικονομικής ασφάλειας της εποχής.
Έπειτα όμως από το Κραχ του 1929, δεν είχε απομείνει και πολλή από τη μεσαία τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’20. Αρκετοί από τους πρώην ευκατάστατους, αξιοπρεπείς επαγγελματίες βρέθηκαν να περιμένουν σε ουρές για ψωμί, για σούπα και επιδόματα της Πρόνοιας. «Η κανονικότητα», μια λέξη-κλειδί της δεκαετίας του ’20 που λειτουργούσε ως συνώνυμο της ασφάλειας, έδωσε τη θέση της στην «τρεμούλα», καθώς οι χρεοκοπημένες επιχειρήσεις απέλυαν εκατομμύρια εργαζόμενους, οι οποίοι περιπλανιούνταν στην ύπαιθρο όπως η σκόνη της Οκλαχόμα. Το δημοφιλές και αισιόδοξο τραγούδι της δεκαετίας του ’20 «Ωραία δεν περνάμε;» άλλαξε και έγινε το «Αδελφέ έχεις μια δεκάρα;» κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Παρόλο που ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ στην ομιλία της ορκωμοσίας του το 1933 υποσχέθηκε τη «Νέα Συμφωνία» (New Deal), έβαλε ωστόσο τους συμπατριώτες του στο κλίμα, χρησιμοποιώντας γκρίζους τόνους:
Οι τιμές συρρικνώθηκαν σε ανεπανάληπτα επίπεδα∙ οι φόροι αυξήθηκαν∙ η ικανότητά μας να πληρώνουμε έχει πέσει∙ η διακυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα αντιμετωπίζει σοβαρές περικοπές σε πόρους∙ το συνάλλαγμα έχει παγώσει∙ τα μαραμένα φύλλα της βιομηχανικής δραστηριότητας κείτονται στις άκρες του δρόμου∙ οι αγρότες δεν βρίσκουν αγορές για τα προϊόντα τους∙ οι αποταμιεύσεις ετών για χιλιάδες νοικοκυριά έχουν εξαφανιστεί.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η μεσαία τάξη δεν ενδιαφερόταν πια να είναι ο πελάτης ούτε των τραπεζών ούτε και της σάτιρας. Ο Λιούις έπρεπε να βρει καινούργια θέματα.
Δεδομένου του θυελλώδους οικονομικού και πολιτικού κλίματος των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’30, ο Λιούις είχε αρκετά άλλα θέματα που ήταν πιο επίκαιρα από την ανηθικότητα και την ανοησία της μεσαίας τάξης. Ανακάλυψε μια ετοιμοπαράδοτη υπόθεση στο ανήσυχο υπόγειο ρεύμα που συνόδευε την άστατη πολιτική κατάσταση εκείνης της περιόδου. Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ευρώπη αλλά και την ανησυχητική δημοφιλία μιας ποικιλίας δημαγωγών τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες, επικρατούσε ένας ευρέως διαδεδομένος φόβος ότι η χώρα θα μπορούσε να υποκύψει σε μια φασιστική δικτατορία. Ο Λιούις έβαλε αυτούς τους φόβους στο επίκεντρο του μυθιστορήματος Δεν γίνονται αυτά εδώ.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1935, δίνοντας μορφή στις αόριστες ανησυχίες που κατέτρωγαν τους πολίτες για αρκετά χρόνια, καθώς η χώρα παράδερνε στην οικονομική αβεβαιότητα αναζητώντας λύσεις. Ο Λιούις ήταν βαθιά εξοικειωμένος με τούτες τις αναζητήσεις, μιας και η δημοσιογράφος Ντόροθι Τόμπσον, η δεύτερή του γυναίκα, είχε πάρει συνέντευξη από τον Χίτλερ ως ανταποκρίτρια στο Βερολίνο και είχε γράψει μια σειρά από άρθρα μεταξύ του 1931 και του 1935, προειδοποιώντας τους Αμερικανούς για τη συστηματική προπαγάνδα των ναζί, η οποία απέκρυπτε τις μοχθηρές διώξεις εναντίον των Εβραίων και τον αυξανόμενο αριθμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης που είχαν σχεδιαστεί για τον αφανισμό τους. Επιπλέον των όσων είχε ακούσει στο οικογενειακό του τραπέζι, ο Λιούις ενημερωνόταν συστηματικά από αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες, από τα περιοδικά και τα βιβλία. Τον Σεπτέμβριο του 1934, για παράδειγμα, η επιθεώρηση The Modern Monthly παρουσίασε ένα συμπόσιο υπό τον τίτλο «Θα έρθει ο φασισμός στην Αμερική;» με τη συμμετοχή κορυφαίων διανοουμένων όπως ο Θίοντορ Ντράιζερ, ο Νόρμαν Τόμας, ο Τσαρλς Α. Μπίαρντ, και ο Γουάλντο Φρανκ, οι οποίοι συζήτησαν το θέμα, ενώ στις αρχές του 1935, το Nation δημοσίευσε μια σειρά άρθρων για τους «πρωτεργάτες του αμερικανικού φασισμού». Παρόλο που η φράση «Δεν γίνονται αυτά εδώ» αποδίδεται συχνά στον Λιούις, ο Χέρσελ Μπρίκελ υποστηρίζει στην κριτική του (North American Review, Δεκέμβριος 1935) ότι στην πραγματικότητα «το βιβλίο αντλεί τον τίτλο του από την τυπική αμερικάνικη αντίδραση σχετικά με την πιθανότητα να επιβληθεί δικτατορία σε τούτη τη χώρα» (μια γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο δείχνει ότι η φράση συνεχίζει να χρησιμοποιείται σε μια ευρεία γκάμα πολιτικών αναλύσεων για τις διάφορες μορφές τυραννίας που περιγράφει ο Λιούις). Απηχώντας τον Μπρίκελ, άλλος ένας κριτικός της εποχής, ο Μπέντζαμιν Στόλμπεργκ, παρατηρεί με ευστοχία ότι το μυθιστόρημα «έχει αντιγράψει με επιτυχία την κοινωνική μας ατμόσφαιρα» (Books, Οκτώβριος 1935). Η γνώμη του Λιούις, ωστόσο, είναι ότι αυτά γίνονται εδώ.
Η απειλή του φασισμού στην Αμερική προκάλεσε το ενδιαφέρον των αναγνωστών και το Δεν γίνονται αυτά εδώ έγινε γρήγορα εθνικό μπεστ σέλερ (περισσότερα από 320.000 αντίτυπα) και πλέον έχει ταυτιστεί με τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που ο Λιούις έχει υφάνει στον ιστό του μυθιστορήματος. Μολονότι οι συγκαιρινοί του Λιούις διψούσαν για τις απεικονίσεις της ζωής του 1930 από τις οποίες βρίθει το βιβλίο, οι αναγνώστες του εικοστού πρώτου αιώνα ίσως νιώσουν κάποιες στιγμές ζαλάδα από τον χρονικά εντοπισμένο χαρακτήρα του. Το μυθιστόρημα είναι ένα είδος καταλόγου των πολιτικών προσωπικοτήτων της Αμερικής του ’30, των γεγονότων και των κινημάτων τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια των προβληματισμών εκείνης της δεκαετίας. Πλήθη ιστορικών προσωπικοτήτων συνωστίζονται στο βιβλίο, όπως ο Χιούι Λονγκ, ο πατέρας Τσαρλς Κάφλιν, ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, ο Άπτον Σίνκλερ κ.ά. […] Αν και πολλά απ’ αυτά τα ονόματα είναι μάλλον άγνωστα στο σύγχρονο αναγνώστη, η πλοκή και οι χαρακτήρες του Λιούις δεν εξαρτώνται από τη γνώση της Ιστορίας, ώστε να κατανοηθούν και να εκτιμηθούν οι συγκρούσεις στο έργο του […] αλλά δεν υπάρχει μεγάλη αμφιβολία για το πώς θέλει να σκεφτούμε ο Λιούις σε σχέση με αυτά.
Παρόλο που ο πρωταγωνιστής του Λιούις, ο Ντορέμους Τζέσαπ, είναι «ένας μετριοπαθής, μάλλον νωχελικός και κάπως συναισθηματικός φιλελεύθερος», ο οποίος αντιδρά σχετικά καθυστερημένα στην ανάδυση της αμερικανικής εκδοχής μιας φασιστικής δικτατορίας, ο Λιούις αντέδρασε γρήγορα και έντονα στις φασιστικές απειλές που εντόπιζε γύρω του. Έγραψε και διόρθωσε το μυθιστόρημα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, όταν παραθέριζε στο Βερμόντ, το καλοκαίρι του 1935. Η προετοιμασία του βιβλίου πήρε περισσότερο απ’ όσο η συγγραφή του∙ σιγόβραζε με αυτό το υλικό για αρκετά χρόνια, αναγνωρίζοντας με αυξανόμενη ταραχή τους κινδύνους που απειλούσαν τους δημοκρατικούς θεσμούς […] Παρά τους πολλούς κριτικούς που παρατήρησαν τη χαλαρή και μελοδραματική πλοκή […] πολλοί έκριναν ότι το βιβλίο αποτελούσε μια επίκαιρη προειδοποίηση και επιδοκίμασαν την προπαγανδιστική του αξία εναντίον του φασισμού. Ο Κλίφτον Φάντιμαν το ανακήρυξε «ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία που εκδόθηκαν ποτέ σε τούτη τη χώρα» (New Yorker, Οκτώβριος 1935) ένα βιβλίο που όλοι οι Αμερικανοί θα έπρεπε να διαβάσουν, ώστε να βοηθήσουν τη χώρα να σωθεί από επερχόμενες πολιτικές αποτυχίες και δυνητικούς τυράννους.
Toν Μάρτιο του 1935, δύο μήνες προτού ο Σίνκλερ Λιούις ξεκινήσει να γράφει το Δεν γίνονται αυτά εδώ, ο Γουόλτερ Λίπμαν διαμαρτυρόταν σε ένα δημοφιλές περιοδικό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν «εισέλθει σε μια περίοδο αποθάρρυνσης… Η Πολυάννα σιωπά και η Κασσάνδρα είναι αυτή που μιλάει». Υπήρχαν πολλά που θα μπορούσε να πει η Κασσάνδρα: η εφαρμογή της «Νέας Συμφωνίας» (New Deal) έδειχνε απελπιστικά τελματωμένη και τα έντονα κηρύγματα λαϊκών ηγετών όπως ο Χιούι Λονγκ και ο πατέρας Κάφλιν έμοιαζαν να αγγίζουν περισσότερο απ’ ό,τι ο πρόεδρος της χώρας τους φτωχούς, τους εκτοπισμένους, τους απογοητευμένους και τους οργισμένους. Κανείς, ούτε ο λαϊκιστής Χιούι Λονγκ ούτε οι ιεροκήρυκες του ραδιοφώνου ένιωθαν την ανάγκη να συνοδέψουν τις προτάσεις τους με ρεαλιστικές ιδέες ή συνεκτικά προγράμματα. Οι άμεσες λύσεις ήταν πολύ σημαντικές για να επιβαρυνθούν με λεπτομέρειες και μπελαλίδικα γεγονότα· ήταν αρκετό για τον Χιούι Λονγκ να ανακοινώσει τη θέσπιση ενός «επιδόματος νοικοκυριού» 5.000 δολαρίων μαζί με ένα ετήσιο ποσό τουλάχιστον 2.000 δολαρίων για κάθε αμερικανική οικογένεια. Ο συγκεκριμένος πολιτικός, ο λαοπρόβλητος κυβερνήτης της Λουιζιάνα, ήταν πολύ γενναιόδωρος σε προτάσεις αλλά περιέργως φειδωλός στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων: «Ποιος νοιάζεται», έλεγε, «ποιες θα είναι οι συνέπειες αν ακολουθήσουμε τις εντολές του Κυρίου ή των πρώτων εποίκων, του Τζέφερσον, του Γουέμπστερ και του Λίνκολν; Εκείνος που θα πέσει σε τούτη τη μάχη θα αποκτήσει την ακτινοβολία του μέλλοντος».
Οι φιλελεύθεροι που ανησυχούσαν για τις πιθανές συνέπειες που θα συνόδευαν τον Γενναίο Νέο Κόσμο ήταν ιδιαζόντως φοβισμένοι, δεδομένου ότι ο Παλαιός Κόσμος είχε γεννήσει τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Ο φασισμός γινόταν της μόδας, ένα γεγονός που επιβεβαίωναν οι φαιοχίτωνες, οι μελανοχίτωνες, οι λευκοχίτωνες και οι αργυροχίτωνες –μαζί με τις ασορτί αρβύλες– που είχαν βγει απ’ τις ντουλάπες σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Τον Οκτώβριο του 1935, τον μήνα που εκδόθηκε το Δεν γίνονται αυτά εδώ, ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ συνόψισε το πρόβλημα με μια δήλωση που ενθουσίασε τους παρασκευαστές χιτώνων αλλά τρομοκράτησε τους φιλελεύθερους. Συμβούλεψε τους συμπολίτες του: «Όταν ακούτε έναν διακεκριμένο Αμερικανό να αποκαλείται ‘‘φασίστας’’, μπορείτε να συμπεράνετε άφοβα ότι είναι ένας ΝΟΜΟΤΑΓΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΣΜΟ».
Ο Λιούις μετατρέπει τούτη τη συμβουλή σε προειδοποίηση στο βιβλίο του, δείχνοντας πώς οι Αμερικανοί εκλέγουν για πρόεδρο τον Μπερζέλιους Γουίντριπ, μια λαϊκή εκδοχή της Νέας Αγγλίας για τον δεσποτικό Λονγκ, ο οποίος εγκαθιδρύει ένα φασιστικό καθεστώς καταπίεσης, τρόμου, και απολυταρχίας – όλα επενδυμένα με κόκκινα, λευκά και μπλε σημαιάκια. Επικαλούμενος τις υψηλότερες πατριωτικές αρχές, ο Γουίντριπ κρύβει τον φασισμό του κάτω από τα ιστορικά λάθη της Πολιτείας (Republic): η Γκεστάπο του είναι οι Minute Men. Ο Λιούις προβαίνει σε μια φριχτή προβολή του άμεσου μέλλοντος –η ιστορία αρχίζει το 1936 και τελειώνει το 1939– δημιουργώντας μυθοπλαστικά ισοδύναμα των φόβων που είχαν οι φιλελεύθεροι στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Μολονότι ο Λιούις κοιτάζει στο μέλλον για την πραγματοποίηση εκείνου που οι φιλελεύθεροι φοβούνταν ότι μπορούσε να συμβεί, στρέφεται στο παρελθόν για να βρει το αντίδοτο μιας δηλητηριασμένης Αμερικής. Για να καταπολεμήσει την απατηλή χρήση του παρελθόντος εκ μέρους του Γουίντριπ, το οποίο επιστρατεύεται για να μολύνει το παρόν, ο Λιούις αντλεί από μια εθνική κληρονομιά ατομικών και δημοκρατικών αξιών, ώστε να απελευθερώσει τη χώρα από τον φασισμό που έχει μασκαρευτεί με τη στολή του πατριωτισμού.
Υπάρχει μια ευδιάκριτη νοσταλγική ποιότητα στον ήρωα του Λιούις, τον Ντορέμους Τζέσαπ, γεννημένο το 1876, τον ανεξάρτητο, φιλελεύθερο αρχισυντάκτη απ’ το Βερμόντ, ο οποίος αντιστέκεται στο μοχθηρό καθεστώς του Γουίντριπ. Ο Λιούις τον παρουσιάζει με υπερηφάνεια ως έναν ατομικιστή του δέκατου ένατου αιώνα, παρά σαν ένα αυτόματο του εικοστού. Έχει γενάκι, το οποίο οι αντίπαλοί του υποστηρίζουν ότι τον κάνει να δείχνει «ψηλομύτης», «διαφορετικός», και «καλλιτεχνίζων», αντί ένας ακόμα από τους πολλούς. Τα διαβάσματά του επιβεβαιώνουν τις υποψίες για το μούσι του· είναι συνδρομητής, ανάμεσα σε άλλα, στο Congressional Report, στο New Yorker, στο Time, στο Nation, στο New Republic, και στο New Masses. Μολονότι ο Τζέσαπ είναι περισσότερο ευφραδής και φιλελεύθερος από τους περισσότερους πρωταγωνιστές του Λιούις, αντιμετωπίζει τα ίδια περίπου φαινόμενα, ίσως σε ακόμα πιο ακραία μορφή, τα οποία μονίμως θέτουν εμπόδια στους πρωταγωνιστές των βιβλίων του Λιούις. Σε διάφορα σημεία του βιβλίου ο Λιούις χρησιμοποιεί τον Τζέσαπ για να σατιρίσει υπαρκτά πρόσωπα και πολιτικές καταστάσεις, τις δωροδοκίες, τους γκάνγκστερ του Σικάγου, την ποτοαπαγόρευση, τα λυντσαρίσματα, τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό, τον μιλιταρισμό, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα βασανιστήρια και τις πολιτικές δολοφονίες. Οι διακηρυγμένες αρχές του Τζέσαπ δεν είναι ουσιαστικά διαφορετικές από εκείνες μερικών άλλων χαρακτήρων του Λιούις. Είτε είναι οι αόριστες απογοητεύσεις που βασανίζουν τον Τζορτζ Ε. Μπάμπιτ, οι ανεδαφικές διαθέσεις σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που σιγοβράζουν μέσα στην Κάρολ Κένικοτ ή η γραμμική, αν και αβέβαιη, αποφασιστικότητα ενός Μάρτιν Άροουσμιθ, οι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες του Λιούις επιθυμούν, όπως το διατυπώνει η Κάρολ Κένικοτ στο μυθιστόρημα Main Street, «μια πιο συνειδητή ζωή, [γιατί] έχουμε κουραστεί να βλέπουμε μονάχα λίγους να καταφέρνουν να ζήσουν σαν ξεχωριστά άτομα». Ο Λιούις ξεκάθαρα θαύμαζε και ταυτιζόταν με τον Τζέσαπ – τόσο πολύ που έπαιξε και ο ίδιος τον ρόλο του Τζέσαπ σε μια θεατρική διασκευή του από τον θίασο South Shore Players στο Κόχασετ της Μασαχουσέτης, μια από τις πολλές θεατρικές παραγωγές του μυθιστορήματος που πραγματοποιήθηκαν λόγω της δημοφιλίας του βιβλίου.
Ο Τζέσαπ είναι ένας ιντιβιντουαλιστής του δέκατου ένατου αιώνα που προσγειώθηκε στην Ιστορία· προσγειώθηκε σε έναν κόσμο στον οποίο η συμμαχία του με τις εξέχουσες αμερικάνικες αρχές όπως η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία τον φέρνουν στη θέση ενός πολιτικού αμφισβητία. Αναθυμούμενος τα επιτεύγματα ανθρώπων όπως ο Θαντέους Στίβενς και ο Στίβεν Α. Ντάγκλας, τους συγκρίνει με αυτό που αποκαλεί τους «νερόβραστους νεαρούς τού σήμερα», και αναρωτιέται φωναχτά:
Να γεννιούνται ακόμα τέτοιοι στη Νέα Αγγλία; –Οπουδήποτε στην Αμερική;– Οπουδήποτε στον κόσμο; Εκείνοι είχανε κότσια. Ανεξαρτησία. Έκαναν αυτό που ήθελαν και σκέφτονταν όπως επιθυμούσαν, κι ας πήγαιναν οι άλλοι στο διάβολο.
Ο Τζέσαπ προσυπογράφει αυτές τις αξίες, και παρόλο που είναι σιωπηρά ανατρεπτικές σε μια πολιτικά καταπιεστική ατμόσφαιρα, ο Λιούις τον περιγράφει ως κάποιον με αρκετή αυτογνωσία, ώστε να θεωρήσει τον εαυτό του αριστερό ριζοσπάστη· αντιθέτως, είναι ένας επίμονος φιλελεύθερος που βασικά επιθυμεί να τον αφήσουν ήσυχο να απολαύσει την επαρχιώτικη ζωή του και τη δουλειά του στην εφημερίδα του.
Ένα από τα λίγα ήρεμα και ευτυχισμένα επεισόδια στο μυθιστόρημα είναι εκείνη η συγκέντρωση της οικογένειας και των φίλων του Τζέσαπ στο πλαίσιο ενός εξοχικού πικνίκ όπου «δεν υπήρχε τίποτα μοντέρνο και νευρωτικό», γράφει ο Λιούις, «τίποτα που η γεύση του να θύμιζε τον Φρόιντ, τον Άντλερ, τον Μαρξ ή τον Μπέρτραντ Ράσελ ή κάποια άλλη θεότητα της δεκαετίας του ’30». Από την οπτική του σύνθετου, μηχανοποιημένου, εκμοντερνισμένου, ψυχολογικοποιημένου και ομογενοποιημένου κόσμου της δεκαετίας του ’30, ο Τζέσαπ αποζητά μια εποχή από καιρό χαμένη. Δεν υπάρχει επιστροφή στο παρελθόν, γεγονός που το καθιστά διπλά ελκυστικό και πιο σημαντικό για τον Τζέσαπ – ή για τον Λιούις. Κι ωστόσο η αίσθηση που έχει ο Τζέσαπ για το «κοινωνικό καθήκον» δεν του επιτρέπει να αγνοήσει το παρόν ούτε και να εγκαταλείψει το παρελθόν, μιας και το τελευταίο αποτελεί το μέσο διά του οποίου θα επιχειρήσει να αναμορφώσει το παρόν.
Το αίσθημα κοινωνικού καθήκοντος του Τζέσαπ επηρεάζεται από τον ατομισμό του. Δεν πιστεύει σε συλλογικούς τρόπους αναμόρφωσης γιατί τους θεωρεί απολυταρχικούς και δογματικούς και αντιτίθεται σε κάθε ομάδα που επιμένει ότι κατέχει την απόλυτη και οριστική λύση για τα κοινωνικά προβλήματα. Ούτε οι «φασίστες» ούτε οι «κομμουνιστές», οι «Αμερικάνοι συνταγματιστές», οι «μοναρχικοί», ούτε και οι «ιεροκήρυκες» κατέχουν τη μοναδική απάντηση, γιατί, σύμφωνα με τον Τζέσαπ, «Δεν υπάρχει Λύση! Ποτέ δεν θα υπάρξει κοινωνία κοντά στην τελειότητα!» Αντικατοπτρίζει τις αξίες του Λιούις όταν επιμένει ότι «όλες οι Ουτοπίες –η φάρμα Μπρουκ, το καταφύγιο του Ρόμπερτ Όουεν, ο Ελικώνας του Άπτον Σίνκλερ– [βρίσκουν] το αναμενόμενο τέλος τους μέσα σε σκάνδαλα, απάτες, φτώχια, ρυπαρότητα, απογοήτευση». Και όταν δεν καταλήγουν απευθείας στην αποτυχία, τέτοιες συλλογικές δραστηριότητες είναι επικίνδυνες για τους ατομιστές επειδή μπορούν να στραφούν στον φανατισμό και στη βία:
Μακάριοι όσοι δεν είναι ούτε πατριώτες ούτε ιδεαλιστές, που δεν αισθάνονται ότι πρέπει να πέσουν με τα μούτρα σε κάποιο σκοπό, να κάνουν οπωσδήποτε κάτι, μερικές φορές τόσο επείγον και κοσμοϊστορικό που όλοι οι αμφισβητίες πρέπει να εξαερωθούν, να βασανιστούν, να σφαγιαστούν! Ο παλιός καλός φόνος, από τότε που ο Κάιν έσφαξε τον Άβελ, υπήρξε πάντοτε η προτιμητέα μέθοδος για όλους τους ολιγάρχες και τους δικτάτορες, στο παρελθόν και στο μέλλον, ώστε να εξουδετερώνουν οποιαδήποτε αντίσταση!
Ο Τζέσαπ, όπως και ο Λιούις, απέχει από τον πολιτικό ακτιβισμό και πιστεύει ότι ένας άνθρωπος που κοιτάζει τη δουλειά του, αντί να επιμένει ότι μπορεί να σώσει τον κόσμο, είναι ένας πραγματικός ιδεαλιστής.
Η έλξη που ασκεί στον Λιούις αυτού του είδους ο ιντιβιντουαλισμός είναι έκδηλος σε μια κριτική που έγραψε για το Newsweek το 1937, για μια έκδοση του Γουόλντεν του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ακόμα έναν Γιάνκη που κοιτούσε τη δουλειά του (συνήθως). Ο Λιούις τής έδωσε τον τίτλο «Μονοπρόσωπη Επανάσταση», απευθυνόμενος ειδικά προς τις κολεκτιβιστικές μεταρρυθμίσεις εκείνης της δεκαετίας. Αυτή ήταν η πρώτη πρόταση του κειμένου:
Μια φορά κι έναν καιρό στην Αμερική υπήρχε ένας διανοούμενος που ξεκίνησε μια μονοπρόσωπη επανάσταση και στο τέλος νίκησε.
Δεν υπάρχει κάτι τόσο άμεσο και χαρούμενο όπως αυτό – σε σαράντα χρόνια γραφής. Για τον Λιούις, η επιτυχία του Θορώ έχει μια σχεδόν μυθική ποιότητα («Μια φορά κι έναν καιρό») και ο Λιούις τον ευγνωμονεί για την ιστορία, ταυτιζόμενος εμμέσως μαζί του. Στα συμφραζόμενα του τέλους της δεκαετίας του ’30, όταν η Αμερική δεχόταν απειλές από την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, ο Λιούις προτείνει τον Θορώ ως «υπέρτατο Ντούτσε», και ως απάντηση σ’ αυτές τις μορφές καταπίεσης και επιβολής. Ο Τζέσαπ μοιράζεται τούτη την εξόχως ανεξάρτητη οπτική αλλά ανακαλύπτει ότι, καθώς οι συνθήκες ολοένα και χειροτερεύουν, και τα μεμονωμένα άτομα γίνονται συχνοί στόχοι των τραμπούκων και των νταήδων του Γουίντριπ, θα πρέπει να πάρει μια θέση.
Μολονότι η οικογένεια και οι φίλοι του Τζέσαπ τον παρακινούν να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να μη δημοσιεύσει ένα κύριο άρθρο όπου θα καταδικάζονται τα αίσχη του καθεστώτος Γουίντριπ, η ερωμένη του, η Λορίντα Πάικ, μια ακτιβίστρια, τον υποστηρίζει. Όταν το άρθρο δημοσιεύεται, ο Τζέσαπ οδηγείται αμέσως στη φυλακή, όπου επανεξετάζει την προηγούμενη απόρριψη της βίας και αναρωτιέται κατά πόσον η δική του ευσυνειδησία και αξιοπρέπεια –δηλαδή, το να κοιτάζει τη δουλειά του– αποδείχθηκε ένας από τους κύριους λόγους για την επιτυχία του φασισμού στην Αμερική. Σκέφτεται ότι είναι οι Τζέσαπ του κόσμου ετούτου, «αυτοί που επέτρεψαν στους δημαγωγούς να τρυπώσουν στη ζωή μας, χωρίς καμία αντίσταση».
Παρά τις σκέψεις αυτές ο Τζέσαπ είναι αξιοσημείωτα επιφυλακτικός να προχωρήσει σε ακραία δράση. Έχει ανατραφεί, ώστε να τιμάει τους υπέρμαχους της κατάργησης της δουλείας όπως ο Γουέντελ Φίλιπς και η Χάριετ Μπίτσερ Στόου, ωστόσο «ο πατέρας του θεωρούσε τον Τζον Μπράουν τρελό και επικίνδυνο». Οι φιλελεύθερες ρίζες του Τζέσαπ τον τοποθετούν σταθερά σε μια σχετικά παθητική και πασιφιστική πολιτική παράδοση. Ακόμα και από τη στιγμή που ο γαμπρός του εκτελείται και ο Τζέσαπ ακούει για φρικαλέες θηριωδίες όπως μαζικές εκτελέσεις και στρατόπεδα συγκέντρωσης, συμφωνεί απρόθυμα να καταφύγει στον Καναδά όπου και πάλι στρέφονται οι Αμερικανοί για να γλιτώσουν από τη σκλαβιά. Όμως η προσπάθειά του να αποδράσει μαζί με την οικογένειά του είναι ανεπιτυχής και επιστρέφει, μουρμουρίζοντας, «Τώρα καταλαβαίνω γιατί άνθρωποι όπως ο Τζον Μπράουν έγιναν παρανοϊκοί δολοφόνοι». Την επαύριο της αποτυχίας του να αποδράσει, επιστρέφει στο σπίτι του για να βρει τον γιο του να δικαιολογεί τους εμπρησμούς βιβλίων και τη βίαιη καταστολή των αντιφρονούντων. Ο Τζέσαπ εξοργίζεται από το σκεπτικό του γιου του, ότι «δεν μπορείς να φτιάξεις ομελέτα, αν δεν σπάσεις αβγά», και τον πετάει έξω. Έπειτα από αρκετή αναβλητικότητα και αποφάσεις που διακόπτονται από μη-αποφάσεις –ακριβώς οι στρατηγικές που ο Λιούις χρησιμοποιεί στην πλοκή και τους χαρακτήρες του Main Street, του Babbit και του Arrowsmith- ο Τζέσαπ εξωθείται στη δράση και εκδίδει τη Vermont Vigilance, ένα ανατρεπτικό και παράνομο έντυπο που ξεμπροστιάζει την εγκληματικότητα και τη διαφθορά του αμερικανικού κορπορατιστικού κράτους και του Πατριωτικού Κόμματος. Η χήρα κόρη του Τζέσαπ κρύβει με ενθουσιασμό τα έντυπα μέσα σε τεύχη του Reader’s Digest σε ένα φαρμακείο, ενώ η μικρότερη κόρη του υπηρετεί ως μυστική πράκτορας στο στρατόπεδο του εχθρού, αποκρούοντας ανάρμοστες προτάσεις.
Την 4η Ιουλίου 1938, με μια φριχτή καταιγίδα ως φόντο, οι Minute Men εισβάλλουν στο σπίτι του Τζέσαπ, το καταστρέφουν, και τον παίρνουν μακριά σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου σχεδόν τον σκοτώνουν στο ξύλο. Ως αποτέλεσμα των συνθηκών διαβίωσης στο στρατόπεδο, ο Τζέσαπ αναπτύσσει ένα είδος συντροφικότητας με τους υπόλοιπους κρατούμενους, και επίσης εκείνο που ο Λιούις περιγράφει ως ένα «φονικό μίσος προς τους καταπιεστές τους, έτσι που, αν και φιλειρηνικοί άνθρωποι όλοι τους, θα κρέμαγαν με χαρά έναν έναν τους Κόρπο, και τους κακούς και τους πιο ήπιους. Ο Ντορέμους καταλάβαινε πολύ καλύτερα τώρα τον Τζον Μπράουν». Η συντροφικότητα ωστόσο δεν σημαίνει ότι είναι πια έτοιμος να γίνει κομμουνιστής, εγκαταλείποντας τον ατομισμό του. «Αυτό που θέλω», λέει ο Τζέσαπ, «είναι μαζική δράση από μονάχα ένα μέλος, στην κορυφή ενός λόφου. Είμαι ένας μεγάλος οπτιμιστής… Ελπίζω ακόμα ότι μια μέρα η Αμερική θα μπορέσει να φτάσει την αξία ενός Κιτ Κάρσον». Τελικά ο Τζέσαπ δραπετεύει από το στρατόπεδο και πιάνει και πάλι δουλειά στην αντίσταση, αυτή τη φορά ως μυστικός πράκτορας στη Μινεσότα, συντονίζοντας επιδρομές εναντίον σε σταθμούς των Minute Men. Παρόλο που είναι μπλεγμένος σε μια οργανωμένη απάντηση στον φασισμό, παραμένει ιδεολογικά απόμακρος, κάνοντας ουσιαστικά μια επανάσταση του ενός ατόμου. Ο Τζέσαπ, γράφει ο Λιούις, «έβλεπε τώρα ότι έπρεπε να παραμείνει μονάχος, ένας ‘‘φιλελεύθερος’’ που λοιδωρούνταν από όλους τους πιο θορυβώδεις προφήτες λόγω της άρνησής του να συστρατευτεί με τα πιόνια της οποιασδήποτε πλευράς». Συμμετέχει στη λαϊκή επανάσταση ενάντια στο καθεστώς της Κόρπο, αλλά εκτιμά τους αγώνες που σχετίζονται περισσότερο με την ατομική παρά με τη συλλογική δράση: «Έχω πειστεί», επιμένει, «ότι όλα όσα έχουν αξία είναι επιτεύγματα των ελεύθερων, των φιλοπερίεργων, των κριτικών πνευμάτων, και ότι η διατήρηση ενός τέτοιου πνεύματος είναι πολύ πιο σημαντική από οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα».
Για πολλούς αναγνώστες στα τέλη της δεκαετίας του ’30 αυτή η επίκληση του δέκατου ένατου αιώνα των αρετών της αυτάρκειας φάνταζε ελκυστική, ωστόσο παρείχε μονάχα αμυδρές πολιτικές λύσεις σε πιεστικά πολιτικά προβλήματα. Η απάντηση του Λιούις στο ενδεχόμενο μιας φασιστικής δικτατορίας δεν πρότεινε ουσιαστικές θεραπείες∙ εντούτοις αυτό δεν αποτελούσε σφάλμα αλλά στρατηγική, γιατί ο Λιούις έγραφε ένα σατιρικό μυθιστόρημα και όχι ένα πενταετές πλάνο υπό τη μορφή πολιτικού προγράμματος. Αντί γι’ αυτό, αφύπνισε μια γενιά Αμερικανών σε σχέση με τους κινδύνους που τους περιτριγύριζαν. Πολλοί από τους αναγνώστες αναγνώρισαν ότι, μολονότι οι απαντήσεις που πρόσφερε στα προβλήματα της εποχής τους ήταν πρόχειρες, οι ερωτήσεις που ήγειρε σε σχέση με την ελευθερία και τη δικαιοσύνη παραμένουν διαρκείς. Πίστευε ότι η διαφωνία –ακόμα και μια ασταθής, εκκεντρική, παλιομοδίτικη εκδοχή της– δεν αποτελούσε προδοσία αλλά βρισκόταν στην καρδιά της αμερικανικής δημοκρατικής ιδιότητας. Βυθισμένοι στην πολυπλοκότητα και την ανασφάλεια της μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχής, οι Αμερικανοί όλων σχεδόν των πολιτικών πεποιθήσεων είναι πολύ πιθανό να βρουν ότι το Δεν γίνονται αυτά εδώ, αν και λογοτεχνικό παράγωγο της πολιτικής της δεκαετίας του ’30, αναδεικνύεται σε ένα αποκαλυπτικό και ενοχλητικό ανάγνωσμα.
*Ο κ. Μάικλ Μάγιερ είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος της Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Κονέκτικατ, με ειδίκευση στην αμερικανική λογοτεχνία του 19ου και του 20ου αιώνα.