του Νίκου Μάντη
Το βιβλίο αυτό είναι η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που όταν το έγραψε είχε δεν είχε κλείσει τα σαράντα. Είναι γεμάτο χιούμορ, ακόμα κι όταν περιγράφει καταστάσεις που κάποιες φορές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έως και τραγικές, και διαθέτει άφθονο αυτοσαρκασμό, μέχρι τα όρια του κανιβαλισμού, όπως φαίνεται και στο διαφημιστικό βιντεάκι του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας εμφανίζεται να ενσαρκώνει τον εαυτό του ―θυμίζοντας μια περσόνα κάπου ανάμεσα στον Μελ Μπρουκς και τον Γούντι Άλεν― για να αφηγηθεί ωστόσο μια ιστορία που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί τρανό παράδειγμα εκπλήρωσης του αμερικανικού ονείρου, πέρα και πάνω από τις συνεχείς δυσκολίες. Η πιο μεγάλη ιδιαιτερότητα όμως βρίσκεται στην πορεία και την προσωπικότητα του ίδιου του αυτοβιογραφούμενου, του Γκάρι Στάινγκαρτ.
Όπως ίσως θα έχετε πληροφορηθεί, ο Στάινγκαρτ αποτελεί δείγμα ενός σπανιότατου υβριδίου καταγωγής, εκείνου που θα μπορούσε να αποκληθεί και «Σοβιετοαμερικανός». Έφυγε, παιδί ακόμα, από τη χώρα που ήξερε ως μοναδική, ηρωική του πατρίδα, ξέχειλος από τη σοβιετική προπαγάνδα στην οποία είχε εμποτιστεί ήδη από το νηπιαγωγείο, για να προσγειωθεί ως πρόσφυγας στον καταναλωτικό παράδεισο της Αμερικής του ’80, βιώνοντας αλλεπάλληλες περιπέτειες κατά τη μακρόχρονη διαδικασία εγκλιματισμού του. Αφού γλίτωσε την καταπίεση και το κρύο του Λένινγκραντ ―πηγή, μεταξύ άλλων, και του σοβαρού άσθματος που θα τον καταδιώκει ως το κατώφλι της ενήλικης ζωής του― ο μικρός Ιγκόρ, που επρόκειτο σύντομα να μετονομαστεί σε Γκάρι, κινδύνεψε να πνιγεί από ένα κομμάτι λιπαρής αμερικάνικης πίτσας, «το πρώτο σοβιετικό παιδί που πεθαίνει από καπιταλιστική πίτσα», σύμφωνα με το φανταστικό μνημείο σοσιαλιστικού ρεαλισμού που θα ανεγειρόταν προς τιμήν του ―πλάι σε ήρωες όπως ο Γιούρι Γκαγκάριν ή οι ακάματοι εργάτες που αποπεράτωσαν τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο― στα Ηλύσια πεδία ενός παράδοξου σοβιετικού πανθέου. Και πάνω απ’ όλα, ο Γκάρι είχε να αναμετρηθεί μ’ έναν άλλο βραχνά, εκείνον της εβραϊκής ταυτότητάς του (ένα στοιχείο που αποτέλεσε το βασικό λόγο της φυγής της οικογένειας Στάινγκαρτ από την ΕΣΣΔ, αλλά και το μόνιμο βάσανο της ζωής του στις ΗΠΑ), υφιστάμενος τόσο τις εις βάρος του διακρίσεις, όσο και την εισαγωγή του στην αυστηρά θρησκευτική εκπαίδευση του εβραϊκού γυμνασίου όπου επέλεξαν να τον στείλουν οι γονείς του. Αγωνιζόταν καθημερινά να αποστηθίσει την Τορά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε ―τα αρχαία εβραϊκά― μεταφρασμένη σε μια άλλη γλώσσα που ούτε κι εκείνη καταλάβαινε, δηλαδή τα αγγλικά. Εμπειρίες που αποτέλεσαν τη βάση για να αναπτυχθούν δύο πράγματα στην προσωπικότητα του νεότευκτου Αμερικανοεβραίου, πρώην Σοβιετοεβραίου, Γκάρι: μια σειρά από επίμονες νευρώσεις, αλλά και ένα αναμφισβήτητο ταλέντο στο χιούμορ και στη γραφή.
Ως μεταφραστής λογοτεχνίας είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου διασκεδάζω τόσο κατά τη διαδικασία μεταφοράς ενός κειμένου στη γλώσσα μας, και στο συγκεκριμένο βιβλίο ήμουν μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, που αρκετές φορές ξεσπούσε σε γέλιο, ακόμα και σε χάχανο. Ο Στάινγκαρτ δεν ορρωδεί προ ουδενός στην προσπάθειά του να αντλήσει αστεία, και το μεγαλύτερο θύμα σ’ αυτή την προσπάθεια είναι η σοβαροφάνεια και ο αυτοσεβασμός του. Μαθαίνουμε τα πάντα για το παρελθόν του (ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε): από τις κρίσεις πανικού λίγο πριν από το μεγάλο ταξίδι στις ΗΠΑ (που κατέληξαν σε μια γενναία δόση άσθματος αλλά και σε μια άξαφνη δυσκοιλιότητα που κινδύνεψε να εκτροχιάσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο της οικογενειακής μετεγκατάστασης), μέχρι το τσαμπί με τις σάπιες μπανάνες που αποτέλεσαν το πρώτο, αμφιλεγόμενο λάφυρο από τα πλούσια ελέη της ζωής στη Δύση, κάπου σε μια υπαίθρια αγορά της Βιέννης. Αργότερα συμπάσχουμε με τα βάσανα της εφηβείας του: από το άγχος του λόγω της φτώχειας αλλά και της αδυναμίας του να συνεννοηθεί στα αγγλικά (που θα τον οδηγήσει να χάσει μια τάξη και την οποία θα αντιμετωπίσει μεταλλασσόμενος στον κλόουν του σχολείου), μέχρι το συνεχές μπούλινγκ από συμμαθητές και συνομήλικους, το βασανισμό του στους σχολικούς διαδρόμους, όπως επίσης ―και αυτό είναι ίσως το δράμα που αποτελεί την καρδιά του βιβλίου αλλά και την πηγή της προσπάθειας για εξιλέωση του ήρωα― και το ξύλο που τρώει σε τακτά χρονικά διαστήματα απ’ τον πατέρα του, τη βία που υφίσταται μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του, που θα τον κάνει να απορρίψει την οικογενειακή του ιστορία, πριν την αποδεχτεί ξανά, έπειτα από πολλά χρόνια, και συμφιλιωθεί τελικά με τον πατέρα του. Όταν πια θα τα έχει καταφέρει, σκαρφιζόμενος χίλιους τρόπους για να αποδεχτεί τον εαυτό του, ο Γκάρι θα κληθεί να αντιμετωπίσει την πρόκληση της ενηλικίωσης, που στην περίπτωσή του θα έχει τη μορφή ενός διπλού «δώρου-έκπληξη»: αφενός τη μακροχρόνια εξάρτησή του απ’ το ποτό και τις ουσίες, και αφετέρου το ολοένα αυξανόμενο δημιουργικό του αδιέξοδο, τη θέλησή του να γίνει συγγραφέας σε πείσμα της οικογένειάς του, που διατηρεί πιο παραδοσιακές φιλοδοξίες για κείνον, κάνοντας όνειρα να τον δει να αγορεύει ως δικηγόρος στις αίθουσες δικαστηρίων της νέας του πατρίδας. Ένας καινούριος φίλος ―σε θέση απρόσμενου ευεργέτη και από μηχανής θεού, κατά το πρότυπο των αφανών ευεργετών που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους στα μυθιστορήματα ενηλικίωσης του Ντίκενς― θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει και τα δύο αυτά εμπόδια.
Ως παιδί της ίδιας γενιάς και συνομήλικος σχεδόν του Στάινγκαρτ, ταυτίστηκα σε πολλά σημεία, όχι μόνο με τη γραφή του, αλλά και με την προσωπικότητά του την ίδια, και με την ανθρώπινη ιστορία που αφηγείται. Πρόκειται για μια μικρή βιογραφία της γενιάς μας, της πρώτης γενιάς που μεγάλωσε μέσα σε μια διεθνοποιημένη και εμπορευματοποιημένη κουλτούρα, στην οποία κυριαρχούσαν τα σίριαλ της αμερικανικής τηλεόρασης και οι ταινίες με τα ειδικά εφέ (δημιουργήματα του Σπίλμπεργκ και του Λούκας), τα βιντεοπαιχνίδια για ηλεκτρονικούς υπολογιστές και η προκατασκευασμένη μουσική του MTV. Σε όλα αυτά ο Γκάρι προσήλθε περίπου ως προσήλυτος, ως ταπεινός τρωγλοδύτης εκ Σοβιετίας προερχόμενος, που δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστεί τους Αμερικανούς συνομηλίκους του με τα ρούχα από δεύτερο χέρι που φορούσε ―προϊόντα φιλανθρωπίας γειτόνων και συμμαθητών― και τον καναπέ απ’ το σκουπιδότοπο, που κοσμούσε το μίζερο οικογενειακό του σαλόνι. Αυτή η αίσθηση μειονεξίας και αδυναμίας προσαρμογής στο φανταχτερό κόσμο των ΗΠΑ θα τον ακολουθεί σε όλη του σχεδόν την παιδική ηλικία, παράλληλα με την κρυφή υπερηφάνεια για την καταγωγή του από μια χώρα με μεγάλη, υπέρτερη παράδοση, στην οποία κυριαρχούσαν, με τη μορφή σαρακοφαγωμένων βιβλίων, κειμηλίων απ’ την παλιά ζωή της οικογένειας στο Λένινγκραντ, οι κρυφοί σύμμαχοι του μικρού Γκάρι: ο Τσέχοφ και ο Ντοστογιέφσκι, ο Πούσκιν και ο Τολστόι, ο Γκόγκολ και ο Τουργκένιεφ, συγγραφείς που θα τον συντροφεύουν την περίοδο της μοναξιάς του και θα του εμπνεύσουν το όνειρο της γραφής.
Η εξιστόρηση των εσωτερικών του συγκρούσεων τα χρόνια εκείνα, το μικρόβιο της συγγραφής που τον κατέτρωγε και η αναπόφευκτη διάψευση των προσδοκιών που έτρεφαν οι γονείς του για κείνον, μαζί με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα που κατέληγαν με αδιατάρακτη συνέπεια σε επικών διαστάσεων γκάφες και κωμικά ενσταντανέ γουντιαλενικής σύλληψης, αποτελούν το βασικό θεματικό καμβά του βιβλίου. Όλοι εμείς που έχουμε υπάρξει έφηβοι, ιδίως αγόρια με μεγάλες ανασφάλειες συνοδευόμενες από ακόμα μεγαλύτερες φιλοδοξίες, μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλά το νευρωτικό Γκάρι, ο οποίος λιγουρεύεται μελλοντικά Νόμπελ ανάμεσα σε κρουνούς σαμπάνιας και μια χορεία από αισθησιακές γκρούπι να εκδικούνται τη χρόνια ερωτική του ανυδρία. Και όλα αυτά τη στιγμή που τρώει απανωτές σφαλιάρες (τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), αρχίζοντας απ’ το βαρύ χέρι του πατέρα του και φτάνοντας ως την απόρριψη από γνωστούς και φίλους, την πρώτη μεγάλη ερωτική του απογοήτευση, αλλά και την αγωνία του για την τύχη του παρθενικού του μυθιστορήματος, που το έγραφε για σχεδόν δέκα χρόνια, αγωνία που συνοψίζει την προσπάθειά του να υπερβεί το δήθεν χαϊδευτικό, όσο και τέλεια σαρκαστικό χαρακτηρισμό που του είχε αποδώσει η σκληρή μάνα του: εκείνον της «Μικρής Αποτυχίας,» ή αλλιώς «Φέλιουρτσκα», σε άψογα ρωσοαγγλικά, ένα παρατσούκλι που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου.
Στο τέλος, εκτελώντας απανωτές ντρίμπλες και μπολσοϊκές πιρουέτες ανάμεσα στα εμπόδια, καταφέρνει να βγει σχεδόν αλώβητος, τριάντα πέντε και βάλε χρόνων πλέον, αγγίζοντας τον έρωτα και την επιτυχία, σε μια απαστράπτουσα εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, συγγραφέας με διεθνή αναγνώριση και παντρεμένος με μια διανοούμενη εξωτικής ομορφιάς, συνδυασμός που κάποτε θα ανήκε μόνο στην επικράτεια των φαντασιώσεών του. Το βιβλίο κλείνει με ένα οικογενειακό ταξίδι κάθαρσης και επιστροφής στα πάτρια εδάφη, στο Λένινγκραντ, που πλέον λέγεται Αγία Πετρούπολη και είναι σχεδόν αγνώριστο από την επέλαση του καπιταλισμού (επέλαση υπό τη μορφή αμέτρητων εστιατορίων ΜακΝτόναλντς), εκεί όπου ο Γκάρι μαζί με τους γονείς του θα αναζητήσουν τα ίχνη της οικογενειακής τους ιστορίας και ειδικά του παππού του, που σκοτώθηκε στην πολιορκία της πόλης από τα ναζιστικά στρατεύματα. Θα ψάξουν μάταια για το όνομά του, ανάμεσα σ’ εκείνα των πεσόντων, στο μνημείο που έχει ανεγερθεί κοντά στο πεδίο της μάχης. Η περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης θα οδηγήσει τον Γκάρι στην αποκάλυψη ενός φρικιαστικού μυστικού σε σχέση με τα νεανικά χρόνια του πατέρα του, το οποίο θα εξηγήσει εν μέρει τη βαναυσότητα που του έδειχνε, οδηγώντας το συγγραφέα στην κατανόηση των γονιών του, και τελικά στην πολυπόθητη συγχώρεση και τη συμφιλίωση με το παρελθόν του.
Αποτελεί επίτευγμα του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι ποτέ δεν ξεπέφτει ούτε στην απαρίθμηση βασάνων και δυσκολιών, κατά το πρότυπο των γνωστών (και ιδιαίτερα δημοφιλών στον αγγλοσαξονικό κόσμο) «misery memoirs», αλλά ούτε και στην καυχησιολογία ενός μετανάστη πρώτης γενιάς που «τα κατάφερε», που «έπιασε την καλή», επιβεβαιώνοντας τη στερεότυπη αμερικανική μυθολογία. Αντίθετα, ο Στάινγκαρτ αφηγείται τη ζωή του δίνοντας έμφαση στην ανθρωπιά και τη διαρκή υπαρξιακή αβεβαιότητα κάποιου που ψάχνει διαρκώς τον εαυτό του, σε πείσμα τόσο των δυσκολιών όσο και της επιτυχίας, αποφεύγοντας να απορρίψει μετά βδελυγμίας, όπως όλοι θα περίμεναν, το σοβιετικό παρελθόν του, αλλά και να δοξολογήσει, άνευ ουδεμίας αμφισβήτησης, το αμερικανικό παρόν του. Οδηγείται έτσι σ’ εκείνο που ήταν εξαρχής ο στόχος του: στη φιλοτέχνηση ενός πειστικού και άκρως συμπαθητικού ρεαλιστικού πορτρέτου, που εκτός των άλλων διαθέτει την ευπρόσδεκτη ικανότητα να μας κάνει να γελάμε. Προστίθεται, με αυτό τον τρόπο, στον κατάλογο με τους μεγάλους χιουμορίστες της εβραϊκής παράδοσης, στους συγγραφείς που μας έμαθαν να λοξοκοιτάμε τα δύσκολα και να τα αντιμετωπίζουμε με τη θυμοσοφία και την εγκαρτέρηση που απαιτεί μια ύπαρξη που αναπόδραστη μοίρα της είναι το τέλος (πέρα από τα κάθε λογής δεινά που για αιώνες αποτελούσαν την κοινή εβραϊκή μοίρα), που ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο Μπρούνο Σουλτς, ο Φίλιπ Ροθ και ο Σωλ Μπέλοου, ακόμα και ο σύγχρονός μας Ισραηλινός Έτγκαρ Κέρετ, που με τις αλληγορίες του διεκτραγωδεί τα βασανιστικά ευτράπελα της ζωής στο Ισραήλ.
Όσο καταφέρνουμε να γελάμε με την αποτυχία μας ―του Γκάρι Στάινγκαρτ αλλά και τη δική μας, μικρή ή και λιγότερο μικρή― υπάρχει ελπίδα. Το γέλιο της επιτυχίας είναι τις πιο πολλές φορές αυτάρεσκο και κενό, το γέλιο της αποτυχίας ωστόσο είναι έμπλεο αλήθειας και μιας πλάγιας ματιάς στον κόσμο, που δικαιώνει την ύπαρξή μας ως σκεπτόμενων ζώων σε τούτο τον παράδοξο, άνισο αγώνα που αποκαλείται ζωή. Μικρή Αποτυχία λοιπόν, για γέλια και για κλάματα, αλλά πάνω απ’ όλα ως ευφρόσυνη ανάσα σε μια εποχή και σ’ έναν κόσμο που όλα αυτά είναι όσο ποτέ αναγκαία.
*Το κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου, την Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016, στην αίθουσα εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου «Ιανός».