Ας ρίξει την πρώτη πέτρα όποιος δεν έχει ούτε μια κηλίδα μετανάστευσης να του λεκιάζει το γενεαλογικό δέντρο… Όπως και στο παραμύθι με τον κακό λύκο, που κατηγορούσε το αθώο προβατάκι που του θόλωνε το νερό στο ρυάκι όπου έπιναν κι οι δυο, αν δεν μετανάστευσες εσύ, μετανάστευσε ο πατέρας σου, κι αν ο πατέρας σου δεν χρειάστηκε ν’ αλλάξει τόπο, ήταν γιατί ο παππούς σου, πριν απ’ αυτόν, βρήκε ως μόνη λύση να πάει, με τα υπάρχοντα στους ώμους, να αναζητήσει το ψωμί που του αρνιόταν ο τόπος του. Πολλοί Πορτογάλοι πνίγηκαν στον ποταμό Μπιντασόα όταν, μέσα στη μαύρη νύχτα, προσπάθησαν να φτάσουν κολυμπώντας στην απέναντι όχθη, όπου λεγόταν πως άρχιζε ο παράδεισος της Γαλλίας. Εκατοντάδες χιλιάδες Πορτογάλοι αναγκάστηκαν να υποβληθούν, στην επονομαζόμενη καλλιεργημένη και πολιτισμένη Ευρώπη της άλλης πλευράς των Πυρηναίων, σε επονείδιστες εργασιακές συνθήκες και αναξιοπρεπείς μισθούς. Όσοι κατάφεραν να υπομείνουν τις γνωστές βιαιότητες και τις νέες στερήσεις, οι επιζήσαντες, αποπροσανατολισμένοι μέσα σε κοινωνίες που τους περιφρονούσαν και τους ταπείνωναν, χαμένοι σε γλώσσες που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, σιγά σιγά κατασκεύαζαν, με ηρωικές σχεδόν θυσίες και απάρνηση, νόμισμα το νόμισμα, σεντάβο το σεντάβο, το μέλλον των απογόνων τους. Μερικοί απ’ αυτούς τους άντρες, μερικές απ’ αυτές τις γυναίκες, δεν έχασαν ούτε θέλησαν να χάσουν τη μνήμη της εποχής όπου υπέφεραν όλες τις ταπεινώσεις της κακοπληρωμένης δουλειάς και όλες τις πίκρες της κοινωνικής απομόνωσης. Χάρη τούς χρωστούμε που κατάφεραν να διατηρήσουν το σεβασμό που όφειλαν στο παρελθόν τους. Πολλοί άλλοι, η πλειοψηφία, έκοψαν τις γέφυρες που τους συνέδεαν με εκείνες τις σκοτεινές ώρες, ντρέπονταν που είχαν υπάρξει αδαείς, φτωχοί, κάποιες φορές άθλιοι, συμπεριφέρονται εντέλει σαν γι’ αυτούς μια αξιοπρεπής ζωή να ξεκινά πραγματικά μόνο την ευτυχή εκείνη μέρα που μπορούν ν’ αγοράσουν το πρώτο τους αυτοκίνητο. Είναι πάντα έτοιμοι να μεταχειριστούν με την ίδια σκληρότητα και την ίδια περιφρόνηση τους μετανάστες που διέσχισαν τον νέο Μπιντασόα, πιο πλατύ και πιο βαθύ, τη Μεσόγειο Θάλασσα, όπου αφθονούν οι πνιγμένοι και γίνονται τροφή για τα ψάρια, εκτός αν η παλίρροια και ο άνεμος προτιμήσουν να τους σπρώξουν προς την παραλία, μέχρι να εμφανιστεί κάποιος πολιτοφύλακας για να μαζέψει τα πτώματα. Οι επιζήσαντες των νέων ναυαγίων, αυτοί που πάτησαν πόδι στη στεριά και δεν εκδιώχθηκαν, έχουν μπροστά να τους περιμένει ο αιώνιος Γολγοθάς της εκμετάλλευσης, της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του φυλετικού μίσους, της υποψίας, της ηθικής μείωσης. Αυτός που τον είχαν προηγουμένως εκμεταλλευτεί κι έχασε τη μνήμη αυτού που του συνέβη, θα εκμεταλλευτεί. Αυτός που τον περιφρόνησαν και προσποιείται πως το ξέχασε, θα τελειοποιήσει την ίδια του την περιφρόνηση. Αυτός που χθες μείωσαν, θα μειώσει σήμερα με περισσότερη μνησικακία. Και ιδού, όλοι μαζί, να ρίχνουν πέτρες σε όποιον έρχεται από την άλλη όχθη του Μπιντασόα, σαν να μην είχαν ποτέ οι ίδιοι μεταναστεύσει, ή οι γονείς τους, ή οι παππούδες τους, σαν να μην είχαν υποφέρει από την πείνα, την αγωνία και το φόβο. Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, υπάρχουν και μισητοί τρόποι για να είναι κανείς ευτυχής.
Κείμενο από Το τελευταίο τετράδιο του Ζοζέ Σαραμάγκου σε μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά.