Περού, για μας τους Ευρωπαίους, είναι πρώτα απ’ όλα το Μάτσου Πίτσου, αυτή η σχεδόν εξωπραγματική πόλη των Ίνκας πάνω στις Άνδεις. Παίρνεις το αεροπλάνο από τη Λίμα (ήδη το αεροπλάνο έχει γεμίσει χρώματα από τα ρούχα των επιβατών του, κι από εκείνα τα καφετιά καπέλα με τον μακρόστενο κύλινδρο που φοράνε οι ορεσίβιοι χωριάτες) και μετά από ταξίδι μιας περίπου ώρας, κατεβαίνεις μέσα σε μια τεράστια χαράδρα – από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που μπορεί να δει ταξιδιώτης αεροπλάνου αυτή η κατάβαση, βουνά στα αριστερά παράθυρα, βουνά στα δεξιά παράθυρα, και το αεροπλάνο να χάνει ύψος μέσα σε μια θολή εικόνα που σιγά σιγά παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας πόλης, μιας αρχαίας πόλης, που κάποτε της έλαχε να είναι βασίλισσα, το Κούσκο.
Από το πανέμορφο Κούσκο παίρνεις το μικρό τρένο που θα σε πάει στο Μάτσου Πίτσου. Παλιά πρωτεύουσα των Ίνκας, το Κούσκο είναι μια μικρή μπαρόκ πόλη ισπανικού ύφους που απλώνεται γύρω από μια μεγάλη πλατεία, την πλατεία που όπως πάντα φιλοξενεί τα εμβλήματα των τεσσάρων εξουσιών, τις εκκλησίες, το δημαρχείο, το δικαστήριο, το μεγάλο ξενοδοχείο. Φαντάζομαι σε αυτό το μεγάλο πεδίο που στη συνέχεια έγινε μεγάλη πλατεία να κρίθηκε η τελική μάχη, αυτή που είδε ηττημένους και ντροπιασμένους τους Ίνκας, και νικητές τους ξένους με τα όπλα που ξερνούσαν φωτιά και θάνατο. Όσοι από τους γηγενείς επέζησαν, λέει ο μύθος, ανέβηκαν και κτίσανε το μυστηριώδες Μάτσου Πίτσου. Οι υπόλοιποι, μαζί και ο αυτοκράτορας Ινκάρι, θα θρέψουν με το αίμα και τα κόκαλά τους τη δύσκολη ορεινή γη, ώστε ο Ισπανός κατακτητής να βρει εύφορο έδαφος να ορθώσει τη μεγαλοπρεπή καινούργια πόλη. Επειδή όμως οι μύθοι δεν αρκούνται στο αίμα και στα κόκαλα, προσθέτουν ότι οι κατακτητές, αφού θανάτωσαν τον αυτοκράτορα, τον έκοψαν κομματάκια και έθαψαν το κάθε κομμάτι του σε άλλο μέρος, ώστε να μη διακινδυνεύσουν μια πιθανή ανάστασή του, και το κουφάρι του να μη βρει ποτέ τάφο να αναπαυτεί.
Λίμα, μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα. Ένα μοντέρνο κτίριο με εμφανές μπετόν, που μοιάζει με εκατοντάδες άλλα σε όλο τον κόσμο, φιλοξενεί το μεγάλο Μουσείο της περουβιανής πρωτεύουσας. Στον τελευταίο όροφο μια φωτογραφική έκθεση από τον ιδιότυπο εμφύλιο που έζησε η χώρα στη δεκαετία του ’80. Μια τεράστια αφίσα δίνει το στίγμα και τη λογική της έκθεσης: «Αν δεν πούμε όλη την αλήθεια για το παρελθόν μας, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να το ξεπεράσουμε». Κι ύστερα αρχίζει η παρέλαση, η φρικτή παρέλαση εικόνων με κρεμασμένους σκύλους, τάφρους γεμάτους άταφα ανθρώπινα κορμιά, καμένα χωριά, αλυσοδεμένους αιχμαλώτους που οδηγούνται για εκτέλεση, στρατιωτικούς που εκτελούν με συνοπτικές διαδικασίες νέους και γέρους και γελάνε, αντάρτες με κόκκινες σημαίες που σφάζουν με την ίδια λύσσα των αντιπάλων τους, εγκαταλειμμένα παιδιά που σφαδάζουν στο κλάμα. Ό,τι απέμεινε από τον πόλεμο δύο φονικών φατριών που αιματοκύλισαν μια ολόκληρη χώρα, η μια διότι ήθελε –υποτίθεται– μια καλύτερη κοινωνία, η άλλη διότι ήθελε –πάλι υποτίθεται– να διαφυλάξει την έννομη τάξη. 70.000 νεκροί για δυο φανατισμένες φατρίες, χωριά ολόκληρα που έσβησαν από το χάρτη, ένα υπόγειο μίσος που θα χρειαστεί δεκαετίες να ξεπεραστεί.
Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες παρατηρώ σχεδόν παντού ακρωτηριασμένα πτώματα. Εφόσον δεν είναι μαζί μας, είναι με τον εχθρό, τους αξίζει ο θάνατος, το μακελειό, τους αξίζει ο ακρωτηριασμός, ο θρύλος μεταγγίζεται εύκολα στο σήμερα, ο αυτοκράτορας των Ίνκας ντύνεται στο χακί του Περουβιανού Στρατού και στο κόκκινο του Φωτεινού Μονοπατιού και γίνεται τιμωρός του εαυτού του, και χαρίζει στους άλλους τον θάνατο που χάρισαν σ’ αυτόν, να μην έχει μεταθανάτια γαλήνη κανείς, να μην έχει τέλος ο σκοτωμός, έτσι κι αλλιώς η φτώχια είναι φτώχια, και η ζωή με φτώχια χωρίς νόημα, κι είναι ωραίο να φαντάζεις σωτήρας, να έχεις την εξουσία της ζωής και του θανάτου πάνω στους άλλους, το δίκιο είναι με το μέρος σου, ο σκοπός πάντα αγιάζει τα μέσα, τριακόσιοι παραπάνω τριακόσιοι λιγότεροι δεν έχει σημασία, ας αφανιστεί το χωριό.
Η μπουρού από το κίτρινο καροτσάκι του παγωτατζή βγάζει μια αναπάντεχα βραχνή φωνή. Είναι τα ίδια καροτσάκια που θυμάται ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο να διατρέχουν τα παιδικά του χρόνια, και να κάνουν τα παιδάκια της συνοικίας –μαζί και τον ίδιο– να τρέμουν από λαχτάρα και την προαναγγελθείσα ηδονή. Η συνοικία έχει αλλάξει από τότε, τα κίτρινα καροτσάκια των παγωτατζήδων όχι.
Η συνοικία είναι η Μιραφλόρες, γνωστή μας κυρίως από τα μυθιστορήματα του Μάριο Βάργκας Λιόσα. Κάποτε συνοικία πλουσίων, σιγά σιγά έγινε συνοικία της μεσαίας τάξης και των διανοουμένων – μια συνοικία που σφύζει από ζωή, που φιλοξενεί τα μαγαζιά και τους ανθρώπους που έφυγαν από το ιστορικό κέντρο, η πιο αδιάφορη αρχιτεκτονικά αλλά και η πιο ανθρώπινη συνοικία αυτής της αχανούς πρωτεύουσας με τις έντονες ταξικές διαφορές και τη μεγάλη ιστορία.
Ο πρώτος που έκανε παγκοσμίως γνωστό το όνομα του Ρονκαλιόλο ήταν πάλι εκείνος, ο Βάργκας Λιόσα. Είχε διαβάσει τον Κόκκινο Απρίλη και με τη γενναιοδωρία που μονάχα οι πολύ μεγάλοι συγγραφείς έχουν, δεν δίστασε να πει δημοσίως «διαβάστε τον». Και βεβαίως όταν έχεις αναγνώστη έναν άνθρωπο σαν τον Λιόσα που σε προτρέπει να διαβάσεις ένα μυθιστόρημα, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο για να πειστείς να αγοράσεις τα δικαιώματα του βιβλίου για την ελληνική γλώσσα. Λίγο καιρό αργότερα, τρώγοντας με τον Κάρλος Φουέντες και τη γυναίκα του σε ένα εστιατόριο στο Γκάζι, τον ρωτάω αν έχει ξεχωρίσει τον τελευταίο καιρό κάποιο καλό μυθιστόρημα νέου λατινοαμερικάνου συγγραφέα. Ναι, απαντάει, και μου αναφέρει τον Ρονκαλιόλο και τον Κόκκινο Απρίλη. Κι όταν του είπα ότι είχα ήδη αγοράσει τα δικαιώματα για λογαριασμό των Εκδόσεων Καστανιώτη, εντυπωσιάστηκε. Έχεις επομένως το καλύτερο βιβλίο, μου είχε πει, δεν χρειάζεσαι άλλο.
Ο Κόκκινος Απρίλης γράφτηκε με βάση τις εμπειρίες και τα ερεθίσματα που ο νεαρός Ρονκαλιόλο συγκέντρωσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δουλεύοντας στον Συνήγορο του Πολίτη του Περού. Κουβαλούσε ήδη στην πλάτη του το βάρος μιας πολύχρονης διαμονής στο Μεξικό όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του λόγω των αριστερών τους ιδεών (ο πατέρας Ρονκαλιόλο υπήρξε στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Περού), το βάρος μιας δύσκολης επιστροφής στο Περού του διχασμού και της βίας (και του θρησκευτικού σχολείου Αρρένων), το βάρος της εμπειρίας του διαζυγίου των δικών του, και το βάρος της έκδοσης ενός μυθιστορήματος με τίτλο Ντροπή, το οποίο είχαν υποδεχτεί πολύ καλά τόσο οι κριτικοί όσο και οι αναγνώστες.
«Άρχισα να διαβάζω και να γράφω σε δύο δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Όταν επιστρέψαμε στο Περού, είχα να αντιμετωπίσω μια χώρα βίαιη, σε κατάσταση πολέμου, ένα θρησκευτικό σχολείο που με καταπίεζε, και τη διάλυση, επίσης με βίαιο τρόπο, της οικογένειάς μου. Τότε άρχισα να διαβάζω συστηματικά λογοτεχνία, ψάχνοντας να βρω έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν που μου πρόσφερε η πραγματικότητα.
»Ύστερα, γύρω στα είκοσί μου χρόνια, άρχισα να γράφω επειδή βίωνα μια εξίσου δύσκολη κατάσταση. Όλα στη ζωή μου πήγαιναν στραβά: οι σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, οι ερωτικές μου σχέσεις, ο περιβάλλων χώρος. Τότε άρχισα να κάνω ένα σωρό δουλειές που είχαν πάντα ως κύριο άξονα τη γραφή: άρχισα να δημοσιογραφώ, να γράφω τηλεοπτικά σίριαλ, να κάνω τον “συγγραφέα-φάντασμα”, να γράφω τις ομιλίες διαφόρων πολιτικών. Πρέπει να πω ότι αυτό το τελευταίο, στο Περού, αποτελεί ένα πολύ αναπτυγμένο είδος μυθοπλασίας!»
Η αποφυγή κάθε ελιτισμού γίνεται φανερή από τα πρώτα βήματα του συγγραφέα Ρονκαλιόλο. Ο ίδιος αισθάνεται την ανάγκη να χρησιμοποιεί στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας και να γράφει ιστορίες ικανές να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη. Ταυτόχρονα, όταν γράφει την Ντροπή, θα επιτρέψει στον εαυτό του μια πιο προσωπική, πιο εκλεπτυσμένη, αλλά πάντα με χιούμορ γραφή. Γράφοντας για μια δυσλειτουργική οικογένεια –ο πατέρας που πεθαίνει από καρκίνο αλλά δεν βρίσκει ποτέ την ευκαιρία να το ανακοινώσει στους άλλους, η μάνα η οποία ονειρεύεται νεαρούς εραστές, η έφηβη κόρη που ερωτεύεται τη φίλη της, ο γιος που βλέπει παντού πτώματα, ο γάτος που έχει σεξουαλικά προβλήματα–, ο Ρονκαλιόλο τολμά να δώσει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, απαλλαγμένο από οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να θυμίζει τα παραδοσιακά σχήματα του λατινοαμερικάνικου φολκλόρ.
«Στην Ντροπή με ενδιέφεραν τα μυστικά, οι μικρές επιθυμίες που συνήθως δεν μπορούμε να εξομολογηθούμε στους ανθρώπους με τους οποίους ζούμε. Με ενδιέφεραν, με άλλα λόγια, τα τείχη που υψώνουμε ανάμεσα σε εμάς και τους ανθρώπους που αγαπάμε.
»Το δεύτερο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν τα ερωτήματα που βάζουμε στον εαυτό μας, και στα οποία δεν βρίσκουμε ποτέ μια σαφή απάντηση. Ο πατέρας, για παράδειγμα, μπροστά στον θάνατο αρχίζει να αναρωτιέται: ήμουν καλός πατέρας; καλός σύζυγος; καλός εραστής; Όπως ξέρετε, όταν συζητάμε οι άντρες μεταξύ μας, είμαστε όλοι οι τέλειοι εραστές, πράγμα βεβαίως αδύνατο ακόμα και από στατιστική άποψη. Όταν λοιπόν αρχίζει ένας άντρας να βάζει στον εαυτό του τέτοιου είδους ερωτήματα, σημαίνει ότι θέτει υπό συζήτηση ολόκληρο το μοντέλο της αντρικής ταυτότητας, έτσι όπως παραδοσιακά περνάει από γενιά σε γενιά. Αυτό ήταν κάτι που με ενδιέφερε να δω, έστω με τη μορφή ερωτημάτων χωρίς απάντηση.
»Γι’ αυτό κατέφυγα στο χιούμορ και στην ειρωνεία. Ακριβώς επειδή το βιβλίο είναι γραμμένο έτσι ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται ότι κοιτάζει από μια κλειδαρότρυπα, θεώρησα ότι το χιούμορ σού επιτρέπει να σκέφτεσαι καλύτερα, να προσεγγίζεις τις συγκινήσεις πιο άμεσα».
Μετά την Ντροπή ο νεαρός Ρονκαλιόλο αισθάνεται ότι μπορεί να ανοιχτεί σε πιο βαθιά νερά. Αυτή τη φορά, το πηγαίο χιούμορ του θα μείνει στο συρτάρι.
«Ανάμεσα στα θέματα που μας απασχολούσαν στον Συνήγορο του Πολίτη, ήταν και αυτό των εξαφανίσεων της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90. Έτσι άρχισα να πηγαίνω στις φυλακές, να μιλώ με ανθρώπους που υπήρξαν θύματα της βίας αλλά και με βασανιστές και με σφαγείς των δύο πλευρών. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα από την ασφάλεια του σπιτιού μου και της συνοικίας μου, για να δω κάποιες διαφορετικές όψεις της χώρας μου.
»Έζησα αυτή την περίοδο κάπως ιδιαίτερα. Μεγάλωσα σε μια αριστερή οικογένεια που πάντα ονειρευόταν την επανάσταση. Κάποια στιγμή επιστρέψαμε στο Περού, όπου γινόταν πράγματι ένα είδος επανάστασης. Κι ήταν, η επανάσταση αυτή, ιδιαίτερα αιματηρή. Κι ύστερα, όταν η επανάσταση ηττήθηκε και νίκησε η ειρήνη, ανακάλυψα ότι εκείνοι που με είχαν “προφυλάξει” από την επανάσταση δεν ήταν πολύ καλύτεροι από τους επαναστάτες. Ανακάλυψα, με άλλα λόγια, ότι δίπλα στη βία των τρομοκρατών υπήρχε και η βία του κράτους που ήθελε να μας σώσει από τους τρομοκράτες. Αποτέλεσμα; Εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τότε τη ζωή τους, θύματα άλλοτε της μιας και άλλοτε της άλλης πλευράς.
»Και τότε άρχισα να αναρωτιέμαι: ποιοι ήταν οι καλοί και ποιοι οι κακοί σε αυτή την ιστορία; Πόσες ζωές πρέπει να θυσιαστούν στον βωμό της ελευθερίας, και πόσες στον βωμό της ασφάλειας; Ανάμεσα στους κάθε λογής Μπους και τους κάθε λογής Μπιν Λάντεν, ποιοι άραγε είναι οι δολοφόνοι που προτιμάμε;»
Το κεντρικό πρόσωπο του Κόκκινου Απρίλη, ο νεαρός εισαγγελέας Τσακαλτάνα, ξεκινάει την καριέρα του με τις καλύτερες προθέσεις και σε ένα πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον κατάλληλο για να δώσει τις μάχες του ώστε να θριαμβεύσει το καλό, η δικαιοσύνη.
«Ο Τσακαλτάνα μού μοιάζει, οι εμπειρίες του μοιάζουν με τις εμπειρίες που είχα δουλεύοντας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στις αρχές του ’90. Ήμουν εξίσου γελοίος: πίστευα ότι με τον νόμο στο χέρι μπορούσες να λύσεις το κάθε πρόβλημα. Ο κόσμος στον οποίο πιστεύει ο Τσακαλτάνα είναι ένας τέλειος κόσμος. Πιστεύει ότι ο νόμος οργανώνει τον κόσμο σε κεφάλαια και υποκεφάλαια, και ότι όσοι δεν υπακούουν στο νόμο θα πρέπει να τιμωρούνται. Ο Τσακαλτάνα, ακριβώς όπως εγώ, αρχίζει να ανακαλύπτει ότι μπορεί να είσαι από την πλευρά του νόμου και, παρ’ όλα αυτά, να υπερασπίζεσαι δολοφόνους. Κάθε φορά τού είναι όλο και πιο δύσκολο να βρει ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός της Ιστορίας. Βλέπετε, στην καρδιά του 20ού αιώνα, από αυτή την άποψη, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα: ήσουν είτε με τη μια πλευρά, είτε με την άλλη. Ήσουν είτε κομουνιστής είτε καπιταλιστής. Τώρα ζούμε σε έναν πιο σύνθετο κόσμο. Αυτό που βλέπουμε στο βιβλίο είναι η απώλεια της αθωότητας, η στιγμή που παύουμε να πιστεύουμε ότι θα υπάρξει ένας τέλειος κόσμος, στη δημιουργία του οποίου θα μπορούσαμε να συνεισφέρουμε. Ο Τσακαλτάνα συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει σε ποια πλευρά βρίσκεται ο ίδιος, και νομίζω ότι το ίδιο πράγμα συνειδητοποιεί και ο κόσμος αυτή τη στιγμή.
»Ναι, ο Κόκκινος Απρίλης μοιάζει με αρχαιοελληνική τραγωδία, ακριβώς επειδή μοιάζει με θρίλερ. Το πρώτο θρίλερ στην ιστορία είναι ο Οιδίποδας: υπάρχει ένας δολοφόνος, ένα έγκλημα κι ένα συναρπαστικό φινάλε, αφού αυτός που αναζητά τον δολοφόνο είναι ο ίδιος ο δολοφόνος. Πάντα με ενδιέφερε αυτή η δομή, γι’ αυτό και η τελική αποκάλυψη για τον ήρωα του βιβλίου μου είναι μια σειρά από ερωτήματα: ποιος είναι ο δολοφόνος; ποιος είμαι εγώ; ποια είναι πραγματικά αυτή η χώρα; Ήθελα, καθώς ο εισαγγελέας Τσακαλτάνα αρχίζει να ερευνά τα εγκλήματα, να ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει μονάχα ένας κατά συρροή δολοφόνος αλλά ότι μεγάλωσε σε μια κοινωνία γεμάτη κατά συρροή δολοφόνους, κι ότι όλοι αυτοί έγιναν δολοφόνοι διότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν».
Ο Κόκκινος Απρίλης έκανε, από την αρχή, γνωστό τον δημιουργό του σε όλο τον κόσμο. Στη διεθνή επιτυχία του μυθιστορήματος σίγουρα έπαιξε ρόλο το βραβείο Αλφαγκουάρα (και ο Ρονκαλιόλο ήταν ο νεότερος συγγραφέας που το κέρδισε ποτέ), αλλά κυρίως έπαιξε ρόλο το θέμα του, και το διεθνές ενδιαφέρον που εξακολουθεί να υπάρχει γι’ αυτή τη φονική μηχανή που λεγόταν Φωτεινό Μονοπάτι και για την οποία ο Ρονκαλιόλο άλλοτε χρησιμοποιεί το επίθετο «επαναστάτες» και άλλοτε το επίθετο «τρομοκράτες». Το γεγονός αυτό με ξαφνιάζει, για τα δυτικά πρότυπα είναι ένα λεξιλόγιο που ακούγεται κάπως παράφωνο, ύστερα όμως σκέφτομαι ότι η κάθε επανάσταση (η γαλλική, η ρώσικη, η ιρανική) κλείνει μέσα της σπέρματα τρομοκρατίας, όπως και ότι κάθε τρομοκρατικό κίνημα αρέσκεται να λέει ότι εμπνέεται από επαναστατικές αρχές.
Άλλωστε ο Ρονκαλιόλο ξέρει πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάει, αφού μπόρεσε να επισκεφτεί στελέχη του Φωτεινού Μονοπατιού στις φυλακές.
Η Τέταρτη ρομφαία ήταν η φυσική συνέχεια του Κόκκινου Απρίλη. Ο Ρονκαλιόλο, λίγο ως δημοσιογράφος λίγο ως συγγραφέας, αποφασίζει να γράψει ένα ρεπορτάζ για τα αληθινά πρόσωπα που κρύβονταν πίσω από τις σημαίες και τα λάβαρα, και κυρίως για τον μυθικό αρχηγό, τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν, τον άνθρωπο που αποκαλούσε τον εαυτό του «τέταρτη ρομφαία», δηλαδή συνεχιστή της αγίας τριάδας Λένιν, Στάλιν και Μάο. Κλεισμένος σήμερα μέσα σε ένα κλουβί, στο κέντρο μιας αυλής, σε πλήρη απομόνωση, ο Γκουσμάν δεν μίλησε με τον Ρονκαλιόλο. Μίλησε όμως μαζί του η σύντροφος του Γκουσμάν, Ελένα Ιπαραγίρε, επίσης κρατούμενη, καθώς και πολλοί άλλοι συναγωνιστές του και, σήμερα, συγκρατούμενοί του. «Στηριζόμουν στη βεβαιότητα ότι και οι δύο πλευρές με χρειάζονταν, για να διηγηθώ την ιστορία τους με σεβασμό», δήλωνε ο Ρονκαλιόλο στον Βασίλη Καλαμαρά της Ελευθεροτυπίας, σε μια επίσκεψή του στην Αθήνα με την ευκαιρία της έκδοσης της Τέταρτης ρομφαίας στα ελληνικά. Και συνέχισε: «Κάποια στιγμή ένιωσα άβολα, όταν η Ελένα Ιπαραγίρε, σύντροφος του Γκουσμάν και υπαρχηγός του Φωτεινού Μονοπατιού, καθώς με αποχαιρετούσε, μου είπε: “Σας μίλησα με μεγάλη ειλικρίνεια λόγω του σεβασμού που αξίζει το πρόσωπό σας, η δουλειά σας και η οικογένειά σας”. Αυτή η αναφορά στην οικογένειά μου δεν ήταν απειλή αλλά προειδοποίηση, διότι εγώ ζω πλέον στην Ισπανία, όμως οι δικοί μου εξακολουθούν να ζούνε στο Περού».
Όλοι, ακόμα και οι ηττημένοι, ακόμα και οι σφαγείς, ακόμα κι αυτοί που ξέρουν ότι δεν θα ξαναζήσουν ποτέ ως κανονικοί ελεύθεροι άνθρωποι, θέλουν να διηγηθούν την ιστορία τους, να έχουν την αίσθηση ότι κάτι από τη δράση τους θα μείνει ζωντανό στον χρόνο και θα έχει το πρόσωπό τους.
«Πάντα μου άρεσαν τα μη μυθοπλαστικά μυθιστορήματα, όπως το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε, ή κάποια έργα του Νόρμαν Μέιλερ που αφηγούνται πραγματικές ιστορίες. Για μένα το βιβλίο για τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν, παρότι δημοσιογραφικό, λειτουργεί ως μυθιστόρημα. Διότι αντιμετώπισα τα πρόσωπα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζω σε ένα μυθιστόρημα: θα απέφευγα να τα κρίνω. Προσέγγισα τους στρατιωτικούς, προσέγγισα τους τρομοκράτες λέγοντάς τους: πέστε μου την ιστορία σας κι εγώ θα την αφηγηθώ με τα δικά σας λόγια. Κι αυτό έκανα».
Άραγε να είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι αρχηγοί τρομοκρατικών οργανώσεων (σκέφτομαι τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν αλλά και τον Ρενάτο Κούρτσιο των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών που στα νιάτα του ήταν, όπως ο Γκουσμάν, παπαδοπαίδι) είχαν μια αυστηρή καθολική διαπαιδαγώγηση; Να θεωρήσουμε εντελώς φυσική τη μεσσιανική αντίληψη που θρέφει τέτοιου είδους αντιλήψεις, να θεωρήσουμε αναπόφευκτη την υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής με το όραμα ενός ουράνιου παραδείσου που υπόσχονται οι θρησκείες, στοιχείο κοινό στους φανατικούς χριστιανούς όπως και στους φανατικούς μουσουλμάνους; Η θεοκρατική δομή των δογματικών κομουνιστικών κομμάτων έχει επισημανθεί από πολλούς. Τι όμως να πιστεύει ένας νέος συγγραφέας που δεν πέρασε ποτέ από κανένα κόμμα;
«Εδώ και λίγο καιρό παρουσίασα το βιβλίο μου για τον Γκουσμάν σε μια φυλακή. Προσπαθώ πάντα να το παρουσιάζω σε φυλακές, αφού οι ήρωες του βιβλίου είναι φυλακισμένοι. Στην παρουσίαση αυτή εμφανίστηκε ένα σημαντικό στέλεχος του Φωτεινού Μονοπατιού με ένα ροζάριο στο λαιμό. Έκπληκτος, τον ρώτησα: “Μα εσύ δεν είσαι υπέρ του διαλεκτικού υλισμού;” Κι εκείνος μου απάντησε: “Ήμουν, αλλά το έκοψα”. Το είπε έτσι, σαν να είχε κόψει το κάπνισμα. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει καμιά αντίφαση ανάμεσα στην αριστερή ιδεολογία και τη θρησκεία, το μόνο που θέλουν είναι να πιστεύουν σε κάτι. Το προφίλ των μελών του Φωτεινού Μονοπατιού είναι παρόμοιο με εκείνο των ανθρώπων που αφιερώνουν τη ζωή τους σε μια θρησκεία. Ο μαρξισμός, σε αυτούς τους ανθρώπους, λειτουργεί ως θρησκεία: υπάρχει ένα ιερό βιβλίο (το Κεφάλαιο) και ένας παράδεισος, η σοσιαλιστική ουτοπία. Υπάρχει επίσης ένα σύστημα κανόνων, μια ηθική που υπαγορεύει τι πρέπει να κάνεις για να φτάσεις στον τελικό στόχο. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο παράδεισος βρίσκεται εδώ στη γη. Υπάρχει μια υπερβατική ιδεολογία που μετατρέπει τη ζωή των άλλων (αλλά και τη δική σου) σε ένα απλό βήμα για την επίτευξη του τελικού σκοπού. Ο σκοπός είναι τόσο υπερβατικός, που ο θάνατος είναι μονάχα ένα μικρό σκαλοπάτι προς τον τελικό στόχο. Αυτό βεβαίως είναι που σου επιτρέπει να σκοτώνεις μαζικά.
»Δεν πρέπει πάντως να συγχέουμε το Φωτεινό Μονοπάτι με τα άλλα κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Το Φωτεινό Μονοπάτι δεν ήταν μια οργάνωση σαν αυτή που ονειρευόταν ο Τσε Γκεβάρα. Στην πραγματικότητα περιφρονούσαν τον Τσε, τον θεωρούσαν αστό, όπως θεωρούσαν την Κούβα ένα δεξιό κράτος. Το Φωτεινό Μονοπάτι χρησιμοποιούσε τη μαοϊκή μέθοδο της ανάμειξής σου με τους πολίτες και της παρενόχλησης του στρατού. Αν επιτίθεσαι στον στρατό, ενώ κρύβεσαι μέσα στους πολίτες, οι στρατιωτικοί θα αρχίσουν να ρίχνουν στο ψαχνό και να τρομοκρατούν τους αμάχους. Έτσι, στη θεωρία, οι άμαχοι θα περάσουν στο πλευρό σου. Είναι μια διεστραμμένη στρατηγική γιατί εμπεριέχει τη λογική της πρόκλησης, αυτό που οι ίδιοι ονόμαζαν “παρακίνηση σε γενοκτονία”. Προκαλείς τον στρατό να διαπράξει μια γενοκτονία και μετά επωφελείσαι από αυτή για να επιτεθείς στις ένοπλες δυνάμεις.
»Γιατί όμως μπόρεσαν να συμβούν όλα αυτά; Διότι σε πολλές περιοχές του Περού δεν υπήρχε κράτος, όπως δεν υπάρχει σήμερα κράτος στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ. Έτσι το Φωτεινό Μονοπάτι μπορούσε να πάει σε ένα χωριό και να πει: τώρα θα διορίσουμε δάσκαλο, δικαστή, δήμαρχο και θα επιβάλουμε τον δικό μας νόμο. Μπορεί να μην ήταν κάποιος σπουδαίος νόμος αλλά πάντως ήταν ένας νόμος που θα τιμωρούσε τους βιαστές ή τους κλέφτες. Αυτό έκανε πολλά χωριά να προτιμήσουν το Φωτεινό Μονοπάτι από το επίσημο κράτος…»
Η προηγούμενη γενιά λατινοαμερικάνων συγγραφέων είχαν το βλέμμα τους στραμμένο στην Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία. Όσοι μπόρεσαν να φύγουν για το Παρίσι (Λιόσα, Κορτάσαρ) το έκαναν με την πρώτη ευκαιρία. Κάποιοι άλλοι διάλεξαν τον δρόμο της διπλωματίας (Φουέντες, Πιτόλ) για να βρεθούν κι αυτοί μακριά, να δουν τον κόσμο μέσα από μια άλλη οπτική. Το Παρίσι εκείνης της εποχής ανακάλυπτε από την αρχή τις αρχές των ατομικών ελευθεριών, του υπαρξισμού, των φιλειρηνικών κινημάτων, της πολιτικής στράτευσης.
Ο Ρονκαλιόλο, όπως όλη η γενιά του, έχει θεό της τη Νέα Υόρκη και ό,τι κινείται και γράφεται εκεί. Την πολυπολιτισμική και πολυφυλετική Νέα Υόρκη που δεν έχει να επιδείξει πολιτικά κινήματα αλλά υπερηφανεύεται ότι η καρδιά της χτυπά στους ρυθμούς του μέλλοντος.
«Μεγάλωσα με τη λογοτεχνία του λατινοαμερικάνικου μπουμ, τον Μάρκες, τον Λιόσα, τον Φουέντες, τον Κορτάσαρ, τον Μπόρχες. Τα έργα αυτών των συγγραφέων αποτελούσαν τα πρώτα μου σοβαρά αναγνώσματα. Ύστερα, από κάποια στιγμή και μετά, πέρασα στους βορειοαμερικανούς συγγραφείς, και τώρα πια διαβάζω σχεδόν αποκλειστικά αγγλοσαξονική λογοτεχνία: Ροθ, Κιουρέισι, ΜακΓιούαν, Όουτς. Έχω την αίσθηση ότι η λογοτεχνία στον αγγλοσαξονικό κόσμο ήταν ανέκαθεν πιο δημοκρατική από ό,τι στον ισπανόφωνο, με την έννοια ότι υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που είναι μεστοί και ενδιαφέροντες χωρίς να είναι ελιτιστές και δυσνόητοι. Οι λατινοαμερικανοί συγγραφείς του μπουμ πίστευαν σε έναν καλύτερο κόσμο και έγραφαν για να βοηθήσουν στην οικοδόμησή του. Εγώ ανήκω σε μια γενιά που βλέπει τα πάντα να έχουν καταρρεύσει. Είδα να καταρρέουν τα ιδανικά της Αριστεράς που ήθελε να αλλάξει την κατάσταση στη Λατινική Αμερική, κι ύστερα είδα να καταρρέουν και τα ιδανικά της Δεξιάς που πίστευε ότι θα κρατούσε για πάντα ο θρίαμβος της δεκαετίας του ’90. Ανήκω σε μια γενιά που δεν πιστεύει πια στην απόλυτη αλήθεια ή σε κάποιο μεγάλο σχέδιο, το οποίο θα επιτύχουμε, μια γενιά που δεν πιστεύει ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά το πολύ πολύ ότι θα μπορέσουμε να βρούμε ένα επίπεδο συνεννόησης ώστε να μην τον αφήσουμε να τιναχτεί στον αέρα».
Ο κόσμος που καταρρέει· οι παλιές αξίες που φθίνουν· το χρήμα που παραμένει η υπέρτατη αξία· οι σοσιαλιστές που συνομιλούν με το κεφάλαιο, το κεφάλαιο που τα βρίσκει με τους δικτάτορες. Το μόνο που σώζει είναι ένα γέλιο – και ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο έχει μια τρομερή αίσθηση του χιούμορ και εύκολο το γέλιο. Το βιβλίο, που του μοιάζει περισσότερο, από αυτή την άποψη, είναι Οι αναμνήσεις μιας κυρίας, ένα μυθιστόρημα που επανασυνδέεται με την Ντροπή αλλά είναι πολύ πιο φιλόδοξο. Ένας νεαρός δημοσιογράφος που θέλει να γίνει συγγραφέας (και που μοιάζει, είναι φανερό, με τον νεαρό Ρονκαλιόλο) αποφασίζει, έναντι αδρής αμοιβής, να βοηθήσει μια πλούσια ηλικιωμένη κυρία να γράψει την αυτοβιογραφία της. Η γηραιά κυρία θα αρχίσει να διηγείται ιστορίες για τη ζωή της, ιστορίες που έχουν σχέση με έρωτες, χρήματα, δικτάτορες και μαφίες, και ο νεαρός απένταρος συγγραφέας θα ζει μια ονειρεμένη ζωή, ενώ θα γράφει ένα βιβλίο που δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. Το φινάλε δεν είναι χάπι εντ.
«Υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία σε όλους τους ήρωές μου. Μου αρέσουν πολύ οι αποτυχημένοι και οι ψυχοπαθείς. Στον Κόκκινο Απρίλη έχουμε έναν αποτυχημένο κόντρα σε έναν ψυχοπαθή, και φτάνει μια στιγμή που είναι δύσκολο να τους ξεχωρίσεις. Αλλάζουν συνεχώς θέσεις. Στην Ντροπή όλοι ακροβατούν ανάμεσα στις επιθυμίες τους και την τρυφερότητα. Στην πραγματικότητα είναι άνθρωποι γκρίζοι, αποτυχημένοι. Όλοι ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην αποτυχία και την ψυχοπάθεια, αν θα πρέπει να αποδεχόμαστε όσα επιβάλλει η κοινωνία ή αν θα πρέπει να αδιαφορούμε για τα κοινωνικά όρια προκειμένου να ικανοποιήσουμε ακόμα και τις πιο ακραίες επιθυμίες μας».
Με το βραβείο Αλφαγκουάρα άνοιξαν οι πόρτες για τον Ρονκαλιόλο. Το γεγονός όμως δεν εξαφάνισε τον φόβο (πάλι ο πραγματισμός της γενιάς του;) ότι μπορεί κάποια μέρα να ξαναγίνει «άσημος και αποτυχημένος». Με σχεδόν ιδεοληπτικό τρόπο, όπως λέει ο ίδιος, συνεχίζει να δημοσιογραφεί, όχι μόνο διότι του αρέσει το επάγγελμα αλλά και διότι φοβάται ότι ίσως κάποια στιγμή μείνει χωρίς δουλειά. «Έχω δει ανθρώπους να γίνονται σημαντικοί με ένα ή και δύο βιβλία, κι ύστερα να μη βρίσκουν εκδότη», λέει ο ίδιος, «έτσι προσπαθώ να είμαι ήρεμος και ταπεινός».
Όποιος τον γνωρίζει δεν θα έλεγε ότι είναι ιδιαιτέρως ήρεμος και ταπεινός. Άλλωστε, η αλήθεια είναι ότι η δημοσιογραφία, έστω έμμεσα, εξακολουθεί να του προσφέρει θέματα και ερεθίσματα. Μετά το Οι αναμνήσεις μιας κυρίας ακολούθησε ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ιαπωνία και ξεκίνησε ως δημοσιογραφική έρευνα για την πορνεία στο Τόκιο, κι ένα «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα» για τον φερόμενο μεγάλο έρωτα του Λόρκα με τίτλο Ο ουρουγουανός εραστής.
Όπως και ο συμπατριώτης του Λιόσα, ο Ρονκαλιόλο εγκατέλειψε το Περού για να ζήσει στην Ευρώπη. Και όπως ο Λιόσα, επιστρέφει κάθε τόσο στη γενέτειρά του, να δει τους χωρισμένους και ξαναπαντρεμένους γονείς του. Στη Βαρκελώνη έχει γυναίκα και παιδιά: η πόλη αυτή είναι πλέον κάτι περισσότερο από μια προσωρινή λύση και ο ίδιος ζει τις τυπικές αντιφάσεις όσων μοιράζονται μέσα τους δύο πατρίδες. Άλλωστε του αρέσει να ταξιδεύει. Μέσα σε πέντε, για παράδειγμα, χρόνια επισκέφτηκε, για επαγγελματικούς λόγους, την Αθήνα τρεις φορές.
«Όλες αυτές οι μετακινήσεις μού χάρισαν μια πολύ παράξενη θέαση των πραγμάτων, πολύ χρήσιμη για να γράφω αλλά καθόλου καλή για την προσωπική μου ζωή. Οι διαρκείς αλλαγές χώρας σε κάνουν να νιώθεις παντού ξένος. Το παρελθόν σου μένει μοιρασμένο. Κι εσύ αναγκάζεσαι να το επινοείς διαρκώς. Μου συμβαίνει να διηγούμαι πράγματα που μου συνέβησαν σε ανθρώπους με τους οποίους τα μοιράστηκα, και μου λένε: όχι, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή γίνεται ένα είδος μυθοπλασίας που διαρκώς το προσαρμόζεις σε νέα δεδομένα. Και το σημαντικό είναι ότι υποχρεώνεσαι να το προσαρμόζεις σε διαφορετικούς κόσμους και με διαφορετικούς ανθρώπους».
Στη Λίμα ο ήλιος δύει μέσα στη θάλασσα. Στη Βαρκελώνη όχι. Μια από τις διαφορές των δύο πόλεων που εξακολουθούν να τριβελίζουν το μυαλό του.
Το φινάλε της ταινίας ήταν και το φινάλε της συνάντησής μας στη Λίμα, μπροστά στον ήλιο που έβαφε κόκκινα τα πάντα στο αργό πέρασμά του για την άλλη μεριά του ουρανού. «Μου είναι όλο και πιο δύσκολο να επιστρέφω. Έχω διαρκώς την εντύπωση ότι δεν είμαι αυτός που ήμουν όταν έφυγα, κι ότι αυτή η χώρα δεν είναι η χώρα που άφησα».

Όλη η ομάδα περιμένει να φάει σεβίτσε. Μπονάτσου, Κοβότσος, Καρακάσης, Χρυσοστομίδης, Χαρτουλάρη, Ρονκαλιόλο, Κορδελάς
Aπόσπασμα από το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη Οι Κεραίες της εποχής μου.
«Η δημοκρατία δεν μπορεί να ελέγξει το χρήμα» | ΤΟ ΒΗΜΑ