Καιρός να γνωρίσετε έναν κορυφαίο μυθιστοριογράφο της ποιητικής πρόζας, από την Ισλανδία. Δάσκαλοι του, όπως λέει ο ίδιος, η Βισουάβα Σιμπόρσκα και ο Κνουτ Χάμσουν. Ένας συγγραφέας που εμπνέεται από το μεγαλείο του ωκεανού, με τις ιστορίες του να αναδύουν την αλμυρή σοφία της αρχαίας ισλανδικής Σάγκα. Οι Ισλανδοί γνωρίζουν πως να αιφνιδιάζουν το λογοτεχνικό κόσμο, με σπουδαίες αφηγήσεις. Το απομακρυσμένο σεληνιακό τοπίο της πατρίδας τους, έχει γεννήσει πολύ ενδιαφέρουσες επικές ιστορίες. Πρωταγωνιστούν συνήθως, όπως και στα βιβλία του Γιον Κάλμαν Στέφανσον, φιγούρες της καθημερινής ζωής που βρίσκονται αναπάντεχα σε δύσκολη θέση. Θα αναμετρηθούν μέχρι τέλους με στοιχεία της φύσης, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι ζωές, οι συνήθειες τους παίρνουν μια αναπάντεχη τροχιά αναζητώντας στα χνάρια της απώλειας, το μονοπάτι της επιβίωσης.
Για τον Γιον Κάλμαν Στέφανσον, το Παράδεισος και Κόλαση (μτφρ: Ρίτα Κολαϊτη) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που πέρασε τα σύνορα της χώρας και μεταφράστηκε στ’αγγλικά. Έκανε αμέσως εντύπωση. Σε μια απομακρυσμένη γωνιά της Ισλανδίας, ένα παιδί, ο φίλος του ο Μπάρδουρ και άλλοι ψαράδες μπακαλιάρου ξανοίγονται στα παγωμένα νερά. Μια σφοδρή θύελλα τους αιφνιδιάζει καταμεσής του ωκεανού και ο Μπάρδουρ, που έχει ξεχάσει τη νιτσεράδα του καθώς ήταν βαθιά απορροφημένος απ’ τον Απολεσθέντα Παράδεισο του Μίλτον, υποκύπτει στο φονικό ψύχος και πεθαίνει. Συγκλονισμένο από την απώλεια, το παιδί επιστρέφει στη στεριά και ξεκινάει ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι διασχίζοντας όλο το νησί για να επιστρέψει το βιβλίο στον κάτοχό του, έναν τυφλό γερο-καπετάνιο. Ο πόνος του γίνεται και δικός μας, το ίδιο και η ελπίδα του. Οι κακουχίες και οι κίνδυνοι του ταξιδιού ουδόλως το πτοούν – είναι αποφασισμένο ν’ ανταμώσει τον φίλο του στον θάνατο. Μόλις όμως βρεθεί στo Χωριό βυθίζεται στις ζωές και στις ιστορίες των κατοίκων του.
ΕΡ: Πως προέκυψε η ιδέα για το Παράδεισος και Κόλαση;
Γ.Κ.Σ: Από μια ραδιοφωνική εκπομπή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η εκπομπή ήταν αφιερωμένη στην ιστορία μιας γυναίκας που ζούσε στην Βόρεια Ισλανδία, γύρω στα 1860. Μιας πλούσιας χήρας που άνοιξε πόλεμο με το οικογενειακό της περιβάλλον. Ήταν μια δυναμική γυναίκα που υπέφερε κάτω από την καταπίεση της ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Στο τέλος, κατέρρευσε. Από την στιγμή που άκουσα εκείνη την εκπομπή, ήθελα να γράψω κάτι γι αυτή την γυναίκα. Όμως τότε, δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος. Εξάλλου ποτέ δεν υπήρξα ένθερμος οπαδός του ιστορικού μυθιστορήματος. Έτσι, μου φάνηκε περιέργο το πως με τράβηξε αυτή η ιστορία. Στο ιστορικό μυθιστόρημα ο αφηγητής και η πλοκή παίζουν κυρίαρχο ρόλο κι εγώ προερχόμενος από την ποίηση και την μικρή φόρμα, είχα τις αμφιβολίες μου. Στη συνέχεια όμως κατάφερα να μαζέψω ένα σύμπαν χαρακτήρων και είπα γιατί όχι;
ΕΡ: Σε αρκετά σημεία του μυθιστορήματος διαβάζουμε σχόλια που προέρχονται από πνεύματα. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα γι αυτά;
Γ.Κ.Σ: Πρόκειτα για μια μικρή ομάδα νεκρών ανθρώπων, που έχουν σκαλώσει σ’έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ζωής και θανάτου. Είναι νεκροί, αλλά με κάποιο τρόπο, παγιδευμένοι στα κατώτερα στρώματα της ζωής. Όμως μπορούν να αισθανθούν για παράδειγμα τον χτύπο της καρδιάς. Βρίσκονται σ’αυτή την κατάσταση για πολλά χρόνια. Είναι απελπισμένοι, αναμένουν κάτι. Την συγχώρεση του Θεού ίσως ή μια έξοδο. Γι αυτούς τους λόγους μας αφηγούνται τις ιστορίες τους. Είναι η εξιλέωση τους.
ΕΡ: Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου εξελίσσεται σε μια κοινότητα ψαράδων, στις αρχές του 20ου αιώνα. Πιστεύετε ότι οι Ισλανδοί παραμένουν κοντά στην ναυτική τους ταυτότητα;
Γ.Κ.Σ: Η θάλασσα ή καλύτερα το ψάρεμα έχει στενούς δεσμούς με την ισλανδική κουλτούρα και την καθημερινότητα μας. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο δεν υπάρχουν στην χώρα μου μυθιστορήματα, διηγήματα, ούτε καν ποίηση που να αναφέρονται στον σκληρό αγώνα των ανθρώπων αυτών. Το μόνο που συνέβει στην Ισλανδία ήταν μια έξαρση ποπ τραγουδιών ανάμεσα στις δεκαετίες 1950–1970, όπου φόρτωσαν ναυτικούς και ψαράδες με τα πιο ηλίθια κλισέ: πως ήταν ατρόμητοι ήρωες, κατακτούσαν άπειρες γυναίκες και έπιναν μέχρι θανάτου. Ίσως ένας από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω αυτό το μυθιστόρημα, ήταν για να «απαντήσω» με κάποιο τρόπο σ’αυτό το κύμα λήθης και διαστρέβλωσης που σκέπαζε την Ισλανδία για πολλά χρόνια.
ΕΡ: Πως θα περιγράφατε το Παράδεισος και Κόλαση;
Γ.Κ.Σ: Δεν είναι εύκολο να το περιγράψω. Θα έλεγα όμως ότι προσπαθώ να θυμηθώ τι μένει από τους ανθρώπους όταν φεύγουν. Κατά την διάρκεια του μυθιστορήματος, ανακάλεσα την ποίηση. Τον ρυθμό και την ανάσα της. Μπήκα στην διαδικασία να αφουγκραστώ τα απόκρημνα βάθη της γλώσσας μου, με σκοπό να μεγενθύνω και να επεκτείνω τις λέξεις. Έτσι ώστε να διεγείρουν το πνεύμα και τις αισθήσεις του αναγνώστη.
Το βιβλίο Παράδεισος και Κόλαση αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στον Απρίλιο
πηγή: The Spectator