Με αφορμή την δίγλωσση έκδοση Λένιν του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι (μετάφρση Αλέξης Πάρνης), παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του μεγάλου ποιητή Εγώ, αυτοπροσώπως που γράφτηκε το 1922. Έξι χρόνια αργότερα ο ποιητής συνέχισε φτάνοντας μέχρι και το 1928. Το κείμενο συμπεριλήφθηκε στον πρώτο τόμο των Απάντων του. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Μαγιακόφσκι ξετυλίγει το κουβάρι των παιδικών του χρόνων, μας λέει για τα πρώτα του διάβασματα, την μύηση του στο Κόμμα, τις φυλακίσεις, έως και την γέννηση του φουτουρισμού. Το ύφος της γραφής είναι ειρωνικό με αυτοσαρκαστικές όψεις. Διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού το σφρίγος και η ορμητική του προσωπικότητας.
Πηγή: samizdat project
Εγώ, αυτοπροσώπως
Θέμα
Είμαι ποιητής. Γι’ αυτό και είμαι ενδιαφέρων. Γι’ αυτό και γράφω ποίηση. Για όλα τα υπόλοιπα γράφω μόνο αν περισσέψουν λέξεις.
Μνήμη
Ο Μπουρλιούκ έλεγε: ο Μαγιακόφσκι έχει μνήμη που μοιάζει με τον δρόμο για την Πολτάβα, ο καθένας αφήνει τα ίχνη της μπότας τους. Δεν θυμάμαι όμως πρόσωπα και ημερομηνίες. Θυμάμαι μόνο ότι το έτος 1100 κάπου μετακόμισαν κάποιοι «ευγενείς». Λεπτομέρειες αυτής της υπόθεσης δεν θυμάμαι, αλλά, θα πρέπει να ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι «ήταν τότε 2 του Μάη. Πάβλοφσκ. Σιντριβάνια». – υπόθεση παντελώς ασήμαντη. Γι’ αυτό και κολυμπάω ελεύθερα στην χρονολογία μου.
Βασικό
Γεννήθηκα στις 7 Ιουλίου 1894 (ή το ’93 – η άποψη της μαμάς και του υπηρεσιακού δελτίου του πατέρα διαφωνούν. Εν πάσει περιπτώση όμως όχι νωρίτερα). Πατρίδα μου είναι το χωριό Μπαγκντάντα, του Κυβερνείου του Κουταίσι, Γεωργία.
Η σύνθεση της οικογένειας
Πατέρας: Βλαδίμηρος Κωνσταντίνοβιτς (δασολόγος του Μπαγκντάντα), πέθανε το 1906.
Μαμά: Αλεξάνδρα Αλεξέγιεβνα.
Αδελφές:
α) Όλγκα.
β) Λιούντα.
Άλλοι Μαγιακόφσκι, απ’ ότι φαίνεται, δεν υπάρχουν.
1η ανάμνηση
Πολύχρωμες έννοιες. Τοποθεσία άγνωστη. Χειμώνας. Ο πατέρας ήταν συνδρομητής στο περιοδικό «Η πατρίδα». Στην «Πατρίδα» υπάρχει ένα «χιουμοριστικό» ένθετο. Για τους αστείους μιλάνε και περιμένουν. Ο πατέρας βηματίζει και τραγουδάει το παντοτινό του «αλο ζανφάν δε λα κατά τετράδες». «Η πατρίδα» έφτασε. Ανοίγω κι αμέσως (πίνακας» φωνάζω: «τι αστείο! Ένας θείος φιλάει μια θείτσα». Γέλασαν. Αργότερα, όταν πήρα στα χέρια μου το ένθετο και έπρεπε όντως να γελάσω, αποδείχτηκε πως προηγουμένως γελούσαν με μένα. Έτσι, χώρισαν οι απόψεις μας για τους πίνακες και το χιούμορ.
2η ανάμνηση
Έννοια ποιητική. Καλοκαίρι. Φτάνει το πλήθος. Ένας ψηλός όμορφος φοιτητής – ο Μπ. Π. Γκλουσόφσκι. Ζωγραφίζει. Δερμάτινο τετράδιο. Λαμπερό χαρτί. Πάνω στο χαρτί ένας ψηλός άνθρωπος δίχως παντελόνι (ίσως όμως εφαρμοστό) μπροστά στον καθρέφτη. Το όνομα αυτού του ανθρώπου «Ευγένιος Ονέγκιν». Και ο Μπόρια ήταν ψηλός και ο ζωγραφισμένος άνθρωπος ήταν ψηλός. Ξεκάθαρα πράγματα. Πίστευα ότι ο Μπόρια ήταν ο ίδιος ο «Ευγένιος Ονέγκιν». Είχα την άποψη αυτή για τρία ολόκληρα χρόνια.
3η ανάμνηση
Πρακτικές έννοια. Νύχτα. Πίσω από τον τοίχο ακούγεται το ατελεύτητο ψιθύρισμα του μπαμπά και της μαμάς. Για το πιάνο. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Μέσα στο μυαλό μου τριγυρνούσε μία και μοναδική φράση. Το πρωί άρχισα να τρέχω: «Μπαμπά τι είναι η πληρωμή με δόσεις;». Η εξήγηση μου άρεσε πολύ.
Κακές συνήθειες
Καλοκαίρι. Τρομακτικό πλήθος μουσαφιρέων. Έρχεται η ονομαστική εορτή. Ο πατέρας εγκωμιάζει την μνήμη μου. Σε κάθε ονομαστική εορτή με υποχρεώνουν να απομνημονεύσω στίχους. Θυμάμαι εκείνους που έμαθα για την γιορτή του πατέρα:
Μια φορά μέσα στο πλήθος
Των ομοεθνών βουνών…
«Τα ομοεθνή» και τα «Βουνά» με εντυπωσίαζαν. Ποια είναι δεν γνώριζα, αλλά ούτε κι έτυχε να τα συναντήσω στην ζωή. Αργότερα, έμαθα ότι αυτά τα πράγματα αποκαλούνται ποιητικότητα και άρχισα ήρεμα να τα μισώ.
Οι ρίζες του ρομαντισμού
Το πρώτο μου σπίτι το θυμάμαι πολύ καθαρά. Δύο όροφοι. Ο πάνω όροφος είναι ο δικός μας. Ο κάτω όροφος ανήκε σε κάποιον ιδιοκτήτη οινοποιείου. Μια φορά τον χρόνο ήταν ο τρύγος. Πατητήρι. Εγώ έτρωγα σταφύλια. Εκείνοι έπιναν. Όλα αυτά μέσα σε ένα παλιό γεωργιανό φρούριο κάτω από το χωριό Μπαγκντάτα. Το φρούριο είχε τέσσερεις γωνιακούς πύργους. Στην γωνιά του κάθε πύργου είχε πολεμίστρες για τα πυροβόλα. Στους πύργους επάνω είχε στρατιώτες. Πίσω από τα τείχη ήταν η τάφρος. Πίσω από την τάφρο το δάσος και τα τσακάλια. Πάνω από τα δάση ήταν τα βουνά. Μεγάλωσα. Ανέβαινα στο πιο ψηλό. Τα βουνά χαμηλώνουν προς Βορρά. Στον Βορρά η ρήξη. Ονειρευόμουν ότι είναι η Ρωσία. Με τραβούσε από τότε απίστευτα.
Μαθητεία
Με δίδασκε η μητέρα και οι αδελφές μου. Η αριθμητική μου φαινόταν σαν κάτι το μη αληθινό. Έπρεπε να μετράω μήλα και αχλάδια που τα μοιράζονταν παιδάκια. Εμένα πάντα μου έδιναν κι εγώ πάντα έδινα δίχως να υπολογίζω τίποτα. Στον Καύκασο υπάρχει αφθονία φρούτων. Με ευχαρίστηση όμως έμαθα να διαβάζω.
Το πρώτο βιβλίο
Ήταν κάποιο «Το πτηνοτροφία του Αγάθιου». Εάν την εποχή εκείνη τύχαινε να πέσουν στα χέρια μου μερικά ακόμη τέτοια βιβλία θα είχα παρατήσει εντελώς το διάβασμα. Ευτυχώς, το δεύτερο βιβλίο ήταν ο «Δον Κιχώτης». Αυτό ήταν βιβλίο! Έφτιαξα ένα ξύλινο σπαθί και πανοπλία και απειλούσα τους γύρω μου.
Εξετάσεις
Μετακομίσαμε. Από την Μπαγκντάτα στο Κουταίσι. Εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Πέρασα. Ρώτησαν για την άγκυρα (στο μανίκι μου) και τα ήξερα καλά. Ο ιερέας όμως με ρώτησε τι σημαίνει «οφθαλμός». Απάντησα: «τρία φούντια» (έτσι είναι στα γεωργιανά). Οι ευγενικοί εξεταστές μου εξήγησαν ότι «οφθαλμός» είναι το «μάτι» στα αρχαία, στην αρχαία σλαβονική εκκλησιαστική γλώσσα. Παραλίγο να αποτύχω στις εξετάσεις εξαιτίας αυτού. Γι’ αυτό και μίσησα αμέσως κάθε τι το αρχαίο, κάθε τι το εκκλησιαστικό, κάθε τι το σλαβικό. Πιθανόν, σ’ αυτό να οφείλεται ο φουτουρισμός μου, ο αθεϊσμός μου και ο διεθνισμός μου.
Παρανομία
Ήρθε η αδελφή μου από την Μόσχα. Εντυπωσιασμένη. Μυστικά μου έδωσε κάτι μεγάλα χαρτιά. Μου άρεσε: ήταν παρακινδυνευμένο. Θυμάμαι σαν να ‘ταν τώρα. Το πρώτο έγραφε:
Ξύπνα σύντροφε, ξύπνα αδελφέ,
γρήγορα πέταξε τ’ όπλο σου κάτω.
Και ένα άλλο που κατέληγε με τις λέξεις:
…δεν υπάρχει άλλος δρόμος
από το να πάει στους Γερμανούς μαζί με τον γιο του, την σύζυγό και την μανούλα του
(για τον τσάρο).
Αυτή ήταν η επανάσταση. Αυτό λέγονταν με στίχους. Οι στίχοι και η επανάσταση έγιναν, κατά κάποιο τρόπο, ένα μέσα στο κεφάλι μου.
1905
Δεν είχα μυαλό για το σχολείο. Άρχισα να παίρνω βαθμολογία κάτω από την βάση. Πέρασα στην τέταρτη τάξη μόνο και μόνο γιατί μου έσπασαν με μια πέτρα το κεφάλι (είχα μαλώσει στη Ριόνα) και με λυπήθηκαν όταν πήγα να δώσω εξετάσεις για μετεξεταστέους. Για μένα είχε αρχίσει η επανάσταση ως εξής: ο σύντροφός μου, μάγειρας ιερέα, Ισίδωρος, από την χαρά του κλώτσησε ξυπόλητος ένα τούβλο λέγοντας πως δολοφόνησαν τον στρατηγό Αλιχάνοφ. Εκείνον που υπέταξε την Γεωργία. Άρχισαν οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις. Συμμετείχα κι εγώ. Όμορφα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά: με μαύρα ρούχα οι αναρχικοί, με κόκκινα οι Εσέροι, με γαλάζια τα μέλη του κόμματος των σοσιαλσημοκρατών και με τα υπόλοιπα χρώματα οι οπαδοί του φεντεραλισμού.
Σοσιαλισμός
Ομιλίες, εφημερίδες. Από παντού ακούγονται άγνωστες έννοιες και λέξεις. Απαιτώ από τον εαυτό μου εξηγήσεις. Στα παράθυρα λευκά βιβλία. «Το πουλί της καταιγίδας». Τα ίδια κι εδώ. Αγοράζω τα πάντα. Σηκώνομαι στις έξι το πρωί. Διάβαζα δυνατά. Πρώτον: «Κάτω οι σοσιαλδημοκράτες». Δεύτερον: «Οικονομικές συζητήσεις». Όλη μου την ζωή με εξέπληττε η ικανότητα των σοσιαλιστών να μπερδεύουν τα γεγονότα, να συστηματοποιούν τον κόσμο. «Τι να διαβάσω;» — νομίζω Ρουμπάκιν. Διάβασα ότι με συμβούλεψαν. Πολλά δεν τα καταλαβαίνω. Ρωτάω. Με οδήγησαν σε ένα μαρξιστικό κύκλο. Έπεσα στην «Ερφούρσκαγιά». Στα μέσα. Για «το λούμπεν προλεταριάτο». Άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου σοσιαλσημοκράτη: πήγα τα όπλα του πατέρα μου στην επιτροπή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Ως φιγούρα μου άρεσε ο Λασσάλ. Μάλλον γιατί ήταν χωρίς γένια. Νεότατος. Μπέρδευα τον Λασσάλ με τον Δημοσθένη. Πηγαίνω στην Ριόν. Μιλάω έχοντας βάλει πέτρες στο στόμα μου.
1906
Πέθανε ο πατέρας. Τρύπησε το δάχτυλο του (δένοντας φύλλα χαρτιού). Μολύνθηκε το αίμα του. Από τότε δεν αντέχω τις βελόνες. Η ευημερία τελείωσε. Μετά την κηδεία του πατέρα είχαμε όλο κι όλο 3 ρούβλια. Ενστικτωδώς, πουλήσαμε τρέμοντας τα τραπέζια και τις καρέκλες. Μετακομίσαμε στην Μόσχα. Γιατί; Αφού δεν είχαμε καν γνωστούς εκεί.
Μοσχοβίτικο
Τα πράγματα είναι δύσκολα με τα τρόφιμα. Η σύνταξη είναι 10 ρούβλια το μήνα. Εγώ και οι δύο αδελφές μου σπουδάζουμε. Η μαμά μου υποχρεώθηκε να νοικιάσει τα δωμάτια και να μαγειρεύει γεύματα. Τα δωμάτια είναι άθλια. Οι φοιτητές που ζούσαν είναι φτωχοί. Σοσιαλιστές. Θυμάμαι τον πρώτο μπολσεβίκο που είδα, τον Βάσια Καντελάκι.
Δουλειά
Η οικογένεια δεν έχει χρήματα. Υποχρεώθηκα να ζωγραφίζω. Ιδιαίτερα θυμάμαι τα πασχαλινά αυγά. Στρογγυλά, αιωρούνται και τρίζουν σαν πόρτες. Τα αυγά τα πούλησα σε ένα μαγαζί στην οδό Νεγκλίναγια. 10 – 15 καπίκια το κομμάτι. Μέχρι σήμερα μισώ το ρωσικό στυλ και την χειροτεχνία.
Ανάγνωση
Δεν παραδεχόμουν καθόλου την επιφυλλιδογραφία. Φιλοσοφία. Χέγκελ. Φυσικές Επιστήμες. Κυρίως όμως μαρξισμό. Δεν υπάρχει κανένα αντικείμενο της τέχνης που να με γοήτευσε περισσότερο από την «Εισαγωγή» του Μαρξ. Από τα δωμάτια των φοιτητών ξεκινούσε η παρανομία. «Η τακτική της οδομαχίας» και λοιπά. Θυμάμαι καθαρά το γαλάζιο λενινιστικό «Δύο τακτικές». Μου άρεσε που το βιβλίο ήταν κομμένο μέχρι τα γράμματα. Για παράνομη διακίνηση. Η αισθητική της μέγιστης οικονομίας.
Το πρώτο μισοποίημα
Το 3ο Γυμνάσιο εξέδιδε ένα παράνομο περιοδικάκι «Η έκρηξη». Παρεξηγήθηκα. Οι άλλοι γράφουν, εγώ γιατί δεν μπορώ; Άρχισα να τρίζω τα δόντια μου. Το αποτέλεσμα ήταν απίστευτα επαναστατικό και στον ίδιο βαθμό απαράδεκτο. Κάτι σαν αυτά που γράφει σήμερα ο Κυρίλλοφ. Δεν θυμάμαι ούτε ένα στίχο. Έγραψα ένα δεύτερο ποίημα. Ήταν πολύ λυρικό. Θεωρώντας πως μια τέτοια συναισθηματική κατάσταση δεν αρμόζει στην «σοσιαλιστική μου αξιοπρέπεια», τα παράτησα.
Το κόμμα
- Έγινα μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι). Έδωσα εξετάσεις στην εμπορική – βιομηχανική αχτίδα. Πέρασα. Προπαγανδιστής. Πήγα στους φουρναραίους, μετά στους τσαγκάρηδες και, τέλος, στους τυπογράφους. Στην συνδιάσκεψη πόλης με εξέλεξαν μέλος της Επιτροπής πόλης του κόμματος. Μαζί με τους Λομόφ, Ποβόλζετς, Σμιντόβιτς κ. ά. Το ψευδώνυμό μου ήταν «σύντροφος Κωνσταντίν». Δεν μπόρεσα να δουλέψω για πολύ, με συνέλαβαν.
Η σύλληψη
29 Μαρτίου 1908 έπεσα πάνω σε ενέδρα στην περιοχή Γκρουζίναγια. Το παράνομο τυπογραφείο μας . Κατάπια το σημειωματάριό μου. Με τις διευθύνσεις και το εξώφυλλο. Αστυνομικό τμήμα Πρισνέτσκι. Οχράνα. Αστυνομικό τμήμα Σουστσέφσκι. Ο ανακριτής Βολτανόφσκι (προφανώς θεωρούσε πως ήταν πονηρός) με υποχρέωσε να γράψω καθ’ υπαγόρευση: με κατηγορούσαν για συγγραφή προκηρύξεων. Προσπαθούσα μάταια να υπονομεύσω την υπαγόρευση. Έγραψα: «σοσιαλοδημοκρατική». Πιθανόν να την υπονόμευσα. Με άφησαν με εγγύηση. Στο αστυνομικό τμήμα διάβασα έκπληκτός τον «Σάνιν». Για κάποιο λόγο που δεν καταλαβαίνω σε κάθε αστυνομικό τμήμα υπήρχε ο «Σάνιν». Προφανώς γιατί ήταν ψυχωφελής. Βγήκα. Για ένα χρόνο ολόκληρο ήμουν αφιερωμένος στην κομματική δουλειά. Και πάλι μια σύντομη σύλληψη. Με έπιασαν με ένα ρεβόλβερ. Ο Μαχμουντμπέκοφ, φίλος του πατέρα μου, τότε βοηθός του προϊσταμένου Κρεστόφ, ο οποίος με είχε συλλάβει τυχαία σε μία ενέδρα, δήλωσε πως το ρεβόλβερ ήταν δικό του και έτσι με άφησαν.
Τρίτη σύλληψη
Εκείνοι που ζούσαν σπίτι μας (ο Κορίτζε (επαναστατικό ψευδώνυμο του Μορτσάτζε), Γερουλαίτις κ.ά) κάνουν επιδρομή στην Ταγκάνκα. Να απελευθερώσουν γυναίκες κρατούμενες. Κατόρθωσαν να οργανώσουν απόδραση από την φυλακή Νοβίνσκαγια. Εμένα με συνέλλαβαν. Δεν ήθελα να μείνω στην φυλακή. Έκανα διάφορα σκάνδαλα. Με μετέφεραν από το ένα αστυνομικό τμήμα στο άλλο, — Μπασμάνσκι, Μεσάνσκι, Μιασνίτσκι κλπ. και, τελικά, στο Μπουτίρσκι. Απομόνωση, κελί Νο 103. Αφού διάβασα τους σύγχρονους, ρίχτηκα με τα μούτρα στους κλασσικούς. Μπάιρον, Σαίξπηρ, Τολστόι. Το τελευταίο του βιβλίο «Άννα Καρένινα». Δεν το διάβασα μέχρι το τέλος. Την νύχτα με φώναξαν «να πάρω τα πράγματά μου». Έτσι δεν ξέρω πως τελείωσε η ιστορία των Καρένιν. Με άφησαν. Έπρεπε, όπως διέταξε η Οχράνα, να πάω για τρία χρόνια στο Τουρουχάνσκ. Ο Μαχμουντμπέκοφ μεσολάβησε στον Κουρλόφ. Κατά την διάρκεια της κράτησής μου με δίκασαν και με βρήκαν ένοχο, αλλά ήμουν ακόμη ανήλικος. Αποφάσισαν να με θέσουν υπό την επίβλεψη της αστυνομίας και των γονέων μου.
Το επονομαζόμενο δίλημμα
Βγήκα αναστατωμένος. Εκείνοι που είχα διαβάσει είναι οι επονομαζόμενοι μεγάλοι. Ήταν όμως πανεύκολο να γράψω όπως αυτοί. Έχω ήδη πλέον διαμορφώσει την σωστή μου σχέση με τον κόσμο. Το μόνο που χρειάζομαι είναι η εμπειρία στην τέχνη. Που να την βρω; Είμαι ημιμαθής. Πρέπει να φοιτήσω σοβαρά. Με είχαν αποβάλει όμως από το γυμνάσιο, ακόμη και από εκείνο του Στρογκανόφσκι. Εάν παραμείνω στο κόμμα θα πρέπει να περάσω στην παρανομία. Αν όμως γινόμουν παράνομος, τότε πίστευα, ότι δεν θα μπορούσα να σπουδάσω. Η προοπτική μου ήταν μια ζωή να γράφω προκηρύξεις, να συσσωρεύω σκέψεις, δανεισμένες από σωστά, αλλά όχι γραμμένα από μένα, βιβλία. Εάν όμως πετάξω όλα όσα έχω διαβάσει, τότε τι θα απομείνει; Η μαρξιστική μέθοδος. Μήπως όμως έπεσε σε παιδικά χέρια ένα όπλο; Είναι εύκολο να το χειριστείς, μόνο αν μπορείς να διευθετήσεις τις σκέψεις σου. Και τι θα γίνει όταν συναντήσεις τον εχθρό; Βλέπεις, δεν μπορώ να γράψω καλύτερα από τον Μπέλι. Μπορεί χαρούμενα να πει «πέταξε στον ουρανό έναν ανανά», ενώ εγώ λέω «για εκατοντάδες θλιβερές ημέρες». Τι καλά που είναι τα άλλα μέλη του κόμματος. Έχουν το πανεπιστήμιο. (Τότε ακόμη δεν ήξερα τι θα πει ανώτατη σχολή γι’ αυτό και την σεβόμουν!).
Τι θα μπορούσα να αντιπαραβάλω στην αισθητική του παρελθόντος που με είχε κυριεύσει; Μήπως άραγε η επανάσταση δεν απαιτεί από μένα να σπουδάσω σοβαρά; Τότε πήγα και βρήκα τον κομματικό μου σύντροφο Μεντβέντιεφ. Θέλω να κάνω σοσιαλιστική τέχνη. Ο Σιριόζκα χαμογελούσε για ώρα πολλή: λεπτό έντερο. Νομίζω ότι παρόλα αυτά δεν εκτίμησε σωστά τα έντερά μου. Σταμάτησα την κομματική δουλειά. Κάθισα να σπουδάσω.
Η αρχή της τέχνης
Σκεφτόμουν ότι δεν μπορώ να γράψω στίχους. Οι απόπειρες ήταν για κλάματα. Άρχισα να ζωγραφίζω. Μαθήτευσα στον Ζουκόφσκι. Μαζί με κάτι κυριούλες ζωγράφιζα ασημένια σερβίτσια. Μετά από ένα χρόνο κατάλαβα ότι μαθαίνω χειροτεχνία. Πήγα στον Κέλιν. Ρεαλιστής. Καλός ζωγράφος. Καλύτερος δάσκαλος. Σκληρός. Με εναλλαγές.
Η απαίτηση — η τέχνη, Γκολμπέιν. Δεν μπορούσε να ανεχτεί με τίποτα τα όμορφα πραγματάκια. Ο ποιητής που εκτιμούσα ήταν ο Σάσα Τσόρνι. Με χαροποιούσε η αντι – αισθητική του.
Έσχατο
Καθόμουν με το «κεφάλι» προς τα κάτω για ένα χρόνο. Πέρασα στο Σχολή ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής: μοναδικό μέρος όπου με δέχτηκαν δίχως πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Δούλευα καλά. Με εξέπληξε: ενθαρρύνουν τους μιμητές και διώκουν τους αυτόνομους. Ο Λαριόνοφ, ο Μασκόφ. Ο Ρεβινστίνκτ πήρε το μέρος των διωκώμενων.
Νταβίντ
Στη Σχολή έκανε την εμφάνισή του ο Μπουρλιούκ. Άθλια εμφάνιση. Φασαμέν. Σακάκι. Περπατάει τραγουδώντας. Άρχισα να τον προκαλώ. Σχεδόν πλακωθήκαμε στο ξύλο.
Στο καπνιστήριο
Φιλανθρωπική εκδήλωση. Κονσέρτο. Ραχμάνινοφ. Η νήσος των νεκρών. Έφυγα λόγω της αβάσταχτης μελωδικής πλήξης. Ένα λεπτό αργότερα έφυγε και ο Μπουρλιούκ. Γελάσαμε κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Βγήκαμε να περιπλανηθούμε παρέα.
Η πιο έντονη νύχτα
Συζήτηση. Από την πλήξη του Ραχμάνινοφ περάσαμε στην πλήξη του δρόμου, από την πλήξη του δρόμου στην κλασσική πλήξη εν γένει. Ο Νταβίντ έχει την οργή του καλλιτέχνη που έχει ξεπεράσει τους συγχρόνους του, εγώ έχω το πάθος του σοσιαλιστή που γνωρίζει την μοιραία κατάρρευση του παρελθόντος. Γεννήθηκε ο ρωσικός φουτουρισμός.
Κάτι αρχίζει να κινείται
Η έκθεση «Άσσος καρό». Συζητήσεις. Φλογερές ομιλίες δικές μου και του Νταβίντ. Οι εφημερίδες άρχισαν να γεμίζουν με φουτουρισμό. Το ύφος δεν ήταν και τόσο ευγενικό. Έτσι, για παράδειγμα, εμένα απλά με αποκαλούσαν «σκύλας γιο».