Μόλις την είδε να ξεπροβάλει από τη σπηλιά, το χταπόδι έδωσε μια με τα πλοκάμια του και απομακρύνθηκε. Δεν ήθελε να έχει επαφές μαζί της, κατά λάθος είχε κάτσει σε εκείνο το βράχο, ούτε που φανταζόταν πως θα βρισκόταν στη σχισμή.
«Πάμε να φύγουμε! Γρήγορα!», είπε η καβουρίνα στα μικρά της κι εκείνα διασκορπίστηκαν στις τέσσερις πλευρές του ορίζοντα, σκάβοντας μικρές τρυπούλες στην άμμο για να χαθούν.
Η γοργόνα έβγαλε σιγά-σιγά το κεφάλι της από την είσοδο της σπηλιάς. Τα πυκνά μαλλιά της σκέπαζαν το πρόσωπό της, κανείς δεν το είχε δει εδώ και χρόνια, εδώ και αιώνες. Ούτε και η ίδια ήξερε πώς φαίνεται. Για λίγες στιγμές αφουγκράστηκε γύρω της να δει τι συμβαίνει. Είχε περάσει άλλωστε πολύς καιρός από τότε που είχε βγει ξανά.
«Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;», άκουσε παραπέρα ένα φαγκρί να μιμείται τη φωνή της και αμέσως όλα τα υπόλοιπα ψάρια έσκασαν στα γέλια.
«Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;», άρχισαν να φωνάζουν και τα άλλα περιπαιχτικά.
«Γιατί εδώ τον περιμένει μια γριά, μια άσχημη γοργόνα», φώναξε από τα βάθη του βυθού η μέδουσα.
«Χα, χα, έλα Αλέξανδρε να δεις μια τρελή γριά να σε περιμένει…».
Η γοργόνα ξαναμπήκε έντρομη στη σπηλιά της κι εκεί περίμενε μέχρι να κοπάσουν τα γέλια, να σκορπίσουν τα ψάρια και να αρχίσουν ξανά το κυνήγι μεταξύ τους ποιο θα φάει το άλλο.
Ήθελε να κλάψει, αλλά είχε ξεχάσει πώς ήταν να κλαίει κανείς. Κανείς δεν της έδινε σημασία, κανείς δεν τη χρειαζόταν, κανείς δεν την έκανε παρέα. Θυμόταν πως παλιότερα όλοι τη φοβόντουσαν, όμως κι αυτό δεν της άρεσε. Δεν ήθελε να πειράξει κανέναν, μόνο τον αγαπημένο της αδελφό έψαχνε, αιώνες τώρα. Από τότε που κάποιος άνθρωπος της είχε πει ότι το ψηλό, ξανθό κι όμορφο παλικάρι, ο βασιλιάς της γης, ο Αλέξανδρος, δεν υπήρχε. Τότε κι αυτή τρελάθηκε κι έπεσε στη θάλασσα να πνιγεί, οι θεοί όμως τη λυπήθηκαν και την έκαναν γοργόνα, δίνοντάς της μια δεύτερη ευκαιρία να συναντηθεί με τον αγαπημένο της αδελφό, που είχε τόσα χρόνια να δει. Και όποτε αυτή έβλεπε κάποιο πλοίο να περνά από πάνω της, ξεπρόβαλε στην πλώρη του και ρώταγε τον καπετάνιο αν ζούσε ο αδελφός της, αν τον είχε δει και ήταν καλά.
Ο καπετάνιος και οι ναύτες τρομοκρατούνταν στην αρχή. Δεν ήξεραν τι ήταν αυτό το πλάσμα που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά στην καρίνα του πλοίου τους. Καθώς ξεπρόβαλε η γοργόνα από τα νερά, όλοι άρχιζαν να θαυμάζουν το υπέροχο σώμα της, το καθαρό πρόσωπό της που έλαμπε πάνω στα νερά, τα μακριά και λεπτά χέρια της. Και η γοργόνα σκέπαζε με το κεφάλι της το ολόγιομο φεγγάρι, έμπαινε μπροστά από το δίσκο της σελήνης σαν να ήθελε να πει ότι αυτή ήταν η ομορφότερη. Και πράγματι ήταν καθώς το φως του έλουζε τα μαλλιά της και έκανε το νεανικό και όμορφο πρόσωπό της, πιο μυστηριώδες, πιο θεϊκό.
«Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;»
Αλίμονο σε όποιον καπετάνιο άρχιζε να την κοροϊδεύει και να γελά μαζί της. Αλίμονο σε αυτόν που θα της έλεγε ότι ο Αλέξανδρος δε ζούσε πλέον. Η γοργόνα μεταμορφωνόταν ξαφνικά σε άσχημη γριά, τα μαλλιά της σε φίδια, τα χέρια της γίνονταν δαγκάνες και χτύπαγαν με όλη τους τη δύναμη το πλοίο, να το τσακίσουν πάνω στους βράχους, να το παρασύρουν τα θεόρατα κύματα που η ίδια σήκωνε.
Κατόπιν η γοργόνα άρχισε να κλαίει και να μοιρολογά τον αδελφό της, αλλά και όλα αυτά τα παλικάρια που χάθηκαν εξαιτίας της. Δεν ήταν κακός άνθρωπος, ούτε καν κακό ψάρι. Ήταν απλά ένα πλάσμα που πόναγε και λυπόταν, μια ύπαρξη που θυμόταν και νοσταλγούσε, μια κοπέλα που ήθελε να αγαπήσει ξανά.
Αυτά όμως γίνονταν παλιά. Τώρα η γοργόνα δεν είχε πια δυνάμεις να κολυμπά τόσες μέρες, δεν είχε όρεξη να γυρνά στο βυθό παρέα με όλα τα άλλα ψάρια και τους οργανισμούς. Ήξερε ότι και τα άλλα ψάρια δεν την ήθελαν για παρέα. Τη θεωρούσαν γριά, άσχημη, ανήμπορη και άχρηστη. Μάλιστα κάποια από αυτά, κάποιες σουπιές και κάποια καλαμάρια συνεννοούνταν μεταξύ τους, πώς θα τη βγάλουν από τη σπηλιά της, από τη σχισμή της, για να κάτσουν αυτά μέσα.
«Λοιπόν θα της ρίξουμε δυο-τρεις τα μελάνια μας στο πρόσωπο και μόλις αυτή βγει από τη σπηλιά χωρίς να βλέπει, τότε θα μπούμε εμείς μέσα και δε θα την ξαναφήσουμε να πλησιάσει».
«Όχι, κάτι άλλο πρέπει να γίνει», είχε ακούσει ένα φαγκρί να λέει που πέρναγε εκείνη τη στιγμή από κοντά.
«Η γριά δε βλέπει, άρα δε θα της κάνουν τίποτα τα μελάνια σας. Πρέπει να μπούνε μέσα δυο αστακοί, να την αρπάξουν με τις δαγκάνες τους και να τη σύρουν έξω».
«Όχι, ούτε αυτό θα πετύχει. Είναι άρρωστη και αδύναμη και θα μας διαλυθεί. Και μετά ποιος την κουβαλά;»
«Εγώ λέω να την αφήσετε λίγο ακόμα, δε θα ζήσει για πολύ», πρότεινε ένα σκουμπρί που μπήκε στην κουβέντα, «είναι πολύ γριά».
«Και άσχημη», συμφώνησαν και τα άλλα ψάρια μαζί του και διαλύθηκαν χωρίς να πάρουν απόφαση.
Η γοργόνα περίμενε να φύγουν και τότε με πολύ δισταγμό έβγαινε από τη σπηλιά της. Με αργές και αδύναμες κινήσεις τίναζε τα χέρια της και κατευθυνόταν προς την επιφάνεια της θάλασσας. Εκεί καθόταν για λίγη ώρα στα σκοτεινά, παρατηρώντας τα καράβια που πέρναγαν. Έβγαινε πάντα βράδυ, τότε ήταν πιο ήρεμα, τότε δε φοβόταν και τόσο. Επιπλέον τα άλλα ψάρια ηρεμούσαν στο βυθό της θάλασσας και στις σχισμές τους και έτσι δε θα την κυνηγούσε κανένα, ούτε θα μαζεύονταν για να την κοροϊδέψουν. Της άρεσε να βγαίνει με φεγγάρι, αν ήταν δε αυτό και πανσέληνος, τόσο το καλύτερο. Τότε θα έβλεπε καλύτερα και τα καράβια και τους ψαράδες και τα φώτα από το νησί. Θα έβλεπε καλύτερα τον κόσμο που άλλαζε, πώς άλλαζε και πόσο είχε αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, όλους αυτούς τους αιώνες.
Μερικές φορές, όταν δεν την εγκατέλειπαν οι δυνάμεις της και έβλεπε κανένα πλοίο να πλησιάζει, τότε προσπαθούσε να ορθωθεί μπροστά του και ρώταγε: «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;»
Κανένας όμως δεν της είχε δώσει ποτέ σημασία, έτσι σκοτεινά που ήταν την πέρναγαν για μεγάλο δελφίνι και της πετούσαν φαγώσιμα. Κανένα πλοίο δεν είχε σταματήσει ποτέ, κανένας καπετάνιος δεν είχε τρομάξει, κανένας ναύτης δεν είχε σαγηνευτεί πια.
Μα τόσο πολύ είχαν αλλάξει όλα;
Κάποια νύχτα του Αυγούστου, η γοργόνα ξύπνησε αναστατωμένη. Ίσως να ήταν όνειρο, δεν ήξερε ακριβώς, ήταν τόσο ζωντανό. Άκουγε κάποιες φωνές, σίγουρα όχι ψάρια, άκουγε κάποιες λέξεις. Μα από πού ερχόντουσαν;
Προσπάθησε να τεντώσει τα αφτιά της για να ακούσει καλύτερα. Και τότε της φάνηκε ξεκάθαρα πως άκουγε εκείνη τη λέξη που επιζητούσε αιώνες τώρα.
«Αλέξανδρε…Αλέξανδρε…»
Η γοργόνα πήγε να βάλει τα κλάματα. Ο Αλέξανδρος, ο Αλέξανδρός της, ήταν εκεί, στην επιφάνεια της θάλασσας, εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ με την πανσέληνο.
Με όλες της τις δυνάμεις έδωσε μια με τα χέρια της για να ανέβει προς την επιφάνεια. Δεν την ένοιαζε που θα ξυπνούσε τα άλλα ψάρια, δεν την ένοιαζε που θα της έπαιρναν τη σπηλιά. Η γοργόνα θα έβρισκε τον Αλέξανδρό της και δε θα ξαναγύρναγε πίσω!
«Αλέξανδρε…βοήθεια! Κάποιος να τον σώσει! Κάποιος να βουτήξει».
Η γοργόνα κοίταξε προς την επιφάνεια, ένας άνθρωπος βυθιζόταν. Στο φως του φεγγαριού που τον στεφάνωνε, είδε τα χαρακτηριστικά του: Ήταν ένα ξανθό, ψηλό, όμορφο παιδί, ήταν ο Αλέξανδρός της, όπως τον θυμόταν από τότε που παίζανε στην αυλή του παλατιού.
«Αλέξανδρε!», φώναξε συγκινημένη και με τις λιγοστές δυνάμεις της ωθούσε τον εαυτό της προς τα πάνω, να σώσει τον αδελφό της που πνιγόταν.
Και όσο ανέβαινε δεν έβλεπε τα άλλα ψάρια που είχαν ξυπνήσει και την κοίταγαν με περιέργεια, δεν άκουσε καν τα άλλα παιδιά από το σκάφος που είχε πέσει ο Αλέξανδρος, να ανεβαίνουν τρομοκρατημένα στο πλοιάριο, επειδή στο φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού είδαν κι αυτά μια σκιά να πλησιάζει απειλητικά από το βυθό.
Αυτό που ήταν ο σκοπός της ζωή της ήταν να δει ξανά τον Αλέξανδρο. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν, αλλά αυτή δε θα εγκατέλειπε ποτά τον αδελφό της. Όρμησε προς τα πάνω και άρπαξε το παιδί, τη στιγμή που αυτό έβγαζε την τελευταία φυσαλίδα αέρα από μέσα του. Κατόπιν τίναξε με ορμή την ψαρίσια της ουρά και με τον Αλέξανδρο στην αγκαλιά ξεχύθηκε προς την επιφάνεια της θάλασσας. Τα άλλα ψάρια κοίταγαν απορημένα, κοίταγαν με θαυμασμό.
«Η γριά έχει θέληση τελικά», είπε ένας κέφαλος σε έναν άλλον.
Η γοργόνα ξεπετάχτηκε στην επιφάνεια με τον Αλέξανδρο στην αγκαλιά της. Χαμογέλαγε από ευτυχία, το φως της σελήνης που ερχόταν από την πλάτη της, φώτιζε το πρόσωπο του πανέμορφου Αλέξανδρου που βρισκόταν αναίσθητος στην αγκαλιά της. Στάθηκε στην επιφάνεια της θάλασσας και τον χάζευε. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο γι’ αυτήν εκείνη τη στιγμή. Δεν άκουσε τα παιδιά από το σκάφος να φωνάζουν «σκυλόψαρο», δεν είδε κάποιον να βουτάει ένα καμάκι και να της το πετά με δύναμη.
Η γοργόνα άφησε ήρεμα τον Αλέξανδρο στην επιφάνεια και άρχισε να πέφτει στο βυθό, με το καμάκι να τη διαπερνά. Τα μαλλιά της ανέμιζαν προς τα πάνω, τα χέρια της ήταν ανοιχτά, λες και κρατούσε ακόμα τον Αλέξανδρο.
Όλα τα ψάρια που την έβλεπαν να πέφτει παρατήρησαν ότι έπεφτε με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Αλλά πάνω απ’όλα έβλεπαν ότι η γοργόνα ήταν νέα και πανέμορφη πια.
Έτσι όπως την έλουζε το αυγουστιάτικο φεγγάρι…