Η Ετζέ Τεμελκουράν είχε γράψει ένα οργισμένο άρθρο για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και έμεινε άνεργη…
Παραλίγο να ξεχάσω το πιο σημαντικό: δεν ανήκα στους συγγραφείς που έμπαιναν στη σειρά και έψαλλαν τον ίδιο τροπάρι–«η δημοκρατία ήρθε επιτέλους στην Τουρκία»– τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης […] Ήμουν η πρώτη που καρατομήθηκε από δημοφιλή έντυπα όταν θεωρήθηκε πως είχε έρθει η ώρα. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησαν εναντίον μου ήταν ότι δεν φορούσα μαντίλα, ή όλα τα αίτια που ανέφερα προηγουμένως. Είπα τα λάθος πράγματα σε λάθος χρόνο. Ιδού η ιστορία αυτού του κακού τάιμινγκ:
Τριάντα τέσσερα άτομα, μεταξύ των οποίων δεκαεννέα παιδιά, θεωρήθηκαν τρομοκράτες και δολοφονήθηκαν ύστερα από βομβαρδισμό στην πόλη Ρομπόσκι, στα σύνορα του Ιράκ με την Τουρκία. Μετά το συμβάν, που έγινε γνωστό με την ονομασία «σφαγή του Ρομπόσκι», το γραφείο του πρωθυπουργού όχι μόνο απέφυγε να προβεί σε δηλώσεις, αλλά απαγόρεψε και σε όλα τα ΜΜΕ να αναφερθούν στο θέμα. Έτσι, τις τελευταίες μέρες του 2011 δημοσίευσα το ακόλουθο άρθρο:
Το πήραμε το μήνυμα. Θα ’θελες να σκοτώνεις τα παιδιά ελεύθερος, κι εμείς να παρακολουθούμε σιωπηλοί, λέγοντας από μέσα μας πως «κάποιο λόγο θα ’χει». Να βομβαρδίζεις συνανθρώπους μας, κι εμείς να βάζουμε τα πτώματα απάνω σε μουλάρια και να τα συνοδεύουμε στον τάφο… Δίνεις για βόμβες δισεκατομμύρια, για να μας θανατώσεις, κι εμείς να κουβαλάμε τις κάσες των νεκρών στους ώμους μας, πεζοί, πάνω σε χιονισμένους λόφους. Πολύ θα το ’θελες να μας πετάξεις μες στα σπίτια μας, πριν έρθουνε να μας συλλυπηθούν, πριν ακουστούν οι θρήνοι μας, να μασουλάμε λιόσπορους βλέποντας τηλεόραση, να αποβλακωνόμαστε ή, πιο καλά ακόμα, να γίνουμε ένα τίποτα, και να πεθάνουμε αθόρυβα κάποια στιγμή πέρα μακριά, χωρίς ν’ αφήσουμε σημάδια που θα μπορούσανε να σ’ ενοχλήσουν.
Το πήραμε το μήνυμα. Πολύ θα το ’θελες, όταν ένας σεισμός σωριάζει μπρος στα μάτια μας τα σπίτια, κι εσύ μας χώνεις σε νάιλον σκηνές μέσα στην παγωνιά κι έπειτα έρχεσαι και μας χαμογελάς ειρωνικά λέγοντας «σε παλάτια ζείτε, ναι, αλήθεια!», να ’χουμε το κεφάλι μας σκυφτό, να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε το κρύο, να πουλάμε, χωρίς ούτε ένα δάκρυ, τα παπούτσια που δεν πρόλαβαν να βάλουν τα παιδιά μας, πεθαμένα πια απ’ το χιονιά, και ν’ αγοράζουμε μ’ ετούτα τα λεφτά ηλιόσπορους, για να ’χουμε να μασουλάμε όταν γυρίσουμε στο σπίτι και κάτσουμε να δούμε τηλεόραση, να αποβλακωνόμαστε, και να πεθάνουμε αθόρυβα μια νύχτα από το κρύο, για να μη σ’ ενοχλούμε πια, και να μην έχουμε ούτε ταφόπλακα, μήπως και σε ταράξει, θυμίζοντάς σου πως υπήρξαμε.
Το πήραμε το μήνυμα. Στόχος σου είναι να μην ξέρει κανείς τι κάνει ο διπλανός του, κανένας να μη σκάει για κανέναν. Παιδιά που δυσανασχετούν με την κατάσταση του έθνους, δάσκαλοι οργισμένοι και συνδικαλιστές και νομοθέτες και όποιος άλλος μπει εμπόδιο στα «μεγαλόπνοα» σχέδιά σου, θα ’θελες να περάσουνε στα «σίδερα» τις μέρες που τους μένουν, κι αντί για τα στυλό και τα μολύβια τους να ’χουνε μόνη έγνοια το φαΐ τους, να μην μπορούνε ούτε να μιλήσουνε ο ένας με τον άλλο, όπως τα ζώα στα κλουβιά. Θα ’θελες ν’ αδιαφορήσουμε για όλ’ αυτά, να ζούμε ατάραχοι σαν τα γουρούνια, με τους ηλιόσπορους και τις τηλεοράσεις μας, κι εσύ να συνεχίζεις ακατάπαυστα να κόβεις τις κορδέλες σ’ εκείνα τα εγκαίνια των «προγραμμάτων» σου, που άλλο δεν είναι από «… μεταξωτές κορδέλες».
Το πήραμε το μήνυμα. Θα ’θελες να μπορείς άλλα να λες τη μια κι άλλα την άλλη, να λέει ο ένας κάτι κι ο άλλος μ’ άλλα λόγια να ξαναλέει το ίδιο, για την ειρήνη να μιλάς τη μία μέρα και για πόλεμο την άλλη, και πάλι για ειρήνη και για πόλεμο ξανά, με ενδιάμεσες κουβέντες για πρωτοβουλίες και λουκέτα και ό,τι άλλο σού κατέβει στο κεφάλι, ενώ εμείς φρεσκάρουμε τη μνήμη μας ημέρα την ημέρα, ξυπνάμε κάθε πρωινό σαν αδειανά χαρτιά, σαν τους καθρέφτες, χωρίς ποτέ να συλλογιόμαστε, ο λόγος σου αλφαβητάρι για να ξεκινήσει η μέρα, ό,τι κι αν είν’ αυτό που λες, η τελευταία λέξη σου τελευταία να ’ναι και για μας. Πολύ θα το ’θελες να σου είμαστε πιστοί σαν τα σκυλιά, όλους τους άλλους να τους αγνοούμε, πως πάντα εσύ έχεις το δίκιο, πως πάλι απέδειξες το δίκιο σου, και να καθόμαστε σαν μπούφοι και να λέμε «στάσου, έχει την ομιλία απ’ το μπαλκόνι, θα πρέπει να τη δούμε», ψάχνοντας τους ηλιόσπορους, με τη ματιά μας να σαρώνει τα μπαλκόνια μήπως σε βρει, τυφλοί για όλα τ’ άλλα.
Το πήραμε το μήνυμα. Πολύ θα το ’θελες να δεις τους οραματιστές ν’ αλληλοτρώγονται για λόγια του αέρα, να βάλεις μπρος τα κόλπα και τις σκευωρίες σου, για να ξεχάσουνε οι άνθρωποι πως μόλις χτες έθαψαν τα παιδιά τους, χωρίς ποτέ να πεις συγγνώμη – μα ούτε κι ο Θεός τη θέλει τη συγγνώμη σου. Άσε λοιπόν να γίνουν τα παιδιά μας περίγελος στα αστεία των παιδιών σου, κι εσύ συνέχισε να μας σερβίρεις, νεκρούς ή ζωντανούς, τα «μεγαλόπνοα» σχέδιά σου, συνέχισε ν’ αψιμαχείς με ξένες χώρες για εντυπωσιασμό, μήπως και ξεγελάσεις την οργή μας, κι άσε λίγα σπασμένα τζάμια στην Κωνσταντινούπολη να κάνουν τα παιδιά μας σκόνη. Πάρ’ τα δικά σου τα παιδιά μας, που αναγκάστηκαν να δίνουνε στα σύνορα λαθραία τσιγάρα, για να ’χουνε λεφτά να πάνε στο σχολείο, και πέθαναν πριν καν προλάβουνε να δουν εκείνες τις βιτρίνες στην Κωνσταντινούπολη, είναι δικά σου, πάρ’ τα, είτε τα θέλεις είτε όχι. Πολύ θα το ’θελες να έρθεις ουρανοκατέβατος και να σταθείς επάνω μας κι εμείς να περιμένουμε να σε δεχτούμε με τις αγκάλες ανοιχτές και γυμνωμένα στήθη. Το πήραμε το μήνυμα. Αυτό είναι που θέλεις. Nα είσαι βέβαιος, το μάθαμε απ’ έξω και, πράγματι, σ’ ευχαριστούμε από καρδίας! Κοιτάξου τώρα στον καθρέφτη, αρχηγέ! Αυτός εκεί είσαι εσύ! Να το λοιπόν ποιος είσαι! Αυτή είν’ η αξία σου! Και τώρα άκου με, μεγάλε αρχηγέ! Ό,τι έχει μείνει από το έθνος είμαστε εμείς. Κι εμείς σε μάθαμε. Κι εσύ πρέπει να μάθεις τώρα αυτό: το μόνο που θα λάβεις από μας. Αρνούμαστε! Σε αγνοούμε! Εσύ μπορείς να συνεχίσεις να διατάζεις όσο θες! Μίλα μονάχος σου όσο θες! Εμείς δεν σε ακούμε!
*Απόσπασμα από το βιβλίο της Ετζέ Τεμελκουράν Τουρκία – Παραφροσύνη και μελαγχολία (μτφρ. Ελένη & Μαρία Παξινού) το οποίο (πρωτότυπος τίτλος: Çılgın ve Hüzünlü) δεν κυκλοφορεί στην Τουρκία.