«Πήγαινε στην εκκλησία, άναψε ένα κεράκι, κάνε το σταυρό σου, και μετά έλα γρήγορα σπίτι. Μη σταματήσεις πουθενά».
Αυτά και άλλα πολλά έλεγε η κυρία Κατερίνα στο γιο της το Θωμά κάθε Κυριακή, όταν τον έστελνε στην εκκλησία. Και αυτός πήγαινε, γεμάτος φόβο για το τι θα συναντήσει. Η αλήθεια είναι ότι συναντούσε πολλά έξω από την εκκλησία, κάθε Κυριακή. Καταρχήν ήταν ένα σωρό ζητιάνοι που τον ακολουθούσαν σε κάθε βήμα του και αυτόν και την οικογένειά του όταν πήγαιναν όλοι μαζί.
«Δώστε κάτι να φάμε καλέ», έλεγαν οι ζητιάνες, απλώνοντας το χέρι τους, αλλά η μητέρα του Θωμά τον τράβαγε για να μην τον ακουμπήσουν και λερωθεί. Μετά ήταν πάρα πολλοί άλλοι, ξένοι αυτοί, που δεν είχαν που να μείνουν και την έβγαζαν στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, χειμώνα-καλοκαίρι. Ο παπάς μια φορά είχε βγάλει το δίσκο της εκκλησίας, μετά τη λειτουργία, για να μαζέψει λίγα λεφτά να πάει να τους αγοράσει φαγητό, όταν όμως είπε το λόγο του εράνου, όλοι έβαλαν τα πορτοφόλια μέσα. Λίγοι έδωσαν λίγα κέρματα, δεν έφταναν ούτε για πέντε φραντζόλες ψωμί.
Μα πάνω απ’ όλα ήταν ο φόβος ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν άρρωστοι και βρώμικοι και κλέφτες. Ένας φόβος που είχε δημιουργηθεί άγνωστο από πού και από ποιον, πάντως όλη η γειτονιά τους έβλεπε με μισό μάτι. Ένα πορτοφόλι να είχε χαθεί στο δρόμο, ερχόταν η αστυνομία και μάζευε τους μισούς από αυτούς, άλλη φορά τους κυνηγούσε στα γύρω στενά. Μετά όμως αυτοί ξαναμαζεύονταν γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε.
Κάποιες φορές η κυρία Κατερίνα έβγαζε και τους έδινε λίγα ψιλά. Αυτό γινόταν όταν ήταν μαζί και η γιαγιά του Θωμά, που θυμόταν πόσο φτωχικά είχε περάσει στο χωριό και πόσα είχε τραβήξει όταν είχε έρθει στην πόλη και συγκινιόταν. Τις άλλες φορές όμως η κυρία Κατερίνα τους προσπερνούσε κι αυτό έλεγε και στο γιο της να κάνει.
«Έλα, έλα, πάρε αυτήν την τυρόπιτα», είχε πει μια φορά η γιαγιά σε ένα παιδί. Το παιδί την κοίταξε με ευγνωμοσύνη, λιγουρευόταν την τυρόπιτα, αλλά ντρεπόταν να την πάρει.
«Έλα, μη φοβάσαι», ξαναείπε η γιαγιά και με τα πολλά το μικρό αγόρι πήρε τη λιχουδιά. Κι επειδή λίγα βήματα πιο κει ήταν και άλλα παιδιά, που έβλεπαν και ζήλευαν, η γιαγιά πήγε στο φούρνο και αγόρασε τυρόπιτες για όλα.
«Θέλω κι εγώ», παραπονέθηκε ο Θωμάς και η μητέρα του συμφώνησε.
«Δεν είναι δυνατόν να παίρνεις στα ζητιανάκια και να μην παίρνεις στον εγγονό σου», είπε στη γιαγιά.
«Δεν είναι ζητιανάκια, είναι φτωχά παιδιά, τα καταλαβαίνω, κι εγώ τα έχω περάσει αυτά».
«Και γιατί κάθονται όλη τη μέρα στην εκκλησία; Γιατί δεν πάνε αλλού; Αυτά δεν πιστεύουν ούτε σε Θεό, ούτε σε Χριστό, ούτε σε τίποτα».
Η γιαγιά δεν της απάντησε. Πήγε στο φούρνο και πήρε στο Θωμά τυρόπιτα και μετά κρουασάν με ζαμπόν και τυρί και στο τέλος μια μπουγάτσα. Ο Θωμάς δεν ήθελε να φάει ακριβώς ό,τι έτρωγαν τα άλλα παιδιά, ήθελε από τη γιαγιά του κάτι περισσότερο. Ο Θωμάς τα ήθελε όλα.
Πηγαίνοντας τις Κυριακές στην εκκλησία, πέρναγε πιο πριν από το φούρνο και ανέβαινε τα σκαλιά της τρώγοντας την τυρόπιτά του. Ήξερε ότι τα άλλα παιδιά θα τον έβλεπαν έτσι καθαρό και στρουμπουλό και χορτάτο να περνά από μπροστά τους και θα ζήλευαν. Αυτό δεν τον πείραζε, γιατί ήξερε πως άλλο πράγμα είναι αυτός και άλλο τα υπόλοιπα φτωχά παιδιά. Στο μυαλό του είχε πλάσει ο Θωμάς μιαν ιστορία γύρω από όλους αυτούς τους ανθρώπους που σύχναζαν στα σκαλιά της εκκλησίας. Ίσως να ήταν πειρατές, ίσως κλέφτες, πάντως δεν ήταν «κανονικοί» άνθρωποι, όπως αυτός και η οικογένειά του. Και βέβαια δεν πίστευαν στο Χριστό. Ενώ αυτός…πήγαινε στην εκκλησία επειδή πίστευε…
Καλά, εδώ που τα λέμε τη βαριόταν λιγουλάκι, δηλαδή τη βαριόταν πολύ την εκκλησία, αλλά τι να κάνει; Αφού τον έστελναν; Πάντως ήταν πολύ καλύτερος από αυτούς εκεί έξω…
Την ώρα που βρισκόταν μέσα στην εκκλησία δεν πολυκαταλάβαινε και τι έλεγε ο παπάς. Έπιανε βέβαια κάτι λέξεις, αλλά το νόημα το έχανε. Πάνω απ’όλα είχε καταλάβει ότι έπρεπε να αγαπά τους συνανθρώπους του, γι’ αυτό και με όλα τα παιδιά στην εκκλησία ήταν φίλος. Όταν έβγαιναν έξω από αυτήν μερικές φορές μπορούσαν και να πλακωθούν, αλλά ο Θωμάς νόμιζε ότι τους αγαπούσε. Δεν αγαπούσε όμως τους ξένους απ’έξω. Κάποια φορά είχε δει ένα παιδί, αυτό που είχε πάρει την τυρόπιτα από τη γιαγιά του, να κάθεται σε ένα κάθισμα στην εκκλησία, με το κεφάλι του γερμένο προς τα εμπρός. Όταν το σήκωσε φάνηκαν τα μάτια του που ήταν δακρυσμένα. Έ, όχι, αυτό το παιδί ο Θωμάς δεν το αγαπούσε, δεν ήταν συνάνθρωπός του, ήταν από άλλη χώρα. Από την άλλη μπορεί να είχε μπει και στην εκκλησία για να πάρει καμιά εικόνα και να την πουλήσει, έτσι δεν είναι; Πάντως όταν τέλειωσε η λειτουργία, ο Θωμάς δε νοιάστηκε και πολύ για το παιδί, έφυγε αμέσως για το φούρνο για να πάρει γαριδάκια που του άρεσαν.
Όσο πλησίαζε το Πάσχα και είχαν κλείσει τα σχολεία, τόσο τον πίεζαν να πηγαίνει στην εκκλησία όλο και περισσότερο. Δεν μπορούσε πια, τη βαριόταν κάθε μέρα. Η μητέρα του είχε μαζέψει κάτι ρούχα, παλιά και φθαρμένα, από αυτά που θα πέταγαν και τα πήγε στον παπά για να τα μοιράσει.
«Δώστε τα σε αυτούς που κάθονται απέξω», είχε πει στον παπά και αυτός την ευχαρίστησε.
«Καλά, μα εσύ δε λες ότι αυτοί είναι σιχαμένοι και παλιάνθρωποι; Τώρα τους δίνεις ρούχα;», τη ρώτησε ο Θωμάς γεμάτος απορία.
«Τώρα έρχεται το Πάσχα και πρέπει να σκεφτόμαστε τους άλλους, να κάνουμε κάτι καλό», του είπε η μητέρα του ήσυχη με την απάντησή της.
«Και τις άλλες μέρες;», επέμεινε ο Θωμάς.
Η κυρία Κατερίνα δεν απάντησε, απλά τον πήγε στο φούρνο και του είπε να πάρει ό,τι ήθελε. Και ο Θωμάς πήρε πολλές λιχουδιές, που άρχισε να τις τρώει αμέσως.
«Είναι αμαρτία να δίνεις στο παιδί να τρώει αυτά τα πράματα Μεγάλη Εβδομάδα. Πρέπει να νηστέψει, να καταλάβει και το Πάσχα», έλεγε η γιαγιά στην κυρία Κατερίνα, αλλά αυτή κουνούσε το κεφάλι της και συνέχιζε να αγοράζει στο Θωμά ό,τι ήθελε.
Έτσι ο Θωμάς έφαγε και κρέας τη Μεγάλη Εβδομάδα, και αβγό, ήπιε και το γάλα με το κακάο του, συνέχιζε να τρώει και τις ζαμπονοτυρόπιτες. Όμως χαιρόταν που ερχόταν το Πάσχα, αυτός το καταλάβαινε αλλιώς. Θα έπαιρνε μια μεγάλη λαμπάδα, πολύ εντυπωσιακή, με ένα τεράστιο φανταχτερό παιχνίδι πάνω της, και μετά θα του έκαναν δώρο και άλλα πολλά παιχνίδια. Αυτό λοιπόν ήταν το Πάσχα γι’ αυτόν, ό,τι και να έλεγε η γιαγιά του.
Τη Μεγάλη Παρασκευή έβαλε τα καινούρια του ρούχα και τα καινούρια του παπούτσια και πήγε στην εκκλησία πάλι. Τον έστειλαν από το σπίτι, το πρωί, να περάσει κάτω από τον Επιτάφιο. Αλλά κι αυτός ήθελε πάρα πολύ να πάει. Εκεί θα έβλεπε συμμαθητές του και άλλα παιδιά από τη γειτονιά και την πολυκατοικία και όλοι θα έβλεπαν τα καινούρια ρούχα του. Το Μεγάλο Σάββατο επίσης όλοι θα έβλεπαν τη φανταχτερή λαμπάδα του.
«Να είσαι καλό παιδί και να αφήσεις λίγα χρήματα και για τους φτωχούς», του είπε η γιαγιά του φεύγοντας και του έδωσε να έχει μαζί του κάποια χρήματα. Ο Θωμάς όμως προτίμησε να περάσει από το φούρνο. Στην αρχή βέβαια το σκέφτηκε λιγάκι, τα λεφτά του τα είχαν δώσει για τον έρανο κι όχι για το φούρνο, αλλά δεν πειράζει. Θα έδιναν οι άλλοι. Άλλωστε δε θα σωζόταν κανείς με αυτά τα λίγα χρήματα, όμως τις τυρόπιτες θα τις έτρωγε ο Θωμάς και δε θα πείναγε μέχρι το μεσημέρι.
Πλησίασε στην εκκλησία με τη σακούλα από το φούρνο και είδε τους άλλους συμμαθητές του να βγάζουν λεφτά και να τα ρίχνουν στο κουτί. Παραδίπλα ήταν ο παπάς που τους χαιρέταγε. Ο Θωμάς αισθάνθηκε κάπως άσχημα, δεν ήξερε τι να ρίξει στο κουτί, αφού δεν είχε και τίποτα. Πάλι καλά που δεν τον έβλεπαν.
Εκείνη τη στιγμή είδε το γνωστό παιδί, που του έδινε η γιαγιά του τις τυρόπιτες, να έρχεται από απέναντι. Ήταν καθαρό, φρεσκοπλυμένο και φορούσε τα…παλιά ρούχα του Θωμά, αυτά που είχε μοιράσει πριν από λίγες μέρες ο παπάς.
Ο Θωμάς έμεινε να το κοιτάει το παιδί, δεν μπορούσε να καταλάβει αν έμενε τελικά κάπου, πού είχε πλυθεί. Σκέφτηκε τη γιαγιά του και την καλή πράξη που έπρεπε να κάνει. Στο μυαλό του ήρθε αμέσως η ιδέα.
Πλησίασε το παιδί και το χαιρέτησε. Ήξερε ότι το ξένο αγόρι μιλούσε ελληνικά, το είχε ακούσει να ευχαριστεί τη γιαγιά του. Τώρα που το έβλεπε από τόσο κοντά παρατήρησε το πόσο μελαχρινό ήταν. Κατάμαυρα μαλλιά και κατάμαυρα μάτια, αλλά και πολύ σκούρο δέρμα.
Ο Θωμάς του χαμογέλασε. Πίσω από την πλάτη του θα ήταν τα άλλα παιδιά και ο παπάς, έτσι υπολόγιζε. Και θα τους έδειχνε εκείνη τη στιγμή πως έκανε μια καλή πράξη.
Έβγαλε από τη σακούλα δυο τυρόπιτες και τις έδωσε στο παιδί.
«Ευχαριστώ…πολύ…δε θέλω…», απάντησε εκείνο και συνέχισε να προχωρά προς την εκκλησία.
Ο Θωμάς επέμεινε, «έλα πάρτες, αφού τις παίρνεις και από τη γιαγιά μου».
Το μελαχρινό παιδί τότε γύρισε προς το μέρος του Θωμά. Το πρόσωπό του ήταν πολύ γαλήνιο και καθάριο.
«Νηστεύω…», του είπε και συνέχισε να προχωρά προς το ιερό.
Ο Θωμάς απέμεινε να τον κοιτά που απομακρυνόταν. Ντράπηκε πάρα πολύ για τον εαυτό του. Από το μυαλό του πέρασε να πετάξει τις τυρόπιτες. Τις άφησε όμως στα σκαλιά της εκκλησίας, όποιος ήθελε μπορούσε να τις πάρει, και κάνοντας το σταυρό του μπήκε μέσα να προσκυνήσει…