Ο Χέγκελ πίστευε ότι η ευτυχία περιορίζεται στην ιδιωτική ζωή. Μια άποψη που με το ζόρι επιβιώνει στο σύγχρονο μυθιστόρημα. Από τα μισά σχεδόν του 20ού αιώνα, λαμβάνεται ως δεδομένο ότι οι οικογένειες θα είναι προβληματικές, δυσλειτουργικές, οι σχέσεις μοναχικές, ενώ η διεκδίκηση της ερωτικής επαφής θα μοιάζει με μονομαχία σε ρωμαϊκή αρένα. Σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες του νέου μυθιστορήματος της Ανν Ένραϊτ Ο χορταριασμένος δρόμος (μτφρ.: Αντώνης Καλοκύρης) έχουν πληγεί πνευματικά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Προσπαθούν να βρουν τους οικογενειακούς και οντολογικούς δεσμούς οι οποίοι ατόνισαν με το χρόνο ή έχασαν την άνιση μάχη με τις αδυναμίες τους.
Η λογοτεχνική ανατροφή της Ανν Ένραϊτ συνδέεται άμεσα με τα παιδικά της χρόνια στο Δουβλίνο. «Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι», λέει η συγγραφέας, «είναι η ταπετσαρία που τύλιγε ολόγυρα το εσωτερικό του σπιτιού». Εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές ’70. Αγαπημένο παιχνίδι της μετέπειτα συγγραφέως ήταν τότε η εξάσκηση της μνήμης: να εντοπίζει τις διαφορές και τις ομοιότητες των σχεδίων και κάθε πότε επαναλαμβάνονταν. «Το σπίτι μας ήταν ένα αποτραβηγμένο μπανγκαλόου στο Νότιο Δουβλίνο, χαμένο στο χάρτη. Οι γονείς μου μετακόμισαν εκεί το 1952, διότι πίστευαν ότι θα ήμασταν οι πρώτοι κάτοικοι των προνομιακών περιχώρων του Δουβλίνου. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ. Ήμουν η μικρότερη μιας μικρής αγέλης πέντε παιδιών. Έχω δύο αδερφούς και δύο αδερφές – μια κατά τα άλλα συμμετρική οικογένεια κι εγώ η παραφωνία. O τρόπος που με αντιμετώπιζαν καθώς μεγάλωνα είχε διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, υπήρξα εναλλάξ υπερπροστατευμένη και αποδιωγμένη για τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου».
Έτσι κάπως, σαν παιδί-παιχνίδι, πέρασε το κατώφλι της εφηβείας η Ανν Ένραϊτ. Τώρα πλέον είναι πολύ δεμένη με τ’ αδέρφια της και όλοι μαζί επισκέπτονται συχνά τους γονείς τους. «Κάποτε έμεναν είκοσι επτά οικογένειες στο δρόμο μας (τέλη της δεκαετίας του ’60), οι οποίες είχαν έρθει ταυτόχρονα από διάφορα μέρη της Ιρλανδίας. Μια αξιοπερίεργη γειτονιά δημιουργήθηκε, ένας θύλακας διαφορετικότητας αλλά και ομοιογένειας. Το δωμάτιο που μοιραζόμουν με τις δύο αδερφές μου είχε μια φλοράλ μπλε ταπετσαρία η οποία για χρόνια με γοήτευε. Αγκάλιαζε τα όνειρά μου για δώδεκα χρόνια. Αν κοιτούσες κοιτούσες γι’ αρκετή ώρα τα λουλούδια στο σχέδιο, μετά από λίγο κατέληγες… αλλού. Οι πρώτες μου ιστορίες φτιάχτηκαν ακριβώς έτσι. Μέσα στην παράνοια της παρατήρησης». Ο πατέρας της Ένραϊτ, Ντόναλ –εφοριακός στο επάγγελμα–, τους έφτιαχνε τα έπιπλα. Η μητέρα της, Κόρα, δούλευε στην ίδια υπηρεσία με το σύζυγό της. Ο νόμος τότε απαγόρευε στις γυναίκες να διατηρήσουν την εργασία τους μετά το γάμο. «Οικονομικά, ήμασταν πολύ στριμωγμένοι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Ιρλανδία ήταν ένα πολύ φτωχό μέρος, με μηδαμινές υποδομές, και οι πραγματικά προσοδοφόρες δουλειές, άφαντες».
Πώς μπορεί όμως να γίνει το σπίτι η αφορμή μιας δημιουργικής καριέρας; Η Ανν Ένραϊτ θυμάται πως, πέρα από τα φαντασιακά της ταξίδια στο δωμάτιο, ο πατέρας της ήταν εκείνος που άθελά του έσπρωξε το πέμπτο του παιδί προς τη λογοτεχνία: «Ο πατέρας μου λάτρευε τα παιχνίδια με λογοπαίγνια και τους γρίφους. Εκτός του ότι έπρεπε να βρω τη λέξη, ήθελε και να τεκμηριώνω την άποψή μου, αν έβρισκα μια λέξη που ήταν σωστή αλλά δεν γνώριζα το ακριβές νόημά της. Έτσι, πριν από κάθε γύρο παιχνιδιών, μελετούσα λέξεις. Εξερευνούσα τις ερμηνείες τους. Τα βιβλία για μένα τότε υπήρξαν ο μεγάλος σύμμαχος. Πήγαινα με τη μητέρα μου στην τοπική βιβλιοθήκη. Είχα εντυπωσιαστεί από τους τίτλους που είχε στα ράφια της η αδερφή μου, που ήταν και οι πρώτες μεγάλες μου επιρροές. Τίτλοι από την κλασική σειρά της Penguin έχουν μείνει ανεξίτηλοι στη μνήμη μου, όπως το Καντίντ ή η αισιοδοξία του Βολταίρου και η Ουτοπία του Τόμας Μουρ. Έφυγα από την Ιρλανδία τα δεκάξι μου. Πήγα σ’ ένα κολέγιο στον Καναδά. Άρχισα ν’ ακούω παθιασμένα μουσική –Λου Ριντ και Φρανκ Ζάπα– παρέα με πολλά βιβλία. Ό,τι έφτανε στα χέρια μου το ξεκοκάλιζα. Η σκέψη μου όμως ήταν αδύνατο να φύγει από το σπίτι. Πάντοτε μου άρεσαν οι ασφόδελοι στην αυλή. Ιδιαίτερα την άνοιξη. Σήμερα ζω με τον άντρα μου δεκάξι χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό μου. Σ’ ένα βικτοριανό σπίτι του 1840, κοντά στη θάλασσα. Βάψαμε το εσωτερικό και ξέχασα τις ταπετσαρίες. Επειδή δεν έχω κάτι για να σκεφτώ. Η έμπνευση πλέον έρχεται σαν τη θαλασσινή αύρα».
Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο της Ανν Ένραϊτ, έρχεται στο νου η φράση του Ε. Μ. Φόρστερ από το 1927: «Είναι σχεδόν επιτακτικό ο λογοτέχνης να μας προκαλεί σε κάθε του σελίδα παφλασμό των αισθήσεων». Πάντως το μυθιστόρημα μπορεί να κάνει οποιονδήποτε να σκιρτήσει. Ένα οδοιπορικό είκοσι πέντε χρόνων για την οικογένεια Μάντιγκαν. Ένα έργο που είναι πλούσιο σε ήχους και γεμάτο εκρήξεις θαμμένων ενστίκτων. Μια λογοτεχνία που σώζει ζωές. Με στιλπνή αφήγηση, αργασμένη πάνω στην πέτρα της πατρίδας της. Ο χορταριασμένος δρόμος είναι μια παράξενη μυθοπλασία. Έχει στροφές, αναβάσεις και καταβάσεις. Δύσβατα μονοπάτια, με τη θέα να σου κόβει την ανάσα. Το βιβλίο προτρέπει τους χαρακτήρες που «ταξιδεύουν» στα αμπάρια του να προχωρούν και να μη σταματούν ποτέ και για τίποτα… Κάθε κυκλοφορία της Ανν Ένραϊτ γίνεται ευρύ πεδίο συζήτησης. Και γι’ αυτό έχει συγκεντρώσει υπό την κατοχή της μερικά από τα σημαντικότερα βραβεία στο χώρο του βιβλίου. Το 2007 κέρδισε το Booker με το μυθιστόρημα Η συγκέντρωση (μτφρ.: Αύγουστος Κορτώ), το 2012 το Carnegie Medal for Excellence in fiction με το έργο Το ξεχασμένο βαλς (μτφρ.: Τόνια Καβαλένκο), ενώ πέρσι κέρδισε ξανά, μετά το 2008, το Irish novel of the year, με το έργο Ο χορταριασμένος δρόμος.
Νίκος Κουρμουλής
Πηγές: WSJ, London review of books