Απόδοση, εισαγωγή: Νίκος Κουρμουλής
Φωτογραφία: Δημήτρης Ποσάντζης
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η «uncut» εισαγωγή του μυθιστορήματος που είχε ξεκινήσει να γράφει ο Αντώνης Σουρούνης με τίτλο Αντίο, Νούση. Ένας άνθρωπος που βλέπει το τέλος να έρχεται, ένας μεγάλος συγγραφέας που ξέρει ότι ο ήρωάς του από τους Συμπαίκτες και τον Χορό των Ρόδων πρέπει πλέον να «αποχωρήσει». Στο τελευταίο χειρόγραφο ο Σουρούνης νιώθει απόσταση από τον εαυτό του. Σκαρώνει νύξεις, εικόνες φευγαλέες σαν τρέιλερ κινηματογραφικής ταινίας, προσπαθεί να αναπαραστήσει τις μικρές στιγμές της καθημερινότητάς του. Και είναι μόνο η αρχή, για ένα έργο που ήθελε πολύ να το δουλέψει μέχρι τέλους. Ο Αντώνης Σουρούνης για γνωστούς και φίλους υπήρξε ένας ανθηρός κήπος πολύτιμων συναισθημάτων. Ένας άνθρωπος που δεν θέλησε να μπει σε καλούπια. Μια αξία αυτόφωτη. Ένας συγγραφέας που ζούσε την κάθε στιγμή, όπως ερχόταν.
Ο Δημήτρης Ποσάντζης, φίλος του Σουρούνη και στενός συνεργάτης του στις Εκδόσεις Καστανιώτη, μας εμπιστεύτηκε τις κάτωθι ανέκδοτες σελίδες και, ανάμεσα στις ιστορίες που θυμήθηκε, μας έμεινε στο νου μια λεπτομέρεια: ο άλλος τίτλος που σκεφτόταν ο συγγραφέας για το βιβλίο του ήταν Ταξίδι στην απέναντι όχθη.
Αντώνης Σουρούνης
Αντίο, Νούση
Την πρώτη φορά που ξύπνησε ο Νούσης στην Επίδαυρο, ήταν τρεις η ώρα το πρωΐ και δεν ήξερε τι να κάνει. Τέτοια ώρα έκλειναν τα καζίνα στο Μπαντ Χόμπουργκ, στο Βισμπάντεν, στο Μπατ Άχεν, στο Μπαντ Μπρέμεν, στο Μπάντεν Μπάντεν και σε όλα τα Μπάντεν Μπάντεν Μπάντεν της γερμανικής επικράτειας. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να τρέξει στα ταμεία και να εξαργυρώσει τις μάρκες, για να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο και να πάει σπίτι του να κοιμηθεί. Δέκα χρόνια συνήθεια δύσκολα σταματάει έτσι απότομα κι ακόμη πιο δύσκολα καταφέρνεις να κάνεις το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι έκανες μέχρι τώρα μέσα στη νύχτα.
Υπήρχε τόση ησυχία, που μπορούσε να ακούσει τη σιωπή. Πρώτη φορά άκουγε την απόλυτη σιωπή μέσα στη φύση και του φάνηκε να εμπεριέχει όλους τους ήχους της γης. Σαν κάτι γέρους που σωπαίνουν, επειδή ξέρουν τόσα πολλά. Ή ξέρουν τόσα πολλα, επειδή σωπαίνουν. Γύρω του όλα έμοιαζαν νεκρά, αλλά δεν ήταν. Ο Νούσης ήταν σίγουρος γι αυτό. Όπως ο ίδιος μπορεί να έμοιαζε με όρθιο νεκρό, αλλά ένιωθε γεμάτος δύναμη και ζωή. Τόση δύναμη και ζωή, που δεν ήξερε τι να τις κάνει και προς τα πού να τις διοχετεύσει. Στις μεγαλουπόλεις όπου ζούσε μέχρι τώρα, γνώριζε πόση ενέργεια χρειάζεται για το ένα και τ’ άλλο ώστε να επιβιώνει και να συνεχίζει την επόμενη μέρα, όμως αυτό εδώ ήταν κάτι τελείως πρωτόγνωρο και τον έβγαζε όχι μόνο από τα νερά του, αλλά και από τα χώματά του. Ένιωθε ικανός να κάνει κάτι μεγάλο, κάτι που δεν είχε σκεφτεί, ή δεν είχε τολμήσει ποτέ, αλλά δεν ήξερε τι. Θα μπορούσε, ας πούμε, να βουτήξει στη σκοτεινή θάλασσα και το πρωί να πιει τον καφέ του στο απέναντι νησί ή να τρέξει ολόγυρα τον γύρο της Πελοποννήσου και το μεσημέρι να τρώει το πρόγευμά του σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο. Δεν θα πετύχαινε και τίποτε σπουδαίο, αλλά θα άδειαζε από πάνω του αυτό το άγνωστο φορτίο, που το βάρος και η ύλη του ήταν ικανά να τον τρελάνουν και να τον σπρώξουν να κάνει κακό στον ίδιο του τον εαυτό για να λυτρωθεί.
Είδε τον καφέ να φουσκώνει και τον κατέβασε από το μπρίκι. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να κάνει και με τον εαυτό του, αισθανόταν ότι και ο ίδιος είχε φουσκώσει κι ήταν έτοιμος να ρουφηχτεί, όμως ποιος θα τον έπινε; Ο Νούσης απορούσε και τρόμαζε πάντα στη σκέψη ότι πάνω στη χαρά του έρωτα η θηλυκή αράχνη καταβροχθίζει το αρσενικό και δεν θα το πίστευε αν του έλεγε κάποιος ότι πάνω στη χαρά της ζωής ο άνθρωπος τρώει τον ίδιο του τον εαυτό. Το παραδεχόταν πως γνώριζε αρκετά πράγματα από κείνα που σε κάνουν δυστυχισμένο κι ελάχιστα από τ’ άλλα που σε κάνουν ευτυχή. Στη ζωή του υπήρχαν πάντα άνθρωποι κοντά για να του διδάξουν τα κακά, όμως τα καλά έπρεπε να τα μάθει μόνος του. Όχι γιατί δεν υπήρχαν πρόθυμοι δάσκαλοι και γι’ αυτό, αλλά ο ίδιος έπρεπε να το πιάσει με το χέρι του και να το κάνει χειροπιαστό για να το πιστέψει.
Δέκα μέτρα πέρα βρισκόταν η θάλασσα και άκουγε τον ήσυχο παφλασμό της. Ακουγόταν σαν την ανάσα ενός μωρού που κοιμόταν. Σίγουρα όταν ήταν μωρό ανάσαινε κι αυτός έτσι στον ύπνο του. Μπορεί και στον ξύπνιο του, αλλά είναι αργά πια να το μάθει, όλοι όσοι τον κανάκευαν και φρόντιζαν να αντρωθεί έχουν πια πεθάνει. Λες και ήταν αυτός ο προορισμός τους και μετά δεν υπήρχε λόγος πλέον να παραμείνουν στην ζωή. Τουλάχιστον από την απόσταση των σαράντα χρόνων αυτή την εντύπωση του δίνουν όλοι εκείνοι οι αγαπημένοι άνθρωποι. Προορισμός δικός του ήταν να κρατηθεί στη ζωή, αλλά μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να βρει έναν σοβαρό λόγο γι’ αυτή την προσπάθεια. Η ανάσα, η ανάσα! Μια λέξη γεμάτη άλφα και με κανένα δεν μπορείς να πάρεις μια αναπνοή. Μόνο να εκπνεύσεις μπορείς. «Δυστυχώς εξέπνευσε». Μερικές φορές ήταν και ο ίδιος μπροστά στη στιγμή που κάποιος απ’ αυτούς που τον τάιζαν μικρό στο στόμα πάσχιζε να κρατηθεί από μια ανάσα που του ξέφευγε συνέχεια, ώσπου στο τέλος να πέσει αποκαμωμένος και παραδομένος πάνω στο στρώμα, σαν πάνω στο καναβάτσο.
Δυστυχώς όλοι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, που είχαν, πίστευαν ή θεωρούσαν δικό τους τον Νούση, είχαν χαθεί ή είχαν εκπνεύσει. Ο ίδιος απέφυγε ν’ αποκτήσει «δικό του» άνθρωπο κι έτσι δεν θα μάθει ποτέ πώς είναι να εγκαταλείπεις ανεπιστρεπτί κάποιον. Ξέρει μόνο πώς είναι να σ’ εγκαταλείπουν ανεπιστρεπτί. Υποπτεύεται, πάντως, ότι δεν έχει καμιά σχέση με τους αποχαιρετισμούς που γνώρισε και που πρέπει να υπάρξουν, για να υπάρξει και η επιστροφή. Εδώ πρόκειται για ένα φευγιό οριστικό και αμετάκλητο, για μια αναχώρηση σ’ έναν τόπο που κανείς δεν μπορεί να σου δώσει πληροφορίες — πρόκειται για τη μοναδική αποχώρηση απ’ τη ζωή.
Ξαφνικά έμεινε ακίνητος με τον καφέ στο χέρι. Μέσα από την θάλασσα ακουγόταν μια σιγανή φωνή, σαν κάποιος να τη νανούριζε ή να της ψιθύριζε στ’ αυτί. Θα μπορούσε να είναι και η θάλασσα η ίδια, αν η φωνή δεν ήταν αντρική. Ίσως ο Ποσειδώνας; Το σπίτι ήταν ισόγειο, και ανοίγοντας το πατζούρι της πόρτας βρέθηκε στην αυλή. Το μόνο που έβλεπε ήταν μαύρο σκοτάδι. Ούτε και ο ψίθυρος ακουγόταν πια. Μόνο ο σιγανός ήχος των κυμάτων έφτανε στ’ αυτιά του, σαν να μουρμούριζε το ένα στο άλλο. Μπήκε πάλι στο δωμάτιο και μόλις έκλεισε τα πατζούρια, η φωνή ξανάρχισε.
Προφανώς απευθυνόταν σε κάποιον που βρισκόταν πολύ κοντά και ακουγόταν σαν να τον νουθετούσε. Ο Νούσης αναρωτήθηκε, ποιος άραγε να ήταν πιο κοντά από τη θάλασσα και αν χρειάζεται η θάλασσα νουθεσία. Η φωνή ολοένα και απομακρυνόταν, κι όταν μπήκε το πρώτο φως από τη χαραμάδα της πόρτας, κόπασε τελείως. Τότε ο Νούσης άνοιξε πάλι το πατζούρι και είδε είκοσι μέτρα μακριά ένα βαρκάκι μ’ έναν σκυφτό άντρα πάνω του να προσπαθεί να πλευρίσει σ’ έναν μικρό, ξύλινο μόλο. Βάδιζε προς τα κει κι όσο πλησίαζε, διέκρινε τα πράγματα καλύτερα μέσα στο πρωινό αγιάζι. Ο ξύλινος μόλος ήταν ετοιμόρροπος κι έδειχνε πως το πρώτο δυνατό κύμα που θα σηκωνόταν θα τον διέλυε και θα τον έπαιρνε μαζί του. Το ίδιο και τη βάρκα. Θα πρέπει να φτιάχτηκαν μαζί την ίδια μέρα, να ζήσανε μαζί δεκαετίες ολόκληρες και να πέρασαν τα ίδια βάσανα και τις ίδιες φουρτούνες για να μοιάζουνε τόσο πολύ μεταξύ τους. Όταν ο άντρας ανασηκώθηκε, ο Νούσης αντίκρισε τον δημιουργό τους. Είχε την ίδια ηλικία μ’ αυτά, το ίδιο στραπάτσο, τις ίδιες εμπειρίες και την ίδια εμφάνιση. Ήταν κι αυτός ντυμένος με παλιόρουχα και τυλιγμένος μ’ ένα πλαστικό τραπεζομάντιλο, που το είχε ζωσμένο στη μέση. Όμως εδώ σταματούσε κάθε άλλη ομοιότητα. Οι διαφορές ξεκινούσαν από την ίδια τους την κατασκευή, αυτά τα δυο είχαν φτιαχτεί από ναυάγια για να πλέουν στη θάλασσα, εκείνος από χώμα για να περπατάει στη στεριά. Αν και το σουλούπι του τραμπαλιζόταν μέσα στο σάπιο βαρκάκι, έδειχνε άνθρωπο σταθερό και τετραγωνισμένο, που κάθε τι στέρεο πάνω στη γη θα μπορούσε να είχε γίνει κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Οι δρόμοι, τα μαγαζιά, τα σπίτια, τα κάρα, τ’ αυτοκίνητα, οι αυλές, τα χωράφια, οι φωτογραφίες και οι κορνίζες που στολίζουν τις φωτογραφίες. Όλα. Για πρώτη φορά ο Νούσης πείστηκε πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από χώμα και νερό, και ειδικά αυτός από καστανόχωμα και λάσπη. Φαινόταν παλιός, όσο και η γη και σήμερα πια θα μπορούσε να είναι ο σύντροφος της, ο φύλακάς της, ο προστάτης της, ο γιος της, ο κουβαλητής της, ο άντρας που την κρατάει σταθερή στους ώμους του.
– Να σε βοηθήσω; άπλωσε ο Νούσης το χέρι.