Αντρέα Καμιλέρι: Δεν είναι ντροπή να θέλεις να ψυχαγωγήσεις τον κόσμο».
Η συνοικία Πράτι δεν ανήκει στα μέρη που προτιμώ από τη Ρώμη. Κτισμένη στις αρχές του 20ού αιώνα, γνώρισε μεγάλες δόξες τον καιρό του φασισμού κι από τότε θεωρείται «καλή» περιοχή για να κατοικεί κανείς, παρότι για τα γούστα μου παραμένει αδιάφορη και ελαφρώς ντεμοντέ. Ο Καμιλέρι κατοικεί σε ένα από τα τυπικά παλάτσιτης συνοικίας, ακριβώς απέναντι από τα παλιά στούντιο του ραδιοφωνικού σταθμού που τον φιλοξένησαν ως σκηνοθέτη εκατοντάδες φορές.
Τη μέρα, όμως, εκείνη του Σεπτέμβρη του 2008, δεν είχα καθόλου το μυαλό μου στα αρχιτεκτονήματα της συνοικίας Πράτι. Η αγωνία μου ήταν να μην αργήσουμε στο ραντεβού (πάντα απρόβλεπτη η Ρώμη στην κυκλοφοριακή της σύγχυση), κι ύστερα, ποιος ξέρει γιατί, ανησυχούσα για το πώς θα πήγαινε η συνάντηση με τον Ιταλό συγγραφέα. Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο να με αγχώνει, ίσα ίσα τα βιβλία του σου δίνουν από την πρώτη σελίδα την αίσθηση ενός ανθρώπου καλοπροαίρετου, χιουμορίστα και καλοφαγά. Εγώ, όμως, ήμουν αγχωμένος.
Το άγχος καταλάγιασε μόλις έκανε την εμφάνισή του στο χολ του μικρού διαμερίσματος που νοικιάζει ως γραφείο του, στον ίδιο όροφο με το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί με τη γυναίκα του. Μας έδειξε το δωμάτιο στο οποίο θα κάναμε τη συνέντευξη («αυτό είναι το δωμάτιο· μπορείτε να το διαλύσετε, μπορείτε να μετακινήσετε τα έπιπλα, να κάνετε ό,τι θέλετε») κι ύστερα, όπως ήταν η συμφωνία μας, αποσύρθηκε στο δωμάτιο στο οποίο συνήθως γράφει, αφήνοντάς μας μόνους να στήσουμε φώτα, κάμερες και μικρόφωνα. Το δωμάτιο, εκτός από μια μεγάλη ξύλινη σιτσιλιάνικη κούκλα από αυτές που ακόμα φτιάχνουν στο Παλέρμο και η προέλευσή της πάει πίσω στα μεσαιωνικά ιπποτικά έπη, δεν είχε κανένα άλλο διακοσμητικό στοιχείο. Παντού βιβλία,μόνο βιβλία, μαζί με μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα και έναν καναπέ.
Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και επανεμφανίστηκε. «Θες νατα πούμε λιγάκι, ενώ περιμένουμε;» με ρωτάει. Μπαίνω στο άλλο δωμάτιο. Αυτό, αντίθετα, είναι φορτωμένο με πράγματα: αφίσες, σχέδια, λιθογραφίες φίλων του ζωγράφων. Σε ένα ράφι το αγαλματάκι ενός μαύρου αγίου: ο Σαν Καλότζερο, μου εξηγεί, ο πατρόνος της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Πόρτο Εμπέντοκλε, ένας μαύρος που γιάτρευε τους φτωχούς από την πανούκλα. «Σεεποχές διαφορετικές από τις δικές μας, όταν έμπαινες στο σπίτι των Λιμενεργατών, έβλεπες το πορτρέτο του Μαρξ, του Στάλιν, τον Σαν Καλότζερο και τη φωτογραφία του Τζουζέπε ντι Βιτόριο, γραμματέα του αριστερού συνδικάτου που ήταν ο αρχηγός του συνδικάτου της CGIL».
Σε ένα άλλο ράφι, πάνω από το γραφείο του, μια φωτογραφία. Μια περίεργη φωτογραφία με δύο άντρες, ο ένας ντυμένος ως οδαλίσκη, ο άλλος μεταμφιεσμένος σε Ταρζάν. «Τους αναγνωρίζετε;» με ρωτάει. Όχι, δεν τους αναγνωρίζω. «Ο Πιραντέλο καιο Αϊνστάιν. Με διασκεδάζει αυτή η φωτογραφία, μου φτιάχνει το κέφι».
Ο απέναντι τοίχος καλύπτεται από ένα τεράστιο ζωγραφισμένο στο χέρι καραβόπανο, χωρισμένο σε τετραγωνάκια, που διηγούνται μια ιστορία πάθους: εκείνη, εκείνος, ο πατέρας, φιλιά,μαχαίρια, αίματα, χωροφυλάκοι, χειροπέδες. Ενθουσιάζομαι. Είναι ένα παλιό, σπάνιο πλέον κομμάτι, από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι τροβαδούροι για να διηγηθούν (ουσιαστικά για να τραγουδήσουν) τις παθιασμένες ιστορίες τους που το κοινό παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα. Μια παράδοση που κράτησε κάποιους αιώνες –ουσιαστικά μέχρι τα φωτορομάντσα– για ναπεθάνει με την έλευση της τηλεόρασης. «Όταν με ρωτάνε συχνά πώς αντιλαμβάνομαι την αφηγηματικότητα, απαντώ: Ιδού, αυτή είναι η ποιητική μου. Αυτή με εμπνέει. Θέλω να φτάσω να γίνω ένας τροβαδούρος που αφηγείται ιστορίες με απλότητα και επιδεξιότητα».
Χαίρεται με τον ενθουσιασμό μου. Καθόμαστε. Αρχίζει, από μέρους του, μια μικρή και διακριτική ανάκριση. Πώς και μιλάω τόσο καλά ιταλικά, πόσα χρόνια έζησα στην Ιταλία, πώς είναι σήμερα η κατάσταση στην Ελλάδα, και άλλα τέτοια. Καταλαβαίνω ότι θέλει να εντοπίσει τις πολιτικές μου απόψεις. Τον βοηθάω.Μόλις συνειδητοποιεί ότι είμαστε ομοϊδεάτες, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε Ιταλός που σέβεται τον εαυτό του, κόβει αμέσως τον πληθυντικό. Και γίνεται χείμαρρος. Κάποια στιγμή αναγκάζομαι να τον διακόψω. Μην τα λες όλα τώρα, κράτα και κάτι για τη συνέντευξη. Έχεις δίκιο, μου λέει, αλλά συνεχίζει να μιλά ακάθεκτος. Αισθάνομαι ότι γνωριζόμαστε χρόνια.
«Δεν ξέρω από πού προέρχεται αυτή η έφεση για το γράψιμο, γιατί από τους προγόνους μου κανείς δεν είχε γράψει τίποτα πέρα από διαθήκες και συμβολαιογραφικές πράξεις, κείμενα που δεν έχουν βεβαίως καμιά σχέση με λογοτεχνία. Η οικογένεια της μητέρας μου εμπορεύονταν θειάφι. Στην οικογένεια του πατέρα μου εμπορεύονταν επίσης θειάφι –είχαν και ένα λατομείο θειαφιού–, αλλά ήταν κυρίως ιδιοκτήτες γης. Βεβαίως, όλοι αυτοί, όταν ήρθαν οι μεγάλες εταιρείες, χρεοκόπησαν. Θα μπορούσαν ίσως να αντισταθούν, αλλά οι Σικελοί είναι ατομικιστές, οι κοοπερατίβες ήταν έξω από τη λογική τους, προσπαθούσαν να αντισταθούν παντρεύοντας τα παιδιά τους και ενώνοντας τις περιουσίες τους. Όπως όμως μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς, αυτές ήταν αστείες λύσεις.
»Κρατάω ακόμα στο σπίτι μου ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκουμέντο, που έχει τέσσερις υπογραφές: η μία είναι του Στέφανο Πιραντέλο, μπαμπά του Λουίτζι· η δεύτερη του Τζιουζέπε Πορτολάνο, πατέρα της γυναίκας του Λουίτζι Πιραντέλο, η τρίτη του παππού μου Τζιουζέπε Καμιλέρι και η τέταρτη του Βιντσέντσο Φρακαπάνι, που ήταν ο άλλος παππούς μου. Έχουμε δηλαδή
σε ένα φύλλο χαρτιού δύο “γάμους θειαφιού”, όπως τους έλεγαν τότε.
»Θυμάμαι τον Πιραντέλο να έρχεται στο σπίτι μου, όταν είχε ήδη περάσει τα εβδομήντα. Εγώ ήμουν δέκα χρονών κι εκείνος φορούσε τη στολή των Ιταλών ακαδημαϊκών. Είχα ξαναδεί παρόμοιες στολές στο Πόρτο Εμπέντοκλε, ήταν στολές ναυάρχων. Όταν λοιπόν παρουσιάστηκε εκείνο το ζεστό απόγευμα –τότε δενυπήρχαν τηλέφωνα–, τρόμαξα γιατί βρέθηκα μπροστά σε έναν ναύαρχο με την επίσημη στολή του. Κι εκείνος μου είπε στα σιτσιλιάνικα: “Ποιος είσαι εσύ;” “Ο Νενέ Καμιλέρι”. “Η γιαγιά σουείναι η Καρολίνα;” “Ναι”. “Θα τη φωνάξεις; Πες της ότι ήρθε ο Λουιτζίνο Πιραντέλο”. Έτρεξα, ξύπνησα τη γιαγιά μου που έπαιρνε τον μεσημεριανό της ύπνο και της είπα: “Ήρθε ένας ναύαρχος που ονομάζεται Λουιτζίνο Πιραντέλο”. Έγινε βεβαίως το πανδαιμόνιο, όλοι έτρεχαν να ντυθούν, ο Πιραντέλο είχε ήδη πάρει το Νόμπελ, ήταν διάσημος. Η επίσκεψή του αυτή έγινε ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, το 1935. Πολύ αργότερα ανακάλυψα πως ήταν πρώτα ξαδέλφια με τη γιαγιά μου, παιδιά δύο αδελφάδων.
»Δεν μπορούσα να φανταστώ τότε ότι θα γινόμουν ένας από τους σημαντικότερους στην Ιταλία μελετητές του έργου του και ότι θα αφιέρωνα πάνω από σαράντα θεατρικές μου σκηνοθεσίες σε αυτόν.
»Άρχισα να γράφω όταν έγινα έξι εφτά χρονών. Ήμουν μοναχογιός και είχα μάθει να διαβάζω μόνος μου. Ο πατέρας μου δεν ήταν λόγιος, αλλά τα διαβάσματά του ήταν εξαιρετικά εκλεπτυσμένα. Τότε η ιατρική δεν είχε κάνει τις προόδους που έχει κάνει σήμερα. Την εποχή μου κολλούσαμε όλες τις παιδικές αρρώστιες, κι αυτό σήμαινε ότι κάθε φορά μέναμε τουλάχιστον δώδεκα μέρες στο κρεβάτι και χουζουρεύαμε. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, το ραδιόφωνο ήταν ένα τεράστιο κουτί που δεν μεταφερόταν, άρα η μόνη σωτηρία μας ήταν η ανάγνωση. Κι εγώ, ήδηαπό τότε, διάβαζα πολύ γρήγορα. Κάποια στιγμή βρέθηκα να έχω διαβάσει όλα τα γνωστά κόμικ της εποχής: τον Μαντρέικ, τον Γκόρντον, τον Σούπερμαν. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Ρώτησα λοιπόν τον πατέρα μου: “Μπορώ να διαβάσω ένα μυθιστόρημα;” “Ναι”. “Ποιο;” “Όποιο θες”. Το πρώτο λοιπόν μυθιστόρημα που διάβασα στη ζωή μου ήταν Η τρέλα του Αλμάγιερτου Τζόζεφ Κόνραντ. Στη συνέχεια διάβασα το Μόμπι Ντικκι ύστερα ένα μυθιστόρημα κάποιου Ζoρζ Σιμ, που αργότερα ανακάλυψα ότι ήταν ο Ζoρζ Σιμενόν. Εννοείται, με όλα αυτά τα ερεθίσματα, άρχισα να γράφω: ποιήματα στη μαμά μου, στον Μπενίτο Μουσολίνι…
»Τότε ήμασταν όλοι φασίστες. Αναφέρομαι στην περίοδο 1930–1935. Βρισκόμαστε στο απόγειο του φασισμού. Θυμάμαι ότι το 1935, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αβησσυνία, έγραψα, κρυφά από τους δικούς μου, ένα γράμμα στον Μουσολίνι ζητώντας του να με πάρουν εθελοντή. Ο Μουσολίνι μου απάντησε, με εκείνο το χαρακτηριστικό Μ με το οποίο υπέγραφε, λέγοντάς μου ότι ήμουν πολύ μικρός για πόλεμο, και ότι δεν θα έλειπαν οι ευκαιρίες να το κάνω… Και κράτησε την υπόσχεσή του!
»Βεβαίως όταν έγινα δεκαοκτώ δεκαεννιά χρονών τα ποιήματά μου έγιναν λιγότερο ναΐφ. Είχα αρχίσει να διαβάζω Μοντάλε, Ουνγκαρέτι, τους σύγχρονους ποιητές που μου άρεσαν πολύ,επομένως η γραφή μου έγινε, ας πούμε, πιο ώριμη. Το 1945, μετά την απελευθέρωση, άρχισα να τα στέλνω σε κάποια μεγάλα λογοτεχνικά περιοδικά που τότε κυκλοφορούσαν, ιδιαίτερα στο περιοδικό Mercurio. Κι αυτά άρχισαν να δημοσιεύουν τα ποιήματα, χωρίς καν να με γνωρίζουν. Ύστερα έλαβα μέρος σε έναν μεγάλο ποιητικό διαγωνισμό, στο Πρέμιο Σαν Βενσάνο, με πρόεδροτον Ουνγκαρέτι, και ο Ουνγκαρέτι με έβαλε σε μια ανθολογία που ετοίμασε νέων ποιητών. Ήμουν πανευτυχής διότι, από την αρχή, δεν είχα καμιά πρόθεση να γίνω καθηγητής σε Γυμνάσιο.
»Αυτός ήταν κι ο λόγος που καθυστερούσα να παρουσιάσω την πτυχιακή μου εργασία στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο όπου σπούδαζα σύγχρονη Φιλολογία. Φοβόμουν ότι οι δικοί μου θα μου έβρισκαν κάποια θέση και θα αναγκαζόμουνα να μείνω στη Σικελία, ενώ εγώ ήθελα να φύγω. Έτυχε τότε να γράψω ένα θεατρικό με τίτλο Κρίση τα μεσάνυχτα. Αποφάσισα να το στείλω σε έναν διαγωνισμό που γινόταν στη Φλωρεντία και, εντελώς αναπάντεχα, κέρδισα το πρώτο βραβείο. Τότε ο Σίλβιο Ντ’ Αμίκο, πρόεδρος της Ακαδημίας Θεατρικής Τέχνης και ένας από τους σπουδαιότερους κριτικούς θεάτρου της Ιταλίας, μου έγραψε μια επιστολή παροτρύνοντάς με να πάω να σπουδάσω σκηνοθεσία. Μια υποτροφία θα μου επέτρεπε να ζήσω στη Ρώμη. Έκανα την αίτηση και ήμουν ο μόνος τον οποίο έκαναν δεκτό εκείνη τη χρονιά. Από εκείνη τη μέρα όμως δεν έγραψα πλέον ούτε γραμμή. Αφιερώθηκα ψυχή τε και σώματι στη θεατρική σκηνοθεσία.
»Ως σκηνοθέτης ήμουν ο πρώτος που ανέβασε Θέατρο του Παραλόγου στην Ιταλία: Μπέκετ, Αντάμοφ, Ιονέσκο, Πίντερ… Παράλληλα με ενδιέφεραν πολύ οι σύγχρονοι Ιταλοί συγγραφείς.Και, βεβαίως, ο Πιραντέλο. Αυτές ήταν οι τρεις κατευθύνσεις της θεατρικής μου πορείας. Ύστερα πήρα τη θέση του καθηγητή μου στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης και δίδαξα επί είκοσι χρόνια σκηνοθεσία. Ταυτόχρονα δίδασκα υποκριτική και σκηνοθεσία στο Πειραματικό Κέντρο Κινηματογράφου. Είχα μάλιστα μαθητές για τους οποίους μπορώ να είμαι υπερήφανος. Ο Μάρκο Μπελόκιο, για παράδειγμα, ήταν μαθητής μου».
Η κουνιστή πολυθρόνα είναι το αγαπημένο του έπιπλο σε εκείνοτο διαμέρισμα. Σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης κουνιέται, μιλάει και κουνιέται. Κι αυτό το συνεχές λίκνισμα δίνει μια παιγνιώδη διάθεση στα λεγόμενά του, κι έρχεται να ενισχύσει μια φυσική αίσθηση του χιούμορ που είναι το πιο εμφανές χαρακτηριστικό του.
Είναι παράξενο, αλλά οι δύο πιο «εύθυμες» συνεντεύξεις, οι συνεντεύξεις στις οποίες γελούσα σχεδόν όλη την ώρα, ήταν με δύο συγγραφείς αστυνομικών έργων. Η μία ήταν η Ντόνα Λεόν, στη Βενετία, ο άλλος ήταν ο Αντρέα Καμιλέρι, στη Ρώμη. Η ηλικία του, η αφηγηματική του δεινότητα, η τεράστια εμπειρία του,η αυτοπεποίθησή του, η αέναη διάθεση να διηγηθεί παλιές ιστορίες, όλα αυτά θα μπορούσαν να σπρώξουν κάποιον να αρχίσει λυρικούς παραλληλισμούς με έναν παππού που χαίρεται να διηγείται ιστορίες. Όμως οι παππούδες δεν έχουν συνήθως χιούμορ,στους παππούδες είναι η νοσταλγία αυτή που παίρνει το πάνω χέρι. Ο Καμιλέρι δεν νοσταλγεί, γυρίζει στο παρελθόν, παίρνει ό,τι του είναι χρήσιμο, και επανέρχεται στο σήμερα. Να είναι αυτή η ερμηνεία της ακατάβλητης ζωντάνιας του, μιας ζωντάνιας που τον κάνει να γράφει, ακόμα σήμερα, τρία περίπου βιβλιαράκια τον χρόνο;
«Ξανάρχισα να γράφω το 1967. Ξαφνικά μου ήρθε η διάθεση να γράψω ένα μυθιστόρημα. Δεν είχα επιχειρήσει ποτέ να γράψωμυθιστόρημα. Το επιχείρησα, εντελώς ανεξήγητα, το 1967. Και γράφω το Η ροή των πραγμάτων. Το τελείωσα το 1968, το έστειλα σε δέκα ιταλικούς εκδοτικούς οίκους, και οι δέκα, με μια πρωτοφανή σύμπνοια, μου απάντησαν ότι το βιβλίο μου δεν μπορούσε να εκδοθεί λόγω της ιδιότυπης γλώσσας του.
»Το μυθιστόρημα έμεινε για δέκα χρόνια αδημοσίευτο. Ύστερα, ένας φίλος που είχε διαβάσει το χειρόγραφο, μου ζήτησε την άδεια να κάνει μια τηλεοπτική προσαρμογή με τίτλο Το χέρι στα μάτια. Οι εφημερίδες έγραψαν πολλά γι’ αυτή την εκπομπή, και ένας επί πληρωμή εκδότης, ο Άλι, μου είπε: “Θα το εκδώσω εγώ, χωρίς να σας πάρω χρήματα, μου αρκεί να βάλω το όνομα του εκδοτικού στο εξώφυλλο”. Δέχτηκα. Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο ήταν σαν να άνοιγα ένα μπουκάλι σαμπάνιας.
»Έτσι έγραψα αμέσως το δεύτερο μυθιστόρημα, το Καπνός στον ορίζοντα. Τότε ο φίλος μου Ρουτζιέρο Γιακόμπι το πήρε παραμάσχαλα και πήγε στον Λίβιο Γκαρτζάντι, τον γνωστό εκδότη. Το διάβασε η γυναίκα του Γκαρτζάντι, η συγγραφέας Τζίνα Λογκόριο, και αποφάσισαν να το εκδώσουν.
»Το πρώτο μου αστυνομικό γράφτηκε το 1994. Θυμάμαι, ενώ έγραφα το τρίτο μου “ιστορικό” μυθιστόρημα, το Ο ζυθοποιός του Πρέστον, δεν μπορούσα να λύσω κάποια προβλήματα με τη δομή του. Τότε έπεσα πάνω στο μυθιστόρημα του Μάνουελ Βάθκεθ Μονταλμπάν Ο πιανίστας, που δεν ήταν αστυνομικό. Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου με βοήθησε να διαρθρώσω το δικό μουμυθιστόρημα. Κι ένιωσα ευγνώμων προς τον Μονταλμπάν, γι’ αυτή την έμμεση βοήθεια. Τότε έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα: “Εσύ Αντρέα, θα μπορούσες ποτέ να γράψεις ένα μυθιστόρημα από το Αως το Ω, από την αρχή δηλαδή μέχρι το τέλος;” Γιατί εγώ ξεκινούσα π.χ. από το προτελευταίο κεφάλαιο. Και τότε έβαλα τον εαυτό μου μέσα στο κλουβί του αστυνομικού μυθιστορήματος (γιατί το αστυνομικό είναι ένα κλουβί, με συγκεκριμένους κανόνες) για να δω αν ήμουν ικανός να γράψω μυθιστόρημα χωρίς λογικά ή χρονικά άλματα. Κι έγραψα έτσι το πρώτο αστυνομικό μου μυθιστόρημα, τη Μορφή του νερού. Βεβαίως αμέσως τέθηκε το θέμα του ονόματος του αστυνόμου. Είχα δύο ονόματα: ένα τυπικό σικελικό όνομα, το Τζετζέ Κολούρα, και το Μονταλμπάνο. Διάλεξα το Μονταλμπάνο, ως φόρο τιμής στον Μονταλμπάν.
»Στη συνέχεια, κι επειδή σε αυτό το πρώτο μυθιστόρημα η φιγούρα του πρωταγωνιστή μού φαινόταν κάπως ανολοκλήρωτη, αποφάσισα να γράψω ένα δεύτερο, το Σκύλος από τερακότα. Μετά από αυτό είπα: “Αυτό ήταν, τελείωσα με τα αστυνομικά”, και συνέχισα να γράφω άλλα πράγματα. Όταν έστειλα την επόμενη δουλειά μου στην εκδότρια Ελβίρα Σελέριο, εκείνη με ρώτησε πότε θα της έστελνα έναν καινούργιο Μονταλμπάνο. “Τελείωσα με τον Μονταλμπάνο”, της είπα. “Είσαι τρελός; Όχι μόνο πουλάμε τον Μονταλμπάνο σε απίστευτους αριθμούς αλλά λειτουργεί και ως ατμομηχανή: όσο περισσότεροι Μονταλμπάνο φεύγουν, τόσο περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα πουλάμε”. Έτσι, σχεδόν από υποχρέωση, έγραψα το τρίτο.
»Τα αστυνομικά ήταν τα αγαπημένα αναγνώσματα του πατέρα μου. Είχε όλη τη σειρά των αστυνομικών του Mondadori, σειρά που είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του ’30. Επομένως το σπίτι ήτανγεμάτο αστυνομικά μυθιστορήματα. Αυτό όμως που με βοήθησε να γράψω το πρώτο αστυνομικό, δεν ήταν η αγάπη του πατέρα μου γι’ αυτό το είδος, αλλά μια τηλεοπτική εμπειρία. Στη RΑΙδεν ήμουν μόνο σκηνοθέτης αλλά και παραγωγός τηλεοπτικών σειρών. Έτσι υπήρξα παραγωγός μιας τηλεοπτικής σειράς με περιπέτειες του Μαιγκρέ, του ήρωα του Σιμενόν. Το σενάριο έγραφε ο Ντιέγκο Φάμπρι, σπουδαίος σεναριογράφος. Τι έκανε ο Φάμπρι; Αγόραζε πάντα το ίδιο βιβλίο τέσσερις πέντε φορές, κι ύστερα καθόταν και έσκιζε τις σελίδες του. Τι συμβαίνει συνήθως σε ένα μυθιστόρημα; Ξεκινά με το επεισόδιο Ατο οποίο, κάποια στιγμή, διακόπτεται· μπαίνει το επεισόδιο Β, ύστερα ακολουθεί το Γ· μετά επιστρέφει το Α, κ.ο.κ. Έπαιρνε λοιπόν τις σελίδες του επεισοδίου Α, τις έβαζε όλες μαζί. Ύστερα έπαιρνε το επεισόδιο Β, και έφτιαχνε μια στοίβα με αυτό. Συνέχιζε την ίδια ιστορία με το Γ, κ.ο.κ. Ύστερα άρχιζε να κάνει συνδυασμούς και να κρατάει σημειώσεις. Τι έκανε, με άλλα λόγια; Αποδομούσε το μυθιστόρημα και το αναδομούσε σε τηλεοπτική μορφή. Για μένα ήταν σαν να επισκεπτόμουν το εργαστήριο ενός ρολογά, έβλεπα πώς λειτουργούσε ο μηχανισμός. Έμαθα μια τέχνη, όπως λέμε στην Ιταλία, κι ύστερα την άφησα κατά μέρος. Τη θυμήθηκα όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα».
Ας μείνουμε λίγο σε αυτό τον χαρακτήρα, στον Μονταλμπάνο, ο οποίος έχει πλέον γράψει ιστορία όχι μόνο στην ιταλική λογοτεχνία αλλά και στο αστυνομικό είδος γενικότερα. Αυτό το πρόσωπο εξακολουθεί να πιστεύει σε ορισμένες αξίες, δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα, δεν τον ενδιαφέρει η φήμη, τον ενδιαφέρει η δικαιοσύνη, είναι ένας ηρωικός αντιήρωας, μαγειρεύει μόνος του σπαγγέτι για το δείπνο του, νιώθει μερικές φορές να μισεί την αιώνια αρραβωνιάρα του η οποία ζει στην άλλη άκρη της Ιταλίας και την οποία ούτε αποφασίζει να παντρευτεί ούτε να χωρίσει… Θα έλεγα πως είναι ένας τυπικός Ιταλός, που συγκεντρώνει όμως πάνω του μόνο τα καλά χαρακτηριστικά των Ιταλών. Διαβάζοντάς τον σήμερα, με όλες αυτές τις αλλαγές που έγιναν τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Ιταλία, έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα είδος Ιταλού που έχει αρχίσει να εκλείπει, που καμιά σχέση δεν έχει με τους σύγχρονους Ιταλούς.
Να οφείλεται, άραγε, σε μια νοσταλγική διάθεση η τεράστια επιτυχία του στην Ιταλία και στον κόσμο ολόκληρο;
«Πράγματι, ο ήρωάς μου, μπροστά σε αυτή την τρομερή διαφθορά, μπροστά σε όλους αυτούς του πολιτικούς και κοινωνικούς συμβιβασμούς, στέκεται όλο και πιο αμήχανος. Η αμηχανία του είναι όλο και πιο φανερή. Ευτυχώς, όλο και συχνότερα, λέει τη γνώμη του. Κι όταν, όπως στο Υποχρεωτική πορεία, βρέθηκε μπροστά σε μια απίστευτα χυδαία στάση της αστυνομίας, αυτός, πολύ σωστά, ήθελε να παραιτηθεί. Τα άτομα όμως που έχουν εκείνο που ο Χάμετ ονόμαζε “η απόλαυση του κυνηγιού”, δύσκολα εγκαταλείπουν τη θέση τους. Ξέρετε, οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μονταλμπάνο δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους τους αναγνώστες. Λαβαίνω δεκάδες γράμματα που μου γράφουν ότι δεν μπορώ να δίνω τις πολιτικές μου ιδέες στον Μονταλμπάνο. Γιατί, λένε, ο Μονταλμπάνο ανήκει πλέον σε όλους.
»Ο Μονταλμπάνο τώρα πια είναι ένα διαχρονικό πρόσωπο. Να πω κάτι; Μετά τον Μονταλμπάνο γνώρισα πολλούς αστυνόμους, και πρέπει να πω ότι τελικά υπάρχουν περισσότεροι Μονταλμπάνο από όσους νομίζουμε. Κι αυτό είναι προς τιμήν τους. Να προσθέσω ότι το Υποχρεωτική πορεία είναι το μόνο μυθιστόρημα που έγινε αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στα τρία συνδικάτα της Αστυνομίας όταν αυτά συγκεντρώθηκαν σε θέατρο της Ρώμης. Κι εκεί κατέληξαν ότι χρειάζεται καθημερινή δουλειά για να μείνει ζωντανή η δημοκρατία στην αστυνομία, πράγμα βεβαίως ιδιαιτέρως θετικό για ένα τέτοιο συμπόσιο…
»Με ρωτάς ποια είναι η σχέση μου με τον Μονταλμπάνο. Θα έλεγα έρωτα και μίσους… Καταλαβαίνεις, είναι ένας εκβιαστής, διότι έχει πραγματικά πολύ μεγάλη επιτυχία και το ξέρει. Ακόμακαι στο εξωτερικό το πρώτο πράγμα που μεταφράζουν είναι τα μυθιστορήματα του Μονταλμπάνο. Μόνο μετά μεταφράζουν τα υπόλοιπα, κι αυτό είναι κάτι που δεν μου αρέσει. Μπορείς όμως να απελευθερωθείς από ένα τέτοιο πρόσωπο; Το 2005έγραψα, μετά από μια έκλαμψη που είχα, το τέλος του. Κι ήταν μια έκλαμψη που λειτούργησε σαν ξόρκι. Κάποτε ήμουν στο Παρίσι με δύο καλούς φίλους: ο ένας ήταν ο Μανόλο Βάθκεθ Μονταλμπάν και ο άλλος ο Ζαν-Κλοντ Ιζζό. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να συζητάμε τον τρόπο με τον οποίο θα απελευθερωνόμασταν από τους ήρωές μας. Ο Ιζζό είπε ότι θα τον εγκατέλειπε σε μια βάρκα, κι ας έβγαζε μόνος του την άκρη. Ο Μονταλμπάν έλεγε πως σκεφτόταν πολύ σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο θα σκότωνε τον Πέπε Καρβάλιο. Επειδή όμως και οι δύο πέθαναν πριν από τους ήρωές τους, δεν έχω καμιά πρόθεση να βάλω τον Μονταλμπάνο να πεθάνει. Δεν είμαι τρελός να πάθω τα ίδια! Σκέφτηκα λοιπόν έναν τρόπο να τον εξαφανίσω – πράγμα διαφορετικό από τον θάνατο. Έτσι κάθισα και έγραψα αμέσως ένα μυθιστόρημα, που ο θρύλος λέει ότι ο εκδοτικός οίκος Sellerio το έχει κρύψει σε ένα χρηματοκιβώτιο. Δεν υπάρχουν χρηματοκιβώτια στον οίκο Sellerio. Αλλά πράγματι, το φυλάνε σε κάποιο συρτάρι…
»Ποια πρότυπα είχα; Θα έλεγα, κατ’ αρχάς, τον Σιμενόν. Και κάποια έργα του Ντίρενματ, όπως η Υπόσχεση. Στην Ιταλία ήμασταν τυχεροί και είχαμε τον Γκάντα και τον Σάσα. Ο Γκάντα έγραψε το Εκείνη η βρωμοϋπόθεση της οδού Μερουλάνα που ουσιαστικά είναι ένα αστυνομικό αλλά χωρίς λύση στο τέλος. Η Μέρα της κουκουβάγιαςτου Σάσα μιλάει για τη Μαφία, αλλά παραμένει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Εμένα λοιπόν, με την εξαίρεση των δύο μεγάλων Αμερικάνων, του Τσάντλερ και του Χάμετ, για τους οποίους το αστυνομικό ήταν μια πρόφαση, ο τυπικός Αμερικανός ντέτεκτιβ με κάνει να γελώ: το πρωί τον πυροβολούν στον ώμο· το απόγευμα τον σπάνε στο ξύλο με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, μετά τον πάνε στο νοσοκομείο, και στις δέκα το βράδυ κάνει έρωτα με την ξανθιά, ενώ ο οποιοσδήποτε στη θέση του θα ούρλιαζε από τον πόνο. Όλοι αυτοί οι διάφοροι Μίκι Σπιλέιν με κάνουν να γελώ. Ο ευρωπαίος ήρωας αντίθετα είναι ένας αντιήρωας, ένας μεσοαστός.
»Δεν μου αρέσουν ούτε οι ήρωες της Άγκαθα Κρίστι, όπως δεν μου αρέσει η επιστημοσύνη του Σέρλοκ Χολμς. Εγώ θέλω τους ήρωες καθημερινούς, αντιηρωικούς. Υπάρχει πιο αντιήρωαςαπό τον Χαρίτο του Μάρκαρη; Και οι Ισπανοί, επίσης, έχουν ωραίους ήρωες… Στον μεσογειακό αστυνομικό ο κάθε συγγραφέας τελικά ασχολείται με τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις της χώρας του. Εγώ συνηθίζω να λέω ότι αν θέλετε να καταλάβετε την πολυπολιτισμική και πολυεθνική πραγματικότητα της Μασσαλίας, διαβάστε Ιζζό. Τα μυθιστορήματά του είναι πιο κατατοπιστικά από οποιοδήποτε δοκίμιο μπορεί να γραφτεί για το μέρος αυτό. Κι αν η αστυνομική λογοτεχνία σήμερα έχει τη σημασία που έχει, είναι διότι το πλαίσιο έχει την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, αξία από το ίδιο το κείμενο.
»Ο Μονταλμπάνο αγαπάει τα εγκλήματα που έχουν μια ιστορία, μια προϊστορία… Του αρέσει ιδιαίτερα να επιστρέφει στο παρελθόν, να στρέφει προς τα εκεί τις έρευνές του. Και βιώνει έντονα ένα είδος απογοήτευσης. Διότι μια δολοφονία είναι μια πράξηηλιθιότητας. Κι αν πρέπει διαρκώς να συλλαμβάνεις δολοφόνους,σημαίνει ότι ασχολείσαι με ηλίθιους σε όλη σου τη ζωή. Κι αυτό, με τον καιρό, σε κουράζει. Εγώ, ξέρετε, δεν επινοώ τίποτα. Διαβάζω τα αστυνομικά ρεπορτάζ, κόβω κάποια κομμάτια από τις εφημερίδες, τα βάζω στην άκρη. Ύστερα τροποποιώ τις ιστορίες,μέχρι να μου δώσουν ένα ερέθισμα που θα είναι κάπως πρωτότυπο.
»Πριν αρχίσω να γράφω ένα βιβλίο μου, έχω απλώς μια γενική ιδέα γι’ αυτό. Βεβαίως, με τον Μονταλμπάνο, υπάρχει μια προεργασία. Αν προσέξετε καλά, θα δείτε ότι έχουν όλα το ίδιο μέγεθος, δεκαοκτώ κεφάλαια, δέκα σελίδων το καθένα. Κάνω ό,τι κάνουν οι αρχιτέκτονες που αρχίζουν να σχεδιάζουν μια βίλα, με τα κενά, τους τοίχους, τα παράθυρα. Εγώ, αυτό, το ονομάζω “ανάσα” του μυθιστορήματος: πρέπει να έχω πολύ καθαρή ιδέα της δομής πριν αρχίσω να γράφω, να βρω την κατάλληληδομή για το κάθε βιβλίο. Τι είναι Η εξαφάνιση του Πατό αν όχι ένα ντοσιέ από κείμενα; Η δομή εκείνη ήταν η πιο σωστή για την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ. Άλλα έχουν μια πιο παραδοσιακή δομή.
»Η δομή λοιπόν έχει πρωτεύουσα σημασία. Ύστερα, γράφοντας σιγά σιγά, αν έχω πετύχει σωστά το στόχο μου, οι σελίδες γράφονται μόνες τους – κι αυτό ενέχει ένα μεγάλο κίνδυνο, γι’ αυτό συχνά σταματώ, τις διορθώνω, τις επεξεργάζομαι ξανά, ώστε να ακούγονται καλά στο αυτί, σαν να είναι προφορική αφήγηση. Μετά, όταν τελειώσω το γράψιμο, αφήνω το μυθιστόρημα να παλιώσει όπως κάνουμε με το κρασί, και μετά από τρεις τέσσερις μήνες το ξαναδιαβάζω και κάνω τις διορθώσεις μου. Δουλεύω πολύ, κι αυτό μου αρέσει. Τις ημέρες που αισθάνομαι χωρίς ιδέες, δεν γράφω. Ρεφάρω την επόμενη μέρα. Ξυπνάω νωρίς, στις έξι το πρωί, κοιμάμαι καλά… Έχω μονάχα μια εμμονή σχετικά με το γράψιμο: πρέπει να είμαι ξυρισμένος και ντυμένος σαννα πρόκειται να βγω έξω. Είναι αδύνατο να γράψω φορώντας παντόφλες και πιτζάμα. Κάθομαι στο κομπιούτερ και δουλεύω τέσσερις συνεχείς ώρες. Το απόγευμα ξανακοιτάζω τα γραφτά, αλλά οι αποδοτικές ώρες είναι εκείνες οι πρώτες τέσσερις».
Η επιτυχία όμως δεν συνάντησε τον Καμιλέρι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σικελία, αλλά παραδόξως στον ιταλικό βορρά, στην Τεργέστη, στο Μπολτσάνο, στη Βαλ ντ’ Αόστα, σε μέρη πουδεν κρύβουν τα ρατσιστικά τους αισθήματα για τους νότιους.Το γεγονός, στην αρχή, είχε τρομοκρατήσει τον συγγραφέα μας, ο οποίος είχε αρχίσει να αναρωτιέται με τρόμο μήπως ήταν… μεσευρωπαίος συγγραφέας!
Ύστερα κατάλαβε ότι άρεσε στους βόρειους επειδή δεν χρησιμοποιούσε την κανονική σικελική διάλεκτο αλλά ένα μείγμα σικελικής διαλέκτου με την ιταλική γλώσσα, ένα μείγμα που επινόησε ο ίδιος και που, με τα χρόνια, γέννησε και ένα σωρό εξειδικευμένα λεξικά που απευθύνονται στους φανατικούς αναγνώστες του Καμιλέρι και που ερμηνεύουν το γλωσσικό ιδίωμα του Μονταλμπάνο.
Εννοείται, η ιδέα δεν ενθουσίασε τους Σικελούς οι οποίοι δεν καταλάβαιναν γιατί ο συμπατριώτης τους συγγραφέας δεν χρησιμοποιούσε την κανονική διάλεκτο.
«Κάθε φορά που έγραφα κάποιο κείμενο στα ιταλικά κι αναγκαζόμουνα για κάποιο λόγο να το σταματήσω, μετά δυσκολευόμουνα πολύ να το συνεχίσω. Ήταν όπως όταν δυο διαφορετικές εταιρείες αρχίζουν να κτίζουν μια γέφυρα κι όταν η γέφυρα φτάνει να ενωθεί, τότε ανακαλύπτουν ότι υπάρχει μια διαφορά ύψουςσαράντα εκατοστών της μιας πλευράς από την άλλη. Δεν μπορούσα, με άλλα λόγια, να ξαναβρώ τον τόνο, γιατί η γλώσσα αυτή δεν ήταν η δική μου γλώσσα. Εμείς, η μικρή αστική τάξη της Σικελίας, μιλούσαμε πάντα ένα μείγμα ιταλικών και σικελικών. Για καιρό προσπαθούσα να καταλάβω πότε χρησιμοποιούσαμε την επίσημη γλώσσα και πότε τη διάλεκτο. Και ξαφνικά είχα μια επιφοίτηση: θυμήθηκα μια φράση που μου είχε πει η μάνα μου όταν ήμουν δεκαεπτά χρονών. Είχα κλειδιά του σπιτιού και επέστρεφα αργά τη νύχτα στο σπίτι. Μια μέρα λοιπόν η μάνα μου άρχισε να παραπονιέται μιλώντας σε διάλεκτο: “Κοίτα, γιε μου, μην αργείς τη νύχτα, διότι μένω ξάγρυπνη μέχρι να ακούσω να βάζεις το κλειδί στην πόρτα”. Και συνέχισε στα ιταλικά: “Κι αν συνεχίσεις αυτό το βιολί, δεν θα σου ξαναδώσω χρήματα, και άντε μετά να δω τι θα κάνεις μέχρι τις τρεις τη νύχτα έξω από το σπίτι”. Το πρώτο μέρος, στα σικελικά, ήταν η συγκίνηση του συναισθήματος. Το δεύτερο μέρος, στα ιταλικά, ήταν ο νόμος.
»Σήμερα, όχι μόνο οι Σικελοί, αλλά και οι Μπολονιέζοι άρχισαν να γράφουν στη διάλεκτό τους. Θεωρώ σημαντική αυτή την εξέλιξη. Η γλώσσα είναι κεντρομόλος και η περιφέρεια δεν μιλάειπια τη γλώσσα της, μιλάει τη γλώσσα της τηλεόρασης. Όταν λοιπόν η κεντρική γλώσσα δεν έχει τη λύμφη που θα τη τροφοδοτήσει με τους χυμούς της, υπάρχει ο κίνδυνος να παραδοθεί αμαχητί σε μια ξένη γλώσσα, π.χ. στα αγγλικά. Η ανάκτηση της διαλέκτου είναι ανάκτηση της ζωτικής λύμφης για την ιταλική γλώσσα. Με ρωτάνε: “Μα δεν χαίρεσαι που είσαι Ευρωπαίος;” Βεβαίως και χαίρομαι. Είμαι ένας γέρος άνθρωπος που ξυπνάει κάθε πρωί και λέει: “Tι τυχερά που είναι τα εγγόνια μου που δεν θα ζήσουν έναν πόλεμο με τη Γερμανία ή τη Γαλλία!”. Όμως, λέω, επίσης, ότι θα νιώθω περισσότερο Ευρωπαίος αν κάτω από το ευρωπαϊκό κοστούμι που φοράω, θα συνεχίσω να φοράω ένα βρακί και μια φανέλα ιταλικής κατασκευής».
Ο Καμιλέρι όμως συνεχίζει να εναλλάσσει τα μυθιστορήματά του που έχουν ήρωα τον Μονταλμπάνο με άλλα, που συνήθως δεν είναι καν αστυνομικά. Τα περισσότερα έχουν να κάνουν με την ιστορία της Σικελίας ή της Ιταλίας, αλλά κάποια είναι γραμμένα μόνο για τη χαρά της αφήγησης, όπως το απολαυστικό Η εξαφάνιση του Πατό, ένα σύντομο μυθιστόρημα στο οποίο ο Καμιλέρι παίζει και πάλι με τη γλώσσα, σατιρίζοντας τη γλώσσα (άρακαι τη συμπεριφορά) των δημοσίων υπαλλήλων, των καραμπινιέρων, των επαρχιακών δικηγόρων κ.ά. Από τα ιστορικά του μυθιστορήματα, ιδιαίτερη θέση έχει Η άλωση του Μακαλλέ, ένα βιβλίο το οποίο διαδραματίζεται τον καιρό του φασισμού και επαναφέρει στην επικαιρότητα ένα θέμα που θα άρεσε στον Μοράβια του Κομφορμιστή, τη σχέση φασισμού και σεξ, τη σχέση υπολανθάνοντος ερωτισμού και πολιτικής καταπίεσης.
Μολονότι, όπως λέει ο ίδιος, πολλοί το αντιμετώπισαν περίπου ως ένα πορνογραφικό μυθιστόρημα, Η άλωση του Μακαλλέγεννήθηκε από ένα σημερινό θέμα που απασχολεί τον συγγραφέα: τους εκατοντάδες Άραβες καμικάζι που, θύματα μιας πολιτικής και θρησκευτικής προπαγάνδας, ζώνονται βόμβες και πάνε να σκοτωθούν πιστεύοντας ότι έτσι επιταχύνουν την είσοδό τους στον Παράδεισο. Και θυμάται τον εαυτό του και τους φίλους του, που έχοντας υποστεί την πλύση εγκεφάλου της φασιστικής προπαγάνδας, ήταν έτοιμοι να σκοτωθούν για μια μεγάλη πατρίδα, μια μεγάλη Ιδέα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ανάμεσα στα «άλλα» έργα του Καμιλέρι, παρουσιάζει ένα σύντομο διήγημα από τη συλλογή Τα πορτοκάλια του Μονταλμπάνο, με τίτλο «Ο Μονταλμπάνο αρνείται», όπου ο Μονταλμπάνο εξεγείρεται κατά του δημιουργού του: «Όχι,κύριε Καμιλέρι, ορισμένα πράγματα δεν θα με αναγκάσετε να τακάνω». Στο ειρωνικό αυτό διήγημα από τη μια έχουμε την απάντηση του Καμιλέρι σε ορισμένους κατηγόρους του που τον θεωρούν υπερβολικά «αγαθών προθέσεων», υπερβολικά «light», καιαπό την άλλη έχουμε την άποψή του για τα σπλάτερ, τα αιμοχαρή θρίλερ. Ένα καλό αστυνομικό βιβλίο δεν έχει ανάγκη ούτε απόσιντριβάνια αίματος ούτε από περιγραφές κομμένων χεριών.
«Υπάρχουν ορισμένα πράγματα στα οποία πιστεύω, και για τα οποία κατά καιρούς με έχουν λοιδορήσει. Για παράδειγμα πιστεύω ότι το αληθινό αστυνομικό πρέπει να είναι άσκηση ευφυΐας, όχι άσκηση ανατομίας. Κάποια στιγμή, στην Ιταλία, ήταν πολύ της μόδας οι λεγόμενοι “Κανίβαλοι”, οι οποίοι όμως κάποιαστιγμή άλλαξαν πορεία. Ο Αμανίτι ξεκίνησε ως “κανίβαλος” κι ύστερα έγινε ο άξιος συγγραφέας που είναι σήμερα. Ενώ ο Αλντονόβε ξεκίνησε ως “κανίβαλος” και κατέληξε να γράφει ποιήματα για την Παρθένο Μαρία. Υπήρξε λοιπόν μια περίοδος που με κορόιδευαν για τη στάση μου. Το διήγημα εκείνο είναι η απάντησή μου, το μανιφέστο μου. Δεν βρίσκω κανένα λόγο να πρέπει να περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια πώς βγαίνει ένα μάτι, ή πώς ρέει ένα ποτάμι αίματος.
»Πιστεύω επίσης ότι δεν είναι ντροπή να θέλεις να ψυχαγωγήσεις τον κόσμο. Θα έλεγε κανείς ότι για ορισμένους ιταλούς κριτικούς η λογοτεχνία πρέπει να είναι σωφρονιστική, να διαβάζεις και να κάνεις μετάνοιες. Όσο περισσότερο ένα μυθιστόρημα είναι ανιαρό, και υποφέρεις να το τελειώσεις, τόσο περισσότερο κατά τη γνώμη τους είναι λογοτεχνία. Και υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από συγγραφείς οι οποίοι, ακριβώς επειδή έγραψανευχάριστα πράγματα, κόβονται μονίμως από κάποιες ανθολογίεςκαι ιστορίες της λογοτεχνίας. Είναι διότι πιστεύουν σε μια λογοτεχνία για λίγους, σε μια ιερατική λογοτεχνία, στον συγγραφέα που χοροστατεί σε μια τελετουργία στην οποία λίγοι μπορούν να λάβουν μέρος. Βλακείες! Όταν ο Βοκάκιος έγραψε το Δεκαήμεροκυκλοφόρησαν τετρακόσια αντίγραφα γραμμένα όλα στο χέρι. Που σημαίνει ότι δίπλα στα μορφωτικά βιβλία υπήρχε κι ένα διασκεδαστικό βιβλίο, το οποίο όλοι ήταν σε θέση να καταλάβουν και να ευχαριστηθούν…
»Θεωρώ τον εαυτό μου ένα είδος τροβαδούρου. Δεν τραγουδώ επειδή είμαι φάλτσος, αλλά διηγούμαι ιστορίες όπως εκείνοι που πήγαιναν από χωριό σε χωριό, έλεγαν τις ιστορίες τους, κι ύστερα έβγαζαν το καπέλο και μάζευαν χρήματα. Όσο μεγαλύτερο κοινό είχαν, τόσα περισσότερα χρήματα έβγαζαν. Αν γράψεις ένα μυθιστόρημα και το αφηγηθείς μονάχα στη γυναίκα σου,είναι κάπως θλιβερό. Αν το διηγηθείς σε όλη την οικογένεια είναικάπως καλύτερα, κι αν το πεις σε ανθρώπους που δεν γνωρίζεις προσωπικά γίνεται ακόμα καλύτερο. Στους συγγραφείς που αυτοαπακαλούνται δύσκολοι και λένε “εμένα δεν με ενδιαφέρει το κοινό”, εγώ απαντώ “παιδί μου, τότε μη γράφεις. Γράψε ένα ημερολόγιο και βάλ’ το στο συρτάρι. Θα το ανακαλύψουν ίσως μετάθάνατον, εσύ όμως θα έχεις αποφύγει την πολλή συνάφεια”. Για παράδειγμα, δεν καταλαβαίνω τους συγγραφείς που γκρινιάζουν όταν χρειάζεται να υπογράψουν αυτόγραφα. Εγώ θα υπογράφω αυτόγραφα μέχρι να παραλύσει το χέρι μου. Γιατί βρίσκω ότι πρόκειται για μια εκπληκτική σχέση με τον αναγνώστη».
Ο Αντρέα Καμιλέρι έγινε κομουνιστής με την απελευθέρωση. Ιταλός βεβαίως κομουνιστής, που σημαίνει χωρίς τις ιδιαίτερες εκείνες δογματικές αγκυλώσεις και τον φιλοσοβιετισμό των ελλήνων κομουνιστών. Για αρκετά χρόνια, μάλιστα, ήταν γραμματέας σε μια οργάνωση βάσης του κόμματος, τότε που το Ιταλικό Κ.Κ.ήταν το μεγαλύτερο της Ευρώπης και οι οργανώσεις βάσης ένας πυρήνας έντονων πολιτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Σήμερα είναι απογοητευμένος με την πολυδιάσπαση της Αριστεράς, και με την έλλειψη ενός ανθρώπου ικανού να ηγηθεί με επιτυχία ενός μεγάλου αριστερού κόμματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθεται σιωπηλός στο σπίτι του περιμένοντας πότε θα αλλάξει η κατάσταση. Σε όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι έπαιρνε πρωτοβουλίες με άλλους διανοούμενους, η Ιταλία που έβλεπε δεν ήταν η δική του Ιταλία, η κατάσταση έπρεπε να αλλάξει.
«Η αλήθεια είναι ότι στην Ιταλία επέστρεψαν, σερνάμενοι, ο φασισμός και ο ρατσισμός. Τις προάλλες ένας νεαρός Ιταλός δολοφονήθηκε στο Μιλάνο με σιδερολοστούς, μονάχα επειδή ήταν μαύρος. Σε ένα χωριό κοντά στη Νάπολη έδιωξαν τους Ρομ χρησιμοποιώντας βόμβες μολότοφ. Δυστυχώς η Ιταλία και οι Ιταλοί χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα. Την πλειοψηφία στον Μπερλουσκόνι την έδωσαν οι Ιταλοί, επειδή ταυτίζονται μαζί του: στηνπονηριά του, στο ότι είναι ένας άνθρωπος που κατορθώνει να μην τον πιάνει η δικαιοσύνη… Σήμερα στην Ιταλία ισχύει ο νόμοςτου μοτοποδήλατου: ο καθένας μπορεί με το μηχανάκι του να πάει κόντρα στην αντίθετη κατεύθυνση, να περάσει με κόκκινο, να ανέβει πάνω στα πεζοδρόμια. Η ηθική λοιπόν του μοτοποδήλατου, να κάνεις δηλαδή πράγματα που δεν πρέπει να κάνεις, έγινε πλέον ο ιταλικός κανόνας. Κι όποιος τον ακολουθεί χωρίς να πληρώνει πρόστιμο, χωρίς να τον πιάνει η δικαιοσύνη, είναι άξιος, είναι πονηρός. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η συνέπεια τριάντα χρόνων μπερλουσκονισμού.
»Όχι, ο μπερλουσκονισμός δεν έχει σχέση με τον κλασικό φασισμό. Είναι κάτι καινούργιο. Είναι ένας άλλος τύπος φασισμού. Τότε οι φασίστες έδερναν, υπήρχαν οι μελανοχίτωνες, αν έλεγες κάτι, πήγαινες φυλακή… Βλέπετε, εγώ εξακολουθώ να μιλώ άσκημα για τον Μπερλουσκόνι, όμως βρίσκομαι εδώ και μιλώ μαζί σας. Πρόκειται για έναν τύπο φασισμού που πρέπει να μελετηθεί…, ίσως αντί για φασισμό θα πρέπει να μιλάμε για ένα άλλο, ιδιαίτερου τύπου καθεστώς».
Όποιος έχει πάει στον Ακράγαντα, το σημερινό Αγκριτζέντο, ξέρει ότι η Κοιλάδα των Ναών είναι από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά μέρη που έχουν διασωθεί στην Ευρώπη (και ο ναός της Ομόνοιας, ο καλύτερος διατηρημένος ναός της αρχαιότητας).Είναι μια μαγική διαδρομή αυτή που κάνει κανείς ξεκινώντας από τον ναό του Κάστορα και του Πολυδεύκη μέχρι τον τελευταίο στη σειρά ναό, αυτόν της Ήρας, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου. Στη διαδρομή άλλοι ναοί, και αρχαίοι τάφοι και αμέτρητες συστάδες αθάνατων, αθάνατοι με σκαλισμένα στα σαρκώδη φύλλα τους εκατομμύρια ονόματα επισκεπτών που θέλησαν, στο διάβα των χρόνων, σώνει και καλά να απαθανατίσουν κάπου το όνομά τους, κι ευτυχώς δεν το έκαναν πάνω στα αρχαία μάρμαρα.
Μόνο που πρέπει να κοιτάζεις αποκλειστικά προς τη μεριά της θάλασσας, εκεί που ο λόφος κατεβαίνει απότομα προς την πεδιάδα. Διότι από την άλλη πλευρά, λες και ο φροντιστής του θεάτρου τα μπέρδεψε και έβαλε λάθος σκηνικό, εκτείνεται πάνωστις πλάγιες ενός τεράστιου βράχου η σύγχρονη πόλη, ένα απίστευτο συνονθύλευμα από μεσαιωνικά κτίρια και σύγχρονες φριχτές πολυκατοικίες που τραυματίζουν την όραση και την αισθητική σου.
Είναι ίσως η πιο χειροπιαστή εικόνα της σικελικής μαφίας πουμπορεί να δει ο ανίδεος τουρίστας, έργο της δεκαετίας του ’60, όταν η μαφία έκανε λεφτά κυρίως με τις οικοδομικές της δραστηριότητες καταστρέφοντας (το ίδιο κάναμε όμως κι εμείς στην Ελλάδα, την ίδια περίπου περίοδο, χωρίς τη βοήθεια καμιάς τοπικής μαφίας, απλώς με τη συνενοχή του νόμου περί αντιπαροχής) ό,τι έβρισκε μπροστά της.
Ο Καμιλέρι, στη λογοτεχνία του, ελάχιστα ασχολήθηκε με τηνοργανωμένη μαφία. Μπορείς όμως να μην τον ρωτήσεις τι συμβαίνει σήμερα με τη μαφία, πού αρχίζει ο μύθος και πού τελειώνει η πραγματικότητα;
«Η μαφία; Είναι μια χαρά στην υγεία της μολονότι έχει διαφοροποιήσει συμπεριφορά και κανόνες. Εξακολουθεί να σκοτώνει αλλά με έναν πιο καθωσπρέπει τρόπο. Ξέρετε, μετά τη σύλληψη του Προβεντσάνο, έγραψα ένα βιβλίο με τίτλο Εσείς δεν ξέρετε, ένα είδος λεξικού με τις λέξεις που περισσότερο χρησιμοποιούσε ο Προβεντσάνο στα σημειώματά του. Νομίζω ότι είναι ένα καλό ντοκουμέντο για τη Μαφία παλαιού τύπου. Δέχτηκα να το κάνω από τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι, ενώ οι καραμπινιέροι έχουν ένα ειδικό ταμείο για τους συναδέλφους τους που πεθαίνουν εν ώρα υπηρεσίας, η αστυνομία δεν έχει. Ίδρυσα λοιπόν έναν οργανισμό με το όνομά μου, όπου όλα τα χρήματα από τις πωλήσεις αυτού του βιβλίου θα δίνονται, με τη μορφή υποτροφιών, στα παιδιά των αστυνομικών που σκοτώνονται από τη μαφία. Είπα λοιπόν στον εκδότη: “Δεν έχω την πρόθεση να κερδίσω από την ιστορία της μαφίας ούτε μια λίρα. Αν δέχεστε τους όρους μου, αν δέχεστε να μην κερδίσετε ούτε εσείς, θα το γράψω”. Το δέχτηκαν και το βιβλίο πάει πολύ καλά.Εγώ ο ίδιος το διαφημίζω συνεχώς, για να μαζευτούν περισσότερα χρήματα, αφού το ιταλικό κράτος δίνει μονάχα μια απλή σύνταξη στις χήρες των ανθρώπων που σκοτώνονται στον αγώνα κατά της μαφίας.
»Γιατί η μαφία εμφανίστηκε μόνο στη Σικελία και όχι π.χ. στην Κρήτη ή σε άλλους τόπους της Μεσογείου; Δίνονται διάφορες εξηγήσεις. Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να πούμε ότι η Σικελία είχε τους περισσότερους κατακτητές, μετράει δεκατέσσερις κατακτητές στη μέχρι σήμερα γνωστή ιστορία της. Ήταν επομένως λογικό ότι κάποια στιγμή οι αυτόχθονες θα έβρισκαν έναν δικό τους νόμο, μια μορφή αντίστασης. Κι επειδή μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, το κράτος σχεδόν απουσίαζε, ήταν φανερό ότι θα βρισκόταν κάποιος που θα διαχειριζόταν τη Δικαιοσύνη. Κι έτσι δημιουργήθηκε μια τεράστια εξουσία. Η αλήθεια είναι ότι το φασιστικό καθεστώς κατάφερε να μπλοκάρει για μια περίοδο τη Μαφία. Αμέσως, μετά όμως, το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Αμερικάνοι μόλις αποβιβάστηκαν, ήταν να βάλουν μαφιόζους σε θέσεις εξουσίας. Κι αυτό δεν είναι μύθος, είναι πραγματικότητα. Για να καταλάβετε, δεκαέξι δήμαρχοι της επαρχίας του Παλέρμο ήταν μαφιόζοι. Το ίδιο στον Ακράγαντα, το ίδιο κι αλλού. Για κάποια περίοδο, η σικελική Χριστιανοδημοκρατία δεν ήταν μαφιόζικη, γιατί οι μαφιόζοι ήταν αυτονομιστές. Όταν όμως η ιστορία της αυτονομίας μπήκε στο μπαούλο της Ιστορίας, όλη η Μαφία μπήκε στους χριστιανοδημοκράτες. Κι έτσι άρχισε η πολιτική μόλυνση της Ιταλίας.
»Όταν ήμουν νέος, όλοι γνωρίζαμε τους αρχηγούς της τοπικής Μαφίας. Μάλιστα, ο Αμερικανός ιστορικός Τζον Ντίκι στην ιστορία του για τη Μαφία μεταφέρει έναν ολόκληρο διάλογο που είχα με τον αρχηγό της Μαφίας του Ακράγαντα όταν ήμουν είκοσι δύο ετών. Μια εκτεταμένη, πολύ σοβαρή, συζήτηση γι’ αυτό που ήταν η παλιά και η νέα Μαφία. Εγώ ήμουν αδελφικός φίλος ενός αρχηγού της Μαφίας. Είχαμε μεγαλώσει μαζί στην εξοχή, στη συνέχεια εκείνος κληρονόμησε τη θέση από τον πατέρα του και συνέχισε να διοικεί μέχρι που μια άλλη μαφιόζικη ομάδα του σκότωσε και τα τρία του παιδιά…
»Ήταν μια περίοδος που σκοτώνονταν μεταξύ τους. Μια φορά, το 1990, στο χωριό μου το Πόρτε Εμπέντοκλε, βρέθηκα κι εγώστη μέση μιας μάχης, και οι σφαίρες πέρασαν ξυστά από το κεφάλι μου. Εκείνη τη μέρα σκότωσαν έξι άτομα και τραυμάτισαν άλλα έξι. Καθόμουν σε ένα από τα καφενεία του χωριού, κι αυτοί που κάθονταν δίπλα μου, σκοτώθηκαν όλοι. Ήταν μια άσκημη εμπειρία. Ένιωσα ταυτόχρονα ντροπή και θυμό. Έτρεμα από τον θυμό μου. Ο φόβος ήρθε μετά. Κι ύστερα, για τρεις μήνες, δεν μπορούσα να δω αμερικάνικη ταινία με πιστολίδι».
Το Πόρτο Εμπέντοκλε, αυτό το λιμάνι με το αρχαίο ελληνικό όνομα, είναι το επίνειο του Ακράγαντα και η ιδιαίτερη πατρίδα του Καμιλέρι. Δεν έχει σχέση με τουρισμούς και τέτοια, αφού δενέχει τίποτα που να ενδιαφέρει τον βιαστικό και αδηφάγο ξένο επισκέπτη. Ήταν πάντα ένα μέρος στο οποίο φόρτωναν το θειάφι, τόπος κατοικίας όσων είχαν σχέση με τα λατομεία, είτε αυτοί ήταν αφεντικά, είτε εργάτες.
Το χωριό είναι μοιρασμένο σε δύο μέρη, το πάνω χωριό και το κάτω χωριό. Στο κάτω μέρος, προφυλαγμένη από τους ανέμους της θάλασσας και την υγρασία, είναι η βία Ρόμα, ο κεντρικός δρόμος του χωριού. Μια εκκλησία, ένα περίεργο καμπαναριό, το άγαλμα του Πιραντέλο και δύο ή τρία καφέ. Το τελευταίο στη σειρά, ανακαινισμένο και με ιδιοκτήτες κάποιους νέους που τοποθέτησαν δίπλα στην μπάρα μια μικρή βιβλιοθήκη γεμάτη με βιβλία του Καμιλέρι, είναι αυτό στο οποίο, πριν από πολλά χρόνια, ο συγγραφέας κόντεψε να χάσει τη ζωή του.
Στρίβουμε σε ένα στενό ψάχνοντας το σπίτι στο οποίο έζησε για κάποια χρόνια. Όλοι ξέρουνε τι ζητάμε, μας το δείχνουν χωρίς να ρωτήσουμε τίποτα. Πιο δύσκολα βρίσκουμε, στο πάνω χωριό, το εστιατόριο στο οποίο προτιμά να πηγαίνει ο Καμιλέρι. Είναι κάτι σαν παράγκα με ένα κανονικότατο καΐκι στη στέγη. Είναι όμως κλειστό. Ο ιδιοκτήτης του είναι στη φυλακή, μας εξηγεί ένας κύριος που σταματά με το αμάξι του για να δει αν μπορεί να μας εξυπηρετήσει σε κάτι. Είναι λίγο περασμένη η ώρα, δύσκολα θα βρείτε να φάτε, ελάτε στο δικό μου, μας λέει. Είναι –σικελικές συμπτώσεις– ο πατέρας του φυλακισμένου, και το εστιατόριό του βρίσκεται στην παραλία. Βάζει τη γυναίκα του να ανάψει πάλι τις φωτιές για να μας ταΐσει. Ενώ τρώω μια υπέροχη μακαρονάδα με γαρίδες βουτηγμένες σε μια έντονα κόκκινη σάλτσα, κοιτάζω στον τοίχο, πάνω από το κεφάλι μου. Δύο φωτογραφίες: η μία του πάπα Βοϊτίλα, δίπλα της αυτή του Καμιλέρι.
«Η πρώτη μετάφραση έργου μου, του Καπνός στον ορίζοντα, έγινε σε μια γλώσσα που μιλιέται από ελάχιστους, στα παλιά ιρλανδικά. Και ήταν κάτι που μου άρεσε. Την πιο δυνατή συγκίνηση όμως την ένιωσα με τις ελληνικές μεταφράσεις – φυσικό για έναν άνθρωπο που μεγάλωσε στη σκιά των ναών της Ομόνοιας ή των Διόσκουρων στον Ακράγαντα.
»Άλλη μεγάλη συγκίνηση ένιωσα όταν είδα ένα διήγημά μου να μεταφράζεται στα σουαχίλι και να διδάσκεται στα σχολεία της Τανζανίας, του Μπουρούντι. Το διήγημα αυτό ήταν μια παραγγελία, μου το είχε ζητήσει μια φίλη μου γιατρός που πηγαίνει στην Αφρική για να φροντίσει τα παιδάκια που πάσχουν από AIDS. “Τα παιδάκια αυτά”, μου είπε, “δεν έχουν παιχνίδια, δεν έχουν τίποτα”. Τότε θυμήθηκα μια δική μου ιστορία και την έγραψα. Όταν ήμουν παιδί, έξι ή επτά χρονών, πήρα μια μέρα από πίσω μια αγρότισσα που τάιζε τα κλωσόπουλα που είχαμε. Τα κλωσόπουλα ήταν σε ένα είδος κλουβιού. Εγώ το άνοιξα, κι ένα κλωσόπουλο βγήκε και με ακολούθησε μέχρι το σπίτι. Να μηντα πολυλογώ, το κλωσόπουλο έγινε φίλος μου, έμενε μαζί μου, κοιμόταν στο κρεβάτι μου. Μια μέρα πάτησε το κλωσόπουλο έναάλογο, και του έσπασε το ένα πόδι. Εγώ έβαλα τα κλάματα, κι ένας τρελός θείος μου έφτιαξε με ένα καλάμι ένα τεχνητό πόδι γιατο κλωσόπουλο το οποίο είχα ονομάσει “τοπιπί”. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι το κλωσόπουλο μεγάλωνε και κάθε μήνα έπρεπε να μεγαλώνει και το τεχνητό πόδι του. Με λίγα λόγια, ήμουν το μόνο παιδί στον κόσμο που είχε φίλη του μια κότα που μεγάλωσε με ξύλινο πόδι. Αυτή είναι η ουσία του διηγήματος και άρεσε πολύ στους Αφρικανούς».
Ολόκληρη η συνέντευξη του Αντρέα Καμιλέρι στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, όπως δημιοσιεύθηκε στον τόμο Οι κεραίες της εποχής μας (2012)