ΕΡ: Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας έκαναν να ξεκινήσετε το ταξίδι στην περιπέτεια της γραφής;
ΑΠ: Ίσως επειδή από μικρό παιδί με στένευαν ασφυκτικά οι χώροι. Κι ωστόσο έχω υψοφοβία.
ΕΡ: Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε ως συγγραφέας στα πρώτα σας βήματα (αισθητικής, εκφραστικής και εκδοτικής φύσης);
ΑΠ: Οι δυσκολίες να βρεις εκδότη είναι κι αυτές «αισθητικής-εκφραστικής φύσης». Σχετίζονται με τις διεργασίες πρόσληψης, αφού από τη στιγμή που θεωρείς «έτοιμο» το έργο σου, ξεκινά αμέσως και η διαδικασία της «παράδοσης» του. Τις ίδιες δυσκολίες συνάντησης με τον όμορο αναγνώστη ‑κι ο εκδότης είναι ο πρώτος αναγνώστης — αντιμετωπίζω βεβαίως ακόμα, όπως και κάθε συγγραφέας.
ΕΡ: Τι θυσιάζει κανείς για να είναι συγγραφέας ή καλλιτέχνης γενικότερα;
ΑΠ: Πρόκειται για μια πράξη δειλίας. Αναβάλλεις να αντιμετωπίσεις τον κόσμο, να μπεις στο παιχνίδι, το οποίο αφήνεις για μιαν άλλη, επόμενη ζωή. Θυσιάζεις δηλαδή το δικαίωμα σου να αναλάβεις το μέρος της κοινής ευθύνης που σου αναλογεί. Να ενδώσεις στην ασήμαντη- και γι’ αυτό πολύτιμη καθημερινότητα.
ΕΡ: Σε ποιο βαθμό έχει επηρεάσει η συγγραφή τη ζωή σας και η ζωή σας τα κείμενα;
ΑΠ: Γίνεται ένα διαρκές αλισβερίσι. Τόσο που δεν ξέρω τι προηγείται κάθε φορά και τι ακολουθεί. Αλλά όλα όσα γράφω «μου έχουν συμβεί, ή θα μου συμβούν οπωσδήποτε», το επαναλαμβάνω ως μότο. Κι όμως αν το καλοσκεφτείς θα πνιγείς μέσα στο ερώτημα, εάν είναι η επινόηση εμπειρία και βίωμα. Πως προέκυψε από το πουθενά, χωρίς να υπάρχει αιτία, αφορμή και καίριος λόγος; Οπότε και για να μην τον μάθεις, τον καίριο αυτό λόγο, στέκεσαι μπροστά στο λευκό χαρτί και τυραννιέσαι, ελπίζοντας να αποφύγεις τη συνάντηση- απάντηση. Παίζεται δηλαδή ένα «κρυφτούλι».
ΕΡ: Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ή έχει διαφοροποιηθεί μέσα σας, σε συγγραφικό επίπεδο από τότε που ξεκινήσατε;
ΑΠ: Είναι μια πορεία ωρίμανσης ή αποσύνθεσης, ο καθένας το κρίνει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Θέλω να πιστεύω πως γίνομαι συν τω (συγγραφικώ) χρόνω, καλύτερος άνθρωπος κι ότι ζω πιο ενσυνείδητα γράφοντας. Χωρίς ωστόσο να είμαι καθόλου σίγουρος, πως ετούτο είναι και καλό.
ΕΡ: Τι σημαίνει για εσάς λογοτεχνία;
ΑΠ: «Τι στύβεσαι έτσι;» με απόπαιρνε λυπημένη η μάνα μου, βλέποντας με να γράφω. Εννοούσε όπως έστυβε εκείνη τα μουσκεμένα ρούχα, πριν τα κρεμάσει στα σύρματα, να στεγνώσουν. Επιθυμούσε να στεγνώσουμε, αλλά φοβόμαστε ταυτόχρονα να μην αποξηραθούμε, όπως τα φθινοπωρινά φύλλα λίγο πριν πέσουν στο χώμα.
ΕΡ: Πως θα χαρακτηρίζατε την περίοδο που διανύουμε;
ΑΠ: Έτσι όπως το’ λεγε ο Χαρίλαος Φλωράκης, «γκαστρωμένη». Το τι θα γεννήσει, δεν είμαι σε θέση και φοβάμαι να το υποψιαστώ.
ΕΡ: Ποια βιβλία ή συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει διαχρονικά;
ΑΠ: Πως να διαλέξεις ανάμεσα στα πλάσματα που είσαι ερωτευμένος μαζί τους; Πως να μοιράσεις, να κατανείμεις την ποιότητα του έρωτα σου; Τόσο στον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι φερ’ ειπείν, τόση ποσότητα έρωτα παίρνει ο Τόμας Μαν, αλλά λιγότερη ίσως ο Χένρι Τζέιμς ή ο Φραντς Κάφκα, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποιον έρωτα μπορούμε να ζυγίσουμε και να αποφανθούμε για το ειδικό βάρος του και για ποιο λόγο άλλωστε πρέπει να συγκρίνουμε, αφού είναι πάντα η γνώμη μας συνάρτηση του χρόνου που διανύουμε, ή μας διανύει καθώς και ο κάθε έρωτας; Πολύ περισσότερο στο γιατί με επηρέασαν οι συγκεκριμένοι συγγραφείς , δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Δεν το γνωρίζω.
ΕΡ: Όταν δεν γράφετε, με τι σας αρέσει να ασχολείστε;
ΑΠ: Κυνηγάω όλη την ώρα. Κατασκοπεύω. Στήνω καρτέρι, σ’ ένα θήραμα. Σε κάποιον που δεν ξέρω ακόμα και που μου έχει φταίξει. Θέλω να τον πιάσω στο δόκανο. Ζωντανό, ει δυνατόν. Όπως καταλαβαίνετε αφήνω μελάνι σαν τη σουπιά, θολώνω τα νερά κι αποφεύγω να απαντήσω. «Ε, δεν θα στα πω κι όλα», θα καταφύγω ξανά στη σοφία της μάνας μου, έτσι δήλωνε όταν στριμωχνόταν. Εξάλλου, ό,τι αγαπά ο συγγραφέας κι ο αναγνώστης ‑το πιο καλό μισό του συγγραφέα- είναι αναπάντητο.
ΕΡ: Τι σας παρακινεί να γράφετε ιστορίες;
ΑΠ: Με στενεύει πιο πολύ σήμερα, ο χώρος. Φοβάμαι να πετάξω, ή για να είμαι πιο ειλικρινής φοβάμαι να μην πετάξω!