Ζητήσαμε από την Αμάντα Μιχαλοπούλου να μας δώσει ένα περίγραμμα των σκέψεων της. Από τι εμπνέεται αυτό τον καιρό, τι την ενθουσιάζει και ποιες είναι οι δημιουργικές επιθυμίες της. Ιδού τι μας απάντησε:
Από την Αμάντα Μιχαλοπούλου
Τα τελευταία χρόνια, όταν με ρωτούν τί γράφεις τώρα, απαντώ «το Βιβλίο της Αυταπάρνησης». Οι συνομιλητές μου φαντάζονται ότι είναι τίτλος εργασίας, αλλά εγώ αυτοσαρκάζομαι: το βιβλίο της αυταπάρνησης είναι το βιβλίο που δεν γράφω, επειδή βοηθάω τους μαθητές μου να ετοιμάσουν τα δικά τους βιβλία. Όσο δουλεύω μαζί τους, όσο ενθουσιάζομαι με την πρόοδό τους, υποχωρεί, τουλάχιστον προσώρας, η επιθυμία της συγγραφής. Η επιθυμία- όχι η ανάγκη της. Είναι η ανάγκη και η επιθυμία διαφορετικά πράγματα; Θα έλεγα πως είναι διαφορετικοί βαθμοί της συγγραφικής απόγνωσης. Θέλω, χρειάζομαι, έχω ανάγκη. Οι συγγραφείς ακόμη κι όταν δε γράφουν έχουν τη βαθύτατη ανάγκη να γράψουν, μια ανάγκη αναμέτρησης με το κενό, τη σιωπή και την απόλυτη απάθεια. Η γραφή είναι κάθοδος στο ξερό πηγάδι των άνυδρων –για να μην πω νεκρών- λέξεων. Εκεί συμβαίνουν όλα. Το ξέρω επειδή ζω εκεί μέσα.
Προσπαθώ να γράψω μια λογοτεχνική αυτοβιογραφία, ένα βιβλίο στην κόψη βιογραφίας και μυθοπλασίας. Αλλά όταν ο βασικός χαρακτήρας είναι ο εαυτός σου, το Υπερεγώ μπαίνει στη μέση και τα διαλύει όλα. Αρκετές από τις ερωτήσεις που θέτω στην τάξη έχουν σχέση με κάτι που με απασχολεί βαθιά: έχει η ζωή μας στόφα μυθιστορήματος; Μπορούμε να γίνουμε πειραματόζωα της αφήγησής μας; Να δραματοποιήσουμε την έκθεση; Να αποφασίσουμε τι κινεί τον χαρακτήρα μας (στην προκειμένη περίπτωση τον εαυτό μας;) Να του δείξουμε συμπόνια ειδικά αν είμαστε αυτοτιμωρητικοί άνθρωποι, χωρίς ταυτόχρονα να κινητοποιήσουμε την θορυβώδη μηχανή του οίκτου ή του θαυμασμού; Κι έτσι ξαναρχίζω από την αρχή. Ωστόσο δεν με πειράζει ή τουλάχιστον δεν με πειράζει πολύ και συνεχώς, επειδή δεν είμαι μόνη μου. Φέτος έχω καμιά εξηνταριά μαθητές μαζί μου.
Στους καινούργιους παρατηρώ ξανά και ξανά τη μηχανική λογοδιάρροια, την ανάγκη κάλυψης της σιωπής. Αναγνωρίζω αυτή την ανάγκη επειδή έτσι ήμουν κι εγώ. Τρεφόμουν με λέξεις. Και τώρα που οι λέξεις δεν έρχονται πια με τη φυσική ενέργεια της νεότητας, με την ορμή του καταρράχτη, τις παρατηρώ μία-μία, τις περιεργάζομαι σαν βότσαλα που πότε γυαλίζουν από το κύμα και πότε θαμπώνουν. Οι παλιότεροι, κάποιοι λιγοστοί ετοιμάζουν τώρα τα βιβλία τους, αργά και προσεκτικά ‑με μέθοδο, περισυλλογή και σωτήριο φόβο- προσέχουν τις λέξεις. Μερικές φορές φοβάμαι μήπως παραπροσέχουν. Και μήπως ευθύνομαι εγώ γι αυτό. Δεν το ήξερα, αλλά μου αρέσει να είμαι δασκάλα. Μου αρέσει να μιλάω στους μαθητές μου για τους χαρακτήρες, τη δομή, την αφηγηματική ατμόσφαιρα, να διορθώνω τα γραπτά τους, να τους μαθαίνω όσα έμαθα διαβάζοντας λογοτεχνία. Τους διδάσκω να αντιμετωπίζουν την επιμέλεια με ηδονή, να κόβουν με χαρά, σαν να ξεφορτώνονται μια βαλίτσα με άχρηστα αντικείμενα που προσπαθούν συνεχώς να στριμώξουν σε μια παραγεμισμένη ντουλάπα. Έμαθα κάποτε ότι με έλεγαν χαιδευτικά «χασάπη».
Όταν δημοσιεύουν στο Book Press ή στον Αναγνώστη ή στο Bonsai ή ακόμη και στον τόμο της Εταιρίας Συγγραφέων για τον Ιωάννη Ζεμενό (ναι, ως κι εκεί έχουν φτάσει) νιώθω ένα αίσθημα εκπλήρωσης που δεν έχει όμοιό του. Πρόσφατα έστειλαν μια ενδεκάδα διηγημάτων στο «Οροπέδιο» (η καλοκαιρινή έκδοση, το Διάσελο, συμπίπτει με το Φεστιβάλ της Βωβούσας) και όταν έγιναν δεκτά και τα έντεκα φούσκωσα σαν προπονητής ποδοσφαιρικής ομάδας. Από τα χέρια μου έχουν περάσει όλα τα είδη μαθητών: αυτοί που θέλουν να μάθουν κι αυτοί που θέλουν παρέα. Αυτοί που θέλουν να διαβάζουν καλύτερα κι αυτοί που θέλουν να γράφουν καλύτερα. Αυτοί που έχουν αποφασίσει να εκτεθούν κι αυτοί που διστάζουν.
Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις ‑δυο τρεις σε όλα αυτά τα χρόνια- που δε θέλουν να μάθουν τίποτα και φεύγουν όπως ήρθαν. Πιστεύω ότι ακόμη κι αυτοί κάτι έμαθαν. Και μου δίδαξαν κι εμένα κάτι: ακόμη και σε μια ομάδα δημιουργικής γραφής δεν αγαπούν όλοι παθολογικά τη λογοτεχνία. Δεν είναι προς θάνατο. Αγαπώ τους μαθητές μου και νομίζω ότι κι αυτοί με αγαπούν. Είμαστε μια χαρούμενη μειοψηφία ανθρώπων που συνεννοούνται μέσω κειμένων, που λένε ό,τι έχουν να πουν ο ένας στον άλλο χρησιμοποιώντας παραδειγματικά κείμενα της παγκόσμιας πεζογραφίας: κάνε το όπως ο Κάφκα, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ, όπως η Μέλπω Αξιώτη. Κι έχω την πεποίθηση ότι όταν γυρίσω πίσω, στο βιβλίο που με παιδεύει τα τρία τελευταία χρόνια, στον πάτο του πηγαδιού, θα είναι κι εκείνοι εκεί και θα με παρακολουθούν στα σκοτεινά όπως κι εγώ τόσα χρόνια τώρα.