Συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή
Πριν από είκοσι χρόνια, εκεί κοντά στα τέλη Μαρτίου του 1996, κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία το πρώτο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου. Το πλούσιο σε γεύσεις Γιάντες έκανε αμέσως αίσθηση με τον αυθορμητισμό του, τη γοητεία του και τα αφηγηματικά του προσόντα και απέσπασε το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω (1996). Στη συνομιλία που ακολουθεί, η Αμάντα Μιχαλοπούλου μας φρεσκάρει μνήμες, εκκινώντας από το βλέμμα τού σήμερα.
ΕΡ.: Αν κοιτάξεις πίσω, πώς ήταν τα πρώτα σου βήματα στη συγγραφική-εκδοτική διαδικασία;
ΑΠ.: Ήμουν τυχερή. Το Γιάντες γράφτηκε με την ενέργεια του πρώτου μυθιστορήματος, που είναι ασύλληπτη – νιώθεις πως πετάς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρωτόγνωρη χαρά της δημιουργίας των χαρακτήρων και της σύνθεσης. Αλλά και εκδοτικά όλα έγιναν ευκολα κι είχα την τύχη να έχω δίπλα μου τον Θανάση Καστανιώτη. Με τις συμβουλές, την ανθρωπιά του και τη βοήθεια όλων των συντελεστών της έκδοσης, το βιβλίο ήταν για μένα ένα μεγάλο θαύμα.
ΕΡ.: Τι διαφορές έχει η τότε εποχή με τη σημερινή; Σε επίπεδο κοινωνικό, προσωπικό, αλλά και ως συγγραφική ματιά.
ΑΠ.: Σαφώς είναι δυσκολότερο να εκδώσεις σήμερα αν είσαι νέος συγγραφέας. Αλλά βλέπουμε ότι κάθε χρόνο γράφονται βιβλία από νέους συγγραφείς με ταλέντο, δεν αλλάζει η ανάγκη να πεις ιστορίες όταν δυσκολεύουν τα πράγματα. Η δουλειά του συγγραφέα είναι να κατανοήσει την εποχή του γράφοντας, θέτοντας ερωτήματα που μερικές φορές δεν επιδέχονται απάντηση, «που τα προφέρεις περισσότερο για ν’ ακουστεί η φωνή σου», όπως λέει κι ο ποιητής. Κάθε νέα κοινωνική πραγματικότητα είναι περίπλοκη και το μυθιστόρημα επιχειρεί να την αποκωδικοποιήσει. Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να συγκρίνουμε τις εποχές μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο δείχνει μόνο ότι φοβόμαστε το παρόν. Νοσταλγώντας, γερνάμε πριν την ώρα μας.
ΕΡ.: Ποια ιδέα σε παρακίνησε για να γράψεις το Γιάντες;
ΑΠ.: Το Γιάντες ήταν μια έκρηξη ιδεών. Η κληρονομικότητα, οι οικογενειακές επιρροές, τα ζητήματα ταυτότητας, το φαγητό ως μεταφορά για την έκφραση συναισθήματος. Μ’ ενδιέφερε επίσης ο σχολιασμός της λογοτεχνίας, ήθελα να γράψω το βιβλίο του συγγραφέα ως ιδανικού αναγνώστη, που αγαπά τα βιβλία και ζει μέσα σε αυτά. Μου άρεσε επίσης η ιδέα ενός βιβλίου που υποτίθεται πως γράφεται από τέσσερα χέρια (την αφηγήτρια Αθηνά και τον αδελφό της Ηλία). Το μυθιστόρημα ως παιχνίδι, το μυθιστόρημα ως αντανάκλαση μυθιστορήματος. Το αστυνομικό μυστήριο. Όλα αυτά και άλλα πολλά.
ΕΡ.: Τι «γεύση» είχε η συγγραφή του;
ΑΠ.: Γλυκόπικρη. Στην αρχή, επειδή δούλευα στην Καθημερινή, το έγραφα τα βράδια κουρασμένη, κοιμόμουν πάνω στο κομπιούτερ. Μετά, όταν το μυθστόρημα πήρε μπρος, με μια υποτροφία που πήρα στη Γερμανία, όλα γλύκαναν. Η καταπίεση πολλών μηνών, η ανάγκη σύνθεσης μιας όλο και πλατύτερης αφήγησης, μου έδωσαν φτερά. Θυμάμαι πως πονούσαν οι ρόζοι των δαχτύλων μου, επειδή πληκτρολογούσα με δύναμη. Θυμάμαι επίσης αυτή την υπνωτιστική αίσθηση χαράς που ποτέ δεν επαναλήφθηκε, επειδή το πρώτο μυθιστόρημα γράφεται εξ ολοκλήρου στο χώρο της επιθυμίας, χωρίς κοινό και χωρίς τις απαιτήσεις των άλλων. Είναι μια άσκηση μεθυστικής ελευθερίας.
ΕΡ.: Πώς το κρίνεις σήμερα; Τι θα πρόσθετες ή τι θα αφαιρούσες;
ΑΠ.: Δεν μπορώ να το κρίνω. Είναι αυτό που είναι. Ή μάλλον είναι αυτό που ήμουν εγώ πριν από είκοσι χρόνια. Είχα διαφορετικό χιούμορ, άλλες φιλοδοξίες, άλλη αίσθηση του χρόνου, άλλη κοσμοθεωρία. Κατά κάποιον τρόπο είναι σαν να κοιτάζω μια παλιά φωτογραφία μου και να χαμογελώ, επειδή θυμάμαι πώς ήμουν και πόσο άλλαξα με τα χρόνια.
ΕΡ.: Τι σε θλίβει και τι ενδεχομένως σε ικανοποιεί από την κατάσταση γύρω μας;
ΑΠ.: Με στενοχωρεί η θλίψη των άλλων, κοιτάζω αδιάκοπα τα πρόσωπα στο μετρό, αυτή την τοιχογραφία σύγχρονης απελπισίας. Η μεγάλη μου χαρά είναι η δημιουργικότητα των ανθρώπων, το πώς βρίσκουν τρόπους να ζουν και να προοδεύουν, δημιουργώντας τη δική τους πραγματικότητα κι ένα φάσμα ελπίδας.
ΕΡ.: Ποιο βιβλίο διαβάζεις τελευταία, τι κινηματογραφικό έργο είδες, ποια μουσική σε συνεπήρε;
ΑΠ.: Διάβασα –ξανά– το Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς του Τολστόι και το A Breath of Life της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Στο σινεμά είδα το «Ταξί στην Τεχεράνη» του Τζαφάρ Παναχί. Αντιπροσωπεύει την άποψή μου ότι ο καλλιτέχνης δημιουργεί πάντα τις συνθήκες: ο Παναχί βρίσκεται σε αυστηρό περιορισμό από το καθεστώς και γύρισε αυτή την αξιοθαύμαστη ταινία μέσα σ’ ένα ταξί. Στο θέατρο είδα το εξαίσιο «Mein Kampf» από τους Rimini Protokoll, μια ντοκουμενταρίστικη διάσταση του θεάτρου, δοσμένη με χιούμορ, ειρωνεία και μια σωτήρια απόσταση.