Η πιο ηχηρή νεκρολογία για τον Καμύ ήταν το ολοσέλιδο άρθρο του Σαρτρ στο France-Observateur. «Είχαμε συγκρουστεί, εκείνος κι εγώ», διαπίστωνε ο Σαρτρ με τη διεστραμμένη διαλεκτική του: «μια σύγκρουση δεν σημαίνει τίποτα –καίτοι αυτό μας έκανε να μην ξαναϊδωθούμε–, απλά είναι ένας διαφορετικός τρόπος συνύπαρξης με τον άλλο». Το άρθρο γράφτηκε μονομιάς: αδιάψευστος μάρτυρας, το χειρόγραφο. Κατά τον Σαρτρ η σιωπή του Καμύ για την Αλγερία ήταν «άκρως συνετή». Ο συγγραφέας, ωστόσο, «εκπροσωπούσε σε αυτό τον αιώνα, και ενάντια στην Ιστορία, τον σύγχρονο κληρονόμο εκείνης της μακράς γενιάς των ηθικολόγων που τα έργα τους συνιστούν ίσως ό,τι πιο αυθεντικό έχουν να επιδείξουν τα γαλλικά γράμματα». Ο Σαρτρ επαναλάμβανε τη δική του «Ερμηνεία του Ξένου». «Ο πεισματάρικος ουμανισμός του», συνέχιζε, «στενοκέφαλος και καθάριος, αυστηρός και αισθησιακός, μαχόταν ενάντια στα μαζικά και τερατώδη γεγονότα εκείνης της εποχής. Αντίστροφα όμως, μέσα από την ισχυρογνωμοσύνη των αρνήσεών του, επιβεβαίωνε, ενάντια στους μακιαβελιστές, ενάντια στον χρυσό μόσχο του ρεαλισμού, την ύπαρξη του ηθικού γεγονότος».
*
Για τον Σαρτρ υπάρχουν τρεις Καμύ, ο φίλος, ο συγγραφέας, ο πολιτικός, και τρεις Σαρτρ για τον Καμύ. Ανάμεσα στους δύο άντρες η ιστορία αδελφικής αγάπης πήρε άσχημη τροπή. Στο πνευματικό επίπεδο κατέληξαν εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Ο Καμύ ως κριτικός λογοτεχνίας της Alger Républicain δυσπιστούσε προς τον στοχαστή Σαρτρ. Από την πλευρά του, ο συγγραφέας των Λέξεων εκτιμούσε τον μυθιστοριογράφο Καμύ, αλλά τον θεωρούσε θλιβερό φιλόσοφο. Από το 1939 ως το 1969 ο κύκλος έκλεισε. Ορισμένες φιλίες ή έρωτες γεννιούνται έτσι, μέσα σε ομίχλες θαυμασμού και συστολής. Για να χρησιμοποιήσουμε το σαρτρικό λεξιλόγιο, ο Καμύ στο πεδίο της πολιτικής υπήρξε πιο «αυθεντικός» από τον Σαρτρ –δεν θα πω ειλικρινής– και στο ανθρώπινο επίπεδο, νομίζω, πιο «διαφανής» ή έντιμος. Αλίμονο, τα εκδοθέντα –και μη εκδοθέντα– μετά το θάνατό τους ντοκουμέντα το αποδεικνύουν.
*
Ο Καμύ έκανε την αυτοκριτική του με αυστηρότητα ή συγκαταβατικότητα: «Ξέφυγα […] απ’ όλους […] και κατά κάποιον τρόπο εγώ θέλησα να φύγουν όλοι από κοντά μου», έγραφε προς το τέλος της ζωής του. Σαγηνευτικός και εύθικτος, ειλικρινής και θεατρικός, ταπεινός και αλαζόνας, ο Καμύ ήθελε να τον αγαπούν. Συχνά το κατάφερνε. Επιθυμούσε βεβαίως και να τον καταλαβαίνουν, αλλά δεν το κατάφερε ως το τέλος της ζωής του. Μιλούσε πολύ για την ευτυχία, για να είναι ο ίδιος ευτυχής και γαλήνιος. Πρέπει να τον φανταστούμε και δυστυχισμένο, όπως ο Σίσυφος. Βάσανα, σπαραγμοί και χωρισμοί τον σημάδεψαν. Χωρίς όμως αυτά θα είχαμε την Πτώση; Μπορούμε να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε τον αγιοποιημένο και συχνά αποστειρωμένο συγγραφέα Καμύ των εγχειριδίων. Ο Αλμπέρ Καμύ είναι ένας επικίνδυνος κλασικός: τον διδάσκουν σε όλες τις ηπείρους και τον διαβάζουν όλα τα κοινωνικά στρώματα.
*
Ο Καμύ θεωρούσε τον εαυτό του και δραματουργό. Αισθανόταν πάνω απ’ όλα καλλιτέχνης, «δημιουργός μύθων, αβέβαιος για το τι είναι» αλλά «σίγουρος ότι δεν είναι κάτι άλλο». Δεν επινόησε ένα σύμπαν όπως οι Σταντάλ, Μπαλζάκ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Μέλβιλ, Φώκνερ, Γκράχαμ Γκρην, Πρίμο Λέβι, Μισίμα, Μάριο Βάργκας Λιόσα… Αλλά τα δυο καλύτερα μυθιστορήματα-αφηγήσεις του έχουν τον δυνατό και πρωτότυπο τόνο των αριστουργημάτων. Συνέγραψε γρήγορα τον Ξένο και την Πτώση. Παρά τα θέσφατα ορισμένων δογματικών της αποδόμησης και της διακειμενικότητας ή των εργατών της νέας και κραταιάς λογοτεχνικής γενιάς, η οποία συνέκρινε τις διαφορετικές εκδοχές ενός έργου, παρά τις ερμηνείες, αμφότερα τα βιβλία διατηρούν ένα μέρος του μυστικού τους –ανεξήγητο– όπως τόσα και τόσα βαθιά έργα. Ο Καμύ ολοκλήρωσε με πιο βραδύ ρυθμό την Πανούκλα, που, με αυτή την υστέρηση, γίνεται τετράγωνη, διδακτική: ορίστε οι καλοί, ορίστε οι κακοί, οι άθεοι και οι χριστιανοί. Ο Καμύ έλεγε στον Μπρισβίλ: «Εξασκούμαι συνεχώς, τα εμπόδια είναι πολύ ψηλά». Η συγκλονιστική και ισχυρή ενότητα του λογοτεχνικού έργου του εδράζεται στην έξοχη πολυμορφία του και στην πίστη του σε ορθές ιδέες.
*
Φιλόσοφος ο Καμύ; Όχι αν τα –δυτικά– πρότυπα είναι οι Πλάτων, Καντ, Χέγκελ, Ράσελ, Βίτγκενσταϊν, Πόπερ, Σαρτρ… Ο Καμύ επαναλάμβανε πως δεν ήταν φιλόσοφος, προπάντων δε όχι υπαρξιστής, αλλά θύμα μιας γαλλικού τύπου πολιτισμικής φιλαρέσκειας· δεν επέμεινε όμως αρκετά. Ορισμένες διατυπώσεις του Καμύ παραμένουν ήχοι κυμβάλων περισσότερο λογοτεχνικών παρά φιλοσοφικών: «Ονομάζω αλήθεια ό,τι διαιωνίζεται». Το γεγονός ότι δεν επιβλήθηκε ως φιλόσοφος δεν τον εμπόδισε να είναι ένας στοχαστής μεγάλου διαμετρήματος. Αντιθέτως! Ορισμένες από τις ιδέες του στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας γίνονται περισσότερο αποδεκτές σήμερα, στα τέλη του 20ού αιώνα, από ιδεολογίες που έσβησαν με την κατάρρευση του κομουνιστικού κόσμου. Το 1957, πολύ πριν από κάποιες μεγάλες και μικρές αυθεντίες του συρμού, ο Καμύ δήλωνε: «Γνωρίζουμε πως η εποχή των ιδεολογιών έχει παρέλθει». Ως το τέλος συμβούλευε να μη συγχέουμε τη δημιουργία με την προπαγάνδα: «Πιστεύω πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να αγνοεί τίποτε από τα δράματα του καιρού του και πως πρέπει να παίρνει θέση όποτε μπορεί ή γνωρίζει. Πρέπει όμως και να διατηρεί ή να παίρνει, από καιρού εις καιρόν, μια κάποια απόσταση απέναντι στην ιστορία μας».
*
Ο Καμύ αναζήτησε έναν κανόνα ζωής. Στο δημόσιο πεδίο αρνήθηκε το ψεύδος, την κυριαρχία, το δεσποτισμό. Ψηλαφώντας επιχείρησε να διατυπώσει εντολές, προκειμένου να εκλαϊκεύσει εκείνες των Ευαγγελίων. Κατ’ αυτόν ένας συγγραφέας «μπορεί να βοηθήσει μόνο μέσα από τα βιβλία του. Δεν πρέπει να οικειοποιηθεί τον τίτλο του καθοδηγητή συνείδησης. Δεν πρόκειται για παραίτηση αλλά για αναγνώριση των ορίων του».
*
Ο Καμύ αρνείτο την πολιτική χωρίς ηθική, γεγονός που προκαλεί τη θυμηδία τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. Ένας διανοούμενος δεν πρέπει να ασπάζεται τις θέσεις πολιτικών βουτηγμένων στο ψεύδος. Μπορεί κανείς να αρνηθεί το έργο του Καμύ, όμως ουδείς μπορεί να αγνοεί, να υπεραπλουστεύει ή να παρωδεί τις θέσεις αυτού του ανθρώπου, υποδειγματικού στο πλευρό πολλών συγγραφέων ανεξαρτήτως παράταξης, στρατευμένων ή φανατικών. Θυμίζει στους ανθρώπους του πνεύματος τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στη δική τους αποστολή και σε εκείνην των πολιτικών: οι μεν πρέπει να δημιουργούν, να σχολιάζουν και να κριτικάρουν, οι δε να κυβερνούν. Δεν αρκεί να λέμε πως ο Καμύ αναμφίβολα δεν διέθετε το χάρισμα της πολιτικής ή πως ένας συγγραφέας οφείλει να παράσχει συνταγές διακυβέρνησης. Το στοίχημα του Καμύ επιβεβαιώνει πως σε αυτό τον άνθρωπο υπάρχουν περισσότερα στοιχεία να θαυμάσουμε παρά να περιφρονήσουμε.
*
Ο Καμύ μπορούσε να φανεί αδιάλλακτος ή πολύ δυσάρεστος, εντούτοις η κατανόηση και η ευγένειά του υπερνικούσαν την υπεροψία και την ευθιξία του: όντας τρωτός, υπήρξε πιστός φίλος και εραστής, πέρα από τις εφήμερες περιπέτειές του. Έδινε περισσότερα απ’ όσα έπαιρνε. Ξοδευόταν αλόγιστα. Ένας άνθρωπος συνιστά επίσης το άθροισμα των ιδιωτικών και δημόσιων πράξεών του, γνωστών και ανωνύμων. Στο τέρμα αυτής της διαδρομής, δεν μπορώ να εξηγήσω το λόγο για τον οποίο ο γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας αναλφάβητης γυναίκας διέθετε τόσα χαρίσματα: το μυστήριο της δημιουργίας εγγράφεται επίσης, αόρατο, στο πεδίο της βιολογίας, των συναντήσεων, σε ένα συνονθύλευμα τυχαίων συμβάντων που, αργότερα, μοιάζουν απαραίτητα. Η κριτική των έργων δεν εισχωρεί στο ακατάβλητο μυστήριο της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ο Καμύ όρισε τον δικό του τρόπο να συναρμόζει την τέχνη του, τη ζωή του και την ηθική του.
«Κανένα μεγάλο έργο […] δεν βασίστηκε ποτέ στο μίσος ή την περιφρόνηση. Κάπου μες στην καρδιά του, κάποια στιγμή της ιστορίας του, ο αληθινός δημιουργός καταλήγει πάντοτε στη συμφιλίωση. Τότε συναντά το κοινό μέτρο μέσα στην παράξενη κοινοτοπία όπου αυτοπροσδιορίζεται. […] Κι αν ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να αρνηθεί την πραγματικότητα, είναι γιατί έχει ως αποστολή να της προσδώσει μια ανώτερη δικαιολογία. Πώς να τη δικαιολογήσεις αν αποφασίσεις να την αγνοήσεις; Αλλά και πώς να τη μεταμορφώσεις αν συγκατατεθείς να την υπηρετήσεις;»
Κάθε γραμμένη και επιτυχημένη σελίδα ήταν μια πικρή νίκη για τον Αλμπέρ Καμύ. Ως ηχώ στο «τόσο νέος» της Κατρίν Σιντές-Καμύ, ο Φώκνερ θα πει: «Θα λέγαμε [πως ο Καμύ] ήταν τόσο νέος ώστε δεν είχε το χρόνο να ολοκληρώσει… Αλλά το ζήτημα δεν είναι πόσο χρόνο ούτε ποιες αρετές, αλλά απλούστατα τι». Ο Αλμπέρ Καμύ, μέσα από τον λογοτεχνικό ή πολιτικό λόγο, ή και ενάντια σε αυτόν, θα αφιερωθεί σ’ εκείνο που ο Τ. Σ. Έλιοτ ονομάζει «αμείλικτη μάχη με τις λέξεις» που «σκληραίνουν, ραγίζουν, γλιστρούν, χάνονται». Και ενίοτε παραμένουν για πολλές γενεές αναγνωστών.
Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο «Αλμπέρ Καμύ: Μια ζωή» του Ολιβιέ Τοντ που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη (2009) σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.