Άκουσα πρώτη φορά το όνομά του στην Έκθεση της Φρανκφούρτης. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο του Απλές ιστορίες, με ένα πολύχρωμο εξώφυλλο που σου εντυπωνόταν αμέσως στο νου, και είχε θεωρηθεί από την αρχή διεθνής επιτυχία, αφού σχεδόν παράλληλα με την έκδοσή του στη Γερμανία, είχε αρχίσει να μεταφράζεται σε πάνω από είκοσι πέντε γλώσσες. Το απόλυτο όνειρο για κάθε νέο συγγραφέα, και μάλιστα για ένα βιβλίο που δεν διέθετε ούτε ένα από τα συνήθη συστατικά που κάνουν ένα βιβλίο επιτυχία.
Μια σειρά από απλές ιστορίες, πολύ απλές ιστορίες –τώρα πια θα τις χαρακτηρίζαμε μινιμαλιστικές–, που ακολουθούν αλυσιδωτά η μια την άλλη και που στο τέλος ενώνονται με έναν χαλαρό τρόπο ώστε να δικαιολογήσουν και τον υπότιτλο του βιβλίου Ένα μυθιστόρημα από την Ανατολική Γερμανία. Αυτές όμως οι απλές –και σχεδόν χωρίς πλοκή– ιστορίες, κατάφερναν να σου δώσουν τη ζοφερή ατμόσφαιρα μιας χώρας έτσι όπως δεν την έδινε καμιά αρθρογραφία και καμιά πολιτική ή κοινωνιολογική ανάλυση. Η λέξη ξάφνιασμα είναι, μάλλον, αυτή που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μπορεί να χαρακτηρίσει την αντίδραση του απροετοίμαστου αναγνώστη που θα βρεθεί με το πόνημα του Σούλτσε στο χέρι.
Απλός, γελαστός, άμεσος, και ο συγγραφέας του. Το 2000 έρχεται στην Αθήνα μετά από πρόσκληση των Εκδόσεων Καστανιώτη. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από εκείνη την πρώτη συνάντηση, θυμάμαι μόνο ότι ήταν απένταρος, ότι δεν ήξερε ποιο θα ήταν το επόμενο βιβλίο του, ότι του άρεσε πολύ η ελληνική κουζίνα και ότι μου είχε αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις.
«Στην οικογένειά μας, απ’ όσο ξέρω, δεν έγραφε κανείς. Η πλευρά της μητέρας μου είχε πάντα πολύ περισσότερο ταλέντο στα τεχνικά, η πλευρά του πατέρα μου είχε ένα “ζυθοποιητικό οίκο”. Είναι αστείο, αλλά στα γερμανικά έχουμε την ίδια λέξη για τον εκδοτικό οίκο και για τον “ζυθοποιητικό οίκο”, την εταιρεία δηλαδή που αναλαμβάνει τη διανομή της μπίρας από το ζυθοποιείο στα καταστήματα και στα εστιατόρια. Δεν είμαι, δηλαδή, καθόλου επιβαρυμένος από προγόνους καλλιτέχνες ή συγγραφείς. Ο ίδιος ήθελα να γράψω από σχετικά μικρή ηλικία – θα ήμουν γύρω στα δεκατρία έως δεκατέσσερα. Βεβαίως, η επιθυμία μου δεν ήταν τόσο να γράψω, αλλά να γίνω όσο το δυνατόν γρηγορότερα γνωστός, ώστε να μη χρειαστεί να πάω φαντάρος. Νόμιζα ότι αν στα δεκαοχτώ μου γινόμουν γνωστός και αντιφρονών, δεν θα χρειαζόταν να πάω στρατιώτης. Δυστυχώς δεν έγινε έτσι. Η επιθυμία ωστόσο υπήρχε από πολύ νωρίς. Έτσι στα δεκαέξι με δεκαεφτά μου έγραψα μερικά ποιήματα, όπως οι περισσότεροι κάνουμε σε αυτές τις ηλικίες. Τις πρώτες μου ιστορίες τις έγραψα αργότερα, την περίοδο της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Χαίρομαι που δεν εκδόθηκαν, δεν το προσπάθησα άλλωστε ποτέ. Έγραφα λοιπόν για την περίοδο του στρατιωτικού – ήταν άλλωστε μια πολύ σημαντική περίοδος, ένας σταθμός στη ζωή μου, διότι τότε συνειδητοποίησα ότι ο στρατός δεν ήταν πολύ διαφορετικός από τη ζωή μας εκτός των τειχών του στρατοπέδου. Η τάση της κοινωνίας της ΓΛΔ ήταν μιλιταριστική, μόνο που έξω τα περιθώρια κίνησης ήταν μεγαλύτερα απ’ ό,τι στο στρατόπεδο.
»Διαβάζαμε ό,τι μπορούσαμε να διαβάσουμε. Διάβασα φυσικά τους ανατολικογερμανούς συγγραφείς: Φόλκερ Μπράουν, Κρίστοφ Χάιν, Κρίστα Βολφ. Εκείνος που ήταν πολύ σημαντικός για μένα ήταν ο Φραντς Φίμαν, ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας, ο οποίος σήμερα είναι ελάχιστα γνωστός. Ένας άλλος που επίσης ήταν πολύ σημαντικός για μένα, παρόλο που τον διάβασα σε βιβλία της Δυτικής Γερμανίας, ήταν ο Βόλφγκανγκ Χίλμπιχ, ο Ούβε Γιόνσον. Στη ΓΛΔ είχε κανείς τη δυνατότητα να πηγαίνει στις βιβλιοθήκες. Υπήρχαν σχεδόν τα πάντα, και ό,τι δεν υπήρχε στη βιβλιοθήκη το έβρισκε κανείς από φίλους και γνωστούς. Είχα την τύχη να διαβάσω τότε πάρα πολλά βιβλία – κι όσα βιβλία δεν βρίσκαμε, καταφέρναμε να μας τα στέλνουν από τη Δυτική Γερμανία. Τα τελευταία, όμως, τέσσερα ή πέντε χρόνια ύπαρξης της ΓΛΔ μπορούσες να βρεις Μπέκετ, Νίτσε, Αντόρνο, Ούβε Γιόνσον, Φουκώ… Φυσικά η πρόσβαση δεν ήταν τόσο εύκολη όσο στη Δυτική Γερμανία, ούτε υπήρχε όλη εκείνη η πληθώρα βιβλίων, όμως όταν άνοιξαν τα σύνορα, το 1989, δεν βρεθήκαμε πνευματικά μπροστά σε έναν καινούργιο, άγνωστο κόσμο. Τους σημαντικούς συγγραφείς τους ξέραμε ήδη όλους από πριν.
»Όταν είσαι παιδί, βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι όταν είσαι ενήλικας. Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι ναι, στη Δυτική Γερμανία είναι όλα πολύ καλύτερα κι ότι υπάρχουν τα πάντα, από τα αυτοκινητάκια της Matchbox και τα μπλουτζίν μέχρι τη μουσική και αργότερα τα βιβλία, όλα όσα λαχταρούσαμε στην Ανατολική Γερμανία. Μέχρι το 1989 εξακολουθούσαμε να υπερεκτιμούμε τη Δυτική Γερμανία, πράγμα πολύ φυσικό άλλωστε. Αν δεν μπορείς να πας κάπου, τότε αυτό το “κάπου” φτάνει να φαντάζει σαν έναν Άλλο Κόσμο, αποκτά σχεδόν θρησκευτική σημασία: εμείς είμαστε εδώ, εκεί είναι ο Άλλος Κόσμος κι εκεί δεν μπορώ να πάω. Πιστεύω πως η κάθε καινούργια εμπειρία μας δείχνει διαφορετικά και το παρελθόν, επειδή με κάθε καινούργια εμπειρία βλέπουμε το παρελθόν μας και από άλλη οπτική γωνία. Γι’ αυτό και η ματιά μου για τη ΓΛΔ ήταν διαφορετική το 1990 απ’ ό,τι ήταν το 2000 ή απ’ ό,τι είναι σήμερα. Τότε θέλαμε να πέσει το Τείχος, θέλαμε δημοκρατία, θέλαμε να ψηφίζουμε ελεύθερα, δεν θέλαμε να μας πατρονάρουν.
»Πιστεύω ότι υπήρξε μια πολύ μικρή περίοδος πραγματικής επανάστασης· η περίοδος αυτή άρχισε τότε που ο κόσμος έπαψε να φωνάζει “Θέλουμε να φύγουμε”, αλλά άρχισε να λέει “θα μείνουμε εδώ, και θα προσπαθήσουμε να αλλάξουμε εδώ κάτι”. Ύστερα ήρθε το σύνθημα “Είμαστε ο λαός”. Ήταν μια περίοδος δύο μηνών περίπου, από τα μέσα Σεπτέμβρη μέχρι τα μέσα Νοέμβρη, τότε που είχαμε την αίσθηση ότι κάτι καινούργιο θα γεννηθεί. Έπειτα το σύνθημα “Είμαστε ο λαός” αντικαταστάθηκε με το σύνθημα “Είμαστε ΕΝΑΣ λαός”, ένας ενιαίος λαός, και άρα η πολυδιαφημισμένη ένωση των δύο Γερμανιών ήταν, ουσιαστικά, η προσχώρηση της Ανατολικής Γερμανίας στη Δυτική Γερμανία. Έτσι όλες οι ιδέες που είχαμε αναπτύξει στην Ανατολική Γερμανία, όλα εκείνα που πιστεύαμε πως θα μπορούσαμε τώρα πια να κάνουμε πραγματικότητα, αποδείχθηκαν άστοχα, αφού –κι αυτό φάνηκε σχεδόν αμέσως– γίναμε μέρος της υπάρχουσας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας κι όχι μιας νέας ενοποιημένης Γερμανίας. Το μέλλον μας θα ήταν έτσι όπως το είχαν προγραμματίσει στην ΟΔΓ.
»Σε δύο πρόσφατα βιβλία μου, στο Καινούργιες ζωές και στο Αδάμ και Εύελιν, ξαναγυρίζω πίσω, επειδή το 1989–1990 είναι φυσικά ένας σταθμός στη ζωή μου. Νομίζω ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί οπουδήποτε, όχι μόνο στην Ευρώπη. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η πτώση του Τείχους είχε για την Αφρική πολύ πιο σκληρές επιπτώσεις απ’ ό,τι είχε για τη Γερμανία ή την Ευρώπη. Το παράξενο είναι ότι δεν με ενδιαφέρει τόσο η εξαφάνιση της ΓΛΔ όσο η εξαφάνιση της Δυτικής Γερμανίας. Το τι συνέβη δηλαδή στη Δύση με την κατάργηση του ανατολικού μπλοκ. Ήμουν είκοσι επτά χρονών όταν έπεσε το Τείχος. Έμαθα να περπατάω, θα λέγαμε, σε ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα συντεταγμένων από αυτό που ζω σήμερα. Το θεωρούσα όμως πάντα μεγάλο πλεονέκτημα να ξέρει κανείς και τα δύο πράγματα. Για να καταλάβεις, η πρώτη φορά στη ζωή μου που προβληματίστηκα σε σχέση με το χρήμα ήταν στα είκοσι οκτώ μου. Από τη μία πλευρά σε απελευθερώνει πολύ το να μην σε ενδιαφέρει το χρήμα για τόσο καιρό, από την άλλη όμως, όταν αρχίζει να σε απασχολεί μόνο στα είκοσι οκτώ σου, είσαι άπειρος και αφελής – είτε το απορρίπτεις, είτε θέλεις να το αποκτήσεις. Αλλά για πολύ καιρό πίστευα ότι, υπό αυτές τις ιδεολογικές συνθήκες, στη ΓΛΔ ο κόσμος είχε μια πολύ λεπτή αίσθηση για το τι είναι δυνατόν και τι αδύνατο, για το μέχρι πού μπορούσε να κινηθεί, ποια ήταν τα όριά του. Όλα αυτά όμως άλλαξαν, ο καθένας έπρεπε να ξεπεράσει αυτά τα όρια, να μάθει μια άλλη πραγματικότητα.
»Υπάρχει ένα αστείο που λέγαμε παλιά: μέχρι το 1989 μπορούσες να πεις ό,τι κακό θέλεις για τον προϊστάμενό σου, τίποτα όμως για τον Γενικό Γραμματέα του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος· μετά το 1989 μπορείς να πεις ό,τι θέλεις για τον Καγκελάριο, τίποτα όμως για τον προϊστάμενό σου. Κι αυτή η αλλαγή συσχετισμών, που περιγράφεται βέβαια πολύ χοντρικά με το αστείο αυτό, ανέκαθεν με ενδιέφερε. Το επίπεδο ζωής, για παράδειγμα, στη Δύση ήταν έτσι κι αλλιώς υψηλότερο, αλλά τη στιγμή που καταργείται το ανατολικό μπλοκ καταργούνται και πάρα πολλά πράγματα που συγκρατούσαν, που χαλιναγωγούσαν τον καπιταλισμό. Και το αποτέλεσμα το βλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες.
»Είναι πραγματικά μια απογοήτευση που το 1989–1990 χάθηκε η ευκαιρία να υπάρξει μια αναμόρφωση και στη Δυτική Γερμανία. Και κάτι τέτοιο ήταν φυσικά απαραίτητο, αν δούμε π.χ. το σύστημα υγείας. Όταν πλέον πηγαίνω στο γιατρό αισθάνομαι άσχημα, επειδή ξέρω ότι ο γιατρός πρέπει να είναι και επιχειρηματίας. Δεν είμαι ποτέ σίγουρος αν κάνει το καλύτερο για μένα ή αυτό που θα του αποφέρει περισσότερα χρήματα. Ακούγεται βέβαια πολύ συχνά ότι η ΓΛΔ ήταν ένα κράτος αδικίας, και βεβαίως κανείς δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τη Δικαιοσύνη. Μπορούμε όμως να πούμε ότι το Οικογενειακό Δίκαιο και το Εργατικό Δίκαιο ήταν καλύτερα απ’ ό,τι στην ΟΔΓ, και πολλά από εκείνα τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν υιοθετηθεί και στην ενοποιημένη Γερμανία. Πολλά πράγματα που αποτελούσαν κρατική ιδιοκτησία, όπως η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, η παροχή νερού, ολόκληρη η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει στα χέρια του κράτους. Έκαναν όμως διαρκώς ιδιωτικοποιήσεις, λέγοντας ότι η ιδιωτικοποίηση είναι η μόνη λύση. Με στεναχωρεί αυτό. Το μόνο που κράτησαν από το Ανατολικό Βερολίνο είναι το ανθρωπάκι των φαναριών, και διάφορα άλλα φολκλορικά στοιχεία της ΓΛΔ: δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα με αυτά αλλά και δεν τα έχω ανάγκη.
»Το 1989–1990 όμως πολλές ιδέες που υπήρχαν και στη Δυτική Γερμανία τέθηκαν στο περιθώριο, έλεγαν ότι ο καπιταλισμός, η οικονομία της αγοράς, νίκησε και όλα τα άλλα δεν αξίζει καν να τα συζητάμε. Πρόκειται για ένα θέμα που περιορίστηκε στη Γερμανία, εκείνο όμως που δεν περιορίστηκε στη Γερμανία είναι, νομίζω, το γεγονός ότι το 1989–1990 τέθηκαν στο περιθώριο πολλές ιδέες, εννοώ και σοσιαλιστικές ιδέες, ενώ σήμερα ακούγεται ότι ίσως να πρέπει όντως να κρατικοποιήσουμε τις τράπεζες, ότι μπορεί να πρέπει όντως πολλά πράγματα να περάσουν στα χέρια του κράτους. Σήμερα, νομίζω, πρέπει να ασχοληθούμε πολύ περισσότερο με τα οικονομικά θέματα, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, εκεί νομίζω ότι κρίνεται η ελευθερία μας. Διότι δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη».
Σπάνια θα βρει σήμερα κανείς ένα διανοούμενο που να μεγάλωσε στο ανατολικό μπλοκ και να έχει τις απόψεις του Σούλτσε. Οι περισσότεροι, θαμπωμένοι από την πολυχρωμία της κοινωνίας της αγοράς αλλά και μην μπορώντας να ξεχάσουν την γκριζάδα και την καταπίεση των αυταρχικών καθεστώτων του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, προσπερνούν σχετικά εύκολα το σημείο στο οποίο στέκεται ο Σούλτσε: ότι ουσιαστικά δεν είχαμε ενοποίηση των δύο Γερμανιών αλλά προσχώρηση της μιας Γερμανίας στην (ισχυρή) άλλη. Και πρέπει να πω ότι, όσο περνούν τα χρόνια, από τον καιρό που τον γνώρισα, ο Σούλτσε γίνεται όλο και λιγότερο καταγγελτικός για το γκρίζο και ανελεύθερο καθεστώς που σφράγισε τα παιδικά του χρόνια (ως γιος διανοουμένων δεν έζησε ίσως μεγάλες φτώχιες αλλά σίγουρα έζησε από κοντά τη δυσπιστία του καθεστώτος απέναντι στους σκεπτόμενους ανθρώπους) και αυξάνει τις δόσεις των καταγγελιών του για την ασυδοσία και το ανελεύθερο της κοινωνίας της αγοράς. «Τώρα πια θα μπορούσα εύκολα να γίνω κομουνιστής», έφτασε να πει σε μια συνέντευξή του στην Όλγα Σελλά (Καθημερινή) θέλοντας να τονίσει τη δυσφορία του για το σήμερα, όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη το 2009, προσκεκλημένος του Ινστιτούτου Γκαίτε, με αφορμή την Έκθεση Βιβλίου.
Στα βιβλία του όμως δεν χρησιμοποιεί τον καταγγελτικό λόγο. Εκεί χρησιμοποιεί το γκροτέσκο, την ειρωνεία, τις χαμηλόφωνες αλλά εξαιρετικά διεισδυτικές περιγραφές. Ήδη στο πρώτο του βιβλίο, 33 στιγμές ευτυχίας, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η πραγματικότητα μερικές φορές αποδίδεται καλύτερα όταν η περιγραφή είναι ελάχιστα ρεαλιστική.
«Ελπίζω ότι σε κανένα από τα βιβλία που θα γράψω δεν θα πλασάρω ως λογοτεχνία τα πολιτικά συνθήματα. Όχι πως ένας χαρακτήρας βιβλίου δεν μπορεί να εκστομίσει κάποιο πολιτικό σύνθημα, όμως δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατος. Αυτό που περισσότερο με ενδιέφερε, όταν πήγα στην Αγία Πετρούπολη στα τέλη του 1992, ήταν η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας: δεν είχες παρά να περπατήσεις στη λεωφόρο Νέφσκι κι έβλεπες αμέσως τις οικονομικές αντιφάσεις πάρα πολύ κοντά τη μία στην άλλη, το καινούργιο αρωματοπωλείο της Lancôme δίπλα στο άδειο μανάβικο, το κρατικό μανάβικο. Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο έβλεπες τα πάντα: φασίστες, δημοκράτες, κομουνιστές, βασιλικούς, άθεους και ορθόδοξους, καθολικούς ιεραπόστολους, μέχρι και νεαρούς Χάρε Κρίσνα… Οι αντιφάσεις συνυπήρχαν πάρα πολύ κοντά η μία στην άλλη. Και ήταν σαν να ζούσες διαφορετικές εποχές στον ίδιο τόπο: ήταν ακόμα παρούσα η τσαρική εποχή, το Εργαστήρι της Σύγχρονης Εποχής, το Πιέτρογκραντ της επανάστασης, ήταν παρόν το Λένινγκραντ του αποκλεισμού, το Λένινγκραντ της εποχής του Μπρέζνιεφ που το είχα γνωρίσει ως τουρίστας, και ήταν παρών κι αυτός ο καινούργιος άγριος καπιταλισμός.
»Κατ’ ουσίαν δεν είναι όλες οι ιστορίες που έχω γράψει παράλογες ή γκροτέσκες. Όμως συχνά έβλεπες την πραγματικότητα να χαρακτηρίζεται από μια υπερβολή, να υπάρχει μια τέτοια κλιμάκωση αντιθέσεων και αλληλοσυγκρουόμενων εμπειριών που ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστούν με κανονικά, ρεαλιστικά μέσα. Ήταν πάντα ένα ερώτημα για μένα το πώς μπορεί να τελειώσει μια ιστορία, ποιο μπορεί να είναι το τέλος της. Κι εδώ υπάρχει μια μακρά παράδοση, ειδικά στη ρώσικη, τη σοβιετική λογοτεχνία του 20ού αι. Μπορούμε ουσιαστικά να ανατρέξουμε μέχρι και στον Γκόγκολ. Σε μια πόλη δηλαδή όπου μια μύτη μπορεί να κυκλοφορεί πάνω σε μια άμαξα, όλα μπορούν να είναι πιθανά. Πιστεύω πως αυτό το γκροτέσκο, αυτή η καρναβαλιστική κουλτούρα που συναντάμε και στον Ντοστογιέφσκι, έχει τις ρίζες του στον Γκόγκολ, αλλά και στον Δανιήλ Χαρμς, που ήταν πολύ σημαντικός για μένα, φτάνοντας μέχρι και τον μοσχοβίτικο κονσεπτουαλισμό: Σορόκιν, Πρίγκοφ, Ρουμπινστάιν. Όλα αυτά ήταν πράγματα που μπόρεσα να κάνω κτήμα μου και να τα χρησιμοποιήσω για να περιγράψω αυτή την πραγματικότητα.
»Ξεκινάμε πάντα από το γεγονός ότι η λογοτεχνία μιμείται τη ζωή, αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο. Σκέφτομαι τελικά ότι αυτά τα δύο στέκονται ισότιμα το ένα δίπλα στο άλλο, λ.χ. όλα όσα συμβαίνουν στη Βίβλο, όλα όσα περιγράφονται από τον Όμηρο. Είναι πράγματα που, όπως θα έλεγα τώρα, δεν συνέβησαν πραγματικά, παρ’ όλα αυτά έχουν μια πραγματικότητα και η επίδρασή τους φτάνει μέχρι τις μέρες μας και τελικά είναι πολύ πιο πραγματικά απ’ αυτό που συνέβη τότε και που σήμερα πια δεν το ξέρουμε. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση όταν πριν από μερικά χρόνια πήγα να δω ένα φίλο που ήταν πολύ άρρωστος, ετοιμοθάνατος. Κοίταξε λοιπόν τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του και είπε: “Αυτό το έχω διαβάσει, αυτό το έχω διαβάσει, αυτό το έχω διαβάσει, αυτό το έχω διαβάσει” και το ότι είχε διαβάσει αυτά τα βιβλία ήταν για κείνον η εκπληρωμένη ζωή. Κι αυτό με συγκίνησε πολύ, επειδή οι ίδιοι από μόνοι μας έχουμε μόνο μια περιορισμένη δυνατότητα να γνωρίζουμε πράγματα, και με τα βιβλία διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και δεν μένουμε εγκλωβισμένοι στις προσωπικές μας εμπειρίες. Κι αυτό νομίζω πως είναι το σημαντικό.
»Όταν έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, τις 33 στιγμές ευτυχίας, πήρα ερεθίσματα από πολλές διαφορετικές πλευρές. Βρίσκει λοιπόν κανείς σ’ αυτό, από υφολογική σκοπιά, επιρροές από τους ειδωλολατρικούς θρύλους και το διάλογο του παραλόγου ως τον Χέμινγουεϊ. Ήταν μια προσπάθεια να ανταποκριθώ στην πραγματικότητα της Ρωσίας της δεκαετίας του ’90, μια πραγματικότητα που, όπως έλεγα προηγουμένως, είχε πολλά διαφορετικά στοιχεία.
»Έπειτα επιχείρησα να γράψω για την Ανατολική Γερμανία μετά το 1990. Στην αρχή είχα την αίσθηση ότι δεν μπορούσα να γράψω για όλα αυτά, τίποτε απ’ όσα είχα επιχειρήσει να κάνω δεν με ικανοποιούσε. Ώσπου κατά τύχη βρήκα τελικά αυτό το ύφος των short stories, το παραδοσιακό ύφος των short stories που έχει τις ρίζες του στον Χέμινγουεϊ, τον Σέργουντ Άντερσον, τον Κάρβερ, τον Ρίτσαρντ Φορντ. Και ξαφνικά, μ’ αυτόν τον πολύ απλό, τον μίνιμαλ τρόπο αφήγησης, κατάφερα να μιλήσω για την Ανατολική Γερμανία. Αναρωτιόμουν: γιατί ειδικά με αυτό το ύφος των short stories, τι σχέση έχει με την Ανατολική Γερμανία; Πιστεύω όμως ότι από τη μια μέρα στην άλλη βρεθήκαμε σε ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα, από τη μια μέρα στην άλλη βρεθήκαμε να έχουμε το γερμανικό μάρκο, βρεθήκαμε ξαφνικά με άλλους νόμους. Ξαφνικά όλα μετριούνταν με το χρήμα, και είχα ανέκαθεν την αίσθηση ότι υπήρχε μια στενή σχέση μεταξύ της Ανατολικής Γερμανίας των αρχών της δεκαετίας του ’90 και της Δυτικής Γερμανίας της δεκαετίας του ’50, ή του ’60. Μπορούσα χωρίς κανένα πρόβλημα να μεταθέσω όλες εκείνες τις παλιές ταινίες με τον Μάρλον Μπράντο στην επαρχία της Ανατολικής Γερμανίας. Κι αυτό μου φαινόταν ενδιαφέρον, επειδή το ύφος είναι πάντα ένα είδος πορίσματος, το ύφος πάντα λέει κάτι, και το γεγονός ότι εκείνη την εποχή μπόρεσα να περιγράψω όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου αρκετά καλά, ειδικά με αυτό το ύφος, έχει τη σημασία του. Ο Άλφρεντ Ντέμπλιν, ο γνωστός συγγραφέας του Βερολίνο Αλεξάντερπλατς, έλεγε ότι το ύφος πρέπει να προκύπτει από το θέμα. Αν δηλαδή στραφώ σ’ αυτόν τον τόπο και σ’ αυτήν την εποχή από αυτή τη χρονική απόσταση, τότε θα πρέπει να βρω μια δομή, μια φωνή, ένα ύφος που να είναι ανάλογο. Αν γράψω για κάτι άλλο, θα πρέπει να βρω έναν καινούργιο συσχετισμό, ένα είδος αρχής της συνήχησης».
Τι είναι αυτό που περισσότερο σου αρέσει στον Σούλτσε; είχα ρωτήσει τη Γιώτα Λαγουδάκου, τη μια από τις δύο μεταφράστριές του (η άλλη είναι η Αλεξάνδρα Παύλου) στην Ελλάδα. Οι εκπλήξεις που επιφυλάσσει στον αναγνώστη, μου είχε απαντήσει, ενώ περπατούσαμε στο Στράλεν, μια μικρή γερμανική πόλη κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία, όπου είχαν βρεθεί δεκαεννιά μεταφραστές από όλο τον κόσμο που ήδη μεταφράζανε ή επρόκειτο να μεταφράσουνε το Ο Αδάμ και η Εύελιν, για να συζητήσουν με τον συγγραφέα τυχόν απορίες. Κατά κάποιον τρόπο σε προδιαθέτει, σκέφτομαι «τώρα θα με πάει εντελώς αλλού κι όχι εκεί που φαίνεται να με πηγαίνει», παρ’ όλα αυτά τελικά εκπλήσσομαι το ίδιο, συνεχίζει η Γιώτα.
Σκέφτομαι ένα από τα διηγήματα στο τέλος του μυθιστορήματος Καινούργιες ζωές. Ο Σούλτσε γράφει για μια σχολική εκδρομή. Ένα από τα παιδάκια είναι πιο ζωηρό από τα άλλα. Ο δάσκαλος του κάνει παρατηρήσεις, το παιδάκι συνεχίζει να είναι άτακτο, ο δάσκαλος επανέρχεται, απειλεί ότι θα το τιμωρήσει, το αγόρι τίποτα, συνεχίζει να είναι απείθαρχο. Και τότε ο δάσκαλος, μαζί με τα άλλα παιδάκια, αποφασίζουν να τιμωρήσουν τον σκανδαλιάρη. Και τον τρώνε.
Κάποιοι θα σκεφτούνε ότι αυτές οι ακραίες αφηγηματικές λύσεις είναι εύκολες λύσεις. Πόσο όμως πιο αποτελεσματικά μπορεί ένας συγγραφέας να περιγράψει το κλίμα ολοκληρωτισμού και ανελευθερίας ενός γραφειοκρατικού καθεστώτος, το κλίμα του μικροαστικού φθόνου που μπορεί να τρέφει ο γείτονας για τον διπλανό του, ο οποίος έχει το θάρρος να καταπατεί νόρμες και στοιχισμένες γραμμές;
«Αυτό που πλάθει κανείς με τη φαντασία του δεν είναι λιγότερο πραγματικό από ένα ατύχημα που συμβαίνει στον δρόμο», λέει στο βιβλίο του 33 στιγμές ευτυχίας ο Σούλτσε.
Από την άλλη, τα βιβλία του μοιάζουν να καταρρίπτουν την κλασική αντίληψη ότι λογοτεχνία φτιάχνουν μονάχα οι συγκρούσεις. Πάλι στις Καινούργιες ζωές μια μύγα πάει και κάθεται στο μπράτσο του ήρωα. Κι αυτός, βλέποντας τη μύγα, θυμάται μια άλλη μύγα από το παρελθόν κι ο νους του ταξιδεύει προς τα πίσω, σε μια ζωή που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Καμιά σύγκρουση, κανένα δραματικό στοιχείο. Μόνο μια μύγα.
«Νομίζω ότι τελικά αυτό είναι λογοτεχνία: όταν μια μεταφορά, μια εικόνα, ένας συσχετισμός, γεννά κάτι το εντελώς καθημερινό αλλά που έχει ταυτόχρονα τη δύναμη να ξεπερνά τον εαυτό του, να διασπά, θα λέγαμε, για μια στιγμή το αυτονόητο της καθημερινότητας. Και τότε, ξαφνικά, αντιλαμβάνεται κανείς το θαύμα της ζωής, πόσο μεγάλο θαύμα είναι ότι ζούμε, ότι ακούμε, βλέπουμε, γευόμαστε, αισθανόμαστε – πράγμα που ούτε καν σκεφτόμαστε στην καθημερινότητά μας. Νομίζω ότι το μόνιμο θέμα της λογοτεχνίας είναι αυτή η αποκάλυψη: μας δείχνει με τα πιο καθημερινά μέσα τι είναι η ζωή μας, σε τι συνίσταται.
»Χαίρομαι πολύ που αναφερθήκατε στη συγκεκριμένη ιστορία. Δεν είναι ένα σύντομο διήγημα μέσα σε μια συλλογή διηγημάτων, αλλά ανήκει σε ένα επιστολικό μυθιστόρημα, στις Καινούργιες ζωές, και δείχνει τη συγγραφική δουλειά εκείνου που έχει γράψει αυτές τις επιστολές. Το σημαντικό για μένα ήταν να δείξω πώς η γραφή γλιστράει από το χέρι του κεντρικού χαρακτήρα και τον ωθεί να επινοήσει κάτι που θυμίζει Μπονιουέλ ή, ακόμα περισσότερο, Δανιήλ Χαρμς, αυτό δηλαδή το είδος της λογοτεχνίας του παραλόγου, με τους μοσχοβίτες κονσεπτουαλιστές. Παρουσιάζω, με άλλα λόγια, κάτι που αντιστοιχεί στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό κι έπειτα ξαφνικά ανατρέπεται και γίνεται κάτι τελείως διαφορετικό, προκαλώντας έτσι ένα σοκ. Στις ιστορίες αυτές δεν εμφανίζομαι καθόλου ως συγγραφέας, παρά μεταβιβάζω τη συγγραφική μου ιδιότητα σε κάποιον άλλον και κατ’ ουσίαν γράφω από τη δική του σκοπιά. Κι αυτό ήταν πολύ συναρπαστικό για μένα, κάτι το καινούργιο.
»Πρέπει να πω ότι δυσκολεύομαι να σκεφτώ με βάση τις γενιές. Αντιλαμβάνομαι τη λογοτεχνία με βάση τα μεμονωμένα βιβλία και τους μεμονωμένους συγγραφείς. Και πολύ συχνά συγγραφείς που είναι μεγαλύτεροι από μένα ή που ίσως και να έχουν πεθάνει, μού είναι πολύ πιο οικείοι από τους συγγραφείς της δικής μου γενιάς. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία χτίζεται πάντα πάνω στη λογοτεχνία, είτε πρόκειται για συναίνεση είτε για απόρριψη. Για μένα κάθε βιβλίο που διαβάζω και που μου αρέσει αποτελεί ουσιαστικά ένα ερέθισμα, το οποίο άλλοτε εκφράζεται άμεσα στη δική μου γραφή και άλλοτε δεν γίνεται καν αντιληπτό. Πραγματικά όμως, κάθε βιβλίο που μου αρέσει αποτελεί ερέθισμα.
»Η λογοτεχνία πρέπει να επιχειρεί να εκφράσει κάτι που σχετίζεται με έναν συγκεκριμένο τόπο και μια συγκεκριμένη εποχή. Δυσκολεύομαι πάντα με τους συγγραφείς που γράφουν για μια εποχή την οποία δεν έζησαν, με κάνει πάντα να νιώθω κάπως αμήχανα. Ξέρω ότι ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας αναφέρεται, θα λέγαμε, σε εποχές που οι ίδιοι οι συγγραφείς δεν τις έχουν ζήσει. Θέλω όμως να μαθαίνω πάντα από τον συγγραφέα πώς βίωσε τη συγκεκριμένη εποχή στον συγκεκριμένο τόπο, για να μπορώ να κάνω συγκρίσεις. Αναζητώ λοιπόν πάντα συναδέλφους που έχουν να μου πουν κάτι για το δικό μας σήμερα και το δικό μας τώρα. Το ωραίο είναι ότι δεν είμαι μόνο συγγραφέας, είμαι πολύ περισσότερο αναγνώστης απ’ ό,τι συγγραφέας, και φυσικά αναζητώ βιβλία που να μου αρέσουν. Είμαι πεπεισμένος ότι αφηγούμαστε πάντα την ίδια ιστορία αγάπης και θανάτου, έχοντας την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να προσθέσουμε σ’ αυτήν κάτι από τη δική μας εποχή. Η δική μου εποχή θα έλεγα πως ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και φτάνει μέχρι σήμερα.
»Στην πραγματικότητα, όταν άρχιζα να γράφω δεν ήξερα ποτέ αν θα βγει κάτι στο τέλος. Όχι, δεν είμαι δυσαρεστημένος με τα βιβλία μου, διαφορετικά δεν θα τα εξέδιδα. Υπάρχει όμως και κάτι που με κάνει να σκέφτομαι το εξής: Ναι, κάτι βγήκε· πόσο όμως έχει να κάνει με μένα τον ίδιο; Ξέρω, φυσικά, ότι εγώ ο ίδιος το έγραψα, αλλά τη στιγμή που έχεις μια ιδέα, τη στιγμή που γεννάς κάτι το οποίο προηγουμένως δεν υπήρχε… το πώς τελειώνεις μια ιστορία, το πώς τελειώνεις ένα μυθιστόρημα – όλα αυτά έχουν να κάνουν με μια συγκεκριμένη κατάσταση, με την αυτόνομη κίνηση των χαρακτήρων, έτσι συχνά έχω την αίσθηση ότι δεν το έγραψα εγώ, ο Ίνγκο, αλλά κάποιος με τα χαρακτηριστικά μου που στο τέλος νιώθει τυχερός που τελικά τα κατάφερε. Και η δυσκολία είναι πάντα να περάσεις από το ένα βιβλίο στο άλλο. Κι έχω τη μεγάλη ελπίδα ότι σύντομα θα μπορέσω να περάσω στο επόμενο βιβλίο. Αν θα τα καταφέρω όμως ή αν θα πρέπει να περιμένω άλλα τρία χρόνια, όπως περίμενα για να μπορέσω να γράψω το Ο Αδάμ και η Εύελιν, αυτό δεν το ξέρω. Ελπίζω όμως ότι θα ακολουθήσουν μερικά βιβλία ακόμα».
Το επόμενο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων Το κινητό δεν περίμενε τρία χρόνια για να εκδοθεί. Όμως οι συγγραφείς πρέπει να νιώθουν ανασφαλείς. Όποιος δεν νιώθει ανασφαλής δεν είναι συγγραφέας, είναι απλός πωλητής προγραμματισμένων συναισθημάτων. Ο Σούλτσε δεν φοβάται να εκθέτει τις ανασφάλειές του, παρόλο που σήμερα κανένας πλέον δεν αμφισβητεί αυτό που είχε πει πριν από πολλά χρόνια ο Γκίντερ Γκρας, ότι δηλαδή ο Σούλτσε είναι ο σπουδαιότερος Γερμανός συγγραφέας της γενιάς του. Κι αυτό συνέβη χωρίς ο ίδιος να γίνει μόδα, χωρίς να σαρώνει βραβεία, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στα θέματά του, χωρίς να μασάει τα λόγια του για τη σημερινή ενοποιημένη Γερμανία, και χωρίς βεβαίως να γίνει πλούσιος.
Η συζήτησή μας έγινε στο σπίτι του, σε ένα όχι μεγάλο διαμέρισμα σε μια ωραία –ακόμα σχετικά λαϊκή– συνοικία του Ανατολικού Βερολίνου, όχι μακριά από ένα πάρκο του οποίου οι λόφοι κτίστηκαν με τα μπάζα των ερειπίων του πολέμου κι όχι μακριά από τον εκδοτικό του οίκο, ανατολικογερμανικής προέλευσης κι αυτός.
«Βιώνω την πραγματικότητά μας πιστεύοντας ότι εμείς, η Γερμανία, η Ελλάδα, ολόκληρη η Δυτική Ευρώπη, ζούμε με μια κάποια ασφάλεια, αλλά κι ότι αυτή η ασφάλεια στηρίζεται σε μια πολύ λεπτή κρούστα. Πιστεύω ότι σε όλα αυτά τα πράγματα που έζησε κατά καιρούς η ανθρωπότητα, σε αυτά δηλαδή που έζησαν με τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία, σε αυτά που ζήσαμε εμείς με τον εθνικοσοσιαλισμό, σε αυτά που έζησαν στη Ρωσία με τον σταλινισμό, σε αυτά που ζήσατε στην Ελλάδα με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, θεωρήθηκαν φυσιολογικά και δίκαια κάποια πράγματα που δεν είναι ούτε φυσιολογικά ούτε δίκαια. Γι’ αυτό έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει καμία πραγματική προστασία, ότι τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ευημερία, πρέπει να τις υπερασπιζόμαστε καθημερινά. Με σόκαρε κυριολεκτικά όταν π.χ., πριν από μερικά μόνο χρόνια, άρχισε με αφορμή το Ιράκ να συζητιέται αν θα πρέπει να επιτρέπονται τα βασανιστήρια. Ήμουν πολύ σοκαρισμένος, ήταν μια εμπειρία που με έκανε να σκεφτώ: Μα πώς είναι δυνατόν να συζητάμε τέτοια πράγματα; Κάποια πράγματα υποτίθεται ότι είναι αυτονόητα και αποτελούν τη βάση της κοινωνίας μας. Ύστερα πάλι οι λεγόμενοι “προληπτικοί πόλεμοι”, από τον πόλεμο στο Κόσοβο μέχρι τον πόλεμο στο Ιράκ, σε κάνουν να σκέφτεσαι: Μα τι γίνεται εδώ; Ποιος νομιμοποιεί τέτοιες πράξεις; Αλλά και κάποια προβλήματα που έχει σήμερα η Ευρώπη και τα οποία σπρώχνουν κάποιους ανθρώπους να φέρονται εγκληματικά ενώ, υποτίθεται, θέλουν να προστατευτούν από την εγκληματικότητα. Κοιτάξτε τον τρόπο με τον οποίο στην Ιταλία φέρονται σήμερα σους ξένους, κοιτάξτε πώς αντιμετωπίζουν στην Ανατολική Ευρώπη τους τσιγγάνους… Ιστορίες που συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας και που, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, γκρεμίζουν πράγματα που λέγαμε ότι ήταν πλέον παγιωμένα στις χώρες μας…»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη Οι κεραίες της εποχής μου