Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη Οι κεραίες της εποχής μου
Τον Οκτώβριο του 2004, στην Έκθεση της Φρανκφούρτης, η Αγγλίδα ατζέντισσα προσπαθούσε να με πείσει να αγοράσω ένα γκέι μυθιστόρημα που είχε βρεθεί στη βραχεία λίστα των βραβείων Μπούκερ της χρονιάς. «Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου», μου είχε πει, «λόγω θέματος δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει το βραβείο. Όμως πρόκειται για το καλύτερο αγγλικό μυθιστόρημα της τελευταίας δεκαετίας». Εκτίμησα την ειλικρίνειά της, πείστηκα ότι ήταν πράγματι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα που, πέρα από το έντονα ομοφυλοφιλικό στοιχείο του, σκιαγραφούσε με ειρωνεία την Αγγλία της Θάτσερ, και συμφώνησα να το πάρω.
Λίγες μέρες αργότερα, προς έκπληξη όλων, η επιτροπή εκείνης της χρονιάς του συνήθως συντηρητικού Μπούκερ, ξεπέρασε τον εαυτό της και βράβευσε τη Γραμμή της ομορφιάς, προτείνοντας έτσι στο πλατύ κοινό ένα μυθιστόρημα με τολμηρές ομοφυλοφιλικές σκηνές. Μια μικρή επανάσταση: η χώρα που είχε φυλακίσει τον Όσκαρ Ουάιλντ έδειχνε να ξεπερνά ακόμα κι αυτό, το τελευταίο ίσως μεγάλο ταμπού. Γρήγορα Η γραμμή της ομορφιάς άρχισε να πουλάει χιλιάδες αντίτυπα, και λίγο καιρό αργότερα το BBC ανακοίνωνε ότι θα έκανε μια τηλεοπτική διασκευή του μυθιστορήματος. Ο Άλαν Χόλινγκχερστ, ο ομοφυλόφιλος μυθιστοριογράφος που δεν έκρυβε την αγάπη του για τον Χένρι Τζέιμς και του οποίου τα μυθιστορήματα δεν είχαν καμιά σχέση με αυτά της γκέι υποκουλτούρας, μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2005, ο Χόλινγκχερστ ήρθε να παρουσιάσει το βιβλίο του στην Αθήνα προσκεκλημένος των Εκδόσεων Καστανιώτη. Η αίθουσα ήταν γεμάτη, το κοινό ετερόκλητο, οι διάδρομοι γεμάτοι ορθίους, ο Απόστολος Δοξιάδης πολύ καλός στην παρουσίασή του. Κι όταν ήρθε η σειρά του, ο Χόλινγκχερστ κατάφερε να εξηγήσει την αντιδογματική προσωπική στάση ενός συγγραφέα που δηλώνει γκέι, γράφει για γκέι θέματα, αλλά δεν θέλει σε καμιά περίπτωση η λογοτεχνία του να αντιμετωπίζεται ως μια λογοτεχνία περιθωρίου, ως μια λογοτεχνία που πρέπει να διαβάζεται μόνο από ομοφυλόφιλους αναγνώστες.
Την επόμενη μέρα τον συνόδευσα στον Πολύχρωμο πλανήτη, το μοναδικό γκέι βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Εκεί αυτοσχεδίασε μια μικρή ομιλία, απάντησε σε μερικές ερωτήσεις και υπέγραψε κάποια βιβλία. Τον παρατηρούσα και σκεφτόμουνα ότι τίποτα στο σχεδόν ντροπαλό, συγκρατημένο ύφος του δεν προετοιμάζει για τις τολμηρές ερωτικές σκηνές που έχει στα βιβλία του, για το ψωνιστήρι στα δημόσια ουρητήρια, για τα νυχτερινά αγκαλιάσματα στα πάρκα, για τα πάρτι με ομαδικό σεξ και ναρκωτικά. Να μια περίπτωση, κατέληξα, στην οποία –ίσως– τα φαινόμενα πράγματι απατούν.
Η ίδια αίσθηση τρία χρόνια αργότερα στο σπίτι του στο Σάουθ Χιλ της συνοικίας Χάμστεντ. Μένει σε ένα τριώροφο κτίριο του τέλους του 19ου αιώνα, από αυτά που συναντάς συνεχώς στο Λονδίνο. Του ανήκουν μόνο οι δύο πάνω όροφοι, όχι το ισόγειο. Όταν τον επισκεφτήκαμε, μόλις είχε τελειώσει την ανακαίνιση – κάποιοι, μάλιστα, κουβάδες με χρώμα ήταν ακόμα παρατημένοι σε μια δυο γωνίες. Η περιέργεια που ο Χόλινγκχερστ μου είχε προκαλέσει στην Αθήνα, και που εν μέρει θα μπορούσε να απαντηθεί κοιτάζοντας τη διακόσμηση του σπιτιού του (το σπίτι μας, ως γνωστόν, είμαστε εμείς), θα έμενε απλή περιέργεια. Άδειοι λευκοί τοίχοι, ελάχιστα έπιπλα, βιβλία. Πάνω στο τζάκι μερικές καρτ ποστάλ από έργα τέχνης αποτελούν το μοναδικό διακοσμητικό στοιχείο. Δυο μεγάλα παράθυρα βλέπουν στο πάρκο του Χάμστεντ. «Μετά το Μπούκερ θα μπορούσα να πάρω ένα μεγαλύτερο σπίτι, αλλά μου αρέσει αυτό εδώ», είπε κάποια στιγμή ενώ έφτιαχνε καφέδες στη μικρή κουζίνα, από την άλλη μεριά της εσωτερικής ξύλινης σκάλας.
Δεν ήταν εύκολο να κανονίσω το ραντεβού μαζί του. Στην αρχή δεν ήθελε, είχε δώσει αρκετές συνεντεύξεις τον τελευταίο καιρό, δεν είχε τίποτα το καινούργιο να πει, βρισκόταν σε μια περίεργη φάση, είχε αρχίσει να γράφει ένα νέο μυθιστόρημα που τον δυσκόλευε, άλλωστε δεν ήθελε πια να αντιμετωπίζουν την ομοφυλοφιλία του ως κάτι αξιοπερίεργο, δεν ήθελε να τον ρωτάνε συνεχώς και να απαντάει μόνο γι’ αυτό το θέμα. Επέμενα. Το ελληνικό κοινό δεν τον ήξερε, στην Ελλάδα δεν είχε δώσει πολλές συνεντεύξεις, άρα δεν υπήρχε ο φόβος επαναλήψεων, επιπλέον ετοιμαζόταν η νέα μετάφραση του μυθιστορήματός του Η βιβλιοθήκη της πισίνας και μια συνέντευξη θα βοηθούσε, κι ο ίδιος θα απαντούσε σε όποια ερώτηση ήθελε αυτός, δεν θα επικεντρώναμε την κουβέντα μας στην ομοφυλοφιλία, αν ο ίδιος δεν ήθελε.
Ενώ πηγαίναμε στο Χάμστεντ, η Μικέλα αναρωτιόταν –δικαίως– πώς άραγε θα τα καταφέρουμε να μιλήσουμε για τα βιβλία του χωρίς να αναφερθούμε στο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Άσε τον ίδιο να το χειριστεί όπως θέλει, της απάντησα· αργά ή γρήγορα, τι θα κάνει; θα πάει μόνος του εκεί. Και είχα δίκιο. Τίποτα στην κουβέντα που ακολούθησε δεν φανέρωνε τους προηγούμενους δισταγμούς του. Ήταν πρόθυμος να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, να φάει μαζί μας παρέα με τις κάμερες, να περπατήσει στη συνοικία του. Και το σπουδαιότερο: δέχτηκε να πάμε μαζί του την επόμενη μέρα στο Ντόρσετ, στο παλιό του σχολείο, το περίφημο Κάνφορντ, στην ετήσια συνάντηση με τους παλιούς συμμαθητές του. Έτσι θα τους εντυπωσιάσω, είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Άρχισε να γράφει στα δεκατρία του. Ποιήματα. Είναι ακόμα μαθητής του γυμνασίου όταν αρχίζει να δοκιμάζει τον εαυτό του και στο μυθιστόρημα. Έχει δύο τρία στα σκαριά, δεν τελειώνει κανένα.
«Κανείς από την οικογένειά μου, πριν από μένα, δεν είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό, από την αρχή, η οικογένειά μου είχε βάλει στόχο να σπουδάσω. Επτά χρονών με έστειλαν στο οικοτροφείο. Έκλαιγα γοερά για μια εβδομάδα, ύστερα όμως αποφάσισα ότι δεν ήταν τόσο άσκημα. Είχα βρεθεί για πρώτη φορά –ήμουν μοναχοπαίδι– σε ένα κόσμο γεμάτο συντροφιές και ενδιαφέροντα που δεν είχα στο σπίτι. Ήμουν, τελικά, τυχερός γιατί το σχολείο ήταν πραγματικά καλό. Κι ύστερα στο κολέγιο, στο Κάνφορντ, είχα καθηγητές που μου άνοιξαν τα μάτια, με έσπρωξαν να ανακαλύψω τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική. Για μένα οι άνθρωποι αυτοί έγιναν σύμβολα ενός αντισυμβατικού κόσμου, έγιναν πόλοι έλξης».
Σε έναν κόσμο εφήβων όπου ο πιο δυνατός και ο πιο καβγατζής γίνεται συνήθως ο αρχηγός, ο έφηβος Άλαν έχει τον δικό του τρόπο να επηρεάζει τους συμμαθητές του. Μια φορά, μάλιστα, τον καλεί στο γραφείο του ο διευθυντής ο οποίος τον παρακαλεί να χρησιμοποιήσει την επιρροή του αυτή «σωστά». Το γεγονός κολάκεψε, βεβαίως, τον νεαρό Χόλινγκχερστ.
Το Κάνφορντ είναι ένα κολέγιο όπως φανταζόμαστε τα κολέγια, τα καλά αγγλικά κολέγια. Κτίσματα σε νεογοτθικό ύφος, τεράστια οργανωμένα λιβάδια, σιντριβάνια, χαλικόστρωτα μονοπάτια, γήπεδα για κρίκετ. Τα αγόρια φορούν τουίντ σακάκι και γραβάτα, τα κορίτσια μπλε πουλόβερ και καρό φούστες. Τον καιρό του Χόλινγκχερστ το κολέγιο είχε μόνο αγόρια. Ένα κτίριο χρησιμοποιείται ως κοιτώνας, ένα άλλο (το πιο παλιό και το πιο ωραίο) φιλοξενεί τα γραφεία της διοίκησης και το εστιατόριο, ένα τρίτο λειτουργεί ως τόπος διαμονής των καθηγητών. Στα υπόλοιπα στεγάζονται οι διάφορες αίθουσες και τα αναγνωστήρια. Σε ένα άλλο κτίριο, μοντέρνο αυτό, ένα μεγάλο auditorium.
Εκεί συγκεντρώνονται οι παλιοί συμμαθητές, όλοι μεσήλικες σήμερα, με τις συζύγους τους. Πριν αρχίσει η διαδικασία των ομιλιών και των χαιρετισμών, κάποιος σηκώνεται και με απόλυτο βρετανικό φλέγμα ανακοινώνει ότι οι παριστάμενοι «ενδεχομένως θα πρόσεξαν» ότι ένα τηλεοπτικό συνεργείο κυκλοφορεί ανάμεσά τους. «Ήρθε για να κινηματογραφήσει τον Άλαν Χόλινγκχερστ ο οποίος, όπως ίσως γνωρίζετε, έχει τιμηθεί με το βραβείο Μπούκερ, είναι απόφοιτος του κολεγίου μας και βρίσκεται σήμερα εδώ μαζί μας. Όσο για το συνεργείο, μη σας ανησυχεί, δεν θα σας ενοχλήσει, θα τραβάει μονάχα γενικά πλάνα και πλάνα του Άλαν».
Ένα τηλεοπτικό συνεργείο δεν ενοχλεί πλέον ούτε τα παραδοσιακά βρετανικά κολέγια, άρα μας αφήνουν ήσυχους να κάνουμε τη δουλειά μας. Ο Χόλινγκχερστ αισθάνεται κάπως αμήχανα, νιώθει όμως και ικανοποιημένος, σαν να παίρνει το αίμα του πίσω από πιθανές κακές στιγμές που μπορεί να έζησε εκεί μέσα.
«Σίγουρα έχω διαγράψει από τη μνήμη μου αρκετά γεγονότα. Σε γενικές γραμμές όμως έχω την αίσθηση πως ήμουν χαρούμενος εδώ, ότι μου άρεσε που επέστρεφα σε αυτό το κολέγιο. Δεν νομίζω ότι ένιωθαν έτσι τα άλλα αγόρια. Τα περισσότερα το έβλεπαν σαν μια φρικτή, παγωμένη τρύπα».
Ήταν τα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι αρχές του ’70. Τα μακριά μαλλιά, οι Μπιτλς, το Βιετνάμ, το Αν του Λίντσεϊ Άντερσον.
«Σίγουρα το σημαντικότερο γεγονός που συνδεόταν με την εποχή ήταν τα μακριά μαλλιά, τα οποία κρύβαμε μέσα στο γιακά του πουκαμίσου. Υπήρχε ένας τρομερός κουρέας που ερχόταν στο σχολείο κάθε εβδομάδα, και όλοι προσπαθούσαμε να τον αποφύγουμε. Γενικώς όμως το σχολείο ήταν εξαιρετικά συντηρητικό. Ούτε ο απόηχος του πολέμου στο Βιετνάμ δεν κατόρθωνε να διαπεράσει τους τοίχους του κολεγίου. Παρ’ όλα αυτά μπορούσες να αναπνεύσεις ένα αέρα αλλαγής, και πότε πότε υπήρχαν αναλαμπές αντισυμβατισμού. Δεν ήσουν πια υποχρεωμένος να πηγαίνεις στη σχολή αξιωματικών, αν δεν ήθελες. Ούτε στην εκκλησία. Ήταν ένα φιλελεύθερο σχολείο».
Ο ίδιος είχε μεγαλώσει σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Ο πατέρας του, όπως λέει ο ίδιος, ήταν το καμάρι του τοπικού συντηρητικού συλλόγου, και όλοι, στην οικογένεια, ψήφιζαν Συντηρητικούς. Η κατάσταση, για τον Χόλινγκχερστ, θα αλλάξει στην Οξφόρδη: εκεί θα πολιτικοποιηθεί, εκεί θα εγκαταλείψει και κάθε συντηρητική θέση.
Στην Οξφόρδη σπουδάζει αγγλική φιλολογία. Με το τέλος των σπουδών του κερδίζει μια υποτροφία που θα του επέτρεπε να γράψει ένα βιβλίο. Δεν τα καταφέρνει. Σε αντιστάθμισμα διαβάζει πολύ (π.χ. Προυστ στα γαλλικά), και κολυμπά πολύ. Ύστερα, με τη βοήθεια του ιδρυτή της Λονδρέζικης Επιθεώρησης Βιβλίων αρχίζει να γράφει κριτικές στο TLS, το λογοτεχνικό ένθετο των Times. Έτσι μετακομίζει στο Λονδίνο.
Όταν εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, τη Βιβλιοθήκη της πισίνας, ο Χόλινγκχερστ είναι τριάντα τεσσάρων ετών και έχει ήδη πετάξει στα σκουπίδια τέσσερα ή πέντε μυθιστορήματα που είχε ξεκινήσει και δεν είχε ολοκληρώσει ποτέ.
«Η αλήθεια είναι ότι τα μυθιστορήματα που είχα παρατήσει, δεν οδηγούσαν πουθενά. Νομίζω ότι το βιβλίο που παράτησα πριν από τη Βιβλιοθήκη της πισίνας ήταν αρκετά επιτηδευμένο. Διαδραματιζόταν στη Βενετία. Μιλούσε για την ερωτική σχέση ενός νεαρού με τον πατέρα της ερωμένης του. Προσπαθούσα, με άλλα λόγια, να γράψω κάτι το σεξουαλικά παραβατικό, αντί να καταπιαστώ με αυτό που πραγματικά ήθελα, την ομοφυλοφιλία.
»Όταν ολοκλήρωσα τη Βιβλιοθήκη της πισίνας κι άρχισα να ψάχνω για εκδότη, βρέθηκα μπροστά σε αδιέξοδο. Κανείς δεν το ήθελε κι εγώ είχα εντελώς αποθαρρυνθεί. Ύστερα, όταν βρέθηκε εκδότης και κυκλοφόρησε, άρχισε να έχει μια απρόσμενη επιτυχία. Βρισκόταν στη λίστα με τα ευπώλητα για δυο μήνες. Κι ένα χρόνο αργότερα κέρδισα το βραβείο Σόμερσετ Μομ».
Η Μικέλα παρατηρεί ότι κάποιοι τότε είχαν πει ότι είναι το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί στην αγγλική γλώσσα για την ταυτότητα των ομοφυλοφίλων.
«Ίσως επειδή δεν είχαν υπάρξει και πολλά πριν από αυτό», απαντά ήρεμα εκείνος.
Ήδη από τη Βιβλιοθήκη της πισίνας ο Χόλινγκχερστ δείχνει το είδος του συγγραφέα που θέλει να είναι. Ένας γκέι συγγραφέας που θέλει να περιγράψει τον κόσμο του, ή τον συγγενικό κόσμο άλλων γκέι, χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας ή ψεύτικες ντροπές. Όχι, δεν ωραιοποιεί αυτόν τον κόσμο. Αλλά και δεν τον περιγράφει ως κάτι το περιθωριακό, κάτι το βρόμικο. Ερεθιστικό ναι, βρόμικο όχι. Οι χαρακτήρες του είναι συνήθως νέοι, πολλοί από αυτούς μαύροι, οι οποίοι νιώθουν επιτακτική την ανάγκη να συνευρεθούν, να κάνουν σεξ, να αγαπηθούν. Ταυτόχρονα είναι άτσαλοι, άπιαστοι, άπιστοι. Προδίδουν και προδίδονται με πάθος, αγαπάνε και αγαπιούνται με ένταση, εγκαταλείπουν και εγκαταλείπονται με την αδιαφορία όσων δεν φοβούνται το αύριο.
Οι περιγραφές των σεξουαλικών σκηνών δεν έχουν, βεβαίως, καμιά σχέση με πουριτανισμούς και τέτοια, ούτε όμως έχουν σκοπό να προκαλέσουν ή να εντυπωσιάσουν τον μικροαστό αναγνώστη. Άλλωστε, η τολμηρότητα των σκηνών αυτών έρχεται να αναιρεθεί από ένα είδος γραφής μπολιασμένης με χιλιάδες φιλολογικές και πολιτικές αναφορές, συνήθως αναφορές στην καλή λογοτεχνία ή στην κλασική μουσική, γι’ αυτό και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη Βιβλιοθήκη της πισίνας (αυτό όμως ισχύει και για το επόμενο βιβλίο του, την Έλξη, και βεβαίως για την άψογα γραμμένη Γραμμή της ομορφιάς), πορνογράφημα. Ο Χόλινγκχερστ γράφει για τη ζωή των γκέι και τη σεξουαλική τους συμπεριφορά απροκάλυπτα, αλλά με τη φυσικότητα που άλλοι γράφουν για τη ζωή των γυναικών στις λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου ή για τη ζωή των φοιτητών που κάνουν αθλητισμό στην Οξφόρδη.
Τη δεκαετία του ’80, όλα αυτά δεν ήταν δεδομένα – αν υποθέσουμε βέβαια ότι είναι δεδομένα σήμερα.
«Κάποτε υπήρχε η αντίληψη ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σεξουαλικές περιγραφές στα μυθιστορήματα. Αυτό άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του ’60. Οι σεξουαλικές σχέσεις των ανθρώπων άρχισαν να τραβάνε την προσοχή των συγγραφέων, όσο και οι άλλες ανθρώπινες σχέσεις. Σήμερα η ειλικρίνεια γύρω από αυτά τα θέματα τείνει να γίνει κανόνας.
»Όταν, όμως, ξεκίνησα, δεν συνέβαινε αυτό. Όταν εκδόθηκε η Βιβλιοθήκη της πισίνας πολύ κόσμος έγραψε γι’ αυτό σαν να είχε ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Είχαν αιφνιδιαστεί. Το λιγότερο που μπορούσαν να πουν ήταν πως είχε ενδιαφέρον ως ανάλυση της συγκεκριμένης υποκουλτούρας.
»Ξεκίνησα να γράφω τη Βιβλιοθήκη το 1984, λίγο πριν ενσκήψει το πρόβλημα του AIDS και οι τρομερές αλλαγές που αυτό έφερε στη ζωή και στην ομοφυλόφιλη κουλτούρα. Κι επειδή δεν ήθελα να απεικονίσω αυτή την κρίση, επειδή δεν ήμουν έτοιμος να μιλήσω γι’ αυτή την κρίση, αποφάσισα να τοποθετήσω το βιβλίο στο 1983. Όταν όμως εκδόθηκε το βιβλίο πέντε χρόνια μετά, ήδη εκείνη η περίοδος φάνταζε μακρινή. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 πολλοί γκέι συγγραφείς έγραψαν για το AIDS με διάφορους και συχνά ενδιαφέροντες τρόπους. Εγώ όμως ήξερα πως δεν ήμουν έτοιμος να γράψω γι’ αυτό το θέμα με έναν τρόπο που θα ήταν καλλιτεχνικά ικανοποιητικός για μένα. Έπρεπε να περιμένω, να βρω τον δικό μου τρόπο».
Στη Βιβλιοθήκη της πισίνας βασικοί ήρωες είναι δύο Άγγλοι ομοφυλόφιλοι αριστοκράτες. Ο ένας είκοσι πέντε χρονών, ο άλλος μιας κάποιας ηλικίας. Ένα αναπάντεχο γεγονός θα τους φέρει κοντά δίνοντας στον συγγραφέα την ευκαιρία να ξετυλίξει δύο διαφορετικούς κόσμους, τον κόσμο των αρχών του 20ού αιώνα και της βρετανικής αποικιοκρατίας, και τον κόσμο των «ελεύθερων ηθών» του σημερινού Λονδίνου. Στην Έλξη, αντίθετα, έχουμε κάτι που μοιάζει με κωμωδία παρεξηγήσεων, με έργο δωματίου. Οι ήρωες είναι τέσσερις άντρες με αρκετά μπερδεμένες μεταξύ τους σχέσεις: ένας πενηντάχρονος αρχιτέκτονας που έχει ερωτικές σχέσεις με έναν νεαρό επίδοξο ηθοποιό, και ο γιος του αρχιτέκτονα που τα φτιάχνει με τον πρώην εραστή του ηθοποιού. Θέμα του ο φόβος της δέσμευσης που χαρακτηρίζει πολλούς γκέι παρά τη βαθύτερη ανάγκη τους για μονιμότερες σχέσεις.
«Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου μυθιστοριογράφο ιδεών, μυθιστοριογράφο με θεωρητικό υπόβαθρο. Με ενδιέφερε περισσότερο να αφηγούμαι ιστορίες ιδιαίτερων ανθρώπων, οι οποίες, βεβαίως, αντανακλούν κάθε είδους γενικότερα προβλήματα. Γι’ αυτό και πάντα με δυσκόλευε η ερώτηση “τι πραγματεύεται το βιβλίο”. Δεν ξέρω ποτέ τι να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα.
»Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να δημιουργώ ένα είδος καθρέφτη της ηθικής πολυπλοκότητας της ζωής. Μου αρέσει να φέρνω τον αναγνώστη μπροστά σε μια σειρά από ηθικά θέματα, θα ήθελα να τον κάνω να αλλάξει την προκαθορισμένη γνώμη που μπορεί να έχει για έναν χαρακτήρα, και για τη συμπεριφορά του…»
Η ματιά του Χόλινγκχερστ για τον ομοφυλόφιλο κόσμο γίνεται ακόμα πιο διεισδυτική σε αυτό που είναι το γνωστότερο βιβλίο του, τη Γραμμή της ομορφιάς, ενώ η γραφή του φτάνει σε επίπεδα που δεν είχε αγγίξει ποτέ μέχρι τότε. Εδώ η εικόνα της θατσερικής Βρετανίας έχει την ίδια βαρύτητα στην ιστορία με τις ερωτικές περιπέτειες του νεαρού φιλόδοξου ήρωα του μυθιστορήματος ο οποίος θα πιστέψει ότι με όπλα την ομορφιά και τη γοητεία του θα μπορέσει να κατακτήσει τον κόσμο, προσπερνώντας ταξικά εμπόδια και υποκρισίες αιώνων. Όλος ο βρετανικός Τύπος έγραψε ότι, μεταξύ άλλων, η Γραμμή της ομορφιάς είναι μια ζωντανή, πολύχρωμη τοιχογραφία της σημερινής Αγγλίας, ένα βαθύτατα πολιτικό μυθιστόρημα που αποφεύγει την πολιτικολογία.
«Προτιμώ οι καταστάσεις που ζούμε να διαφαίνονται υπαινικτικά στα βιβλία μου. Ήξερα ότι στη Γραμμή της ομορφιάς δεν ήθελα να γράψω απλώς ένα μυθιστόρημα που να αποτελεί μια κατά μέτωπο επίθεση στα χρόνια και στη λογική της Θάτσερ. Αυτό που είχε ενδιαφέρον για μένα ήταν να καταφέρω να δραματοποιήσω καταστάσεις που όλοι έχουμε βιώσει και που συνέβαιναν εκείνη την περίοδο, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται μια μικρή ομάδα ανθρώπων.
»Έχω την αίσθηση ότι στάθηκα αρκετά τυχερός, αφού τα βιβλία μου έπαιξαν τελικά τον ρόλο που ήθελα να παίξουν. Να μην είναι, δηλαδή, βιβλία που να απευθύνονται μονάχα στο ομοφυλόφιλο αναγνωστικό κοινό. Έχει υπάρξει μια ολόκληρη λογοτεχνία από ομοφυλόφιλους συγγραφείς για ομοφυλόφιλους αναγνώστες. Τα βιβλία αυτά πουλιόντουσαν συνήθως αποκλειστικά σε βιβλιοπωλεία με γκέι θεματολογία. Εγώ ήθελα κάτι περισσότερο. Ειδικά με τη Γραμμή της ομορφιάς είχα στα χέρια μου ένα θέμα που πίστευα ότι όλοι θα ενδιαφέρονταν να διαβάσουν. Κι είχα δίκιο, αφού πήγε πολύ καλύτερα από όλα τα βιβλία μου ήδη πριν μπει στη βραχεία λίστα του Μπούκερ. Νομίζω, άλλωστε, ότι έχουν επέλθει μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία. Στην εικοσαετία που έχει περάσει από την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, άλλαξε και η στάση του κόσμου απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Αυτό οφείλεται και στην κρίση του AIDS, η οποία, παρόλο που έφερε στην επιφάνεια τις γνωστές εχθρικές τάσεις προς τις σεξουαλικές μειονότητες, μακροπρόθεσμα λειτούργησε θετικά, αφού όλοι ξαφνικά ανακάλυψαν πως όλο και κάποιον γνώριζαν που είχε προσβληθεί από την αρρώστια. Οι νέοι σήμερα είναι πολύ πιο χαλαροί. Έχουν γκέι φίλους. Κι αυτό δεν αποτελεί πλέον ζήτημα όπως παλιά».
Και τα θέματά του; Πώς τα επιλέγει;
«Ακούγεται τετριμμένο, όμως είναι αυτά που με επιλέγουν. Αναδύονται με έναν μυστηριώδη τρόπο. Μόλις νιώσω ότι έχει αρχίσει να διαφαίνεται η πιθανότητα ενός νέου βιβλίου, αγοράζω ένα καινούργιο σημειωματάριο και καταγράφω οτιδήποτε σχετίζεται με αυτό. Το απόσπασμα ενός διαλόγου, ή κάποιες σκέψεις για τη δομή του. Έτσι, σιγά σιγά, τα πράγματα συγκεντρώνονται. Δεν νομίζω ότι σκέφτηκα ποτέ “να μια έξοχη ιδέα για μυθιστόρημα!” και να κάθισα αμέσως να γράψω.
»Έχω την τάση να ξεκινώ από τις μικρές λεπτομέρειες. Θα μπορούσα να πω ότι μέχρι τέλους δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάει ακριβώς το βιβλίο που γράφω. Μονάχα όταν το ολοκληρώσω και το διαβάσουν κάποιοι άνθρωποι, καταλαβαίνω τι έχω γράψει. Διότι, τελικά, ένα βιβλίο εμπεριέχει πολύ περισσότερα πράγματα από όσα είχε την πρόθεση να πει ο συγγραφέας.
»Μου αρέσει πάντως να επεξεργάζομαι τα πάντα προτού αρχίσω να γράφω. Να έχω μια αίσθηση της μορφής, της αρχιτεκτονικής του βιβλίου, και οπωσδήποτε τις σημαντικότερες σκηνές. Μερικοί συγγραφείς λένε “θα αρχίσω να γράφω και θα δω στην πορεία τι γίνεται”. Μου φαίνεται αδιανόητο! Εγώ θέλω να τα έχω σκεφτεί όλα από πριν, χωρίς όμως και να καθορίζω υπερβολικά την πορεία του βιβλίου. Είναι ένα είδος παιχνιδιού ανάμεσα σε ένα προσχεδιασμένο υλικό και στον αυτοσχεδιασμό.
»Δυσκολεύομαι πάντα να γράψω την πρώτη φράση του πρώτου κεφαλαίου. Η πρώτη σελίδα είναι αυτή που μου παίρνει περισσότερο χρόνο για να γραφτεί. Πάντοτε νιώθω ότι η πρώτη σελίδα ενός μυθιστορήματος πρέπει να εμπεριέχει κάπως όλο το βιβλίο, να υποψιάζει τον αναγνώστη για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή πρέπει να είναι ερεθιστική, να προσκαλεί τον αναγνώστη να μπει μέσα στο βιβλίο. Η σωστή γραφή της πρώτης σελίδας απαιτεί μεγάλη προσοχή και αυτοσυγκέντρωση».
Πόσο αυτοβιογραφικός είναι όταν γράφει; (Το ερώτημα αυτό, που το έχω κάνει τόσες φορές σε τόσους συγγραφείς, εδώ, ίσως λόγω των έντονων ερωτικών σκηνών που συνήθως βάζει στα βιβλία του ο Χόλινγκχερστ, με κάνει λίγο αμήχανο, σαν να του ζητάω να μου πει λεπτομέρειες από τη δική του ερωτική ζωή. Εκείνος όμως απαντάει με την ίδια φυσικότητα που απαντούσε και στις άλλες ερωτήσεις.)
«Στην πραγματικότητα δεν έχω γράψει ποτέ πράγματα που έχω ζήσει ή έχω κάνει στη ζωή μου. Ούτε ποτέ έβαλα ανθρώπους που γνωρίζω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα βιβλία μου. Όλα όσα γράφω είναι επινοημένα. Υπάρχουν καταπληκτικοί μυθιστοριογράφοι που στηρίζονται κατά κύριο λόγο στις εμπειρίες τους. Εγώ δεν είμαι έτσι. Επινοώ εξ ολοκλήρου τον χαρακτήρα, την ιστορία και τις ιστορίες του κάθε ήρωά μου. Βεβαίως πάντα υπάρχουν τα βιώματα του συγγραφέα και μερικές φορές καταλαβαίνω ότι βάζω πλευρές του εαυτού μου σε διαφορετικούς χαρακτήρες· έτσι το βιβλίο μεταβάλλεται σε μια διαλεκτική συζήτηση ανάμεσα στις διαφορετικές εκφάνσεις της προσωπικότητάς μου».
Και η άποψή του για τη λογοτεχνία ποια μπορεί να είναι; Πιστεύει ότι η λογοτεχνία βοηθάει τους ανθρώπους να ανακαλύπτουν άλλους κόσμους, κόσμους που οι ίδιοι δεν ζουν; Πιστεύει ότι τους βοηθάει να αντιμετωπίσουν καλύτερα τη ζωή που ζουν;
«Αυτό που θέλω είναι ο κόσμος, όταν διαβάζει ένα βιβλίο μου, να περνάει καλά. Να απολαύσει τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες που ελπίζω πως βάζω στη σελίδα. Με ενδιαφέρει λιγότερο η αφήγηση, αν και ξέρω πως είναι σημαντική. Δεν νομίζω όμως ότι αφήνω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από την ιστορία. Είναι πάντοτε το τελευταίο που με απασχολεί. Αναπτύσσω πρώτα τους χαρακτήρες του βιβλίου, τον κόσμο του, την ατμόσφαιρά του. Θέλω να τον κάνω να ενδιαφερθεί για τον κόσμο που έχω πλάσει.
»Πιστεύω ότι τα βιβλία μπορούν να διευρύνουν τις γνώσεις των ανθρώπων. Κι αυτός είναι ένας ικανός και πειστικός λόγος για να διαβάζει κανείς λογοτεχνία. Να αποκτά γνώσεις για πράγματα που δεν ξέρει. Γενικά νομίζω πως οι αναγνώστες ενδιαφέρονται για το στοιχείο της ανακάλυψης σε ένα μυθιστόρημα. Γι’ αυτό ο κόσμος θέλει να διαβάζει μεταφρασμένη λογοτεχνία: η λογοτεχνία άλλων πολιτισμών του προσφέρει διαφορετικές οπτικές. Έπειτα, όπως λέγαμε και πριν, υπάρχει και η ηθική διάσταση, η ηθική αμφισημία της λογοτεχνίας. Μπορεί να κάνει έναν αναγνώστη να σκεφτεί με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι συνηθίζει για συγκεκριμένες εκφάνσεις συμπεριφοράς. Αλλά θα δίσταζα να πω ότι ένα μυθιστόρημα μπορεί πράγματι να αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων. Θα μπορούσε ενδεχομένως να τροποποιήσει τον τρόπο σκέψης τους.
»Συνήθως νιώθω πολύ μελαγχολικός όταν έχω τελειώσει ένα βιβλίο. Μετά τις στιγμές ανάτασης έρχεται ένα φρικτό συναίσθημα, σχεδόν πένθιμο: Ότι έχεις αποκλείσει πια από τη ζωή σου έναν τόπο στον οποίο πήγαινες και έπαιζες. Μου παίρνει λίγο χρόνο μέχρι να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου, να αρχίσω να γεμίζω πάλι το σημειωματάριό μου, και να συνεχίσω. Νομίζω πως είμαι ένας συγγραφέας χωρίς ιδιαίτερο πλεόνασμα ιδεών».
Χωρίς ιδιαίτερο πλεόνασμα ιδεών;
Ο Χόλινγκχερστ χρειάστηκε εφτά χρόνια για να γράψει το επόμενο βιβλίο του, το Παιδί του ξένου. Το βιβλίο ήδη τον απασχολούσε από τον καιρό που τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του, στο Χάμστεντ. Ήθελε, μας είχε πει τότε, να γράψει ένα βιβλίο που δεν θα είχε καμιά σχέση με την ομοφυλοφιλία.
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε τελικά το 2011 και γνώρισε από την αρχή μεγάλη επιτυχία μολονότι, προς μεγάλη έκπληξη όλων, όχι μόνο δεν πήρε το βραβείο (το θεωρούσαν οι πάντες σίγουρο) αλλά δεν τον έβαλαν ούτε καν στη βραχεία λίστα του βραβείου. Το γεγονός μάλιστα πυροδότησε άφθονες συζητήσεις και πολεμικές για τον τρόπο που επιλέγονται οι κριτικές επιτροπές και για την «εμπορική» πορεία που έχει πάρει τα τελευταία τρία ή τέσσερα χρόνια το Μπούκερ. Ο ίδιος πάντως κέρδισε το στοίχημά του. Μονάχα ένας αμφιφυλόφιλος υπάρχει στο νέο του μυθιστόρημα. Τώρα τον φαντάζομαι να κάθεται στο μικρό καθιστικό του λιγότερο αγχωμένος, να κοιτάζει το πράσινο του πάρκου που κυκλώνει το σπίτι του, να ακούει Βάγκνερ και να ανοίγει το σημειωματάριο που μόλις αγόρασε για να γράψει – το τι, θα το μάθουμε σε λίγα χρόνια.