Από τον Νίκο Κουρμουλή
Η φαντασία προτρέχει όταν είναι να συναντήσεις από κοντά έναν συγγραφέα που έχει τιμηθεί με την ανώτατη διάκριση των γραμμάτων, δηλαδή με το Βραβείο Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας. Ποιος είναι πραγματικά αυτός ο άνθρωπος και πως μας βλέπει; Πως συμπεριφέρεται μέσα στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που τον γνωρίζουμε; Η Χέρτα Μύλερ είναι περίπου ότι διαβάζουμε. Μια στυλάτη μικροκαμωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα. Λιτή, με έντονα γκριζογάλανα μάτια που κοιτούν συνήθως κάτω, αυστηρό καρέ, μαύρα λουστρίνια κι ένα πρόσωπο με όλα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που έχει περάσει πολλά, εμφανίστηκε στο Ινστιτούτο Γκαίτε για δυο μέρες, 21 και 22 Μαρτίου. Ο λόγος της ευθύς, χειμαρρώδης και χωρίς κομπιάσματα, που αρκετές φορές διακόπτονταν από έναν ανεπαίσθητο λυγμό. Μίλησε για όλους και για όλα. Η γραφή της αποτελεί εδώ και χρόνια σταθερή αξία υψηλών προδιαγραφών, για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Οι λέξεις της σκοτώνουν τις ψευδαισθήσεις και κατασκευάζουν ένα εξπρεσσιονιστικό σύμπαν λυρικής έκφρασης.
Την πρώτη μέρα προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «Χέρτα Μύλερ-Το αλφάβητο του φόβου». Εκεί η συγγραφέας ξεδίπλωσε μέρος των σκέψεων της, ενώ επί της οθόνης παρακολουθήσαμε ένα μίνι οδοιπορικό της ζωής της. Η ίδια είδε την ταινία με κέφι και έφυγε αμέσως μετά το τέλος της προβολής. Εξάλλου η Χέρτα Μύλερ δεν είναι εύκολα προσβάσιμη για συνεντεύξεις. Προτιμά να μιλάει όποτε χρειαστεί, δίχως να χαρίζεται και ύστερα τη σκυτάλη παίρνουν τα έργα της. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ, είναι η δομή και η προέλευση των διαφόρων μορφών που συγκροτούν τον φόβο. Μια συλλογιστική που διαπνέει σχεδόν όλη της την εργογραφία. Τα σημεία κλειδιά που αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά της ποιητικής πρακτικής της Χέρτα Μύλερ πάνω στον φόβο είναι τα εξής: η πρόσληψη, το ταμπού, η αλληγορία και τέλος η μεταμόρφωση. Ακολούθως όπως μας έδειξε και το ντοκιμαντέρ, η συγγραφέας χωρίζει τον φόβο σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο. Ο πρώτος εδράζεται στον φυσικό φόβο του καθένα, που συμβαίνει κάτω απ’όλες τις συνθήκες. Ο δεύτερος, προκαλείται από την καταπίεση των δικτατορικών καθεστώτων. Δεν μπορείς να τον πολεμήσεις. Ξέρεις ότι είναι εκεί, δεν άλλαζει και μπορεί να σε οδηγήσει στην τρέλα.
Μέσα από το ωριαίο ντοκιμαντέρ που έχει σχεδόν γυριστεί σπίτι της, ξεχωρίσαμε σημαντικά στοιχεία που αφορούν την σκέψη της. Κατ’αρχήν την περίφημη φράση της κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ: Πάντα στέκομαι δίπλα στον εαυτό μου. Μικρή η Χέρτα Μύλερ, ήταν ένα μοναχικό παιδί. Δεν αισθανόταν οικεία στο χωριό που μεγάλωσε (το γερμανόφωνο Νίτσκιντορφ κοντά στην Τιμισοάρα της Ρουμανίας). Βοηθούσε σε όλες τις δουλειές του σπιτιού, μιας αγροτοκατοικίας ανάμεσα σε καλαμποχώραφα. Τα αγριόχορτα, κόντευαν να μας πνίξουν. Δεν μπορούσα να το συχωρήσω αυτό. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα του χωριού, την έκανε να ασφυκτιά. Την εποχή του σταλινισμού, αισθανόταν ότι παρακολουθείται ανελλιπώς. Ήταν αλήθεια, αλλά δεν είχε απτά στοιχεία. Έμαθε, όπως οι περισσότεροι, να λέει ψέματα ή να σιωπά και αυτό της ήταν αβάσταχτο.
Επί Τσαουσέσκου μπορούσαν να σε κλείσουν μέσα χωρίς λόγο. Στοίβαζαν κόσμο στα καμιόνια προς τα στρατόπεδα εργασίας. Η μητέρα της εγκλείστηκε για πολλά χρόνια σ’ένα κάτεργο στο Ντονιέσκ της Ουκρανίας. Ο μέθυσος πατέρας της είχε υπηρετήσει στα Ες-Ες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από μικρή η Χέρτα Μύλερ, είχε κάκιστες σχέσεις μαζί του. Ένα χαζό αγροτόπαιδο που δεν ήξερε ακριβώς τι έκανε. Νόμιζε ότι ο πόλεμος ήταν νεανική εκδρομή. Η συμμετοχή της γερμανόφωνης κοινότητας έμμεσα ή άμεσα στα εγκλήματα του πολέμου, αδιαμφισβήτητη. Όχι όλοι όμως. Η περιοχή όπου μεγάλωσε άλλαζε χέρια εν ριπή οφθαλμού. Η Γερμανία ήταν η πατρίδα και η Ρουμανία ο πατριός. Η συγγραφέας έψαχνε για πολλά χρόνια να βρει ποια πραγματικά είναι.
Τη δεύτερη μέρα το Ινστιτούτο Γκαίτε ήταν κατάμεστο. Το κοινό σχημάτιζε ουρές από νωρίς. Η συγγραφέας μίλησε με τον γερμανομαθή σκηνοθέτη Τίμωνα Κουλμάση και αποσπάσματα των βιβλίων της διάβασε η ηθοποιός Αγγελική Παπούλια. Η Χέρτα Μύλερ φορώντας τα μικρά κοκκάλινα γυαλιά της, εστίασε το λόγο της πάνω στη γλώσσα, την Ιστορία και την προσωπική της περιπέτεια. Δεν είχε κατά νου να γίνει συγγραφέας, ανέφερε. Ήθελε να γίνει κομμώτρια. Επειδή όμως είναι ένα επάγγελμα που έρχεται σε επαφή με πολύ κόσμο, της απαγορεύτηκε από τις τοπικές αρχές να το εξασκήσει, επειδή η Μύλερ ήταν ιδεολογικά επιλήψιμη. Η ίδια ξεκίνησε να γράφει, όταν άρχισε να διαβάζει συστηματικά. Αυτό συνέβη όταν προσελήφθη ως διερμηνέας σε εργοστάσιο. Αργά ή γρήγορα ήρθε σε επαφή με αντικαθεστωτικούς καλλιτέχνες, ποιητές και πεζογράφους. Τότε έφτασαν στα χέρια της και τα «απαγορευμένα» βιβλία. Τότε ήρθε να ριζώσει ο φόβος.
Μέρα με την ημέρα περίμενα, πότε θα έρθει η σειρά μου. Ένας, ένας περνούσε τη πύλη της Σεκιουριτάτε. Όταν γύριζα από την ανάκριση, δεν ήμουν παιδί κανενός. Όυτε και με τον εαυτό μου είχα πια καμιά συγγένεια. Αρνήθηκε να γίνει καταδότης. Το πλήρωσε ακριβά. Η Χέρτα Μύλερ για πολλά χρόνια διεξήγαγε διμέτωπο αγώνα: τόσο κατά της οικογενειακής-καταγωγικής εστίας, όσο και κατά της πλειοψηφικής αντίληψης. Ένα σταυροδρόμι, που δεν έχει απ’ότι φαίνεται τέλος. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμo και την άνοδο του Τσαουσέσκου, παραχαράχθηκε η επίσημη ιστορία. Η ολοκληρωτική αντίληψη του καθεστώτος υπαγόρευε την εξάλειψη κάθε ίχνους συνεργασίας της χώρας, με τον Άξονα. Σύμφωνα με τα τότε σχολικά εγχειρίδια, η Ρουμανία υπήρξε πάντα ένας τόπος φωτεινός, φιλόξενος και αενάως σοσιαλιστικός. Συνεπώς τα παιδικά αναγνώσματα της συγγραφέως όπως μας είπε, είχαν να κάνουν αποκλειστικά σχεδόν με την πατριδογνωσία. Η φαντασία της όμως είχε ορμή και έφτιαχνε με το παραμικρό, εικόνες. Ακόμη και από το κήρυγμα του παπά στην εκκλησία, που έλεγε ότι οι νεκροί πηγαίνουν στον ουρανό. Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών είπε η Χέρτα Μύλερ, δεν χρειάζεται απαραίτητα τις λέξεις. Η μνήμη μπορεί να υπάρξει δίχως γλώσσα. Για το καθεστώς μόνο η γερμανική μειονότητα είχε σχέση με τους Ναζί. Σε παράλληλο χρόνο, οποιαδήποτε άλλη εθνοτική ομάδα ήταν εχθρός του κράτους. Το πρόγραμμα «καθαρή Ρουμανία», σε πλήρη εφαρμογή. Μ’ένα σμπάρο, δυο τριγώνια.
Η σχέση με τον πατέρα της θρυμματισμένη εξ’αρχής. Μέχρι όμως να κατάλαβει ότι κατατάχθηκε στα Ες-Ες πέρασαν χρόνια. Η οικογένεια έσβηνε από τις φωτογραφίες τα σύμβολα (ρούνοι, διακριτικά κλπ), για να μην το μάθει η μικρή Χέρτα. Τι έκανε αυτόν τον ανόητο άνδρα να υπαχθεί σ’έναν εξοντωτικό μηχανισμό; Διερωτήθηκε. Η αντίδραση της έντονη. Από τα λεγόμενα της συγγραφέως καταλαβαίνουμε ότι πιο στενή σχέση είχε με την μητέρα της. Η οποία από το στρατόπεδο εργασίας δεν βγήκε ουσιαστικά ποτέ. Όποιος έχει περάσει κακουχίες και πείνα επανειλημμένως, δεν επανέρχεται ποτέ στην κανονικότητα. Μέσα του εδραιώνεται η μέθη της λιμοκτονίας, είπε με έμφαση η Χέρτα Μύλερ. Η μητέρα της απέκτησε μια εμμονική σχέση με την πατάτα που καλλιεργούσαν στα στρατόπεδα. Δεν πετούσε απολύτως τίποτα. Όταν έφυγε από τη ζωή, η συγγραφέας σκέφτηκε: Το να πεθαίνει κάποιος είναι πολύ συγκεκριμένο. Ο θάνατος όμως, παραμένει κάτι το αφηρημένο. Για την αυτοκτονία, ούτε λόγος. Κατά την περίοδο του Τσαουσέσκου, αυτό ήταν ταμπού. Όταν μια συμφοιτήτρια μου αυτοκτόνησε με τη ζώνη της, παρότι ήταν μέλος του κόμματος, την διέγραψαν μετά θάνατον. Ο όρος δικτάτορας, ήταν πολύ στενός για τον Τσαουσέσκου. Του ταιριάζει καλύτερα η λέξη βασιλιάς. Όταν ήμουν μικρή, πίστευα ότι πίσω από κάθε άνθρωπο ή αντικείμενο κυρίως, κρύβεται και ένας βασιλιάς που το διατάζει τι θα κάνει και πότε. Παίρνοντας μια ανάσα η Χέρτα Μύλερ μίλησε και για τον όρο πατρίδα: Κατ’αρχήν δεν υπάρχει δικτατορία χωρίς εθνικοσοσιαλιστικά στοιχεία. Εγώ δεν γνωρίζω ακριβώς τι σημαίνει πατρίδα. Δείτε για παράδειγμα τι γίνεται με τους πρόσφυγες. Ξέρω τόσους συγγραφείς που εξορίστηκαν. Όταν γύρισαν πίσω, κατέρρευσαν. Δέχομαι τον όρο πατρίδα, ατομικά, οντολογικά. Όχι όμως ιδεολογικά.
Εκείνο που την απασχολεί πολύ πέρα από τον φόβο, είναι η γλώσσα. Η γλώσσα έχει την δική της υλικότητα. Δεν απελευθερώνει τελικά. Συχνά μια φράση προκύπτει από σύμπτωση. Οι λέξεις δοκιμάζουν κάθε φορά να είναι κάτι το διαφορετικό. Στο σχολείο όπου πήγαινα, μαθαίναμε μόνο πολιτικές έννοιες. Έτσι όταν έφτασα για πρώτη φορά στο Βουκουρέστι, δεν ήξερα την λειτουργία βασικών στοιχείων της καθημερινότητας. Οι δικτατορίες κακοποιούν τη γλώσσα. Έχουν ροπή προς την κατάχρηση, λόγω ιδεολογίας υποτίθεται. Είναι η γλώσσα που εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση. Δημιουργείται μια μεγάλη απέχθεια, που με τη σειρά της σωματοποιείται. Η γλώσσα της εξουσίας είναι ότι πιο ξένο υπάρχει. Η γλώσσα είναι αυτό που συμβαίνει με τους ανθρώπους ή δεν συμβαίνει. Ο Χόρχε Σεμπρούν έλεγε πως γλώσσα είναι ότι λέγεται. Αυτό ακριβώς μ’ενδιαφέρει. Η ουσία της κάθε στιγμή. Δεν είναι γενικά και αόριστα ένας τόπος. Άλλο εάν απαγορεύεται ο λόγος. Εκεί έχουμε να κάνουμε με την πολιτική παρέμβαση του ανθρώπου. Η γλώσσα έχει τον δικό της ήχο. Επιτρέπει να δεις από κοντά τα πράγματα. Γι αυτό και η λογοτεχνία είναι μια ιδιαίτερη πραγματικότητα. Είναι εκείνο που πονά όταν μας αγγίζει. Η λογοτεχνία είναι η αναζήτηση της ομορφιάς. Δεν υπάρχει τέλεια λογοτεχνία, ούτε ομορφιά. Είναι χάρισμα η λογοτεχνία, άρα απαραίτητη.
Τα τελευταία χρόνια η Χέρτα Μύλερ καταπιάνεται με κολάζ. Κόβει λέξεις από διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και χτίζει μια νέα πραγματικότητα. Ποιήματα που εκφράζουν τη ψυχή της όσο ποτέ. Γιατί να φυλακίσουμε τις λέξεις; Ας τις αφήσουμε να παίξουν μαζί μας. Πριν την τελική υπόκλιση και το παρατεταμένο χειροκρότημα ας κρατήσουμε μια φράση της από τα κολάζ που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα: «Η μεγάλη μελαγχολία, είναι σαν κουκούτσι κερασιού από μολύβι». Καιρός να αποσυρθεί η συγγραφέας και εμείς να σκεφτούμε τα Τέρατα και τις Αφροδίτες που παλεύουν εντός μας.