Διήγημα για παιδιά, του Βασίλη Παπαθεοδώρου.
«Είσαι βαρέλα γεμάτη κρασί.»
«Είσαι βαρέλα γεμάτη κρασί.»
Και η Τριανταφυλλιά νόμιζε στην αλήθεια πως ήταν βαρέλα γεμάτη κρασί. Ήδη από το νηπιαγωγείο που την κορόιδευαν τα άλλα παιδάκια γιατί ήταν μεγαλόσωμη και άγαρμπη και φορούσε κάτι μεγάλα γυαλιά, νάαα!
Γύρναγε κάθε μέρα στο σπίτι της και έκλαιγε, ενώ στα διαλείμματα του σχολείου πήγαινε και κλεινόταν μέσα στην τουαλέτα για να μην την πειράζουν. Και αυτό το «Τριανταφυλλιά» πια, τι όνομα ήταν;
«Με λένε Φυλλίτσα, από το Τριανταφυλλίτσα», έλεγε στους συμμαθητές της και δώστου χάχανο αυτοί. Και μετά τη φώναζαν «Φυλλάρα, από το Τριανταφυλλάρα».
Με τον καιρό όμως η Τριανταφυλλιά έμαθε να μη δίνει σημασία σε όλα αυτά. Απλά κλεινόταν στον εαυτό της και δε μίλαγε σε κανέναν. Ντρεπόταν. Ντρεπόταν για όλα και για όλους. Ντρεπόταν να τα πει στους γονείς της, αλλά και στη δασκάλα της, ντρεπόταν να κοιταχτεί στον καθρέφτη και ντρεπόταν να μιλήσει σε άλλο παιδί. Μόνο στις κούκλες της τα έλεγε όλα, με το νι και με το σίγμα όμως.
Και όταν πρωτοπήγε στο δημοτικό, προσπάθησε να είναι απαρατήρητη, να μην τη βλέπει κανείς, να κάνει πως δεν υπάρχει. Και το είχε καταφέρει αυτό. Τα άλλα παιδιά έτρεχαν και κυνηγιόντουσαν στα διαλείμματα, έπαιζαν τα Σαββατοκύριακα το ένα στο σπίτι του άλλου, και η Τριανταφυλλιά δεν είχε καμία φίλη. Ούτε και στην πολυκατοικία της έκανε παρέα με τα άλλα παιδιά, κι ας ήταν της ηλικίας της.
«Μα βγες κι εσύ για λίγο, πήγαινε κάτω να παίξεις με τα άλλα παιδάκια», της έλεγε η μητέρα της.
Κι αυτή με τα πολλά κατέβαινε στην πυλωτή κι έκανε ποδήλατο μόνη της. Τα άλλα παιδάκια δεν της έδιναν σημασία, ίσως να μην ήξεραν ούτε το όνομά της.
Κάποια φορά οι γονείς της αποφάσισαν να της κάνουν ένα πάρτυ. Θα φώναζαν όλα τα παιδάκια της τάξης. Της έδωσαν προσκλήσεις σε φακελάκια και της είπαν να πάει να τις μοιράσει σε όλα τα παιδιά. Η Τριανταφυλλιά τις έφερε όλες τις προσκλήσεις πίσω. Έτσι την επόμενη μέρα ανέλαβε η δασκάλα να μοιράσει τις προσκλήσεις στα άλλα παιδάκια, πράγμα που την έκανε να ντραπεί ακόμα πιο πολύ. Οι συμμαθητές της άνοιξαν την πρόσκληση κι έκαναν «Ουάου, τι υπέροχη ζωγραφιά είναι αυτή!». Πράγματι το χαρτονάκι που έγραφε για τη μέρα και την ώρα του πάρτυ είχε πολλά χρώματα και σχήματα πάνω του: Μπαλόνια, καραβάκια, αστέρια. Η Τριανταφυλλιά χάρηκε πολύ που οι προσκλήσεις άρεσαν στους συμμαθητές της. Αυτοί τις έβαλαν στις τσάντες τους.
Τη μέρα του πάρτυ είχε ντυθεί πάρα πολύ ωραία, ένα φουστανάκι γαλάζιο και ροζ, της το είχε φτιάξει η μητέρα της, που ήξερε να φτιάχνει ρούχα. Είχε πιάσει τα μαλλιά της σε δύο κοτσιδάκια και φορούσε επίσης τα καινούρια της παπούτσια. Οι γονείς της είχαν αγοράσει ένα σωρό πράγματα, τυροπιτάκια, σπανακοπιτάκια, τσιπς, λουκανικοπιτάκια και μία φανταστική τούρτα από σοκολάτα. Όμως δεν πήγε τελικά κανένα παιδάκι.
«Μη στενοχωριέσαι, κοριτσάκι μου, θα τα φάμε εμείς», της είπαν οι δικοί της και πήραν τηλέφωνο τη θεία της με τα ξαδέλφια της που ήρθαν σε λίγη ώρα.
Η Τριανταφυλλιά τελικά τα πέρασε καλά και έφαγε και τη μισή τούρτα σοκολάτα.
Αυτό που δεν της άρεσε καθόλου στο σχολείο ήταν να τη σηκώνουν στο μάθημα. Την έβλεπαν όλοι τότε κι αυτή ντρεπόταν, νόμιζε ότι την κοροϊδεύουν. Ούτε η γυμναστική της άρεσε, γιατί φόραγε φόρμα ή σορτσάκι που την έκανε πιο παχιά. Αλλά ούτε και η μουσική της άρεσε αν έπρεπε να τραγουδήσει. Αυτό που της άρεσε απλά είναι να κάθεται τα Σαββατοκύριακα σπίτι και να πηγαίνει βόλτες με τους δικούς της, όποτε αυτοί μπορούσαν.
Ο μεγαλύτερός της όμως εφιάλτης ήταν όταν το Φεβρουάριο το δημοτικό της θα έκανε ένα πάρτι για τις Απόκριες. Όλα τα παιδάκια έπρεπε να μασκαρευτούν και να φοράνε τη μάσκα τους μέχρι το τέλος του διαγωνισμού που θα γινόταν: Του διαγωνισμού για την καλύτερη στολή. Οι μαμάδες θα έφτιαχναν φαγητά και θα τα πήγαιναν, ενώ ο σύλλογος θα αγόραζε τα αναψυκτικά.
«Όχι, δε θέλω να πάω!», φώναζε η Τριανταφυλλιά στη μητέρα της, αλλά αυτή δε σήκωνε κουβέντα.
«Θα πάμε και θα είσαι το καλύτερο κορίτσι, το πιο όμορφο εκεί μέσα. Θα το δεις και θα με θυμηθείς»
Πόσο την αγαπούσε τη μητέρα της όταν της έλεγε τέτοια πράματα. Ήξερε βέβαια πως ήταν ψέματα, αφού δε θα ήταν το ομορφότερο κορίτσι εκεί μέσα, αλλά παρόλα αυτά ήθελε να τα ακούει.
«Ντρέπομαι όμως, δε θέλω να πάω. Γιατί να μην πάμε βόλτα όλοι μαζί;»
Η μητέρα της δεν ήθελε να ακούσει λέξη, το ίδιο και η δασκάλα της που την πίεζε να πάει. Αχ, πόσο ήθελε να πέσει και να αρρωστήσει με πυρετό, για μια μέρα μόνο, για τη μέρα του πάρτι…
«Θα σε ντύσω βασίλισσα. Το κοριτσάκι μου θα είναι η βασίλισσα…», έλεγε με καμάρι η μητέρα της που της έφτιαχνε τη στολή πάνω στο σώμα της.
Η Τριανταφυλλιά ντρεπόταν που θα ντυνόταν βασίλισσα. Είχε δει κι όλα αυτά τα φανταχτερά στολίδια και τα αστέρια και τις γιρλάντες που της είχε αγοράσει η μητέρα της και καταλάβαινε ότι όλοι θα βλέπουν αυτή.
«Έλα, θα φοράς μάσκα όλη την ώρα», την τραβολόγαγε η μαμά της και τελικά η Τριανταφυλλιά πείστηκε όταν είδε πως η μάσκα ήταν αρκετά μεγάλη και της έκρυβε όλο το πρόσωπο.
Και όταν εκείνο το Σάββατο, πριν φύγουν, έβαλε την καινούρια της στολή και τη μάσκα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, τότε ενθουσιάστηκε: Η στολή ήταν πραγματικά υπέροχη, ό,τι καλύτερο είχε δει στις Απόκριες. Και επίσης η μάσκα της έκρυβε όλο το πρόσωπο.
Σε όλη τη διαδρομή προς το σχολείο είχε μεγάλο τρακ. Εντάξει η στολή ήταν πολύ ωραία, αλλά αν όλοι γελούσαν με αυτήν; Έτσι διασχίζοντας την πόρτα του σχολείου κρύφτηκε πίσω από τη μητέρα της που κουβαλούσε ένα ταψί με σπανακόπιτα.
«Καλώς τες, καλώς τες!», άκουσε τη δασκάλα της να λέει. «Ω, τι στολή είναι αυτή, Τριανταφυλλιά μου;»
Ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί μόλις ακούστηκε το όνομά της. Ευτυχώς εκεί μέσα γινόταν πολλή φασαρία και κανείς δεν το άκουσε. Είδε πάρα πολλά παιδιά να τρέχουν πέρα δώθε, με τις μάσκες στα πρόσωπά τους, να παίζουν μεταξύ τους, να αστειεύονται. Κανείς δεν αναγνώριζε τον άλλον. Αυτό της άρεσε, της έδιωξε την ντροπή.
«Λοιπόν τώρα είσαι η βασίλισσα», της είπε η μητέρα της και την έσπρωξε απαλά προς τη μέση, ενώ η ίδια πήγε να κάτσει με τις υπόλοιπες μαμάδες. Και τη στιγμή που έμεινε μόνη της η Τριανταφυλλιά, άκουσε από δίπλα της ένα «ααα, τι ωραία!!!».
Ήταν κάποια άλλα κοριτσάκια που την είχαν δει και την είχαν θαυμάσει. Ίσως να πήγαιναν και σε μεγαλύτερη τάξη, δεν ήξερε, καθώς δεν μπορούσε να τα αναγνωρίσει.
Κάποιο από αυτά την πήρε από το χέρι και την τράβηξε στην παρέα της. Η Τριανταφυλλιά ντράπηκε λίγο στην αρχή, αλλά μετά κατάλαβε ότι κανείς δεν ήξερε ποια είναι. Έτσι κι αυτή άρχισε να είναι η βασίλισσα. Πήγαινε με τα άλλα κορίτσια και σε λίγο ήρθαν και κάποια αγόρια και άρχισαν να τρέχουν και να παίζουν όλοι μαζί. Ήταν ευτυχισμένη, είχε κάνει φίλους, έστω κι αν δεν τους ήξερε. Για πρώτη φορά στη ζωή της.
Και μετά από αρκετή ώρα, σηκώθηκε η διευθύντρια του σχολείου και πήγε στο μικρόφωνο.
«Και τώρα θα σας ανακοινώσω την καλύτερη στολή!», μίλησε κι όλα τα παιδιά σώπασαν για να ακούσουν το νικητή.
«Αλλά μετά θα πρέπει να βγάλετε τις μάσκες σας…», συμπλήρωσε.
Η Τριανταφυλλιά φοβήθηκε, τρόμαξε πως άμα έβγαζε τη μάσκα θα έχανε κι όλους τους φίλους που είχε κάνει. Άρχισε να ντρέπεται ξανά, τι θα γινόταν όταν θα την έβλεπαν όλοι οι συμμαθητές της, όταν θα την έβλεπαν πάλι σαν το χοντρό κοριτσάκι με τα μεγάλα γυαλιά.
«Και η καλύτερη στολή είναι …η βασίλισσα», ανακοίνωσε η διευθύντρια και όλα τα παιδιά ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Και μόλις η Τριανταφυλλιά αναγκάστηκε να βγάλει κι αυτή τη μάσκα, για να πάει να παραλάβει το βραβείο της, εκεί που νόμιζε ότι θα άκουγε πάλι κοροϊδίες και πειράγματα, είδε προς μεγάλη της έκπληξη ότι όλη της η τάξη πανηγύριζε, γιατί μια συμμαθήτριά τους είχε νικήσει και είχε φέρει το βραβείο στην τάξη τους.
Η Τριανταφυλλιά δεν ντρεπόταν πια. Ίσα ίσα φίλαγε τα άλλα κορίτσια που είχαν πάει να τη συγχαρούν. Τώρα ήταν πια πραγματικά ευτυχισμένη, τώρα που όλοι ήξεραν ποια είναι, και κανείς δεν την κορόιδευε.
«Μα γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στα διαλείμματα, να παίζουμε μαζί;», της είπε μια συμμαθήτριά της κι όλες οι άλλες συμφώνησαν.
«Μήπως δε μας θέλεις; Νομίζαμε πως είσαι ακατάδεχτη».
Η Τριανταφυλλιά κατάλαβε πως κανένα παιδί δεν είχε όρεξη να την πειράξει και να την κοροϊδέψει, λάθος τα είχε νομίσει αυτά από την αρχή. Κατάλαβε το λάθος της να τους έχει παρεξηγήσει όλους, να ντρέπεται γι’ αυτό που είναι. Όλοι την ήθελαν κι όλοι θα την έκαναν παρέα.
«Θα έρχομαι, σας το υπόσχομαι», είπε στα άλλα κορίτσια και άρχισε να τρέχει μαζί τους και να παίζει.
Έτσι δεν είδε τη μαμά της που ήταν συγκινημένη στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Ούτε κι άκουσε τη δασκάλα να της λέει:
«Είδατε τελικά που η Τριανταφυλλιά μας άνθισε;»