Στα χρόνια της εφηβείας ο Τζων Μπάνβιλ ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γουέξφορντ της Ιρλανδίας και τα Σαββατοκύριακα συνόδευε την μητέρα του σ’ένα πασίγνωστο βιβλιοπωλείο του Δουβλίνου που λειτουργούσε και ως αντικερί. Ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα εργαλεία της εικαστικής τέχνης όπως καβαλέτα, πινέλα, χρωστικές ουσίες, βούρτσες και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Πίσω στο δωμάτιο του, στεκόταν ώρες ατέλειωτες όρθιος μπροστά στον καμβά προσπαθόντας να ζωγραφίσει όπως ομολογεί ο ίδιος, «μυθολογικές σκηνές βαθυστόχαστων εννοιών». Όμως η…ορθοστασία δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και έτσι ο Μπάνβιλ αντικατέστησε τα πινέλα με τις πένες. Πέντε δεκαετίες αργότερα, αναρωτιέται πως θα ήταν η ζωή του εάν είχε γίνει τελικά ζωγράφος. «Φλέρταρα διαχρονικά με την ιδέα, πως θα ήταν αν ήμουν ζωγράφος. Η διαδικασία και τα εργαλεία της δουλειάς του ζωγράφου με συγκινούν ακόμη. Καλό και το μολύβι δεν λέω, αλλά η μυρωδιά των χρωμάτων με γυρίζει πίσω στα παιδικά μου χρόνια». Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα έχει τίτλο: Η μπλε κιθάρα (μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο). Αφηγείται την ζωή του Όλιβερ Ορμ ενός αποτυχημένου ζωγράφου που μετεξελίχθηκε σε ικανότατο κλέφτη. Ένας άνθρωπος που δεν εμφορείται από τον καλλιτεχνικό ενθουσιασμό της νιότης του, ούτε έχει ανάλογες φιλοδοξίες πια, σε αντίθεση με τον πάντα ορεξάτο Τζων Μπάνβιλ. «Η καρδιά του κλέφτη είναι παρορμητικό όργανο, λέει κάπου ο Όλιβερ Ορμ περιγράφοντας τον εαυτό του. Παρόλο που δονείται για λύτρωση δεν μπορεί με τίποτα να ξεφύγει από την καυχησιά μιας καλής πλαστογραφίας».
Μια από τις κύριες προκλήσεις του μυθιστορήματος αναφέρει ο Μπάνβιλ, ήταν να γίνουν αποδεκτές από τους αναγνώστες οι εμμονές του Όλιβερ Ορμ : «Στις πρώτες 20–30 σελίδες ο Ορμ φαίνεται αρκετά πομπώδης. Στη πορεία αναγκάστηκα να τον συνεφέρω κάπως και να του κόψω τη φόρα. Είναι αρκετά μοχθηρός εκ φύσεως, διότι είναι αποτυχημένος. Ξέρετε ο αποτυχημένος καλλιτέχνης, αποτελεί ίσως τον χειρότερο εκπρόσωπο του ανθρώπινου είδους». Ο Όλιβερ Ορμ δεν καταρρέει επειδή είναι μέτριος ζωγράφος. Αλλά επειδή έχει την βαθιά πεποίθηση πως ότι φτιάχνει δεν έχει νόημα. Είναι παγιδευμένος στον κύκλο της ματαιότητας. Απομακρύνεται συναισθηματικά από την τέχνη του. «Είναι σε δεινή θέση. Ο εξωτερικός κόσμος βρίσκεται σε δυσαρμονία με τον εσωτερικό. Ανάμεσα τους ένα αγεφύρωτο χάσμα». Ο Μπάνβιλ πιστεύει πως έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν αγεφύρωτα χάσματα μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Θεωρεί την μορφή της αφήγησης πιο σημαντική και ο λόγος που άφησε την ζωγραφική ήταν για να περιγράψει όπως υποστηρίζει, καθημερινές σκηνές με όμορφο τρόπο στο χαρτί. «Σκέφτομαι ότι τα βιβλία μου είναι περισσότερο επιφανειακά, απ’όσο νομίζει ο πολύς κόσμος. Δεν μ’ενδιαφέρει η ψυχολογία των χαρακτήρων. Ως συγγραφέας φροντίζω πρωτίστως να χτίσω σωστά ένα έργο τέχνης. Δουλεύω κάθε πρόταση ξεχωριστά. Όταν φτάσει να είναι κοντά στις απαιτήσεις μου, τότε προχωρώ στην επόμενη. Στο τέλος το επεξεργασμένο υλικό μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνο του. Όταν ήμουν νεότερος, στο ξεκίνημα της συγγραφικής περιπέτειας, σχεδίαζα και ξανασχεδίαζα εξ’αρχής τα βιβλία μου μέχρι και την τελευταία λέξη. Στη πορεία κατάλαβα πως αυτό το σύστημα μου έφερνε σύγχυση. Με μπλόκαρε και δεν μπορούσα να βρω τις αιτίες. Έτσι άφησα ελεύθερα,τα ένστικτα μου. Νομίζω πως αυτός ο τρόπος μου ταιριάζει απόλυτα».
Ο Όλιβερ Ορμ στην Μπλε κιθάρα εμφανίζει σημάδια επιτήδευσης. Αρκετές φορές θυμίζει τον ψευδώνυμο αφηγητή από την Λολίτα, Χάμπερτ Χάμπερτ. «Ο Ναμπόκοφ κι εγώ διαφέρουμε υπό την έννοια ότι η προσέγγιση μου στα πράγματα είναι πολύ…ιρλανδική. Τουλάχιστον στο ζήτημα της γλώσσας. Οι Ιρλανδοί συγγραφείς για παράδειγμα είναι γνώστες του ανέμου, της θάλασσας, της φυσιολογίας των βράχων κτλ, ενώ είναι εξοικειωμένοι και με την μουσικότητα του λόγου. Από πλευράς τονικότητας ο Ναμπόκοφ ήταν κουφός και όλη του η δουλειά ήταν εικονογραφική. Σε πολλές συζητήσεις επαναλάμβανε την επιθυμία του να γίνει ζωγράφος. Αυτό φαίνεται και στην συγγραφική του δουλειά. Ο ρυθμός, δεν είχει και πολύ σημασία για εκείνον. Δεν εννοώ ότι γράφει άσχημα, απλά οι προτάσεις του, έχουν έλλειψη μουσικότητας. Όσον αφορά εμένα, δεν γνωρίζω πως να μεταφράσω τις εικόνες σε λέξεις. Με μια έννοια είμαι πιο κοντά στην διαισθητική πλευρά των ζωγράφων, παρά των συγγραφέων. Το παρελθόν με συναρπάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Αυτό παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Κανονικά, παρελθόν και παρόν είναι το ίδιο βαρετά. Τελικά τι είναι εκείνο που καθιστά το παρελθόν τόσο σαγηνευτικό; Τι σημαίνουν οι εμπειρίες του, οι αισθήσεις του; Το χθες είναι παρελθόν; Το πριν μια βδομάδα είναι περισσότερο; Πόσο πίσω μπορείς να πας, για να εισέλθεις μέσα στο «παρελθόν»; Αυτά τα ερωτήματα με βασανίζουν χρόνια, όμως δεν έχω βρει απαντήσεις. Η συγγραφή παραμένει ένα άλυτο αίνιγμα του μυαλού. Είναι μια μυστηριώδης διαδικασία, που είναι υποκρισία να πω ότι την καταλαβαίνω απολύτως».
πηγή: New Yorker
απόδοση: Ν.Κ
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ